Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1926, σε μια πολυτελή για την εποχή, κλινική της πρωτεύουσας. Αν όμως προσέξεις λίγο καλύτερα τα οικεία μαύρα ρούχα και τον γεμάτο πάθος, σχεδόν εφηβικό τρόπο με τον οποίο εξακολουθεί να υπερασπίζεται τα πιστεύω του, μπορείς εύκολα να υποθέσεις ότι αν ο Νίκος Κούνδουρος, είχε την δυνατότητα να επιλέξει μόνος του τον τόπο από τον οποίο θα αντίκριζε το πρώτο φως, αυτός θα ήταν σίγουρα η αγαπημένη του Κρήτη.
Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας με ρίζες στην Κρήτη και την Αθήνα, δεν ακολούθησε τον δρόμο του πολιτικού και δικηγόρου πατέρα του αλλά επέλεξε να φοιτήσει στην Αρχιτεκτονική την οποία λίγο καιρό μετά εγκατέλειψε για την Σχολή Καλών Τεχνών, στην οποία παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής. Έντονα πολιτικοποιημένος από νεαρή ήδη ηλικία, κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εντάχθηκε στον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ενώ μετά την λήξη των εχθροπραξιών βρέθηκε εξόριστος στην Μακρόνησο, όταν όντας δόκιμος ανθυπολοχαγός μπλέχτηκε σε μια έντονη αψιμαχία με έναν συνταγματάρχη. Το διάστημα που πέρασε στην εξορία ήταν η καταλυτική περίοδος που τον ώθησε να ασχοληθεί με το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Πρωταγωνιστής μιας εποχής που η φωνή της τέχνης διατηρούσε ακόμα την δύναμη της, ο Κούνδουρος δεν επιλέγει την γλώσσα της ωμής βίας για να πολεμήσει για τις αξίες που τον διακατέχουν αλλά τάσσεται πιστός στρατιώτης της τέχνης μέσα από την οποία το 1955, με την ταινία του “Μαγική Πόλις”, εκφράζει για πρώτη φορά την θλίψη του για την πολύπαθη μεταπολεμική Ελλάδα και τον λαό της. Ο πρωταγωνιστής Γιώργος Φούντας, χαρακτηριστική φιγούρα του ασπρόμαυρου σινεμά των παιδικών μας χρόνων, ενσαρκώνει τον ρόλο ενός βιοπαλαιστή, κατοίκου μιας παραγκούπολης πνιγμένης στη λάσπη, που το μοναδικό του όνειρο για να συντηρεί την ελπίδα του είναι η απόδραση από την μιζέρια και την ανέχεια της καθημερινότητας.
Υπάρχουν μερικές εικόνες, μερικές ιστορίες που έχουν την δύναμη να διαλύσουν την άμυνα του λογικού και να φτάσουν να αγγίξουν το κομμάτι του ασυνείδητου. Αυτό το μέρος την ανθρώπινης γνώσης που είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ψυχή. Μια τέτοια ιστορία ήταν αυτή του περιβόητου “Δράκου”, που δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο εκφραστή από το αθώο, οριακά φοβισμένο πρόσωπο του αλησμόνητου Ντίνου Ηλιόπουλου, ο οποίος στον ρόλο του Θωμά, βρίσκεται να βγαίνει για λίγο από την αθόρυβη μοναξιά του και να περιπλανάται ανάμεσα στους παράνομους της εποχής, τα αποκαλούμενα παιδιά της πιάτσας, τους περιθωριακούς της μεγάλης πόλης, στα μάτια των οποίων θα αντικρίσει για πρώτη φορά στη ζωή του την αποδοχή.
Το φιλμ, που φέρει την σεναριακή σφραγίδα του Ιάκωβου Καμπανέλλη και σύμφωνα με την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου είναι η καλύτερη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, δέχτηκε δριμύτατες αντιδράσεις από το εξαγριωμένο κοινό, ενώ προβλήθηκε μόνο στο σινεμά Άστυ και για λιγότερο από τρεις συνολικά μέρες.
Μπορεί ο “Δράκος” να μην βρήκε θετική ανταπόκριση στις μέρες του αλλά είναι η ταινία που καθιέρωσε τον Νίκο Κούνδουρο ως έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες κινηματογραφιστές, που με την ματιά τους εμπλούτισαν σε βάθος και αξία το ελληνικό σινεμά.
Από το 1958 και τους “Παράνομους”, ο Κούνδουρος παύει να τοποθετεί τους ήρωες του στο κλεινόν άστυ και αναζητά νέους ορίζοντες που τον οδηγούν στην περιφέρεια. “Οι Παράνομοι” όμως έμελλε να κριθούν και κυριολεκτικά παράνομοι, αφού η ταινία έγινε βορά λογοκρισίας με αφορμή την σκηνή που δείχνει τους χωροφύλακες να εκτελούν έναν εκ των παρανόμων, ενώ προηγουμένως έχει παραδοθεί.
Θεωρήθηκε ότι το συγκεκριμένο στιγμιότυπο προσβάλει την τιμή των χωροφυλάκων και ο εισαγγελέας ζήτησε από τον Νίκο Κούνδουρο να παραδώσει προς δημόσια προβολή μια νέα κόπια, από την οποία θα έχει αφαιρεθεί η εν λόγω σκηνή. Ο σκηνοθέτης αρνήθηκε με αποτέλεσμα η μοναδική προβολή ολόκληρου του φιλμ να πραγματοποιηθεί από το BBC. Τραγική ειρωνεία, η ταινία συμμετείχε ως υποψήφια για Χρυσή Άρκτο στο φεστιβάλ του Βερολίνου.
