Είναι κάτι μέρες που δεν παλεύονται. Που νιώθεις ότι τερμάτισες. Που χαλάς το ψυχαναγκαστικό σου ωράριο, που αισθάνεσαι πως οι ωμοπλάτες σου από τον πόνο θα ανθίσουν και θα βγάλεις φτερά, ενώ παράλληλα βαριέσαι τόσο απελπιστικά που αντί να στρωθείς στην δουλειά προκραστρινάρεις και προτιμάς να ψάχνεις για την οικογένεια των κορακοειδών και να κραυγάζεις κάθε τρεις και λίγο “τι γλυκούλι!” παρά να γράψεις άρθρο.
Όμως η αναβλητικότητα σου σε βοηθάει να κάνεις ένα ωραιότατο συνειρμικό brainstorming για το θέμα σου. Με απλά λόγια σήμερα για σπλαττεριές το πήγαινα, αλλά κατέληξα σε πιο ήπιες και αγαπησιάρικες καταστάσεις. H περσόνα λοιπόν που θα μας απασχολήσει είναι ο αξιολάτρευτος Neil Gaiman (ελληνικά: Νιλ Γκέιμαν).
Ο φίλος μου ο Γιάννης λέει πως θέλει πολύ για να γίνει καλός συγγραφέας, αλλά εκτιμάει πως τα κόμικς ταιριάζουν περισσότερο στην προσωπικότητά του. Ο Στέλιος από την άλλη επιμένει πώς τα κόμικς ταιριάζουν περισσότερο η προσωπικότητά του λόγω της ξεροκεφαλιά που τον δέρνει.
Πέρα όμως αυτών των δύο μεμονωμένων και μάλλον υποκειμενικών απόψεων, ο Gaiman είναι παγκοσμίως λατρεμένος, εμπορικότατος, αλλά παράλληλα απολαυστικός σαν φοντί σοκολάτας με τσίλι και ρούμι. Εδώ στο Ελλάντα βέβαια, ως συνήθως κάτι τέτοιοι αξιόλογοι τύποι περνάνε στο ντούκου από τα “μάζα”, αλλά τα μάζα έτσι δεν ήταν πάντα; Who cares anyway? Εδώ έχουμε πολύ καλύτερα πράγματα να ασχοληθούμε! Ο Neil καλή ώρα.
Πριν τις βιογραφικές λεπτομέρειες ας πιάσουμε λίγο το ρεζουμέ του τύπου, για να πάρουν μια ιδέα οι ανίδεοι. Συγγραφεύς λοιπόν, πολύβραβευμένος, με πολλά πλακάκια στο Hollywood, το πιο γνωστό του έργο στους κομιξοφάγους είναι το “Sandman“, ενώ στους ταινιάκιδες το “Coraline“. Επίσης είναι ενάμιση χρόνο τώρα παντρεμένος με την Amanda Palmer, έτσι για το κουτσομπολιό.
Μπορείς να πεις πως είναι και θελέμπριτι κατά κάποια έννοια, με τόση αναγνώριση και τόσους -μα τόσους- πολλούς φανς, αλλά χαλάλι του, το αξίζει. Εμείς σε αυτό το άρθρο θα δούμε το πως έφτασε σε αυτό το σημείο και πίστεψε με έχει πουουουλύ ζουμί! Μπορείς να το αλείψεις πάνω σου και να αρχίσεις να γλιστράς πάνω στον Πατέρα εν ανάγκη – note to self: πόσες ακόμα αναφορές μπορείς κάνεις άμεσα ή έμμεσα σε άλλους συντάκτες του site;
Ο Neil Richard Gaiman γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1960. Η οικογένεια του έχει εβραϊκές ρίζες, αλλά κρατάει από Πολωνία -έλα, άρχισε να βρίζεις τους κακούς σιωνιστές! Σε παρακαλώ!- και μεγάλωσε στο East Grinstead. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε μια θρησκευτική σύγχυση, αφού παρά την εβραϊκή καταγωγή και θρησκεία της ευρύτερης οικογένειας του, ο πατέρας του, David Bernard Gaiman ήταν αρχηγός της εκκλησίας των σαϊεντολόγων στην Βρετανία — Sounds surreal to me.
