Ευτυχώς που υπάρχουν κάτι τύπισσες σαν την Μ.Ι.Α. και η πίστη μας στην ποπ μουσική έρχεται στη θέση της.
Μια εποχή που η εναλλακτική πρόταση στην αμερικανικη προ-κατ ποπ είναι η πιο μέτρια από ποτέ, ευρωπαΙκή indie, χρειαζόμαστε τέτοιου τύπου ενέσεις. Οι “σοβαροί‘ μουσικοί εδώ και χρόνια έχουν εγκαταλείψει την ποπ κι έτσι ο κλήρος πάλι πέφτει στους καλλοτεχνίτες να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Όπως και σε τόσες άλλες περιόδους -την ποστπανκ των 80s, το shoegaze των 90s, το IDM των 00s- τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα στις “ακρες” της ποπ βγαίνουν από τις σχολές καλών τεχνών. Ίσως επειδή χρησιμοποιώντας άλλες μεθοδολογίες, οι καλλοτεχνίτες βλέπουν τις θεατρικές / μέτα δυνατότητες πίσω από την ποπ.
Σαφώς και υπάρχουν εξαιρέσεις: ο John Maus είναι ένα καλό παράδειγμα του “σοβαρού” συνθέτη που αποφάσισε να ασχοληθεί με την ποπ. Δήλωσε μάλιστα για τον τελευταίο του δίσκο ότι τον ενδιαφέρει να αφαιρεί όσο γίνεται πιο πολλά περιττά ώστε να φτάσει κάποια στιγμή στο τέλειο ποπi. Τo ti ακριβώς μπορεί να εννοεί μ’ αυτο ο J.M. ή η Μ.Ι.Α. θα το συζητήσουμε παρακάτω.
Λίγο πιο πέρα “γεωγραφικά‘ από το ποπ πρότζεκτ και τις σχολές καλών τεχνών, πολλά σημαντικά μουσικά subcultures της εποχής μας προέρχονται πλέον από πληθυσμούς “διασποράς” ή, αν θέλεις, πολιτισμικής πολυπλοκότητας.
Η δεύτερης και τρίτης γενιάς μετανάστες ανά τω κόσμω μεγαλωμένοι συχνα κάνοντας τους ζογκλέρ μεταξυ πολιτισμικών αντιφάσεων που οι υπόλοιποι ούτε καν φανταζόμαστε, φτιάχνουν περίπλοκες cross-cultural προσωπικότητες που έχουν να διηγηθούν περίπλοκες ιστορίες. Από το γαλλικό χιπχοπ μέχρι το grime του Λονδίνου, η undeground της postcolonial εποχής καλά κρατεί.
Οι ταυτότητες της διασποράς είναι ταυτότητες τόσο ομοιότητας, όσο και διαφοράς και για να τις εξερευνήσει κανείς πρέπει να λάβει υπόψη του το πόσο εν κινήσει βρίσκονται συνέχεια, όπως επισημαίνει ο P. Gilroy σε ένα από τα πρώτα και σημαντικότερα κείμενα για την πολιτική των πληθυσμών της διασποράς.
Η Μ.Ι.Α. λοιπόν ταιριάζει και στις δυο κατηγορίες των παραπάνω παραγράφων και αυτό ίσως να είναι που την καθιστά τόσο ξεχωριστή ανάμεσα σε όλων των ειδών τους ποπσταρς γύρω της.
Γεννήθηκε στο Λονδίνο, όμως η οικογένεια της μετακόμισε στη Σρι Λάνκα, όπου ο πατέρας της υπήρξε σημαντικός ακτιβιστής στον εμφύλιο πόλεμο των 80s. Η Μ.Ι.Α. διηγείται φοβερές ιστορίες για το πως στρατιώτες ξετρύπωναν με όπλα στο σχολείο ενώ τα παιδάκια ζωγραφίζαν. Στα μέσα των 80s η οικογένειά της επιστρέφει στο Λονδίνο, όπου τελειώνει το σχολείο και πηγαίνει στη σχολή καλών τεχνών του Central Saint Martins. Ξεκινάει πορεία ώς ζωγράφος / visual artist με ενδιαφέρον για τον ρεαλισμό και το radical cinema των 90s (δανέζικο δόγμα, Harmony Korine κ.λ.π.). Όλα αυτά είναι -θα μπορούσε να πει κανείς- ξεκάθαρες επιρροές στη μουσική της πορεία.
