ΑρχικήΤι είναιMilton H. Erickson: Ο ψυχίατρος πίσω από τις κλινικές τεχνικές ύπνωσης

Milton H. Erickson: Ο ψυχίατρος πίσω από τις κλινικές τεχνικές ύπνωσης

Σήμερα, χαρούμενη διαδικτυακή μου παρέα, θα καταπιαστούμε με έναν θείο για τον οποίο σκόπευα να γράψω από την πρώτη κιόλας σεζόν αυτής της στήλης. Εν τούτοις ποτέ δεν είναι αργά να μιλήσεις για το βίο και τα κατορθώματα ενός σπουδαίου ανθρώπου που άφησε το στίγμα τους στην ανθρωπότητα.

Κατ’ αρχάς, χώνω το κεφάλι μου μέσα στο βάζο με το νόστιμο πιπεροτουρσί του Παπαλιά, και έπειτα οφείλω να ομολογήσω ότι σίγουρα οι 19 στους 20 που διαβάζουν αυτό το άρθρο δεν έχουν ούτε ακουστά τον κύριο — όμως εσύ, το ένα πλάσμα που ξέρεις τον Erickson, εδώ θα σου δοθεί η ευκαιρία να τον ψάξεις περαιτέρω και να κάνεις γούστο με την περίπτωση και το αντικείμενο του.

Τώρα εσάς τους υπόλοιπους δεκαεννιά, ας σας ενημερώσω για αρχή πως ο Milton H. Erickson (ελληνιστί Μίλτον Έρικσον) ήταν ψυχίατρος, γνωστός κυρίως για την συνεισφορά του στο τομέα της κλινικής ύπνωσης. Πριν περάσουμε στα υπόλοιπα να διευκρινίσω πως το πλήρες όνομα του στα αγγλικά είναι Milton Hyland Erickson.

Τι είναι κλινική ύπνωση;

Χμ. Καλή ερώτηση: η κλινική ύπνωση αποτελεί την εφαρμογή του φαινομένου της ύπνωσης κυρίως σαν ψυχοθεραπευτικό εργαλείο ή σαν βοήθημα για την διαχείριση χρόνιων πόνων και άλλων δυσάρεστων σωματικών καταστάσεων. Παλιότερα χρησιμοποιούνταν και σαν υποκατάστατο της αναισθησίας σε χειρουργεία, αλλά πραγματικά φοβάμαι να μάθω τι επιπλοκές μπορούσε να έχει μια τέτοια εφαρμογή.

Η ύπνωση σαν φαινόμενο στις μέρες μας είναι γνωστή στο ευρύ κοινό κυρίως μέσω τρισκατάρατων stage hypnotists, κομπογιαννιτών θεραπευτών, new age τύπων που την μπλέκουν με NLP το οποίο κατά κάποιο τρόπο αποτελεί το μούλικο τέκνο της ερικσονιανής προσέγγισης πάνω στην ύπνωση, αλλά θα σου εξηγήσω μετέπειτα τι τρέχει με δαύτη την ιστορία και επιφανειακών, σχεδόν πάντα εσφαλμένων, απεικονίσεών της από την ποπ κουλτούρα.

Το ότι καταπιάστηκαν κυρίως τα προαναφερθέντα μαλακιστήρια και η ποπ κουλτούρα με την ύπνωση, αποτελεί μάλλον έναν βασικό λόγο για τον οποίο η κοινή αντίληψη είναι γεμάτη παρανοήσεις και εσφαλμένες ιδέες πάνω στο τι είναι η ύπνωση και το τι μπορεί να κάνει κάποιος με αυτή — εδώ θα μπορούσαμε να πούμε πως σε γενικές γραμμές η κοινή αντίληψη όχι μόνο πάσχει από γνωσιακές δυσκολίες, αλλά το γεγονός ότι επαναπαύεται στο να μαθαίνει μέσω της ποπ κουλτούρας την κάνει να παρανοεί πολλά αλλά θέματα, πολύ πιο σημαντικά από την ύπνωση — όμως αν πιάσουμε να αναλύσουμε αυτή τη σκέψη, θα ξεφύγουμε από το θέμα μας.