Παρ’ όλη την σύγχυση αυτή όμως, ήταν διαβολικά έξυπνο πιτσιρίκι. Από τα 4 του ήξερε να διαβάζει και γούσταρε να διαβάζει. Στα 7 του ανακάλυψε τα “Χρονικά της Νάρνια” και συνειδητοποίησε πως γούσταρε πολύ τις παρενθέσεις που έβαζε ο C.S. Lewis στα βιβλία απευθυνόμενος στον αναγνώστη. Αυτό ήταν μάλλον κάτι σαν τη σπίθα που δημιούργησε την συγγραφική φωτιά μέσα στον Gaiman. Σαν μικρό αφελές πιτσιρίκι ήθελε και αυτός να γίνει συγγραφέας που θα χρησιμοποιούσε παρενθέσεις!
Εν συνεχεία διάβασε και λάτρεψε την “Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων” και μετέπειτα έπεσε στα χέρια του ο “Άρχοντας των Δαχτυλιδιών“. Το τραγελαφικό με τον Άρχοντα είναι πως η βιβλιοθήκη του σχολείου του είχε μόνο τους 2 πρώτους τόμους της τριλογίας, τους οποίους ο Neil διάβαζε και ξαναδιάβαζε, μέχρι που εν τέλει κέρδισε σε κάτι σχολικούς διαγωνισμούς (στα αγγλικά και στην ανάγνωση) και το έπαθλό του ήταν το πολυπόθητο τρίτο βιβλίο.
Βέβαια παρά του ότι ήταν άψογος μαθητής λόγω της φιλομάθειας του, έτυχε να μην τον δεχτούν σε σχολείο, όταν ήταν απλά ένα μικρό 7χρονο, επειδή ο πατέρας του είχε τα σαϊεντολογικά του νταραβέρια. Μέχρι να τελειώσει η εφηβεία του είχε καταβροχθίσει ένα σωρό βιβλία και είχε αποκτήσει μια μεγάλη λίστα αγαπημένων συγγραφέων, από Moorcock και Poe μέχρι Ursula Le Guin και Harlan Ellison. Μετέπειτα ανακάλυψε τον Alan Moore, τον Lovecraft, τον Zelanzy και άλλους τέτοιους sci-fi και σκοτεινούς τύπους.
Με το που τελείωσε με το σχολείο, κάπου μέσα στα 80s δηλαδή, άρχισε να ασχολείται με την δημοσιογραφία, γράφοντας κυρίως reviews για βιβλία. Μπορείς να πεις ότι ήταν ένας τίγκα οπορτουνιστικός τρόπος για να αποκτήσει διασυνδέσεις, ώστε να μπορεί μετέπειτα να εκδόσει εύκολα την συγγραφική του δουλειά.
Μπορείς επίσης να θαυμάσεις και να πεις με βρετανική προφορά: “Well, played mister Gaiman!“. Tο 1984 εξέδωσε επαγγελματικά διήγημα του για πρώτη φορά, στο περιοδικό Imagine Magazine η οποία είχε τίτλο “Featherquest“. Την ίδια χρονιά έγραψε ένα βιβλίο με την βιογραφία των Duran Duran (βρε βρε στα λημέρια μας!) και το “Ghastly Beyond Belief” μαζί με τον Kim Newman το οποίο, όπως εξομολογείται ο ίδιος, δεν τον ευχαρίστησε ιδιαίτερα.
Παράλληλα έστελνε άρθρα του σε πολλές βρετανικές εφημερίδες, μερικές εκ των οποίων ήταν στα μαχαίρια μάλιστα. Γι’ αυτό υπάρχουν και τα συγγραφικά ψευδώνυμα βέβαια, για να καλύπτουμε το κωλί μας. Ο Neil κυκλοφορούσε επί περίπου μια επταετία στον βρετανικό τύπο με διάφορα τέτοια, όπως το “Gerry Mushgrave” ή το “Richard Grey“. Κάτι έλεγα περί οπορτουνισμού παραπάνω νομίζω.
Το 1987 λοιπόν, βγήκε από το δημοσιοκαφρικό κύκλο και άρχισε να ασχολείται πιο σοβαρά με την συγγραφή. Τα πρώτα του σοβαρά βήματα στη συγγραφή ήταν πάνω σε σενάρια για κόμικς, μετά την παρότρυνση του Alan Moore -ναι τα είχανε ήδη κάνει πλακάκια αυτοί οι δύο- τα οποία είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1986.
