Ας μη μακρηγορούμε. Μία είναι η μοίρα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας: να γίνει κατεστημένο. Στους πιο σκοτεινούς διαδρόμους της αβανγκάρντ λαμπυρίζει στο βάθος το φως της εξόδου σε ένα μέλλον αναγνώρισης. Αν όχι καθολικής, πάντως αρκετής για να τοποθετηθεί στο οπτικό πεδίο του μεγάλου κοινού ο καλλιτέχνης που επέμεινε ξεροκέφαλα σε πειραματισμούς και νεωτερισμούς, συχνά συγκρούσθηκε με παλαιότερες γενιές και κριτικούς, κάποτε ενδεχομένως ανέκραξε και το «Γκρεμίστε το παρελθόν!».
Αφήστε που η ζωή μπορεί να φέρει και τη μεγάλη επιτυχία στον άλλοτε νεωτεριστή, παρ’ όλο που κανένα γεμάτο ταμείο θεάτρου ή κινηματογράφου, κανένα εκδοτικό μπεστ σέλερ ή μουσικό χιτ δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την άκρως συζητήσιμη άλλωστε «σφραγίδα ποιότητας». Πάρτε ένα παράδειγμα από την επικαιρότητα. Πριν από λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε σε διπλό dvd η εξαιρετικά επιτυχημένη παράσταση «2». Οι βασικοί συντελεστές είναι δύο κατά τεκμήριο ταλαντούχοι και εν ενεργεία έλληνες καλλιτέχνες, ο χορογράφος και σκηνοθέτης Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο συνθέτης Κωνσταντίνος Βήτα.
Ποιοι βιάστηκαν να χαρακτηρίσουν το «2» πρωτοποριακό; Προφανώς όσοι δεν ήταν παρόντες στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Τότε που ο Παπαϊωάννου ξεκινούσε με εφόδια τη «δική του» Νέα Υόρκη και τη μαθητεία του στον Τσαρούχη, έστηνε με την Αγγελική Στελλάτου, παράσταση την παράσταση, την Ομάδα Εδάφους, δημοσίευε κόμιξ στο περιοδικό «Βαβέλ». Την ίδια πάνω-κάτω εποχή που ο Κωνσταντίνος με τον Μιχάλη Δέλτα άνοιγαν από το Περιστέρι ρωγμές με το συγκρότημα Στέρεο Νόβα, γεμίζοντας ήχους και λέξεις το (μικρο)αστικό τοπίο.
Πόσο «πρωτοποριακοί» είναι σήμερα ο σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας, ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Διαλεγμένος, ο πιανίστας της τζαζ Μάρκος Αλεξίου; Ο πρώτος ανεβάζει φάρσες που θυμίζουν κωμικά σίριαλ στην τηλεόραση, ο δεύτερος παζαρεύει τη «δεδομένη» επιτυχία του, ο τρίτος βιοπορίζεται διδάσκοντας σε ωδεία. Κι όμως, ο Κακλέας κάποτε όρισε νύχτες για νύχτες με την Ομάδα Θέαμα, ο Διαλεγμένος έδωσε ζωή ξανά στο νεοελληνικό θεατρικό έργο, ο Αλεξίου άνοιξε δισκογραφικούς και εκφραστικούς δρόμους με τους Sphinx.
Όσο για τους παλιότερους, το πράγμα μιλάει από μόνο του: σήμερα είναι απλώς κλασικοί. Ο αρχιτέκτονας και μουσικός Ιάννης Ξενάκης, ο φιλόσοφος και μουσικός Γιάννης Χρήστου, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος και μια στρατιά άλλοι πρωτοπόροι. Ελληνικό φαινόμενο; Όχι βέβαια. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο εξωτερικό. Τα φραστικά και νοητικά επιτεύγματα του Τζέιμς Τζόις στο περίφημο μυθιστόρημα «Οδυσσέας», το οποίο μετέφρασε εκπληκτικά στη γλώσσα μας ο μακαρίτης Σωκράτης Καψάσκης (ιδού μία απώλεια του 2007 που δεν θρηνήθηκε όσο θα της άξιζε), άφησαν από καιρό πίσω τους το φιλολογικό σοκ που προκάλεσαν το 1922. Επί δεκαετίες εξομολογούνται κάποια από τα μυστικά τους στον σύγχρονο απαιτητικό αναγνώστη.