Πολύ πρόσφατα άρχισε να γίνεται και πάλι λίγο πιο σοβαρό και έκδηλο ανασάλεμα του όλου θέματος από την επίσημη επιστημονική κοινότητα, κυρίως σε συνάρτηση με τις νευροεπιστήμες όπως μας ενημερώνει και ο Vaughan Bell – ψάξε στο mindhacks για παραπάνω από δαύτο το παλικάρι.

Άλλοι δύο σημαντικοί λόγοι για τις απαράδεκτες παρεξηγήσεις πάνω σε αυτή τη πρακτική θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελούν η ιστορική της προέλευση και πορεία της, καθώς και το όλο “μυστηριακό” που για πολλούς περιβάλλει την ίδια τη διαδικασία της ύπνωσης.

Οπότε, για να μην έχουμε παρανοήσεις, πριν προχωρήσουμε στη βιογραφία μας καλό είναι να κάνουμε πρώτα ένα πέρασμα από ορισμούς και επεξηγήσεις ώστε να πιάσεις λίγο πιο καθαρά “τι στο διάολο είναι η ύπνωση“.

Ένας απλός και κατανοητός – αλλά όχι και τόσο ακριβής – τρόπος για να οριστεί η ύπνωση είναι ως: «Μια ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση, με συγκεκριμένα φυσιολογικά γνωρίσματα, η οποία θυμίζει τη κατάσταση του ύπνου μόνο επιφανειακά και χαρακτηρίζεται από τη λειτουργικότητα του ατόμου σε ένα επίπεδο αντίληψης διαφορετικό από αυτό που έχει όταν βρίσκεται στη συνηθισμένη κατάσταση συνειδητότητας».

Με άλλα λογάκια, ένα άτομο που βρίσκεται σε ύπνωση συνήθως έχει πιο επικεντρωμένη προσοχή σε σκέψεις, ιδέες και αισθήσεις, με αποτέλεσμα να μπλοκάρει ερεθίσματα που σε άλλες περιπτώσεις θα το αποσπούσαν. Θα μπορούσε κανείς να πει πως το παραπάνω γνώρισμα θυμίζει κάτι από βαθύ διαλογισμό ή εκείνη την κατάσταση που ο Aldοus Huxley ονόμαζε “deep concentration“.

Το θέμα εδώ είναι πως παρόλο που η ύπνωση και ένας βαθύς διαλογισμός μπορούν να συγκλίνουν κατά σημεία από άποψη αποτελεσμάτων -κυρίως όταν έχουμε να κάνουμε με καταληπτικά στάδια- η ύπνωση αποτελεί ξέχωρη διαδικασία για αρκετούς λόγους και ένας από αυτούς είναι πως για να την προκαλέσει κανείς, ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τυπικό.

Έτσι έχουμε για αρχή την υπνωτική επαγωγή, την οποία αγγλιστί θα την βρεις ως “hypnotic induction“. Κατά την επαγωγή ο υπνωτιστής ουσιαστικά εισάγει τον υπνωτιζόμενο στη κατάσταση της ύπνωσης, κατά κύριο λόγο κατευθύνοντας και επικεντρώνοντας τη προσοχή του σε κάποιο ερέθισμα, εξωτερικό ή εσωτερικό.

Αφού επιτευχθεί μια ελαφριά κατάσταση ύπνωσης όπου 9 στις 10 φορές χαρακτηρίζεται από σωματική χαλάρωση και αίσθημα ευφορίας, ο υπνωτιστής μπορεί να φέρει τον υπνωτιζόμενο σε βαθύτερα επίπεδα ύπνωσης ή να περάσει στο κυρίως πιάτο, κοινώς στην υπνωτική υποβολή. Η υπνωτική υποβολή δεν είναι τίποτε άλλο από προτάσεις που κάνει ο υπνωτιστής και ακολουθεί ο υπνωτιζόμενος και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται, ο σκοπός και τα αποτελέσματά της ποικίλλουν ανάλογα με το τι θέλουν οι συμμετάσχοντες στη διαδικασία της ύπνωσης να επιτευχθεί μέσω αυτής.

