Θύμα δικαστικής πλάνης αθωώνεται ύστερα από 17 χρόνια και αρχίζει να γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα που γνωρίζουν πρωτοφανή επιτυχία.
Ο συγγραφέας Massimo Carlotto, τον οποίον είδα πριν κάποια χρόνια στη ΝΕΤ, σε επανάληψη της εκπομπής του Ανταίου Χρυσοστομίδη, Οι Κεραίες της Εποχής μας, βρέθηκε στο προσκήνιο της πιο γνωστής δικαστικής πλάνης της Ιταλίας, το 1976, και θα του αφιερώσω, με χαρά, το σημερινό άρθρο μου. Ο Carlotti, που γεννήθηκε το 1956 στην Πάντοβα, ήταν μέλος της περίφημης αριστερίστικης οργάνωσης Lotta Continua, πράγμα που, όπως φαίνεται, του κόστισε πολύ.
Στις 20 Ιανουρίου 1976, ο εικοσάχρονος Carlotto ανακάλυψε το πτώμα της 25χρονης Margherita Magello, η οποία είχε μαχαιρωθεί 56 φορές. Πήγε αμέσως στους καραμπινιέρους για να δηλώσει το έγκλημα κι αυτοί τον συνέλαβαν ως ύποπτο, χωρίς κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο. Ύστερα από (πολύ κακή) συμβουλή των δικηγόρων του διέφυγεσε άλλες χώρες της Ευρώπης και τελικά στο Μεξικό, όπου και συνελλήφθη, ύστερα από κυνήγι που κράτησε 15 ολόκληρα χρόνια.
Μετά από δίκες, καταδίκη και φυλάκιση, αλλαγές των νόμων, και μεγάλες δικαστικές διαμάχες, τελικά, ο τότε πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Oscar Luigi Scalfaro, του απένειμε χάρη στις 7 Απριλίου 1993 (μετά από 17 χρόνια, για έγκλημα στο οποίο δεν είχε την παραμικρή ανάμειξη). Θα πρέπει να πούμε εδώ ότι αυτό που τον αθώωσε περίτρανα ήταν η εξέταση μέσω DNA η οποία δεν είχε εφευρεθεί ακόμα, για κακή του τύχη, το 1976.
Έγραψε, αμέσως μόλις απελευθερώθηκε, την αυτοβιογραφία του (The Fugitive), καθόλου παράξενο για κάποιον που μπήκε άδικα στη φυλακή για 13 χρόνια, προφανώς λόγω πολιτικών φρονημάτων. Γνώρισε όμως τεράστια επιτυχία όταν, λίγο μετά, άρχισε να γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα. Το αναγνωστικό κοινό αστυνομικών ιστοριών εκτίμησε προφανώς την αυθεντικότητα των έργων του. Ένας νεαρός ιδεολόγος που μπαίνει εντελώς άδικα στη φυλακή, έχει πολλά να μας διηγηθεί. Ο κεντρικός ήρωας των μυθιστορημάτων του είναι ο Alligator, ένας πρώην κατάδικος (και πότης) που έγινε αστυνομικός και, όπως ο Carlotto είναι παθιασμένος με την απονομή της δικαιοσύνης.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο συγγραφέας κάνει προσωπικές έρευνες για όλες τις ιστορίες του, έρευνες που γίνονται μέσω της φιλίας που ανέπτυξε με άλλους κατάδικους όσο βρισκόταν κοντά τους (6 χρόνια). Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, τον συμπαθεί ιδιαίτερα ο απλός κόσμος και, όπως τον άκουσα να λέει στον κ. Χρυσοστομίδη, λαμβάνει καθημερινά εκατοντάδες e-mail με κριτικές, εντυπώσεις, κριτικές, αλλά και προτροπές να ασχοληθεί με άγνωστες ή κλειστές υποθέσεις για τους οποίες του στέλνουν στοιχεία.
Τα πολύ καλά μυθιστορήματά του διαπνέονται ολοφάνερα από την αδικία που διεπράχθη εις βάρος του και περιγράφουν τα πράγματα έτσι όπως γίνονται, ρεαλιστικά, κυνικά, άσχημα, πράγματα που συχνά διαψεύδουν τον τρόπο που εμείς -οι εφησυχασμένοι αναγνώστες- τα βλέπουμε. Όπως λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, το 2005, “ο κόσμος σήμερα αισθάνεται προδωμένος και δεν πιστεύει στις αλήθειες που του σερβίρονται από το κράτος διότι ξέρει καλά ότι το κράτος είναι ανέντιμο”.
Όταν περιοδεύει στην Ιταλία, για να συλλέξει στοιχεία για κάποια υπόθεση ή να παρουσιάσει κάποιο βιβλίο του έρχεται σε επαφή με αναγνώστες του οι οποίοι δεν θέλουν να μιλήσουν περί λογοτεχνίας μαζί του, αλλά για τα καυτά θέματα της επικαιρότητας. Αυτό, κατά τη γνώμη του δείχνει ότι το σύχγρονο αστυνομικό μυθιστόρημα έχει γίνει ένα εξαιρετικό όργανο περιγραφής της πραγματικότητας όπου ζούμε.
Στα κλασσικά αστυνομικά μυθιστορήματα είχαμε happy-end, μια ομαλή, αποδεκτή κατάληξη του χάους που προκαλεί η βία στην ανθρώπινη κοινωνία. Σήμερα, όσοι γουστάρουν τα παραμύθια, βλέπουν τηλεόραση, η οποία είναι γεμάτη με σειρές όπου στο τέλος θριαμβεύει το καλό. Οι άνθρωποι που με διαβάζουν θέλουν να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα, αφού το καλό και το κακό στην πραγματικότητα συγχέονται και οι διαφορές τους είναι πολύ λεπτές και δυσδιάκριτες.