Η μετάβαση στη δεκαετία του ’60 γίνεται με το “Ποτάμι” και “Το Πέρασμα”, με το πρώτο σε σενάριο Νίκου Κούνδουρου και Ιάκωβου Καμπανέλλη. Η ταινία διαδραματίζεται στις όχθες ενός ποταμού και μας αφηγείται τρεις ξεχωριστές ιστορίες, που φαινομενικά δεν έχουν κανένα κοινό σημείο αναφοράς εκτός από το υδάτινο πέρασμα που τις ενώνει ή τις χωρίζει. Το 1960 αποτελεί επίσης χρονιά ορόσημο για το ελληνικό σινεμά, καθώς διοργανώνεται για πρώτη φορά το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, με πρώτο βραβευμένο σκηνοθέτη τον Νίκο Κούνδουρο για “Το Ποτάμι”.
Ένα χρόνο αργότερα εκδηλώνει την αγάπη του για το Αριστοφανικό έργο γυρίζοντας δύο ντοκιμαντέρ, ένα για τις Όρνιθες και ένα με θέμα την Αττική κωμωδία.
Οι “Μικρές Αφροδίτες” – με πρωταγωνιστές τους Βαγγέλη Ιωαννίδη, Κλεοπάτρα Ρώτα, Τάκη Εμμανουήλ και Ελένη Προκοπίου – μας μεταφέρουν στα ελληνιστικά χρόνια την περίοδο κάπου στο 200 π.Χ., για να γίνουμε μάρτυρες του πρώτου ερωτικού ξυπνήματος δύο νεαρών παιδιών και του τραγικού τέλους στο οποίο αυτό θα τα οδηγήσει. Οι “Αφροδίτες” τιμήθηκαν με δέκα συνολικά βραβεία, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου ενώ ταξίδεψαν και μέχρι το Βερολίνο για να χαρίσουν στον Κούνδουρο την Αργυρή Άρκτο.
Μια γυναίκα σαν άλλη μυθική Μέδουσα ρουφάει όλη την ζωογόνο ουσία των αρσενικών που αγγίζει με το βλέμμα της. Μια γυναίκα με αντίστοιχη παρουσία είναι το κεντρικό πρόσωπο του πολυλογοκριμένου “Vortex”. Με έντονα τα εικαστικά στοιχεία να προσδιορίζουν κάθε πλάνο – δεν θα ήταν υπερβολή, αν τολμούσαμε να πούμε ότι ακόμα και οι ελάχιστες μυθοπλαστικές προσθήκες θα μπορούσαν να απουσιάζουν – η ταινία μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί ως το πλέον πειραματικό από τα έργα του σκηνοθέτη. Για την ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε ότι και το “Vortex” ή αλλιώς “Το πρόσωπο της Μέδουσας” διεκδίκησε την Χρυσή Άρκτο στο φεστιβάλ του Βερολίνου το 1967.
Το 1975 γυρίζει σε δική του παραγωγή, τα “Τραγούδια της Φωτιάς”, ένα ντοκιμαντέρ ταξίδι στην Ελλάδα της απελευθέρωσης από την δικτατορία, με όχημα την μουσική του Θοδωράκη, του Λοΐζου, του Κουγιουμτζή κ.ά.
Θα περάσουν δέκα χρόνια μέχρι το “Μπορντέλο” του 1985, ένα έργο αφιερωμένο στην σύγχρονη ιστορία της Κρήτης και τον αγώνα που κατέβαλαν οι κάτοικοι του νησιού για να ενσωματωθούν με την ελεύθερη Ελλάδα και να σώσουν τον τόπο τους από τους κάθε λογής διεκδικητές. Το σπίτι της Ρόζας Βοναπάρτη μετατρέπεται σε κέντρο διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε διπλωμάτες και πολιτικούς, που καταφθάνουν στο νησί με πρόσχημα την επίσκεψη στην διάσημη Κυρία του σπιτιού και τα δώδεκα κορίτσια της. Με το “Μπάυρον: Η Μπαλάντα ενός Δαιμονισμένου”, ο Κούνδουρος ολοκληρώνει την άτυπη ιστορική τριλογία του που ξεκίνησε με το “1922” και περιλαμβάνει και το “Μπορντέλο”.
Φέτος, μετά από δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια απουσίας από τις κινηματογραφικές αίθουσες, ο μεγάλος Έλληνας δημιουργός, ξαναδίνει και πάλι το παρόν με την ταινία του “Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη”, σε μια στιγμή της ιστορίας που μοιάζει να έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ φωνές σαν την δική του.
Ενδεικτική φιλμογραφία
- 2012 – Ένα Πλοίο για την Παλαιστίνη
- 1998 – Οι Φωτογράφοι
- 1992 – Μπάυρον, Η Μπαλάντα Ενός Δαιμονισμένου
- 1985 – Μπορντέλο
- 1978 – 1922
- 1975 – Τραγούδια της Φωτιάς
- 1967 – Vortex ή Το Πρόσωπο της Μέδουσας
- 1963 – Μικρές Αφροδίτες ή Το Σημάδι της Αφροδίτης
- 1960 – Το Ποτάμι
- 1960 – Το Πέρασμα
- 1958 – Οι Παράνομοι
- 1956 – Ο Δράκος
- 1954 – Μαγική Πόλις