Αφού τελειώσει με την υποβολή, ο υπνωτιστής επαναφέρει τον υπνωτιζόμενο στη κανονική συνειδησιακή του κατάσταση, αλλά και να μην το κάνει αυτό, ο υπνωτιζόμενος το πολύ-πολύ από ένα σημείο και μετά να βρεθεί σε κανονική κατάσταση ύπνου και, ως είναι αναμενόμενο, ξυπνώντας επανέρχεται στις νορμάλ του λειτουργίες.

Αυτό είναι το πολύ βασικό μοτίβο με το οποίο δουλεύει η διαδικασία της ύπνωσης. Από εκεί και πέρα υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις της εν λόγω διαδικασίας, καθώς και ερμηνείες του “γιατί” και του “πως” συμβαίνει αυτή.

Να αναφέρουμε εδώ πως κατά τα 50s-70s υπήρχε μια έντονη κόντρα στους κύκλους των επιστημόνων που ασχολούνταν με την ύπνωση σε θεωρητικό, ερευνητικό και πρακτικό επίπεδο πάνω στην ερμηνεία του φαινομένου.

Η κόντρα αυτή είχε να κάνει με το αν η ύπνωση εν τέλει αποτελεί -κατά σημεία έστω- μια εναλλακτική κατάσταση συνείδησης ή αν δεν είναι τίποτε άλλο από ένα φαινόμενο placebo που δημιουργείται από γνωστικούς, συμπεριφορικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Αυτή η κόντρα είναι γνωστή ως “State versus non-state debate” και θα βρεις αυτές τις δύο προσεγγίσεις ( “state” και “non-state” μπρε!) ονομασμένες και ως “special progress” και “sociocognitive perspective” αντίστοιχα.

Δε θα επεκταθώ παραπάνω στο θέμα για να μην σε κουράσω, απλά θα σου αναφέρω πως την σήμερον ημέρα, αν και δεν έχει ξεκαθαριστεί ακόμα το ζήτημα, έχουν υπάρξει αρκετές προσπάθειες για το πάντρεμα ή έστω μια αρμονική συνύπαρξη αυτών των δύο, φαινομενικά αντιθετικών και αταίριαστων, οπτικών.

Εξάλλου έχουμε να κάνουμε με θεωρίες πάνω σε ένα πολύπλοκο, “δύστροπο” φαινόμενο και με πεισματάρηδες ακαδημαϊκούς, περίμενες να βγει άκρη έτσι εύκολα; Πάντως, από τότε που έπιασαν στα χέρια τους οι νευροεπιστήμονες το φαινόμενο της ύπνωσης, η θεωρία περί “εναλλακτικής κατάστασης συνείδησης” άρχισε και πάλι να κερδίζει έδαφος.

Θα ήθελα πάρα πολύ πέρα αυτών των εισαγωγικών επεξηγήσεων να κάτσω και να σου κάνω μια ιστορική αναδρομή πάνω στο ζήτημα — κάτι τέτοιο όμως θα μας έτρωγε πολύ χρόνο και μάλλον θα μας ανάγκαζε να κάνουμε έναν αρκετά μεγάλο κύκλο για να φτάσουμε στον Erickson, οπότε λέω να το κολλήσω σε μεταγενέστερη βιογραφία ή να αφιερώσω ένα άρθρο αποκλειστικά για ιστορικό μπίρι-μπίρι πάνω στην ύπνωση.

Αν όμως σου κέντρισε το ενδιαφέρον το όλο θέμα και θα ήθελες να μάθεις τα περί ιστορικών καταβολών του, πιάσε να διαβάσεις το “Hypnosis: A Brief History” των Judith Pintar και Steven Jay Lynn, οπού κάνει μια καλοδιατυπωμένη και ικανοποιητική σε εύρος ιστορική αναδρομή στο φαινόμενο ύπνωσης, αναφέροντας εκτενέστερα όσα σου παρέθεσα παραπάνω στο άρθρο και πιάνοντας πολλά άλλα ενδιαφέροντα πραγματάκια σχετικά με την όλη φάση.

