Μαντόνα Λουίζ Τσικόνε (Madonna Louise Ciccone), τραγουδίστρια, ηθοποιός, χορεύτρια, μητέρα. Η 62χρονη ιταλοαμερικανίδα έχει κερδίσει με το σπαθί της τον διόλου ευκαταφρόνητο τίτλο ενός εκ των εξυπνότερων επιχειρηματιών του πλανήτη. Μια κοπέλα που, με μοναδικό προϊόν τον εαυτό της, ξεκίνησε τριάντα χρόνια πριν ως μια άσημη χορεύτρια σε ένα στριπτιζάδικο της Νέας Υόρκης και κατάφερε να γίνει μία από τις διασημότερες και εμπορικότερες καλλιτέχνιδες όλων των εποχών.
Όλοι εκείνοι που αμφισβητούν την Μαντόνα (δικαίως, ειδικά για το ηθοποϊίστικο εκείνο κομμάτι της καριέρας της…) ως μουσικό, ηθοποιό, χορεύτρια κι επιχειρηματία, δεν μπορούν να αγνοήσουν το εξής: ότι αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη trendsetting περσόνα του πλανήτη, με διαφορά από τη δεύτερη. Είτε ανήκετε στο χώρο της ροκ, είτε ασχολείστε με την εναλλακτική κουλτούρα, είτε περνάτε την ώρα σας ακούγοντας τα πανκ ανοσιουργήματα των Sex Pistols και είστε φύσει και θέσει αντικομφορμιστές, δεν μπορείτε να παραβλέψετε ότι η Πέγκυ Ζήνα υιοθέτησε το επί σκηνής μιλιτέρ look από την κυρία Τσικόνε κι ότι όλες οι Άννες Βίσση και οι Δέσποινες Βανδή του πλανήτη περιμένουν πρώτα να δουν τη δική της κίνηση, προτού αλλάξουν στυλ, θρησκεία, πολιτικό κόμμα ή ποδοσφαιρική ομάδα.
Η Μουσική Βιομηχανία χρειάζεται τη Μαντόνα και τούμπαλιν γιατί σε μερικά χρόνια από τώρα η καριέρα της θα είναι αντικείμενο πανεπιστημιακής μελέτης, όπως αντίστοιχα η επίδραση του Έλβις Πρίσλει στη νεολαία της δεκαετίας του ’50, οι Beatles για τα Swinging Sixties και οι στίχοι του Μπομπ Ντίλαν και του Μόρισει για τη σύγχρονη ποπ κουλτούρα. Για πάνω από είκοσι χρόνια η Μαντόνα δέχεται την απαξίωση και τη χλεύη, αλλάζει πρόσωπα και προσωπεία και φροντίζει να δείχνει σε όλους εμάς ότι, αν έχεις φιλοδοξίες και γερο στομάχι, μπορείς όντως να κάνεις Τέχνη.
«Θεέ μου! Υπήρξαν τόσες επιθέσεις από τον Τύπο! Ο γάμος μου με τον Σον Πεν, όταν δημοσιεύθηκαν γυμνές φωτογραφίες μου στο «Playboy», όταν εκδόθηκε το βιβλίο μου, «Sex», όταν έμεινα έγκυος, όταν γέννησα. Όλη μου η ζωή μοιάζει με στιγμιότυπα μιας σειράς επιθέσεων από τα Μέσα’’, είχε πει παλιότερα σε μια συνέντευξη της συνεχίζοντας: ‘’Ο γάμος μου με τον Σον Πεν δεν πέτυχε για ένα εκατομμύριο λόγους. Κανείς από τους δύο δεν ήταν προετοιμασμένος για την επίθεση που ξέσπασε εναντίον μας από τα media’’, ενώ ο ίδιος ο Πεν δίνει τη δική του εξήγηση για τα τέσσερα εκείνα θυελλώδη χρόνια που πέρασαν μαζί, από τον Αύγουστο 1985 έως τον Ιανουάριο 1989 “Ήθελε να γίνει η μεγαλύτερη σταρ στον κόσμο, ενώ εγώ απλώς ήθελα να γυρίζω ταινίες και μετά να κρύβομαι. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να ζήσει άλλος άνθρωπος μαζί μου εκείνη την περίοδο. Συμπεριφερόμασταν και οι δύο άσχημα, οπότε δεν μπορώ να ρίξω την ευθύνη σε κάποιον».