Αλλα ας αφήσουμε τα βιογραφικά και ας πιάσουμε τον καινούριο της δίσκο. Τί είναι λοιπόν αυτό που καταφέρνει ο δίσκος σε σχέση με το “ποπ πρότζεκτ” όπως είπα νωρίτερα; Μας θυμίζει όλα αυτά που μπορεί να είναι η καλη ποπ: να είναι περιπετειώδης χωρίς να ειναι θολή και ακατανόητη, να είναι αυτο-αναφορική χωρίς να είναι δήθεν, να δανείζεται από διαφορετικές κουλτούρες χωρίς να γίνεται “κιτς”, να είναι ειρωνική/αστεία αλλα και πολιτική συγχρόνως, να είναι περίπλοκη χωρίς να χάνει την αίσθηση του fun. Αυτό είναι το ποπ πρότζεκτ που σαφώς οραματίζονταν οι Beatles του “White Album”, αλλά δεκαετίες μετά οι σοβαροι μουσικοί καλλιτέχνες είναι φυλακισμένοι στις προσωπικές τους τεχνοτροπίες για να κοιτάξουν λίγο πιο έξω από την εγωπαθή τους φούσκα.
Όταν είδα ότι η Μ.Ι.Α. αποφάσισε να εμφανιστεί ως μαζορέτα στο χορό της Madonna, ήμουν σχεδόν βέβαιος πως κάτι είχε υπόψη της για τον επόμενο δίσκο, κάτι μέτα- έχτιζε. Κατηγορίες τύπου “πάει για εμπορικότητα” είναι άκυρες αν κοιτάξεις τις κινήσεις της καριέρας της, άρα κάτι άλλο έπαιζε, κάποιου είδους μποϊκοτάζ εκ των έσω σκαρφιζόταν. Και όντως το “Matangi” είναι ακριβώς αυτό: ένα σχόλιο πάνω στην ποπ μουσική και το celebrity culture, χτυπώντας όχι τις πεπατημένες περί “χαζοαμερικάνων”, αλλά θέλοντας να δείξει πόσο βαθειά χωμένα είναι στοιχεία όπως ρατσισμός και σεξισμός στον δυτικό κόσμο και πόσο ένοχη είναι και η ποπ μουσική μέσα σ’ αυτό.
Η Μ.Ι.Α., λοιπόν, χτίζει ένα πρωτοφανές μετα-ποπ κομψοτέχνημα για την postcolonial εποχή. Μας φέρνει συνέχεια “αντιμέτωπους” με το “εξωτικό” και το διαφορετικό, έχοντας όμως απόλυτη επίγνωση για αυτό. Έτσι φαίνεται να δίνει μια γερή κλωτσιά μια και για πάντα στις προβληματικές της “έθνικ” μουσικης και ιδεών περί των “ασιατικών πολιτισμών”, που χρησιμοποιούνται από τους δυτικούς ως παραδείγματα “αγνότητας” και “αυθεντικότητας”, με αποτέλεσμα όμως στην πραγματικότητα να διαιωνίζονται μ’ αυτον τον τρόπο αποικιακές ανισότητες. Η Μ.Ι.Α. μπαίνει και βγαίνει με τσαμπουκά (τον οποίο έχει κερδίσει δικαίως στη ζωή της) σε μετα-πολιτισμικά σχήματα, από το πιο κιτς και cheesy bollywoodian sample στο πιο ευαίσθητο νανούρισμα επηρεασμένο απο τα τραγούδια της Σρι Λάνκα που της τραγουδούσε η μητέρα της. Και ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ σαμπλάρει με κατανόηση του τι θα πει αυτό.
