Παρασκευή μες στο Γενάρη, μου έχουν προτείνει τις εξής live επιλογές για βγω το βράδυ: Αλκίνοο Ιωαννίδη στο Principal, Χρήστο Θηβαίο και Γιώργο Ανδρέου στο Club του Μύλου, Γιάννη Κότσιρα στο Fix και Archive στην Υδρόγειο. Πού να πάω; Πού να πάω;
Ώσπου, ευτυχώς, με βγάζει από το δίλημμα (για την ακρίβεια τετράλημμα) ο φίλος μου ο Δημήτρης από τας Σέρρας που με παίρνει τηλέφωνο το απόγευμα (εκεί που είμαι έτοιμος να καταλήξω ότι θα μείνω σπίτι τελικά) και μου λέει ότι θέλει να πάμε μαζί να ακούσει τον συμπατριώτη του τον Γιώργο Ανδρέου και ότι μάλλον θα έρθει κι ένας φίλος του Ανδρέου από τας Σέρρας μαζί μας. «Μέσα» λέω και μετά παίρνω τηλέφωνο στο Μύλο και κανονίζω για δύο ελεύθερες εισόδους (που κοστίζουν 25 ευρώ έκαστη) στο πρόγραμμα.
Γύρω στις 22.30 περνάει και με παίρνει ο Δημήτρης από το σπίτι μου με την τζιπάρα του (παρόλο που υποτίθεται, επισήμως, ότι το πρόγραμμα αρχίζει στις 22.30 αλλά εγώ έχω μάθει ότι οι μουσικοί εμφανίζονται επί σκηνής 23.30) κι ώσπου να φτάσουμε και να παρκάρουμε, πάει 11 και κάτι όταν μπαίνουμε στο Club.
Βρίσκουμε ένα καλό τραπέζι να καθίσουμε και πριν εμφανιστεί η σερβιτόρα για παραγγελία ο Δημήτρης αποφαίνεται ότι «Καλύτερα να πάρουμε ένα μπουκάλι» -και εννοεί φιάλη ουίσκι βεβαίως- «για να μην ψάχνουμε μετά, την ώρα του προγράμματος, να παραγγέλνουμε ποτήρι το ποτήρι». Και καθώς έχω κατά νου μου ότι θα έρθει και ο τρίτος της παρέας (που έχω ακούσει ότι είναι γερό ποτήρι), δεν φέρνω αντίρρηση και ο Δημήτρης παραγγέλνει ένα σπέσιαλ (12κάρι).
Επειδή όμως ξέρω ότι θα επιμείνει να το πληρώσει μόνος του, ρίχνω μια ματιά στις τιμές του καταλόγου και… παθαίνω. «Κοίτα εδώ» του λέω χολωμένος, «η απλή φιάλη κάνει 100 ευρώ! και η σπέσιαλ 150 ευρώ!». Και ο Δημήτρης, που συνήθως δεν συγκινείται εύκολα από κάτι τέτοια, παίρνει τον κατάλογο μπροστά του για να βεβαιωθεί.και μουρμουράει
«Ούτε στα μπουζούκια να είμασταν, γαμώτο». Κι εκεί πάνω μου σκάει και το παραμύθι ότι μάλλον δεν θα έρθει τελικά ο φίλος του (και φίλος του Ανδρέου) από τας Σέρρας, αφού δεν τηλεφώνησε ως τώρα. «Που πάει να πει δηλαδή πως θα πρέπει να αδειάσουμε οι δυο μας το μπουκάλι;» διαμαρτύρομαι. Και συμπληρώνω βιαστικά, μπας και προλάβω την κατάσταση: «Κοίτα στον κατάλογο, γράφει ότι το ποτό κάνει 10 ευρώ. Δηλαδή και από 7 ποτήρια ουίσκι να πίναμε ο καθένας, που αποκλείεται, πάλι φτηνότερα θα μας έβγαινε…».
Ο Δημήτρης καταλαβαίνει πού το πάω και με προλαβαίνει: «Εντάξει, άστο τώρα, το παραγγείλαμε… Θα προσέχουμε την άλλη φορά». Και πριν τελειώσει τη φράση του καταφτάνει η σερβιτόρα και μας αφήνει την σπέσιαλ φιάλη στο τραπεζάκι μαζί με τα «σχετικά».
Σε λίγο τα φώτα χαμηλώνουν και οι μουσικοί εμφανίζονται επί σκηνής, ο Θηβαίος στο μικρόφωνο, ο Γιώργος Ανδρέου στα πλήκτρα, η μικροκαμωμένη Ιωάννα στα κρουστά, η -φοβερή βιρτουόζα, όπως θα αποδειχτεί σε λίγο- Βάσω στα έγχορδα, ένας τύπος στα μπάσα κι ένας τυπάς στα πνευστά. Και το πρόγραμμα ξεκινάει με τραγούδια που εγώ τουλάχιστον αγνοώ, αλλά μου κερδίζουν την προσοχή, όπως και ο Θηβαίος από την αρχή που τον παρακολουθώ πρώτη φορά σε live και τον βρίσκω πολύ «επικοινωνιακό».
Πίνουμε το -εν αφθονία- σπέσιαλ ουίσκι μας, μασουλάμε από τα «σχετικά» που συνοδεύουν τη φιάλη, καπνίζουμε και κανένα πουράκι, σιγοντάρουμε στα πιο γνωστά τραγούδια, μουρμουρίζουμε τη μελωδία στο ρεφρέν στα πιο καινούρια, «καρφωνόμαστε» στα τρελά τζαμαρίσματα της Βάσως, γελάμε με τα ανέκδοτα του Θηβαίου και χειροκροτάμε γενικώς και η ώρα περνάει κι εμείς περνάμε καλά και όσο «κάνουμε κεφάλι» ακόμα καλύτερα.
Μετά βγαίνει να τραγουδήσει και η Ευτυχία, εκείνη η κοπέλα που εμφανιζόταν ξυπόλητη στο τελευταίο Φεστιβάλ Τραγουδιού, και είναι η πιο νέα της παρέας και η πιο όμορφη κι έχει «δυνατή» φωνή, και το κοινό ανταποκρίνεται θερμά –μάλλον είναι παρόντες και αρκετοί φίλοι των μουσικών, ενώ οι άσχετοι (με τους μουσικούς αλλά και αυτού του είδους τη μουσική) αποχωρούν σχετικά νωρίς και μας αφήνουν τους υπόλοιπους, τους πιο δεκτικούς, να γίνουμε όλοι «μια ωραία ατμόσφαιρα» στα αλήθεια.
Ώσπου πιάνουμε 3.30 ώρα και, καθώς το πρόγραμμα κλείνει, εμείς πίνουμε τις τελευταίες γουλιές από τα ποτήρια μας, ούτε που καταλάβαμε πώς στραγγίσαμε οι δυο μας μια σπέσιαλ φιάλη! Βρε άμα περνάς καλά και τα ποτά είναι καθαρά, όλα γίνονται.
Ο Δημήτρης πληρώνει το λογαριασμό «κανονικά» και εγώ του λέω: «Και που κανόνισα να έχουμε δωρεάν είσοδο, ήταν δώρο άδωρο τελικά». Κι αυτός μου απαντά αποστομωτικά: «Δεν περάσαμε καλά; Περάσαμε. Ξέχασέ το».