Εμείς αφού κάναμε τα αναγκαία ξεκαθαρίσματα είναι η στιγμή να περάσουμε στην περίπτωση του Erickson, όπου, όπως σου ανέφερα συνείσφερε σημαντικά στο τομέα της κλινικής ύπνωσης, εν ουσία δημιουργώντας μια δική του προσέγγιση πάνω στη διαδικασία της ύπνωσης, γνωστή ως “Ερικσονιανή Υπνοθεραπεία“.

Ο Milton Hyland Erickson γεννήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 1901 στο Aurum της Νεβάδα, αλλά μεγάλωσε στο Lowell του Wisconsin.

Καταγόταν από αγροτική οικογένεια και ο ίδιος σκόπευε μεγαλώνοντας να αναλάβει τη φάρμα του πατέρα του. Τα παιδικά του χρόνια ήταν κάπως δύσκολα μιας και πέρα του ότι είχε χοντρή δυσλεξία -κατάφερε να μιλήσει κανονικά για πρώτη φορά στα τέσσερά του-, έπασχε από αχρωματοψία και ήταν μουσικά κουφός. Και σαν να μην έφταναν αυτά, στα 17 του άρπαξε μια ωραιότατη πολιομυελίτιδα που τον άφησε παράλυτο και τον έριξε στο κρεβάτι για πολύ καιρό.

Οι γιατροί πίστευαν πως ο μικρός Milton δεν θα την έβγαζε και πως ήταν θέμα χρόνου να πάει για διακοπές δίχως επιστροφή στον άλλο κόσμο. Όμως ο μικρός κατάφερε σχεδόν από μιράκολο να ξεπεράσει τον κίνδυνο του θανάτου — ο ίδιος στο “Autohypnotic Experiences of Milton H. Erickson” αναφέρει πως σε αυτό τον βοήθησε η αυτο-ύπνωση που έκανε εκείνο τον καιρό ασυνείδητα στον εαυτό του.

Όμως παρόλο που πλέον δεν ήταν μελλοθάνατος, σωματικά βρισκόταν σε μαύρα χάλια. Δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί, ούτε να μιλήσει και όντας σε αυτή τη δυσάρεστη και αφόρητα βαρετή θέση, έπρεπε να βρει κάποιο τρόπο να διασκεδάζει τον εαυτό του.

Άρχισε λοιπόν να παρατηρεί τους ανθρώπους τριγύρω του, μιας και πέρα από τους γονείς του στο σπίτι ζούσαν οι 7 αδερφές του, ο αδερφός του και μια νοσοκόμα που τον φρόντιζε. Οπότε ο μικρός Milton είχε πολύ υλικό προς παρατήρηση.

Παρατηρώντας τους λοιπόν συνειδητοποίησε πόσο μεγάλη σημασία είχε η μη λεκτική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, η οποία είναι βασισμένη κυρίως στη στάση του σώματος (αυτό που λέμε “body language“) και στον τόνο της φωνής, όπως και επίσης πόσο συχνά η λεκτική με τη μη λεκτική επικοινωνία έρχονταν σε αντίθεση — ας πούμε αναφέρει πως πολλές φορές έβλεπε τις αδερφές του να λένε “ναι“, αλλά οι κινήσεις και η χροιά της φωνής τους να υποδηλώνουν άρνηση και vice versa.

Όταν πλέον συνήλθε από όλη αυτή τη φρίκη (μέσω δοκιμασιών που επέβαλλε στον εαυτό του και καταστάσεων αυτο-ύπνωσης, όπως αναφέρει ο ίδιος) θεώρησε πως ήταν πλέον σωματικά πολύ αδύναμος για να ανταπεξέλθει στον αγροτικό τρόπο ζωής που μέχρι τότε είχε σκοπό να ακολουθήσει. Έτσι αποφάσισε να σπουδάσει ιατρική και, παρά τη δυσλεξία του, τα κατάφερε.