Σε μια μεταμοντέρνα εποχή που όλα φαίνεται να έχουν χάσει το πρωταρχικό τους πλαίσιο και χρησιμοποιούνται όπου βολεύει τον καθένα, η Μ.Ι.Α. προτείνει ένα είδους κολλάζ που θεατρικά παίρνει υπόψη του το απο πού προέρχεται το κάθε sample — έπρεπε προφανώς να έρθει ενα cross-cultural κορίτσι για να υπογραμμίσει την ευαίσθητη συνθήκη της χρήσης των samples, γιατί αν περιμέναμε απο τα λευκά αγόρια, σωθήκαμε…
Ο δίσκος ξεκινά ακριβώς με ένα τέτοιο “oriental” sample, το οποίο κόβεται απότομα για να ξεκινήσει μια γυμνή ελέκτρο. Το ίδιο ακριβώς sample επανέρχεται σε επόμενο κομμάτι (γενικα οι αυτοαναφορές και το intertextuality δίνουν και παίρνουν). Στο ομώνυμο τραγούδι, η Μ.Ι.Α. φτιάχνει το απόλυτο postcolonial ντανταιστικό κολλάζ, ένα έντονο επαναλαμβανόμενο μοτίβο, πάνω από το οποίο μας δίνει μια λίστα από χώρες απο τη Νικαράγουα μέχρι την Νορβηγία, μια λίστα που μπορεί να δημιουργήσει όλων των ειδών τις θεματικές συνδέσεις.
Αργότερα μας λέει οτι “if you’re like me you need a manifesto, if you ain’t got one, you better get one presto” — στίχοι όπως αυτοί μας δείχνουν ακριβώς που κινείται όλο το άλμπουμ, πάντα με χιούμορ/αυτοχλευασμό, αλλά και με μια αίσθηση πως έχει να επικοινωνήσει με το κοινό κάτι επείγον, τόσο για την ποπ μουσική, όσο και για την πολιτική συγκυρία συνολικότερα. Το κομμάτι τελείωνει με έναν εθιστικό ελεκτρο-asian χορό και ήδη στα 5 πρώτα λεπτά του δίσκου βρίσκεσαι ακριβώς μέσα στο διάλογο των αντιφάσεων/”αντιφάσεων” δύσης/ανατολής που θέλει η Μ.Ι.Α. να τονίσει.
Το Warriors (που σαμπλάρει “E Sta Si E Sta No“!) αναφέρεται στιχουργικά στην περιπλοκότητα του πως οι δυτικές χώρες αποροφούν τους μετανάστες (“tick tick tick i collected my ticks, top dog even though i didn’t speak no english“), χωρίς βέβαια να αυτο-θυματοποιείται. Το κομμάτι χτίζεται γύρω από τις αντιφάσεις των samples, που φαίνεται να περιγράφουν τον ηχητικό περίγυρο της Μ.Ι.Α. ενώ μεγάλωνε: από επιθετικό rave μέχρι ήχους που μοιάζουν σαν να προέρχονται από ντοκιμαντέρ με ελέφαντες και τηλεόραση “αλλων” πολιτισμών. Tο Warriors είναι ένα από τα πιο περίπλοκα crosscultural παραδείγματα της σημερινής ποπ, ενώ συγχρόνως είναι και ένα απολαυστικό παράδειγμα συναισθητικού ηχητικού κολλάζ.
