Τον έχασε ο στρατός, πιθανόν και η δικαστική εξουσία, αλλά τον κέρδισε το θέατρο. Και ο ίδιος τι κέρδισε; Ακουμπώντας τα βαριά κοκάλινα γυαλιά του, θα σκεφτόταν, και ούτε ο ίδιος ίσως να μην μπορούσε να απαντήσει… Στρατηλάτης στρατηγός. Θα μπορούσες να τον πεις.
Και, πράγματι, κάτι τέτοιο επιχείρησε στα δεκάξι, μπαίνοντας στη Σχολή Ευελπίδων, άλλωστε, η στρατιωτική καριέρα θα ταίριαζε στην αυστηρή οικογενειακή παράδοση ενός πατέρα δικαστικού. Μα, πολύ γρήγορα, ο στρατός έχασε ένα επιτελικό στέλεχος, αργότερα η νομική επιστήμη ένα σπουδαίο νομικό, και το θέατρο κέρδισε ένα σπουδαίο σκηνοθέτη και το σημαντικότερο αναμορφωτή του αρχαίου δράματος.
Φαίνεται, όμως, πως του ταιριάζει η αυστηρότητα, η λιτότητα, η στρατιωτική ασκητική, και την ίδια εφαρμόζει στη ζωή του αλλά και στη δουλειά του, που άλλωστε ήταν η ζωή του, το θέατρο. Ακούραστος. Πρώτος ερχόταν, τελευταίος έφευγε. Ένα ελατήριο ελβετικού ρολογιού ήταν, συνεχώς σε παλμό, σε ρυθμό, αυτόν για τον οποίον επέμενε διαρκώς.
Ακουμπούσε στο τραπέζι τα γυαλιά με το βαρύ μαύρο σκελετό από ταρταρούγα, έβγαζε από την τσέπη το καρό βαμβακερό μαντιλάκι, σκούπιζε τον ιδρώτα, έπινε δυο γουλιές νερό και δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους και με κάθε ευκαιρία: «Ρυθμό! Ρυθμό!»
Κι αν έριχνες μια ματιά στις τσάντες των ηθοποιών, θα ανακάλυπτες το μαθητή, γιατί μαθητές αισθάνονταν όλοι μπρος στο μεγάλο δάσκαλο. Ακόμα κι εκείνα τα υποκριτικά τέρατα ο Βεάκης, η Παπαδάκη, η Παξινού, ο Μινωτής.
Οι μονόλογοι, τα διαλογικά μέρη, τα χορικά, όλα γραμμένα στο χέρι, με τις παύσεις, τις ανάσες, τις συγκοπές, τους τονισμούς: Μια παρτιτούρα, ακριβής και πλήρης.
Ένας φανατικός του λόγου ήταν, ένας αεικίνητος ερμηνευτής, όρθιος, με τη λεπτή βέργα στα χέρια να δίνει ρυθμό –ποτέ δεν τον θυμούνται να κάθεται στην πρόβα. Αρωγός, συμπαραστάτης, αλλά και αυστηρός, τυπικός: Αργούσες στην πρόβα; Πρόστιμο…
Ένας επιστήμονας που είχε πάρει πολύ στα σοβαρά τη δουλειά του: Ο σκηνοθέτης που συνέδεσε το τελετουργικό του αρχαίου δράματος με το ουσιώδες συναίσθημα και το διθύραμβο, εφαρμόζοντας και τελειοποιώντας το Sprechchor του δασκάλου του, Μαξ Ράινχαρτ. O άνθρωπος που κατάφερε το πιο δύσκολο εγχείρημα, τη ρυθμική μονοφωνία των χορικών, ακροβατώντας μεταξύ τραγουδιού και ομιλίας. Ο σκηνοθέτης που, αν ζούσε σήμερα, θα ζήλευε ακόμα κι ο εικονοκλάστης Γουίλσον.