Αποφοίτησε από το University of Wisconsin το 1928 με πτυχία στην ιατρική και τη ψυχολογία. Στη συνέχεια έκανε την πρακτική του και ανέλαβε τις πρώτες του ιατρικές υποθέσεις στο Rhode Island, το Michigan και τη Μασαχουσέτη ενώ παράλληλα έκανε ερευνητική εργασία πάνω στην ύπνωση και στη κλίση προς υποβολή. Προς το τέλος της δεκαετίας του 30′ η συνεισφορά του πάνω σε αυτούς τους τομείς άρχισε να αναγνωρίζεται μέσα στους ψυχιατρικούς κύκλους.

Πέρα της ακαδημαϊκής του εργασίας, αυτό που κυρίως έκανε τον Erickson να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους υπνοθεραπευτές ήταν η προσέγγισή του πάνω στην ύπνωση.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του χρησιμοποίησε την τυπική διαδικασία της ύπνωσης μόνο στο 1/5 των ασθενών με τους οποίους δούλεψε. Κατά τ’ άλλα προτιμούσε να κάνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο, ο οποίος λίγη σχέση έχει με την κλασσική προσέγγιση της διαδικασίας, σε σημείο όπου υπήρξαν μεταγενέστεροι ερευνητές πάνω στον Erickson όπου αμφισβήτησαν πως αυτό που έκανε ήταν ύπνωση.

Και όμως ο Erickson έπαιζε με τις εναλλαγές συνειδητότητας, απλά αντί για την τυποποίηση χρησιμοποιούσε τον αυτοσχεδιασμό και αντί για τον αυταρχικό τρόπο υποβολής, κατά τον οποίο ο ασθενής είναι απλά παθητικός δέκτης των υποβολών του θεραπευτή, ο Erickson προτιμούσε την ενεργή συμμετοχή και επικοινωνία των ατόμων μαζί με τα οποία δούλευε.

Επίσης βασικά εργαλεία της δουλειάς του ήταν η αφήγηση ιστοριών, η χρήση μεταφορών, λογοπαιγνίων, γρίφων, αντίστροφης ψυχολογίας – δεν θα δεις μωβ ρικούδια να πετάνε – και γενικά γλωσσικών και συμπεριφορικών κολπέτων τα οποία ο ίδιος θεωρούσε πως είχαν άμεση επίδραση στο υποσυνείδητο των ασθενών του, πατώντας “τα σωστά κουμπιά” για την πρόκληση θεραπευτικών αλλαγών. Πιο απλά, ο Erickson έδινε μεγάλη βάση στην ευελιξία των μεθόδων του, προσαρμόζοντάς τες στις ατομικές ανάγκες του εκάστοτε ασθενή.

Το ότι η διαπροσωπική επικοινωνία αποτελούσε βασικό μέσο της προσέγγισής του πάνω στην ύπνωση, έκανε πολλούς συνεχιστές του να δώσουν το όνομα “conversational hypnosis” σε αυτή.

Το πρόβλημα όμως με όσους επιχείρησαν να επεκτείνουν και να αναλύσουν τη δουλειά του Erickson είναι πως κατά κύριο λόγο πήραν την προσέγγισή του και της άλλαξαν τα φώτα. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης είναι το περίφημο NLP (λέγε με “NeuroLinguistic Programming”), δημιουργημένο από τους Richard Bandler και John Grinder.

Δαύτοι, ενώ ξεκίνησαν απλά και ευλαβικά να αποκωδικοποιήσουν μορφολογικά και σημασιολογικά τα γλωσσικά και συμπεριφορικά σχήματα που χρησιμοποιούσε ο Erickson στους ασθενείς του, κατέληξαν να φτιάξουν την δική τους προσέγγιση, πετώντας μέσα της ένα μάτσο quasi-scientific ανακρίβειες. Εν συνεχεία προώθησαν το εν λόγω πακέτο όσο πιο έξυπνα μπορούσαν και χέστηκαν στο τάλαρο.

