Διαβάζοντας το κείμενο της φίλης μου της Άννας (Δώστε βάση) μου έρχονται διάφορα πράγματα στο μυαλό. Και κυρίως μια ερώτηση: Τι είναι αυτό που κάνουν οι γυναίκες και νομιμοποιεί τις απαιτήσεις που εκφράζονται στο κείμενο όπως λουλούδια, εκπλήξεις και να τις κάνουμε να γελάνε;
Δεν είναι σκοπός μου να απαντήσω αφού σίγουρα κάθε γυναίκα προσφέρει διαφορετικά πράγματα. Ωστόσο, δεν μπορώ να παραβλέψω το ότι πίσω από το κείμενο υπάρχει μια κεντρική ιδέα: Τι πρέπει να κάνουμε εμείς για να είναι μια σχέση ιδανική; Ή τι πρέπει να γνωρίζουμε για να κάνουμε εμείς τη σχέση ιδανική;
Και χωρίς να θέλω να φανώ «βαρβάτος» θα πω το εξής: Οι γυναίκες υποφέρουν από ψευδαισθήσεις συντροφικότητας. Αναζητούν το ταίρι εκείνο με το οποίο θα περάσουν παραμυθένια για «168» χρόνια στη σειρά. Μεγαλωμένες σε μια πατριαρχική κοινωνία, νομίζουν ότι η γιαγιά και ο παππούς έμειναν μαζί όχι γιατί δεν υπήρχαν άλλες επιλογές αλλά γιατί ήταν ευτυχισμένοι και αγαπημένοι (και τα 72 χρόνια που πέρασαν ο ένας με τον άλλο).
Δεν ξέρω αν η συντροφικότητα είναι αυτοσκοπός. Εγώ τουλάχιστον σκέφτομαι πιθανοθεωρητικά. Δηλαδή, δυο άνθρωποι θα παραμείνουν μαζί για όσο διάστημα μια απολύτως τυχαία σειρά γεγονότων και συγκυριών δεν θα τους οδηγήσει στο χωρισμό. Δε βλέπω άλλωστε και το λόγο γιατί δυο άνθρωποι να πρέπει να αλλάξουν ο ένας για τον άλλο. Μου φαίνεται μονότονο και πεσιμιστικό.
Υποτίθεται ότι, στο διάστημα μια ζωής, έχεις την ευκαιρία να εκφράσεις τον εαυτό σου και όχι να αλλάξεις για να ταιριάξεις. Γιατί να καταργήσεις την αξία της μοναδικότητας και της προσωπικότητας; Αυτό φυσικά έχει διάφορες προεκτάσεις όπως π.χ. στην επαγγελματική ζωή. Όμως εκεί μπορείς, αν δεν έχεις άλλη επιλογή, να υποκριθείς.
Στην προσωπική ζωή τι νόημα έχει να υποκρίνεσαι;
Μην φεύγετε. Δεν τελείωσα, γιατί σας έχω παρακάτω κάτι για να ξεφύγουμε, από τις βαριές σκέψεις.
Ρε άσε κάτω την παρμεζάνα, την έφαγες όλη!
Οι Pizzoμάχοι
Ο Μίλτος, μικρός έπεσε στο τηγάνι με το λάδι. Έτσι πολύ αργότερα, ως φοιτητής εξωτερικού, υπήρξε φανατικός λάτρης των KFC. Μάσκα βατραχοπέδιλα, αναπνευστήρας και καταδύσεις σε ατελείωτες ποσότητες τηγανέλαιου.
Ο Freddos, αντίθετα διαθέτει την ελληνική εμπειρία. Επί πολλά και συναπτά έτη αθλητικός συντάκτης, διαθέτει επί τιμή πτυχίο πιτσογευσίας το οποίο απέκτησε καλύπτοντας αναρίθμητα αθλητικά γεγονότα και καταναλώνοντας ατελείωτα τετραγωνικά μέτρα πίτσας.
Ο Jivass, κατά δήλωση του, πρώτα έφαγε πίτσα 4 εποχές και μετά Nutricia τέσσερα φρούτα. Είναι επαγγελματίας του ελληνικού τζανκ και μπορεί να καταλάβει με κλειστά μάτια αν η παρμεζάνα είναι από την Πάρμα (αυθεντική) ή από γειτονικό χωριό.
Τέλος ο υπογράφων το κείμενο, διαθέτοντας γνώσεις βιοχημείας, διατροφής και χημείας τροφίμων, βλέπει στον ύπνο του ένζυμα, διμέθυλοσιλοξάνες, πρόσθετα γεύσης, αμινοξέα και υποκατάστατα ζωικής πρωτεΐνης. Και στο ξύπνιο του επίσης.
Το Pizzaseum
Οι τέσσερις μας λοιπόν συναντηθήκαμε στο σπίτι του Freddos, που αν και τοποθετημένο στας εξοχάς του Χολαργού, ήταν μια τεχνολογική Μέκκα. Σε αντίθεση με τις ελιές των γύρω δρόμων, διέθετε wifi point, δορυφορική και όλες τις τεχνολογικές ανέσεις.
Τα ευτράπελα
Στα αξιοσημείωτα της βραδιάς πέρασαν καταρχήν τα σχόλια του Μίλτου για το πόσο λαδερή ήταν η Ρόμα πίτσα. Προφανώς τον καταδυτικό του εξοπλισμό τον άφησε στην Αγγλία.
Εποχή θα αφήσει η ταχύτητα του υπογράφοντας. Τρώγοντας με το ένα χέρι, αφού με το άλλο έκανε δουλειά για το επόμενο πρωί, συμμετείχε στην Pizzoμαχία, ως πρώτος μεταξύ ίσων. Τα φαντάσματα της χημείας τροφίμων είχε ξορκίσει προφανώς η τζάμπα πίτσα.
Τέλος highlight της βραδιάς ήταν ο διάλογος Freddos και Jivass. Στις συνεχείς παρατηρήσεις του Freddos, του τύπου: «Ρε άσε κάτω την παρμεζάνα, την έφαγες όλη.» η απάντηση του Jivass ήταν πληρωμένη: «Αφού είναι για δουλειά».