Δεν μπορώ να παινευτώ πως ξέρω από θέατρο. Βλέπω περιστασιακά παραστάσεις και με το ζόρι κόβω εισιτήριο για καμιά ντουζίνα από αυτές (και όχι πάντα για τις καλύτερες). Ούτε μπορώ να σας πείσω πως θα είμαι αντικειμενικός στην κριτική μου.
Το Σάββατο που μας πέρασε (5 Ιανουαρίου), στο θέατρο Όρα (Τσιμισκή & Αντωνίου Καμάρα 3) είχα μόνο γνωστούς: από τον σκηνοθέτη και παιδικό φίλο Μιχάλη Σιώνα (στην πρώτη του προσπάθεια πίσω από τη σκηνή — ηθοποιός γαρ) μέχρι τον παλιό μου συμμαθητή από το δημοτικό στα φώτα (αυτό ήταν εντελώς τυχαίο) και από τους ανθρώπους της παραγωγής μέχρι τους μισούς θεατές της παράστασης: ήξερα σχεδόν τους πάντες με το ονοματεπώνυμο τους.
Και δεν έχει μεγάλο νόημα να σας πω για το πόσο δυνατό είναι το κείμενο του Γερμανού Torsten Buchsteiner, του ανθρώπου που πήρε το αληθινό γεγονός της ομηρίας εκατοντάδων Ρώσων σε θέατρο της Μόσχας από Τσετσένους αντάρτες και την επέμβαση των ειδικών δυνάμεων ύστερα από εντολή του Πούτιν κατά την οποία σκοτώθηκαν δεκάδες άνθρωποι παρότι δεν ακούστηκε σχεδόν κανένας πυροβολισμός ή έκρηξη, και το απογύμνωσε μπροστά στα μάτια των θεατών μέσω τριών πολύ δυνατών μονολόγων (στην ουσία), από τρεις γυναίκες που εκείνες τις μέρες βρέθηκαν στον πυρήνα των γεγονότων: μία Τσετσένα μαύρη χήρα, μία νοσοκόμα που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα έξω από το θέατρο και μία γυναίκα-όμηρο.
Μάλλον θα με θεωρήσετε δάκτυλο του Δελτίου Τύπου αν σας πω για τις συγκλονιστικές ερμηνείες των τριών ηθοποιών, την υποβλητική και λιτή μουσική προσέγγιση με ένα και μόνο live όργανο (Bayan), τις τρεις καρέκλες ως μοναδικά άψυχα αντικείμενα επί σκηνής. Και τα συνεχόμενα sold out…
Αφήστε με εμένα λοιπόν. Μία θέση μπροστά μου κάθεται ένας κύριος κοντά στα 60 (ίσως και παραπάνω)… δεν τον ξέρω. Βυθίζεται στη θέση του καθώς τα φώτα χαμηλώνουν, το βλέμμα του κινείται από γυναίκα σε γυναίκα καθώς ο λόγος περνάει από την μία στην άλλη, το καταλαβαίνω γιατί ολόκληρο το σώμα του στρίβει μαζί με τη ματιά του, στην ένταση των φωνών των ηθοποιών γαντζώνεται από τη θέση του, ανασηκώνεται λίγο, ξαναβυθίζεται σαν πλοίο που δεν βλέπει σωτηρία, στο κρεσέντο των τελευταίων δέκα λεπτών νομίζω κρατάει την ανάσα του -διάολε, επικίνδυνο είναι αυτό-, το έργο τελειώνει, ο θίασος υποκλίνεται, ο κύριος χειροκροτεί, δυνατά, δεύτερη υπόκλιση, πιο δυνατά, οι κοπέλες και ο άνδρας που έπαιζε το bayan αποχωρούν και επιστρέφουν, πιο δυνατό χειροκρότημα… σηκώνεται όρθιος.
Δεν ξέρω τι συναισθήματα προκάλεσε στον κύριο η παράσταση. Υποθέτω έντονα. Όλοι όσοι φεύγουν από το θέατρο έχουν στα μάτια τους μια άγρια ένταση. Αδρεναλίνη.
Εμένα μη με ρωτάτε. Είπαμε, δεν είμαι αντικειμενικός. Και ως τέτοιος οφείλω να περιοριστώ στα βασικά. Εκείνος ο κύριος όμως, είμαι σίγουρος πως κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα λίγο καλύτερος άνθρωπος. Αν επιμένετε κι αν με ρωτάτε αν μια θεατρική παράσταση μπορεί να το καταφέρει αυτό… θα σας απαντήσω και πάλι πως δεν είμαι αντικειμενικός μπλα μπλα μπλα μπλα αλλά… ΝΑΙ.