Ο ποπολάρος Ζέπος Πεμπονάρης, ο έρωτας του για την αρχοντοπούλα Έλντα και οι ριζοσπαστικές ιδέες του στη Ζάκυνθο μιας περασμένης εποχής, έτσι όπως μεταφέρθηκαν από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γρηγόρη Ξενόπουλου στην οθόνη και πήραν μορφή μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Δαλιανίδη με την τεχνική του Νίκου Γαρδέλη στη φωτογραφία και την ταξιδιάρικη μουσική του Μίμη Πλέσσα.
Πρόκειται για μια ταινία έξω από τη συνηθισμένα πλαίσια σκηνοθετικής τοποθέτησης του Δαλιανίδη, δηλαδή δεν έχουμε να κάνουμε με μια φόρμα μιούζικαλ, είδος με το οποίο ο σκηνοθέτης έχει συνδέσει το όνομά του. Θεωρώ εξαρχής τη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του μοναδικού Γρηγόρη Ξενόπουλου, με τις όποιες αλλαγές της ιστορίας, επιτυχημένη.
Είναι ίσως από τις λίγες περιπτώσεις που η ατμόσφαιρα μιας εποχής αποτυπώνεται τόσο ζωντανά σε εικόνες με σύμμαχο όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις. Τα χρώματα, οι ήχοι της καλοκαιρινής εξοχής, οι εντάσεις των ανθρωπίνων συναισθημάτων και οι εκδηλώσεις τους μέσω της υιοθετούμενης κάθε φορά συμπεριφοράς τους βιώνονται σχεδόν διαπεραστικά από το αισθητικό σύστημα του θεατή.
Υπάρχουν απίθανες διαβαθμίσεις αισθήσεων και εντάσεων που δεν περιορίζονται στον τρόπο προσωπικών χειρισμών του κάθε ήρωα αλλά μεταφέρονται και σε ένα κοινωνικό επίπεδο. Οι επαναστατικές ιδέες του Ζέπου, ενός νεαρού φοιτητή που προέρχεται από την τάξη των ποπολάρων, μια κοινωνική βαθμίδα που κάνει τα πρώτα αξιοπρόσεκτα βήματα κοινωνικής της αναγνώρισης και τολμά να ζήσει με αξιοπρέπεια ή καλύτερα να διεκδικήσει ένα μερίδιο της κοινωνικής της αναβάθμισης που τόσο εγωιστικά έχει διανεμηθεί ανάμεσα στους άρχοντες της εποχής της είναι ο κεντρικός άξονας της εξέλιξης.
Ο έρωτάς του για την Έλντα δεν είναι ένας αγώνας συναισθηματικής υπεροχής. Το κέρδος από τη νίκη θα έχει διττό χαρακτήρα. Πέρα από τη γλυκιά αγαπημένη θα πετύχει την «εισβολή» του στα «σαλόνια» της πλουτοκρατίας κερδίζοντας το σεβασμό, ίσως και το μίσος. όσων τον εξευτέλισαν και τον αμφισβήτησαν.
Ο Ζέπος συμβολίζει την ίδια δύναμη που εκπέμπουν ήρωες ταινιών που προηγούνται χρονολογικά σε δημιουργία και εκτέλεση αλλά ανήκουν σε μεταγενέστερη θεματολογία, όπως ο Βασίλης Καΐλας και ο Νίκος Ξανθόπουλος. Όλοι τους είναι παιδιά του λαού που μοχθούν για ένα καλύτερο αύριο, πάντα με θεμιτά μέσα και πολύ κόπο. Όλοι τους σημειώνουν την επανάστασή τους, μόνο που αυτές οι επαναστάσεις αποκτούν ένα κοινωνικό πρόσωπο, γίνονται κτήμα μιας κοινωνικής τάξης ανθρώπων που στις επιτυχίες των συγκεκριμένων ηρώων βλέπουν τον εαυτό τους να πετυχαίνει και την ελπίδα να φουντώνει.
Αυτό όμως που διαφοροποιεί το Ζέπο από τους άλλους είναι ότι η προσπάθειά του έχει μια σαρωτική δυναμική, εκφράζεται με ορμή και ένταση και διεκδικεί τη ζωή του γκρεμίζοντας από τις σκάλες όποιον τον ενοχλεί. Μετουσιώνει την επαναστατική του φύση σε τρέλα (για τα δεδομένα της εποχής) και τελικά επιβιώνει.
Ο Κώστας Πρέκας ως ορμητικός νέος «κόβει» το ρόλο στα μέτρα του και η αέρινη παρουσία της Μπέττυ Λιβανού ως ευαίσθητης Έλντας που ακολουθεί το μονοπάτι της καρδιάς της σημειώνοντας την προσωπική της επανάσταση που τη φέρνει σε αντιπαράθεση, όχι μόνο με τον πατέρα της (Διονύση Παπαγιαννόπουλο) αλλά και με όσα αυτός αντιπροσωπεύει, είναι όσο γλυκιά και ορμητική απαιτεί ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει.
Ο Γιάννης Δαλιανίδης συνδυάζει πανέμορφα τοπία, καταπληκτικά κοστούμια που παραπέμπουν ακριβώς στην αισθητική των επτανήσων του προπερασμένου αιώνα, γοητευτικές παρουσίες και μια ρομαντική νησιώτικη λατινογενή διάλεκτο σε μια ξενάγηση στη Ζάκυνθο, που μέσα από τη ζωντανή μεταφορά των στοιχείων της σε εικόνες, προκαλεί το θεατή να αφουγκραστεί την ομορφιά, το ήθος και την αισθητική της εποχής που προβάλει. Το αποτέλεσμα μοιάζει με πίνακα πολλαπλών σχηματοποιήσεων και χρωματικών συνδυασμών απόλυτα εναρμονισμένων με την ορμητική διάθεση των ηρώων.
- Βαθμολογία: 7,5/10