Το κατ’ εξοχήν μέτα κομμάτι του δίσκου που δίχασε πολύ όσους παρακολουθούν τη δουλειά της είναι το Come Walk With Me. Ένα κομμάτι που ξεκινάει με συγχορδίες μιας μαλακής κιθάρας και μια γλυκανάλατη μελωδία τύπου Katy Perry, όμως αποτελεί στην πραγματικότητα μια επίθεση εκ των έσω: πάνω από τη γλυκανάλατη μελωδία η ΜΙΑ τραγουδάει “cause tonight we ain’t acting like we don’t care” και με μια διπλή άρνηση επιτέλους φτιάχνει το πρώτο teen-pop που λέει πως “ΝΑΙ νοιαζόμαστε γι’ αυτό που συμβαίνει“. Στη συνέχεια απλά καταστρέφει την αισθητική του κομματιού με ήχους διαφόρων ειδών (συμεπριλαμβανομένου ήχου που μοιάζει επικίνδυνα με τον ήχο των MacBook οταν ανεβάζεις το volume!), ενω τα λόγια απλά κοροϊδεύουν το ηθικολογικό ψεύδος που λέγεται “στιχουργικός καθωσπρεπισμός” και “λογοκρισία” της ποπ (το “i’m still gonna fux with you” περνάει από τη λογοκρισία του MTV και δεν κόβεται). Όσο προχωράει το τραγούδι, οι στίχοι γίνονται όλο και πιο περίπλοκοι και πολιτικοί (“can we touch base to discuss agenda?“) και οι teen-heroes μετατρέπονται σε ακτιβιστές pen pals. Έχουμε λοιπον ένα silly ερωτικό τραγούδι για τους εφήβους του πολιτικού μέλλοντος που είναι ήδη εδώ.
Η ακτιβιστική ποιητική του δίσκου φτάνει στο αποκορύφωμα της με το aTENTion, όπου η ΜΙΑ έχει μια πρωτοφανή ιδέα: χρησιμοποιεί τη λέξη “TENT” ξανά και ξανά μέσα στους στίχους, άλλοτε γι αυτό που σημαίνει, άλλοτε επειδή ακούγεται παρόμοια με συλλαβές που αναπληρώνει και έτσι φτιάχνει ένα κολλάζ λέξεων, κάποιες εκ των οποίων είναι ακατανόητες και “αναγκάζει” τον ακροατή να χρησιμοποιήσει τη φαντασία του, χωρίς όμως να χάνει το κεντρικό της θέμα: ΤΕΝΤ.
Ποιες να είναι αυτές οι σκηνές στις οποίες αναφέρεται η ΜΙΑ; Ποιες είναι οι πρώτες σκηνές που έρχονται στο μυαλό μας; Δε νομίζω να μιλάει για το μεσο-αστικό δικαίωμα του “αχ, ας πάμε στη Σαμοθράκη με σκηνή να είμαστε πιο κοντά στη φύση“. Σε μια εποχή όπου οι οικονομικές διαφορές έχουν γίνει πιο ορατές και κυνικές από ποτέ, η σκηνή είναι σύμβολο του κινούμενου / μετακινούμενου πληθυσμού. Από το Occupy movement μέχρι τα μοντέρνα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, το ΤΕΝΤ της Μ.Ι.Α. είναι σαν ένα μπλοκάκι που κρατάει σημειώσεις σκέψεων γύρω από όλα αυτά.
Τι να πει κανείς για το πιο-fun-δε-γίνεται single Bad Girls, ένα κλασικό φεμινιστικό anthem για το μέλλον. Το προσπερνώ γιατί απλά προτιμώ να το χορεύω. Στο Boom (Skit), το μέτα-ειρωνικό στοιχείο του δίσκου φτάνει στο απόγειό του, αφού η Μ.Ι.Α. φτιάχνει ένα ντιλίσιους διαμαντάκι με στίχους που μοιάζουν με ηλιθιωδη youtube hater comments. Επιτέλους χιούμορ, λοιπόν, που δεν ειναι χοντροειδής ματσο-αηδία, αλλά λεπτή βρετανική ειρωνία (“looking through your instagram looking for a pentagram all i see is poor people, they should be in ghetto-gram“). Μια απλή ιδέα, αλλά και πόσοι του μεγέθους της Μ.Ι.Α. έχουν κάνει κάτι τέτοιο; Και εκεί που αναρωτιέμαι πώς μπορεί να ακολουθήσει μια τέτοια τρολιά, η Μ.Ι.Α. συνεχίζει το δίσκο με ένα meta-reggae ελέκτρο με στιχουργική αναφορά στους Shampoo!
