Morbo είναι μια λέξη στα ισπανικά που συμπυκνώνει την ποδοσφαιρική κουλτούρα της πρώην αποικιοκρατικής δύναμης της Μεσογείου, η οποία πέρασε μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα στο γύψο της δικτατορίας του Φράνκο.
Κατά καιρούς, πολλοί αγγλόφωνοι αναλυτές του σύγχρονου ποδοσφαίρου, και ειδικά της ισπανικής Super League, έχουν επιχειρήσει να τη μεταφράσουν, αλλά σκοντάφτουν στους περιορισμούς όχι τόσο της αγγλικής γλώσσας, αλλά της βρετανικής ποδοσφαιρικής «μενταλιτέ», η οποία φυσικά αποδέχεται το φανατισμό, αλλά όχι την παθολογία που σέρνει μαζί του σαν κακομαθημένο γκρινιάρικο παιδάκι ο βασιλιάς τον σπορ. Στα ελληνικά, αντιθέτως, η απόδοση της λέξης είναι προφανής και κατανοητή από όλους τους εμπλεκομένους στο τρελό και άγριο καρναβάλι του ντόπιου ποδοσφαιρικού οπαδισμού: «Αρρώστια». Αρρώστια που εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους, συχνά εκτός κοινωνικά αποδεκτών ορίων (οι ρατσιστικές εκδηλώσεις στα ισπανικά γήπεδα συγκρίνονται μόνο με τις αντίστοιχες σε πρωταθλήματα χωρών της πρώην ανατολικής Ευρώπης), αρρώστια που φτάνει στις πιο ακραίες διαστάσεις της στην αιώνια αντιπαράθεση μεταξύ Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα.
Κάθε νέα αναμέτρηση μεταξύ των εκφραστών της καταλανικής ανεξαρτησίας και του καστιλιάνικου κατεστημένου περιλαμβάνει και κάποιο νέο συστατικό, που προστίθεται στο εκρηκτικό κοκτέιλ της αέναης αντιπαράθεσης· και συχνά το λάδι στη φωτιά ρίχνουν ακόμα και έγκυρες, υποτίθεται, αθλητικές εφημερίδες (έτσι, για να μην νομίζουμε ότι έχουμε το μονοπώλιο εμπρηστικών δημοσιευμάτων από τα έντυπα «αθλητικά» μίντια), όπως για παράδειγμα η Marca, πιστός θεματοφύλακας του καθεστωτισμού που πρεσβεύει η Ρεάλ Μαδρίτης και πρόθυμος προβοκάτορας στα ντέρμπι των δύο ομάδων, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την επιστροφή πριν από μερικά χρόνια του Λουίς Φίγκο στο γήπεδο της Μπαρτσελόνα, αμέσως μετά τη μεταγραφή του στο μισητό αντίπαλο. Σε εκείνο το ματς, ο Πορτογάλος που είχε λατρευτεί ως «δικός τους για πάντα», δέχτηκε μεταξύ άλλων από τους οπαδούς των blaugranas κατά την είσοδό του στο Καμπ Νου τρία κινητά, πολλά τούβλα, μία αλυσίδα ποδηλάτου και μία… γουρουνοκεφαλή.
Στα ελληνικά, η απόδοση της λέξης «morbo» είναι προφανής και κατανοητή από όλους τους εμπλεκομένους στο τρελό και άγριο καρναβάλι του ντόπιου ποδοσφαιρικού οπαδισμού: «Αρρώστια».