Έτσι μετά από πολλά σενάρια και συνεργασίες, το 1988 γεννήθηκε η ιδέα του “Sandman”, από μια πρόταση του Gaiman για επαναφορά του “The Sandman” της DC που ήταν σε σχέδιο Jack Kirby και Ernie Chua και σε σενάριο Joe Simon και Michael Fleisher. Έδωσε ένα draft του σεναρίου στον Dave McKean και στον Leigh Baulch, αυτοί ενθουσιάστηκαν, και κάπως έτσι ξεκίνησε αυτή η μαγευτική σειρά που μετράει δέκα softcover τόμους και αρκετά ξέχωρα τευχάκια. Θέλω να αρχίσω να παραληρώ περί του Sandman, αλλά ο Μάκης θα λέει πάλι πως “του παίρνω την δουλειά” και θα επιχειρήσει να με φολιάσει σε μια από τις επόμενες συντακτομαζώξεις.
Θα τον αφήσω λοιπόν να παραληρήσει ο ίδιος στην ελιτίστικη του στήλη, που δεν θέλει υπερήρωες, αλλά θα σου δώσω κάποια clues να έχεις: τo Sandman έχει να κάνει με τους “The Endless“, οι οποίοι είναι 7 αδέρφια, 7 κοσμογονικές έννοιες, όχι οι ενσαρκώσεις αυτών, αλλά οι ίδιες οι έννοιες αυτές καθεαυτές. Ηλικιακά, από καταβολής του σύμπαντος στο οποίο υπάρχουν πηγαίνουν με την εξής σειρά: Destiny, Death, Dream, Destruction, Desire, Despair και Delirium η οποία κάποτε ήταν γνωστή ως Delight.
Φυσικά ο βασικός πρωταγωνιστής μας είναι ο Dream, γνωστός ως Sandman, Μορφέας, Dreamweaver και περιφερόμενος μέσα στο κόμικ με διάφορα άλλα ονοματάκια και τίτλους. Μέσα στο Sandman θα βρεις πολύ πήγαινε-έλα σε διάφορες διαστάσεις: το “The Dreaming” ας πούμε, το βασίλειο του Μορφέα ή τα διάφορα domains των άλλων Endless ή το “the Waking”, τον κόσμο των θνητών και την Κόλαση, στην οποία -τι περίεργο!- παίζει μεγάλο σούσουρο.
Πέρα των 7 Endless, που σαν χαρακτήρες ξετυλίγονται επαρκώς, υπάρχουν και ένα σωρό άλλοι πρωταγωνιστές ανθρώπινοι και μη, με αξιοσέβαστο βάθος και ενδιαφέρον. Προτείνεται ανεπιφύλακτα σε κομιξόφιλους και μη, παίζει να είναι από τα πιο ζουμερά και απολαυστικά αναγνώσματα που υπάρχουν εκεί έξω. Δεν σχολιάζω περαιτέρω γιατί δεν θα την γλιτώσω την φόλα.
Σαν σεναριογράφος σε κόμικς έχει κάνει απίστευτα πολλές δουλειές και έχει συνεργαστεί με λογιών, λογιών εταιρίες, βρετανικές και αμερικάνικες. Μέσα στις αμερικάνικες εταιρίες συμπεριλαμβάνονται και τα μεγαθήρια Marvel και DC, άλλα και μικρότερες, όμως αξιόλογες εταιρίες όπως η Dark Horse και η Vertigo (η οποία απ’ όσο ξέρω πλέον είναι θυγατρική της DC, όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Ο ίδιος λατρεύει τα κόμικς σαν format αφήγησης γιατί έχουν, κατά τα λεγόμενά του, πολλούς ανεξερεύνητους τομείς ακόμη, σαν παρθένα γη, ενώ η συγγραφή βιβλίων είναι κάτι που γίνεται εδώ και χιλιάδες χρόνια, με αποτέλεσμα κάθε φορά που γράφει να φοβάται πως θα πέσει σε κοινοτυπίες.
Με την συγγραφή βιβλίων άρχισε να ασχολείται σοβαρά όταν τον πήρε από το χεράκι ο Terry Pratchett και έγραψαν μαζί το “Good Omens“, το 1990, αν και ο Pratchett μεταγενέστερα ανέφερε πως αυτός έκανε την περισσότερη δουλειά και ο Neil μάλλον τα έξυνε περήφανα.