Ήξερε ο Δάσκαλος… Τους αγαπούσε τους ηθοποιούς, και ηθοποιούς ήθελε, όχι βεντέτες, όχι πόζες και σουσούμια πρωταγωνιστών. Δεν έκανε διακρίσεις, δεν είχε συμπάθειες και Αυλή. Mιας άλλης αντίληψης, θρησκευτικής αφοσίωσης σε ένα σκοπό που ήταν για εκείνον ιερός: Η αναβίωση, όχι η εικονοποίηση, η γραφικοποίηση, του αρχαίου δράματος.
Εκεί, στο αργολικό θέατρο, ήταν η θέση του, εκεί έπρεπε να καθιερώσει τα Επιδαύρεια, και το κατάφερε.
Και ανεβοκατέβαινε η λεπτή βέργα, σκίζοντας ρυθμικά τον αέρα, δίνοντας ρυθμό: «Εδώ κοίτα, εδώ! Τα άλογα δαγκάνανε… Τα άλογα δαγκάνανε…»
Το 1955 ανεβάζει Ιππόλυτο, έργο που αγαπούσε. Απ’ το πρωί οι πρόβες στο σχολείο του Λυγουριού, οι ντόπιοι είχαν πάρει πολύ στα σοβαρά το ρόλο τους. Από την επιτυχία αυτής της παράστασης κρεμόταν η καθιέρωση των Επιδαυρείων και, κατ’ επέκταση, η οικονομική επιβίωση του χωριού.
Όλο το πρωινό, λοιπόν, να μελετάει το σκηνικό, τα κοστούμια, να σχεδιάζει φωτισμούς… Κι από νωρίς το απόγευμα έναν καφέ στο Ξενία, και από εκεί με ένα αγροτικό ψαθί στο κεφάλι, στις τελευταίες σειρές του άνω διαζώματος, να παρακολουθεί τα στάσιμα. «Από ψηλά φωνάζει η παραφωνία, για αυτό κάθομαι εδώ». Σαν το γεωργό που επιθεωρεί το θερισμό απ’ τον κοντινό λόφο.
Πύρωνε ο ήλιος τα μάρμαρα και έβγαζαν τη ζέστη που κράταγαν, μετά τη δύση του. Κι οι κοπέλες του χορού να ξεφυσάνε –και ξανά και ξανά το δεύτερο στάσιμο, που θέλει ακόμα δουλειά– και να τις έχει φάει η ορθοστασία και η σκόνη της βδομάδας, να λαχταράνε να κάνουν ένα μπάνιο, δυο βήματα απ’ την Παλιά Επίδαυρο. Λίγη ανεμελιά, μια βόλτα, λίγη ξενοιασιά των νιάτων, μα πού! Ο δάσκαλος απαγόρευε αυστηρά: «Διαλέξτε, ή ηθοποιοί ή τουρίστες. Άλλωστε, φωνή, ήλιος και θάλασσα είναι ασύμβατες έννοιες». Και πιο πίσω απ’ την πάροδο, στη σκιά του βράχου, να δουλεύει τον αγγελιοφόρο: «Τα άλογα δαγκάνανε με τα σαγόνια τα πυροδουλεμένα χαλινάρια τους…»
Και ανεβοκατέβαινε η λεπτή βέργα, σκίζοντας ρυθμικά τον αέρα, δίνοντας ρυθμό: «Εδώ κοίτα, εδώ! Τα άλογα δαγκάνανε… Τα άλογα δαγκάνανε…» Κι ακολουθούσε ο αγγελιοφόρος, σαν το πουλάρι που κάνει τα πρώτα δειλά βήματα πριν καλπάσει στον κάμπο, και μπροστά του ο δάσκαλος, αυστηρός και γλυκός, οδηγός και συνοδοιπόρος: «Αφήγηση, τώρα μπαίνουμε στην αφήγηση. Πρόσεχε, μην τρέχεις!» και «Πρόβαλε ο ταύρος στα τέσσερα άλογα…»
«Καθυστέρησε το ρυθμό! Ο ταύρος είναι θεόρατος, θεϊκή παρέμβαση, δέος, η προσβολή στην Αφροδίτη θα πληρωθεί τώρα. Αργά, παιδί μου, αργά! Έρχεται το αναπόφευκτο, το αναπόδραστο, έρχεται η κάθαρσις. Αργά και με ρυθμό, παιδί μου, με ρυθμό»…