Γίνεται κατανοητό οτι στο Matangi η M.I.A. δεν έχει αισθητικά όρια, γκρεμίζει οποιαδήποτε ιδέα για το τι θα πει “ποιότητα” και τι trash και ανακατεύει στην παλέτα της οτιδήποτε της είναι χρήσιμο για να χτίσει conceptually ένα τραγούδι. Συνεχίζω να περνάω τέλεια ακούγοντας τον δίσκο, ενω τα ερωτηματικά των identity politics πληθαίνουν.
Θα ήθελα να κάνω μια τελευταία αναφορά στο single Bring the Noize. Εδώ, ραπάροντας πιο γρήγορα απ’ ό,τι μέχρι στιγμής στην καρίερα της και με ροζ μαλλια στο βίντεο (πολυ παρέα με τη Nicky Minaj;), φτιάχνει ένα χιπχοπ που πρέπει κανείς να διαβάσει τους στίχους 5 φορές για να παρακολουθήσει τα επίπεδα και τις αντιφάσεις, αφού η ΜΙΑ μπαίνει και βγαίνει συνέχεια σε χαρακτήρες, ανακατεύοντας αποικιακές ιστορίες της οικογένειάς της, αναφορές στη μοντέρνα pop μουσική / gangsta culture και κομματάκια από πολιτικές συνθήκες της εποχής με διάθεση άλλοτε επανάστασης και άλλοτε ειρωνίας, έτοιμη να κατασπαράξει τους αποικιακούς δυνάστες για τη διαφορετικότητά της, αλλά και να διεκδικήσει μια θέση σε οποιαδήποτε κοινωνία της οποίας κομμάτι θεωρεί πως είναι.
Ένα από τα πιο θυμωμένα κομμάτια που ακούσαμε τελευταία, ένας ύμνος για τους πιτσιρικάδες του σήμερα για τους οποίους το μέλλον μοιάζει μια σκούρα υπόθεση. Το δε βίντεο προσθέτει έξτρα πιθανά επίπεδα ανάλυσης, χτίζοντας έναν καταστροφικό συνδυασμό rave αισθητικής και μιας γενικότερης οριένταλ θεματολογίας / εικονογραφίας, φτάνοντας σε μια ένταση που κάνει τους Die Antwoord να μοιάζουν με άκακους hipsters.
Μπορώ να συνεχίσω όπως καταλαβαίνετε για πολυ ακόμα, αλλά κάπου εδώ κλείνω σιγά-σιγά, προσθέτοντας μόνο ότι η τελευταία πράξη του Matangi θα παιχτεί στον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος θα το πλησιάσει (τα… youtube σχόλια που λέγαμε).
Έχοντας φτιάξει έναν τόσο αυτο-αναφορικό δίσκο (όσο και μια συνολικότερα αυτο-αναφορική περσόνα), η Μ.Ι.Α. το έχει φυσικά υπόψη της. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν το σχέδιο είναι στο μέλλον να γράψει τραγούδια βασισμένα στην μέτρια κριτική του δίσκου απο το Pitchfork (η οποία χάνει απολύτως την meta / conceptual / postcolonial διάσταση).
Ή ίσως τμήμα του σχεδίου της ήταν να κάνει γενικότερα alienate τους γραφιάδες τέτοιου τύπου που για κάποια χρόνια τη θεωρούσαν “κουλ” (όμως όχι πια) και γενικότερα να δυσκολέψει και να φέρει αντιμέτωπους με τον εσωτερικό συντηρητισμό τους όλους όσους θέλουν να τη βάλουν για άλλη μια φορά σε κουτάκια που τους βολεύουν για τις αναλύσεις τους — σόρρυ, αγάπες, η Μ.Ι.Α. έχει νιώσει στο πετσί της τι θα πει “κατηγοριοποίηση” και μάλιστα από hardcore συστήματα όπως το βρετανικό Home Office, οπότε τι να μασίσει από τους ψευδο trend – setter – nerds του Pitchfork — και του όποιου pitchfork (ξέρετε εσείς ποιοι είστε, αφήστε σχόλιο παρακάτω).