Μετά την καταιγίδα όμως ήρθε η ηρεμία: η ταυτόχρονη ερμηνεία της στην Evita και το άλμπουμ Ray Of Light του 1997 έδωσαν (ευτυχώς για την ίδια) τέλος στις κατηγορίες του Τύπου περί ‘χαμηλής υποστάθμης τέχνη’ που επιτελούσε. Βοήθησε βέβαια και το γεγονός ότι κι η ίδια έδειξε μια πρωτόγνωρη διάθεση να ‘ψαχτεί’ περισσότερο, τόσο μέσα της, όσο κι έξω της: ο ambient παραγωγός Γουίλιαμ Όρμπιτ σουλούπωσε τον ήχο της και η ίδια απέφυγε προσεχτικά κάθε περιττή υπερέκθεση στα Μέσα, κυρίως σχετικά με το –πονεμένο, είναι η αλήθεια- θέμα του σεξ: ‘’Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, είναι αλήθεια ότι έκανα το προσωπικό μου ταξίδι, έβαλα το χέρι μου στη φωτιά και το έκαψα’’, παραδέχτηκε εκ των υστερών.
Φαίνεται όμως ότι και μόνο το όνομα της είναι ικανό να κάνει κάποιους να «ξεσπαθώσουν» εναντίον της: η σύζυγος του Όζι Όσμπορν, Σάρον, χαρακτήρισε την αφοσίωση της στην εβραϊκή θρησκεία της Καμπάλα, «εμμονή που φτάνει στα όρια της νοσηρότητας” και συνέχισε, πετώντας και τη σπόντα της σχετικά με το περιβόητο φιλί της στη Μπρίτνει Σπίαρς λέγοντας ότι “δεν μπορείς απ’ τη μια να φιλιέσαι με γυναίκες επί σκηνής και απ’ την άλλη να μην επιτρέπεις στα παιδιά σου να παρακολουθούν τηλεόραση».
Στο ντοκιμαντέρ «Madonna Rising», που κυκλοφόρησε πριν 4 χρόνια, επιχειρεί η ίδια ένα μακρύ περίπατο στο παρελθόν της μέσα από μια σειρά συγκλονιστικές περιγραφές: «Στη Νέα Υόρκη έμενα σε ένα παλιό, ρημαγμένο κτίριο που δεν είχε καν μπάνιο, μόνο ένα νιπτήρα, οπότε αναγκάστηκα να μείνω σε ένα φτηνό ξενοδοχείο, όπου μοιραζόμουν το μπάνιο που υπήρχε στον διάδρομο. Θυμάμαι δυο τύπους που συνήθιζαν να κοιμούνται με την πόρτα ανοιχτή. Νομίζω πως ήταν έμποροι ναρκωτικών. Τώρα, βλέποντας πίσω, νιώθω πως είχα βάλει τον εαυτό μου σε μια εφιαλτική και σίγουρα επικίνδυνη κατάσταση. Αισθανόμουν μεν απελπισμένη ώρες ώρες, αλλά δεν αμφέβαλα ποτέ πως θα καταφέρω να πραγματοποιήσω τους στόχους μου».
Madonna
Τρεις και πλέον δεκαετίες μετά το θριαμβευτικό της ξεκίνημα στο πεντάγραμμο, η Madonna κυκλοφορεί το νέο, 13ο της άλμπουμ και δεν έχει να αποδείξει πλέον τίποτα και σε κανέναν. Στο Ηοmme μίλησε για την αληθινή αγάπη, το πώς αντιλαμβάνεται πλέον την ευτυχία και καταθέτει τα συμπεράσματα που της έμαθε μια ζωή γεμάτη ανατροπές και κατακλυσμιαία φήμη.
Πόσο δύσκολο ήταν να διανύσετε την απόσταση από την πλήρη ανωνυμία στη σαρωτική φήμη;
Μεγάλωσα με το όνειρο να γίνω χορεύτρια και, όταν έφτασα στη Νέα Υόρκη, προσγειώθηκα απότομα στη σκληρή πραγματικότητα. Γιατί διαπίστωσα ότι υπήρχαν, ασφαλώς, χιλιάδες άλλα κορίτσια που μοιράζονταν το ίδιο όνειρο με εμένα. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν ήμουν καθόλου ξεχωριστή, ότι θα αδυνατούσα να τα φέρω εις πέρας, να πληρώσω το νοίκι ή να βγάλω ένα χαρτζιλίκι. Θα έπρεπε να δουλέψω σκληρά. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος.