Στη διάρκεια της εκπομπής, ο συγγραφέας μίλησε πολλές φορές για τα χρόνια της φυλακής και τη συναναστροφή του με τον κόσμο του εγκλήματος και δεν υπάρχει αμφιβολία πάνω στο ότι αυτή του η εμπειρία τον οδήγησε στη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων. Τα βιβλία του γνώρισαν μεγάλη επιτυχία εξαρχής (εδώ και χρόνια μοιράζεται με τον Καμιλιέρι τον τίτλο του καλύτερου συγγραφέα αστυνομικών βιβλίων της Ιταλίας) γιατί έχει την ιδιοτυπία να μπερδεύει το αστυνομικό μυστήριο με τα μεγάλα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της εποχής μας.
Στο βιβλίο του: Σου έχω Εμπιστοσύνη, για παράδειγμα, μιλάει εκτεταμένα και παραθέτει στοιχεία για το κύκλωμα νόθευσης των τροφών στην Ιταλία. Το συμπέρασμά του; Τρώμε σκουπίδια, γι’ αυτό και είμαστε όλο και πιο ευάλωτοι σε κάθε λογής ιώσεις. Σταθερό σημείο αναφοράς στα βιβλία του είναι η διαφθορά, που έχει πια αγκαλιάσει τα πάντα, ακόμα και τη διατροφική αλυσίδα.
Τα αστυνομικά μυθιστορήματα αλλάζουν γιατί βέβαια αλλάζουν και οι εποχές. Θυμάμαι, ήμουν νεαρός τότε, τον Lacassin που μίλαγε για τη μεγάλη επανάσταση που είχε επιφέρει ο Ντάσιελ Χάμετ στο αστυνομικό μυθιστόρημα (που ονομάστηκε νουάρ), “βγάζοντας το έγκλημα από τα σαλόνια και κατεβάζοντάς το στο δρόμο, όπου και ανήκει”. Τα “σαλόνια” είναι τα αστυνομικά μυθιστορήματα της κατηγορίας: Αγκάθα Κρίστι, τεχνητές αστυνομικές μυθιστορίες (όπου τελικά δολοφόνος ήταν πάντοτε ο μπάτλερ, χε, χε), ευχάριστες στην ανάγνωση, αλλά χωρίς μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Οι Χάμετ και Τσάντλερ το κατέστησαν πιο ρεαλιστικό και πολύ προσωπικό, και άφησαν τη σφραγίδα τους αφού επηρέασαν όσο κανείς άλλος το είδος που σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς.
Το νουαρ είναι και ο χώρος όπου εντάσσονται τα μυθιστορήματα του Καρλότο, αλλά από όσα είπε ο ίδιος πάνω στο πώς γράφει, μένω με την εντύπωση ότι στην περίπτωσή του έχουμε κάτι πρωτοφανές. Δεν έχει κανένα πρόβλημα να ομολογήσει ότι όλες οι ιστορίες του είναι αληθινές και ότι σε όλες τις έρευνες που έκανε πριν τη συγγραφή, τον βοήθησαν άνθρωποι του υποκόσμου ή και αναγνώστες. Συχνά, ήταν οι ίδιοι οι αναγνώστες που του έδωσαν κάποια ιδέα, δεν είναι καθόλου παράξενο που οι υποθέσεις του έχουν τόσο μεγάλη αληθοφάνεια. Εντάσεται στο νουαρ, αλλά σ’ ένα πρωτοεμφανιζόμενο είδος στρατευμένου νουάρ, αν μπορώ να το πω έτσι.
Η κριτική που του ασκείται έχει να κάνει με το ότι παρουσιάζει ένα κόσμο ζοφερό, τρισάθλιο, κυνικό. Δεν μας παραξενεύει καθόλου, αφού έζησε ο ίδιος από πρώτο χέρι τον κυνισμό της κοινωνίας μας. Έβαλε στόχο της ζωής του ένα πόλεμο ενάντια στη διαφθορά, το μεγαλύτερο κακό, όπως ο ίδιος λέει, της Ιταλικής κοινωνίας.
Αλλά μιλάει κυρίως για “ηθική διαφθορά” που καλπάζει και προκαλεί τα κακά της φοροδιαφυγής, της παράνομης εργασίας, των πυρηνικών αποβλήτων, τη συστηματική παραβίαση κάθε νόμου, ηθική διαφθορά που δεν ανήκει πια μόνο στους εγκληματίες, αλλά έχει περάσει στο ίδιο το κράτος, στους οικονομικούς, δικαστικούς και κυρίως πολιτικούς θεσμούς της κοινωνίας. Αναπόφευκτα, τα καθημερινά αστυνομικά δελτία είναι γεμάτα με ιστορίες διαφθοράς αστυνομικών, πολιτικών και κρατικών παραγόντων (πρωταγωνιστούν συνήθως δικαστικοί και εφοριακοί).
Θα κλείσω με μια παρατήρηση του ίδιου του Καρλότο που μας λέει ότι εντάσσει τον εαυτό του ως συγγραφέα, στο ρεύμα του Μεσογειακού νουαρ, ο οποίος αποφάσισε να ασχοληθεί με τις μεγάλες επαναστάσεις που επέφερε η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας στο σύγχρονο έγκλημα. “Οι ιστορίες που διηγούμαι είναι πάντα αληθινές. Φυσικά και η αλήθεια μπερδεύεται με μυθοπλασία όπως επιβάλλει η φόρμα του ίδιου του μυθιστορήματος. Στόχος μου είναι να ξανά διηγηθώ αυτές τις ιστορίες με τρόπο που οι εφημερίδες και η τηλεόραση αδυνατούν, ή δεν θέλουν, να διηγηθούν”.