«Som mes que en club»: «Kάτι παραπάνω από σύλλογος»: Αυτό είναι το μότο του καταλανικού συλλόγου. Αλλά και ποιος οπαδός δεν το πιστεύει αυτό για την ομάδα του, ακόμα κι αν πρόκειται για σύλλογο που βολοδέρνει στις τελευταίες θέσεις τοπικού πρωταθλήματος; Φυσικά, οι οπαδοί του «μεγαλύτερου συλλόγου στον κόσμο» δικαιούνται ίσως λίγο περισσότερο από τους άλλους να πιστεύουν ότι στηρίζουν κάτι πολύ παραπάνω από έναν απλό σύλλογο, όχι μόνον εξαιτίας της βαριάς ιστορίας και της ακόμα βαρύτερης αγωνιστικά φανέλας, αλλά και εξαιτίας του ρόλου της στον πολύπλοκο ιστό της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της Ισπανίας. Οταν ο πρόεδρος της ομάδας και ένθερμος θιασώτης της καταλανικής ανεξαρτησίας, ο Γιόζεπ Σουνιόλ, εκτελέστηκε από τις δυνάμεις του Φράνκο το 1936, το γεγονός αυτό και μόνον ήταν μοιραίο να χαραχτεί ανεξίτηλα στο «αντικαθεστωτικό» DNA της ομάδας.
Το 1985, ο Αγγλος προπονητής Τέρι Βέναμπλς κατάφερε να φέρει στην Μπαρτσελόνα τον πρώτο τίτλο έπειτα από έντεκα χρόνια και, ερωτώμενος από συμπατριώτες του για τις πανηγυρικές εκδηλώσεις των οπαδών, είχε πει: «Ενιωσα ότι όλο αυτό δεν είχε να κάνει με το ποδόσφαιρο». Δεν είχε, όντως. Η σύγχρονη μυθολογία, όμως, που θέλει την Μπαρτσελόνα να αντιπροσωπεύει τις δυνάμεις της προόδου (εντός και εκτός γηπέδου) σε σχέση με τη «λευκή αντίδραση» των Μαδριλένων, στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν στέκει, αλλά μπάζει από παντού. Καταρχάς, δεν θα πρέπει να συγχέεται ο τοπικός εθνικισμός με το διεθνισμό που παραδοσιακά πρεσβεύουν οι προοδευτικές, αριστερόστροφες αντιλήψεις. Επίσης, παρά την αδιαμφισβήτητη εύνοια της Ρεάλ στα χρόνια της παντοδυναμίας του, ο Φράνκο ήταν υποστηρικτής της άλλης διάσημης ομάδας της Μαδρίτης, της Ατλέτικο.
Κι αν η Ρεάλ Μαδρίτης κατηγορείται για τη συγκέντρωση χρυσοπληρωμένων ξένων μισθοφόρων, το ίδιο δεν ισχύει και για το καμάρι της Καταλονίας; Οταν, μάλιστα, η Μπαρτσελόνα αποτελούσε για χρόνια «ολλανδική παροικία», ακόμα και η δεύτερη επίσημη εμφάνιση της ομάδας είχε γίνει πορτοκαλί, προφανώς για να αισθάνονται οι επίλεκτοι «οράνχε» πιο άνετα. Οσο για τα χρώματα της κλασικής (μπλε, βαθύ κόκκινο) εμφάνισης των blaugranas, προέρχονται από τη στολή της ομάδας ράγκμπι που φορούσαν οι δύο εκ των ιδρυτών της ομάδας, οι αδελφοί Γουίτι, στο ιδιωτικό αγγλικό σχολείο Merchant Taylors, όπου φοιτούσαν.
Τέλος, μόλις πριν από λίγα χρόνια, ο πρόεδρος της Μπαρτσελόνα, ο Χουάν Λαπόρτα (η θητεία του οποίου λήγει φέτος), αποφάσισε σε μια ένδειξη πυγμής να εξορίσει από το γήπεδο την οργάνωση φανατικών της ομάδας Boixos Nois, ένα σύνδεσμο με σαφώς εκδηλωμένη νεοναζιστική ατζέντα, γεγονός που καταρρίπτει άλλον ένα μύθο, αυτόν που θέλει τους οπαδούς των merengues γενικά και αόριστα «συντηρητικούς, βασιλόφρονες και νοσταλγούς του φρανκισμού», σε αντιπαράθεση με τους «προοδευτικούς αυτονομιστές» της Μπαρτσελόνα.