Τον καιρό που πασχίζατε ακόμη να δρομολογήσετε τα όνειρά σας, υπήρξε μια καθοριστική στιγμή που να λειτούργησε επάνω σας ως ένα είδος επιφοίτησης;
Ανατράφηκα στη Μεσοδυτική Αμερική, μέσα σε μια αυστηρή οικογένεια Ιταλών καθολικών, στο εσωτερικό ενός περιβάλλοντος στενόμυαλου το οποίο παραχωρούσε προνόμια μόνο στους άντρες και δεν ευνοούσε καθόλου τις γυναίκες. Μεγάλωσα ταυτόχρονα σε έναν κόσμο όπου κανείς δεν ενθάρρυνε ποτέ τη διαφορετικότητα. Επιπλέον ένιωθα και η ίδια ως παρείσακτη. Αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να αφομοιωθώ ούτε στα σχολεία που πήγαινα ούτε πουθενά. Δεν ήμουν καθόλου δημοφιλής, τα αγόρια δεν με πλησίαζαν. Κι έπειτα γνώρισα τον πρώτο μου δάσκαλο χορού, ο οποίος με επηρέασε πολύ. Οταν διαπίστωσα πως ήταν γκέι, ήταν η πρώτη φορά που καταλάβαινα πραγματικά τι σημαίνει αυτή η λέξη. Ενα βράδυ που με πήρε μαζί του σε ένα γκέι κλαμπ εντυπωσιάστηκα από το πόσο δεκτικοί ήταν όλοι εκεί μέσα απέναντι στη διαφορετικότητα του άλλου και ένιωσα ξαφνικά σαν να βρήκα το σπίτι μου. Εκείνη ήταν και η στιγμή κατά την οποία αισθάνθηκα αποδεκτή από ανθρώπους για τους οποίους η έννοια της ελευθερίας και της ατομικής πρωτοβουλίας ήταν συνυφασμένη με την ίδια τους τη ζωή.
Κατά πόσο η δημόσια εικόνα που δημιουργήσατε μέσα στα χρόνια προήλθε εν μέρει ως αντίδραση στο αυστηρό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώσατε;
Είχα έναν πολύ συντηρητικό πατέρα που μου υπενθύμιζε διαρκώς ότι έπρεπε να παραμένω σεμνή και να μην τραβώ την προσοχή. Αργότερα, όταν πήγα στο γυμνάσιο και έβλεπα ότι οι κοπέλες έπρεπε να συμπεριφέρονται με συγκεκριμένο τρόπο για να κερδίζουν τα αγόρια, ένιωσα ότι όλο αυτό δεν με εξέφραζε καθόλου και αντέδρασα. Δεν πρόσεχα την εμφάνισή μου, δεν φορούσα μακιγιάζ και τα αγόρια δεν με έβρισκαν ποτέ ελκυστική. Ηδη από τότε, όμως, πίστευα ότι οι γυναίκες έχουν πολύ περισσότερα να προσφέρουν, πέρα από τον τρόπο που ντύνονται. Οι περισσότερες, όμως, μεγαλώνουμε με την αντίληψη ότι θα πρέπει να ανταποκρινόμαστε σε μια πολύ συγκεκριμένη και μονοδιάστατη οπτική που έχουν οι άντρες για εμάς. Από νωρίς, ωστόσο, στη ζωή μου αντιστεκόμουν στην ιδέα αυτήν.
Θεωρείτε απαραίτητο κάθε καλλιτεχνική σας δήλωση να πηγάζει μονίμως από την ανάγκη σας να εκφράσετε κάτι πολύ προσωπικό;
Υπάρχει κάτι προσωπικό σε καθετί με το οποίο καταπιάνομαι. Οτιδήποτε δημιουργικό πηγάζει από μέσα μας αποτελεί συνδυασμό των δικών μας εμπειριών και των ερεθισμάτων που δεχόμαστε από τον έξω κόσμο. Το σημαντικό είναι να μπορείς αυτές τις προσλαμβάνουσες να τις μετουσιώνεις σε τέχνη.
Τριάντα χρόνια μετά το ξεκίνημά σας, τι μπορεί να σημαίνει η λέξη ευτυχία για σας;
Τριάντα χρόνια πριν, ευτυχία σήμαινε το να μπορέσω να τραφώ, να εξασφαλίσω μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου, να επιβιώσω στη Νέα Υόρκη, να βρω μια θέση στον κόσμο και να κάνω τη φωνή μου να ακουστεί. Τώρα πια ευτυχία είναι το να νιώθω ευγνωμοσύνη. Για όλα τα πράγματα που συνεχίζουν να μου συμβαίνουν. Ακόμα και σήμερα, πάντως, εξακολουθώ να αγωνίζομαι για να χαράξω τον δρόμο μου, να βρω τη διαφορά ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, να μην ξεγελιέμαι από ψευδαισθήσεις. Ερχομαι ακόμη αντιμέτωπη με τις αντιφάσεις αυτής της ζωής.
Και η λέξη αγάπη; Πιστεύετε ότι μπορεί κανείς να τη συναντήσει στην πραγματική ζωή;
Είμαι αθεράπευτα ρομαντικός άνθρωπος, οπότε θα ήθελα να εξακολουθήσω να πιστεύω ότι υπάρχει. Επειδή όμως δεν είμαι και εντελώς ανόητη, ξέρω πολύ καλά πλέον ότι η ιδανική, η απόλυτη αγάπη είναι μόνον ένας ευσεβής πόθος. Μια φαντασίωση.