Ευτυχώς, από τις αρχές του 21ου αιώνα, το κράξιμο της επιστημονικής κοινότητας στις πρακτικές και τις διδαχές του NLP έγινε συστηματικό και έντονο, με αποτέλεσμα να έχει πλέον κοτσαριστεί πάνω του μια μεγάλη ταμπέλα που γράφει με φωσφόριζε νέον και ευδιάκριτα γράμματα “ψευδοεπιστήμη“. Την σήμερον ημέρα το NLP το παίρνουν στα σοβαρά μόνο τελειωμένοι νιουεϊτζάδες και ακόμα πιο τελειωμένοι συνομωσιολόγοι.

Επίσης υπάρχουν γλώσσες που λένε πως ο Erickson δεν είδε με καθόλου καλό μάτι τη χρήση των τεχνικών του με τον τρόπο που έπραξαν οι προαναφερθέντες κύριοι — ο Erickson ζούσε ακόμα όταν το NLP άρχισε να σκάει μύτη στη πιάτσα.

Πέρα από τα γλωσσικά εργαλεία, όπως αναφέραμε ο Erickson χρησιμοποιούσε και συμπεριφορικές, μη λεκτικές, μεθόδους για να εισάγει τους ασθενείς του σε κατάσταση ύπνωσης.

Η πιο γνωστή από αυτές είναι η “υπνωτική χειραψία” (θα το βρεις και ως “hypnotic handshake” ή “handshake induction“). Πριν αρχίζει να φαντάζεται διάφορα περίεργα το μυαλουδάκι να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τερτίπι και πώς δουλεύει: εκεί που ο μπαρπά-Erickson (ή κάποιος που χρησιμοποιεί τις μεθόδους του) πήγαινε να δώσει το χέρι του σε κάποιον, αντί να κάνει κανονική χειραψία διέκοπτε τη διαδικασία κάνοντας κάτι άλλο, ας πούμε έδενε τα κορδόνια του ή αντί να πιάσει το χέρι του ατόμου που είχε απέναντι του έπιανε το καρπό του.

Εν ουσία διέκοπτε ένα κοινωνικά δομημένο μοτίβο συμπεριφοράς, αφήνοντας τον άλλον στον αέρα, χωρίς να προλάβει να σκεφτεί τι πρέπει να κάνει στη συνέχεια, πράγμα που άφηνε άνοιγμα στον Erickson (ή στον όποιο υπνωτιστή) να περάσει κατευθείαν στο στάδιο της υποβολής. Ναι, ακούγεται διαβολικά εύκολο αλλά δεν είναι, και για τ’ όνομα της Ροζ Μονόκερου, don’t try this at home, γιατί στη καλύτερη θα αποτύχεις και μετά όλοι θα γελάνε μαζί σου.

Γυρνώντας πίσω στη βιογραφικούρα τώρα: το 1948 ο Erickson πήρε τη μεγάλη του φαμίλια -ναι παντρεύτηκε ο δικός σου, 2 φορές και αμόλησε 8 παιδιά- και πήγε στο Phoenix της Arizona, για να δουλέψει ως ψυχίατρος στο Arizona State Hospital.

Τον επόμενο χρόνο τον βάρεσε μεταπολιομυελιτιδικό σύνδρομο -όχι που θα τον άφηνε ήσυχο-με αποτέλεσμα να αρχίσει σταδιακά να χάνει την ικανότητα του να κινείται, πράγμα που τον οδήγησε στο να ιδιωτεύσει και να περιοριστεί στο να δέχεται επισκέψεις στο ιατρείο που είχε στο σπίτι του.

Παρά τα προσωπικά ζόρια με την υγεία του όμως το πάλεψε να παραμείνει ενεργός και τα κατάφερε πολύ καλά. Μέσα στη δεκαετίες ’50-’60 ταξίδεψε σε διάφορες πολιτείες κάνοντας διαλέξεις, συνέχισε την ερευνητική του δουλειά και τη συγγραφή βιβλίων και άρθρων — μέχρι το τέλος της ζωής του δημοσίευσε 140 άρθρα και 5 βιβλία πάνω στην ύπνωση. Το 1957 μαζί με ορισμένους συνεργάτες του, ίδρυσε την “American Society of Clinical Hypnosis”, της οποίας υπήρξε πρόεδρος για ορισμένο καιρό, καθώς και το αντίστοιχο journal, στο οποίο ήταν συντάκτης για περίπου μια δεκαετία.