Η πρώτη solo συγγραφική δουλεία φαντασίας του Gaiman ήταν το “Neverwhere“, εν έτει 1996 το οποίο παράλληλα έγινε μίνι σειρά των έξι επεισοδείων στο BBC 2. Ακολούθησε το “Stardust” -το οποίο πριν κάτι χρόνια είχε ένα πολύ άσχημο κινηματογραφικό adaption- που σαν βιβλίο όμως είναι ένα όμορφο παραμύθι, και το οποίο ήταν υποψήφιο για το Locus Fantasy Award του 1999.
Μετέπειτα ο Gaiman πούλησε την ψυχή του στον Όντιν και έγραψε το “American Gods“, χώνοντας μέσα του όσα περισσότερα πάνθεα μπορούσε. Τούτο το βιβλίο είναι κάτι σαν έπος και έχει εκείνο το clue που έκανε και το Sandman να ξεχωρίσει: περιπλοκή πολλών μυθολογιών και δοξασιών έτσι ώστε όλες να συνυπάρχουν με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο.
Επίσης το εν λόγω βιβλίο πέθανε στις διακρίσεις. Βραβεύτηκε με Hugo, Nebula και Locus Fantasy Award, ενώ ήταν υποψήφιο και για τα British Science Fiction, British Fantasy και World Fantasy Awards. Ύστερα ήρθε το “Anansi Boys“, που κινείται στην ίδια κοσμολογία με το American Gods, χωρίς να είναι τόσο επικό, αλλά περισσότερο κωμικό και ελαφρύ, με το σενάριο να είναι επικεντρωμένο στους γιους του Anansi. Η τελευταία του μεγάλη συγγραφική δουλειά είναι το “InterWorld” το 2007 σε συνεργασία με τον Michael Reaves.
Από εκεί και πέρα, έχει γράψει αμέτρητες μικρές ιστορίες για συλλογές διηγημάτων φαντασίας από πολλούς συγγραφείς, τις περισσότερες εκ των οποίων μετά τις μάζεψε σε δικές του συλλογές (“Smokes and Mirrors“, “Fragile Things“) ενώ πολλές ιστορίες του κυκλοφορούν και σε audiobooks, με δική του αφήγηση — και έχει ωραία φωνή ο μπαγάσας. Τα τελευταία 7 χρόνια έχει χωθεί και στον κινηματογράφο, αν και η πιο αξιόλογη του δουλειά σε αυτό τον τομέα είναι η μεταφορά του “Coraline” σε stop motion animation.
Εδώ και μια 20ετία χρόνια ζει στην Minneapolis, είναι ενεργότατος ιντερνετικά, έχει απίστευτα πολλούς fan, τρία παιδιά από τον πρώτο του γάμο -στα 25 του πήγε και κρεμάστηκε- και όπως ανέφερα στην αρχή του άρθρου, μόνιμη σχέση με την Amanda Palmer, την οποία ακολουθά στις περιοδείες της και υποστηρίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την δουλειά της — έρωτας, ναι έρωτας! Αν θέλεις περισσότερα κουτσομπολιά από την πρόσφατη ζωή του υπάρχει και αυτό, που είναι το βλόγγι του και στο οποίο σερβίρει διάφορα γεγονότα της προσωπικής του ζωής για τα άπληστα μάτια των fans του.
Ανεπιφύλακτη αναγνωστική πρόταση λοιπόν ο κύριος, ιδιαίτερα αν αγαπάς το fantasy. Ευανάγνωστος ως εκεί που δεν πάει, αλλά παράλληλα ενδιαφέρον και ουσιαστικός. Αν δεν τον έχεις τσεκάρει, ξέσκισε τον. Θα γουστάρεις.
Πριν κλείσω το άρθρο θα ήθελα να σας αναφέρω επίσης μία πολύ σημαντική πληροφορία πως: «Έίχε γίνει σε κάποια φάση ένα πατιρντί με μια σατυρική εφημερίδα την “Onion” στην οποία η επιτροπή Pulitzer αρνούνταν να της δώσει το βραβείο που άξιζε να πάρει. Έτσι διάφοροι τύποι, συγγραφείς, δημοσιογράφοι και δεν συμμαζεύεται, έκαναν βιντεάκια στα οποία έκραζαν την επιτροπή Pulitzer».
Τα λέμε από βδομάδα, πάω να βρω την θερμαντική μου κρέμα.