Ή μήπως δεν έχουν πλέον ανεπιφύλακτα στεφανωθεί με την κορώνα του κλασικού έργου τέχνης εικονοκλαστικά κινήματα όπως το Dada και ο σουρεαλισμός, το θέατρο του Σάμιουελ Μπέκετ, τα σκόρπια στους καμβάδες χρώματα του ζωγράφου Τζάκσον Πόλοκ, η ποπ αρτ του Άντι Γουόρχολ, η «αληταράδικη» πανκ-ροκ βόμβα των Sex Pistols; Και για να φτάσουμε στο σήμερα, ανάλογη τύχη δεν έχουν τα γκράφιτι του Βρετανού Μπάνκσι και οι αναζητήσεις της ισλανδής τραγουδίστριας Μπγιορκ;
Φυσικά το θέμα δεν είναι μόνο οι ταμπέλες. Παρεξηγήσεις επί παρεξηγήσεων έχει προκαλέσει, ας πούμε, το φλερτ πολλών νέων δημιουργών με το κιτς. Ποιος όμως ορίζει αντικειμενικά την κακογουστιά; Επίσης τζόγος ξεδιάντροπος είναι η διεθνής αγορά της τέχνης. Με τι κριτήρια, για παράδειγμα, αγοράζουν μαζικά πίνακες εξακοντίζοντας τις τιμές οι βαθύπλουτοι ρώσοι ολιγάρχες; Αφήστε τη χυδαία διαφήμιση, αυτή τη φοβερή μιντιακή μηχανή που όλα τα σφάζει κι όλα τα μαχαιρώνει. Είναι άραγε για τον μέσο ενήλικα η Τζοκόντα ένα καθοριστικό έργο τέχνης του πεφωτισμένου Λεονάρντο ντα Βίντσι ή ένα λαχταριστό κουτί σοκολατάκια; Έχει γίνει κατάχρηση του όρου πρωτοπορία. Όμως, ούτε παρθενογένεση στην τέχνη υπάρχει, ούτε η θεματολογία που κινητοποιεί τους δημιουργούς αλλάζει. Ο έρωτας τρελαίνει πάντα τους ανθρώπους και μια χαρά κάνουν που του παραδίδονται. Απλώς αλλάζει το μέσον για να δηλώσεις ότι είσαι ερωτευμένος: Μπορείς να το σκαλίσεις στο ξύλο, μπορείς όμως και να το εκφράσεις με αλγόριθμους σε ένα multi culti ψηφιακό πολυθέαμα ενώπιον ολίγων μυημένων θεατών σε κάποια περιθωριακή αίθουσα.
Ίσως το μοναδικό έργο που ήταν και παραμένει ταυτόχρονα πρωτοποριακό και κλασικό στην ιστορία της τέχνης να είναι η περίφημη σύνθεση «4΄33΄΄» του παμπόνηρου αμερικανού μουσικοσυνθέτη Τζον Κέιτζ. Οι οδηγίες είναι απλές. Ένας οποιοσδήποτε μουσικός στέκεται μπροστά σε ένα ή περισσότερα μουσικά όργανα, με μία σαφή εντολή: να μην παίξει απολύτως τίποτα επί 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα! Συνεπώς το «κομμάτι» είναι οι ήχοι του περιβάλλοντος όπου δίδεται κάθε φορά η «συναυλία», συνήθως αντιδράσεις του κοινού, σούρσιμο ποδιών, βόμβος κλιματιστικών, βήχας, χαμηλόφωνες ομιλίες κ.λπ.
Στο «4΄33΄΄», ήδη από το 1952, το ρηξικέλευθο και το κατεστημένο συναντήθηκαν οριστικά. Πού; Στο «κενό». Έκτοτε κυριαρχεί ο λεγόμενος μεταμοντερνισμός. Η πρωτοπορία αγνοείται. Μόνον οι μάσκες της κυκλοφορούν στις λεωφόρους της μισοχορτάτης Δύσης. Κάποιες μάσκες ξέπεσαν και στην Ψωροκώσταινα, όπου δεν λείπουν πελάτες πρόθυμοι να τις αποκτήσουν, ή έστω να τις αγγίξουν, πληρώνοντας όσο όσο.