Εκτός από την ύπνωση, τις τελευταίες δεκαετίες της καριέρας του έκανε άνοιγμα στην οικογενειακή θεραπεία, αντιλαμβανόμενος πως οι ασθενείς του αποτελούσαν μέρη ενός ευρύτερου συστήματος και συνειδητοποιώντας πως οι ατομικές δυσκολίες κάποιου μπορούν να έχουν άμεση σύνδεση με τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφεται.

Φυσικά για αυτή τη τακτική θεωρήθηκε βλάσφημος και εξωφρενικός από κάποιους συγχρόνούς του, αλλά εν τέλει κατάφερε όχι μόνο να κερδίσει τους ψυχοθεραπευτικούς κύκλους, αλλά και την αναγνώριση του ευρύτερου κοινού, πράγμα στο οποίο βοήθησε και το βιβλίο του Jay Haley πάνω στις ανορθόδοξες τακτικές του Erickson, με τίτλο “Uncommon Therapy” το οποίο δημοσιεύτηκε το 1973.

Κατά τα 70s ζόρισε πολύ το πράγμα με το post-polio του και από δίποδος έγινε δίκυκλος (note to self: μακράν από τα χειρότερα σου λογοπαίγνια).

Εξαιτίας αυτού περιορίστηκε ακόμα πιο πολύ στη κατοικία του, βλέποντας συγκεκριμένους πελάτες και κάνοντας πολύ σπάνια πια ταξίδια, ώστε να παραδώσει σεμινάρια πάνω στην ύπνωση σε επαγγελματίες θεραπευτές.

Την άνοιξη του 1980 στις 25 Μαρτίου μας κούνησε το μαντήλι για τον άλλο κόσμο σε ηλικία 78 ετών, αφήνοντας πίσω του πολλή χαρτούρα όπως προαναφέραμε και πολλές ιδέες πάνω στην ύπνωση και την ψυχοθεραπεία (κυρίως στον τομέα της σύντομης θεραπείας — a.k.a. “brief therapy”) οι οποίες όπου χρησιμοποιήθηκαν με σύνεση έκαναν δουλειά ενώ δυστυχώς, όπως είδαμε, την “κληρονομιά” του εκμεταλλεύτηκαν και ορισμένοι όχι και τόσο ευυπόληπτοι τυπάδες.

Πολλοί θα σου πουν ακόμα και στις μέρες μας πως είναι “ερικσονιανοί” αλλά κατά τους μελετητές του Erickson η “καθαρή“, σχεδόν θαυματουργή στα μάτια όσων δεν είχαν ιδέα, ερικσονιανή προσέγγιση μας άφησε χρόνους μαζί με τον μπάρμπα.

Θα έλεγα πως ίσως το παρακάνουν με την προσωπολατρεία, αλλά δυσκολεύομαι να αμφισβητήσω το γεγονός ότι ο τρόπος και η προσέγγιση του Erickson ήταν τρόπο τινά μοναδικά, μιας και ήταν κατά βάση πηγιαία, προερχόμενα από δυνατά προσωπικά του βιώματα και το συνεχές πάλεμα μιας ζωής που φάνηκε στην αρχή να του δίνει πολύ λίγα υλικά για να μεγαλουργήσει.

Τα κατάφερε όμως ο μπαγάσας.

Εδώ το διαλύουμε για σήμερα. Θα ήθελα να γράψω ακόμη πράγματα πάνω στην ύπνωση, την υπνοθεραπεία και τις ίδιες τις πρακτικές του Erickson, αλλά θα το κούραζα πολύ την κατάσταση και δε κάνει. Αν πάλι θέλεις συζήτηση επί του θέματος ή περαιτέρω info και βαριέσαι να τρέχεις για διαβάσματα, έλα μου στα σχόλια και ζήτα λεκτικά κεράσματα.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166