Έχετε βρεθεί ποτέ στη μέση ενός κινηματογραφικού καβγά με θέμα τον καλύτερο εν ζωή ηθοποιό; Θα έχετε παρατηρήσει ότι σπάνια η τελική μάχη είναι μεταξύ του Kevin Costner και του Sylvester Stallone. Η έννοια του ηθοποιού είναι πλέον άρρηκτα δεμένη με δύο ονόματα: Al Pacino και Robert De Niro.
Είναι δύσκολο να γράψεις μία απλή βιογραφία για την τεράστια προσωπικότητα που ονομάζεται Robert De Niro. Δεν πρόκειται για κάποιον από εκείνους τους άγνωστους ηθοποιούς που έχουν φάει μια ζωή στα θέατρα και κάποια στιγμή εμφανίζονται σε μια ταινία, κάνοντας του πέντε-έξι φανατικούς οπαδούς του να κοιτούν τους υπόλοιπους με μισό μάτι. Ούτε φαινόμενο που διαρκεί μια δεκαετία και μετά εξαφανίζεται σε straight to video ρόλους. Είναι απλά το όνομα που σου έρχεται στο μυαλό όταν μιλάς για «ηθοποιάρες» – όχι για ηθοποιούς, και ένα μέτρο σύγκρισης για όλους τους υπόλοιπους: «Σιγά ρε φίλε, ποιος είσαι, ο De Niro»;
Γεννημένος στις 17 Αυγούστου του 1943 ο De Niro μοιράστηκε το φόντο της Νέας Υόρκης μαζί με άλλα σημαντικά ονόματα του σινεμά. Μια μεγαλούπολη με πολλά πρόσωπα, αρκετά από αυτά σκοτεινά, που επηρέασε τον ίδιο όπως ακριβώς και τον Scorsese. Οι γονείς του ήταν ζωγράφοι και ίσως ο μικρός Bob να είχε αναπτύξει ταλέντο για τις μπογιές αν το ειδυλλιακό περιβάλλον της οικογένειας δεν διαλυόταν λίγο μετά τη γέννησή του: O πατέρας του ανακοίνωσε στην σύζυγό του πως είναι ομοφυλόφιλος και το διαζύγιο δεν άργησε να έρθει.
Τα παιδικά χρόνια του De Niro, όπως ακριβώς και η πόλη στην οποία μεγαλώνει, είναι αφιερωμένα στην κουλτούρα αλλά και τη βία. Τα αγαπημένα του αναγνώσματα είναι τα θεατρικά έργα και στα 10 του ανεβαίνει για πρώτη φορά σε πάλκο, υποδυόμενος το Λιοντάρι στον Μάγο του Οζ που ανέβασε το σχολείο του…εφτά χρόνια μετά, θ αποφασίσει να παρατήσει το σχολείο και να γίνει μέλος μιας συμμορίας – λες και ο Coppola σκηνοθετεί τη ζωή του. Την ίδια περίπου περίοδο, βγαίνοντας από ένα σινεμά μαζί με τους φίλους του, δηλώνει πως αποφάσισε να γίνει ηθοποιός.
Οι υπόλοιποι γελούν, αλλά ο ίδιος το εννοεί. Τι παραπάνω να κάνεις δηλαδή για να αποδείξεις πως μιλάς σοβαρά, από το να γραφτείς στο Actors Studio και να διδαχθείς από την Stella Adler, στις ίδιες αίθουσες που φιλοξένησαν και το άγουρο Marlon Brando; Άλλωστε, ο Brando ήταν ανάμεσα στους αγαπημένους του ηθοποιούς μαζί με τους Clift και Mitchum, σταρ από τους οποίους ζήλευε κυρίως τον τρόπο με τον οποίο η λάμψη που κουβαλούσαν κατάφερνε να ανυψώνει τον οποιονδήποτε ρόλο τους – ακόμα και όταν οι ίδιοι δεν αφιέρωναν πολύ χρόνο στη μελέτη του.
Η καριέρα του De Niro ξεκινάει επισήμως το 1965, ακόμα και αν ο ρόλος του είναι μια blink and you` ll miss it παρουσία στο Trois Chambres a Manhattan του Marcel Carne. Η δεύτερη παρουσία του είναι σαφώς μια βελτίωση, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, αφού εμφανίζεται σε έναν σημαντικό ρόλο στο Greetings του Brian De Palma, με τον οποίο θα συνεργαστεί και πάλι το 1969 στο The Wedding Party.
Έχουμε φτάσει πλέον στην δεκαετία του ’70, μια εποχή ευκαιρίας και πειραματισμού χωρίς φόβο. Ο De Niro από τη μία επιστρέφει στα σίγουρα (και πάλι De Palma στο Hi, Mom!) αλλά χωρίς να παύει να τολμάει- άλλωστε είπε το ναι στο Bloody Mama του Roger Corman! Τα επόμενα τρία χρόνια περνούν με μια αρκετά καλή τριάδα ταινιών (Born to Win, The Gang That Couldn’t Shoot Straight και Bang The Drun Slowly) και τον De Niro, ιδίως στην τελευταία να δείχνει μια σημαντική βελτίωση, κυρίως μέσω της εξαιρετικής χημείας με τον Michael Moriarty.
Την ίδια χρονιά, το 1973 δηλαδή, ο De Niro κάνει και το πιο σημαντικό βήμα στην καριέρα του, δεχόμενος τον ρόλο του John Civelo στο Mean Streets. Η επιλογή είναι σημαντική όχι μόνο γιατί ο Civelo είναι ένας χαρακτήρας πάνω στον οποίο ο De Niro θα στήσει όλη την υπόλοιπη καριέρα του, αλλά και γιατί ο Robert γνωρίζει τον ανερχόμενο Scorsese (που πιστεύει πολύ στο ταλέντο του) και τον Harvey Keitel με τον οποίον θα γίνουν πολύ καλοί φίλοι.
Το Mean Streets φέρνει στον De Niro και το National Society of Film Critics Award, απλή προθέρμανση για τον ίδιο αφού την επόμενη χρονιά αναλαμβάνει τον βαρύ ρόλο του Vito Corleone στο The Godfather : Part II. Ο Coppola θυμόταν τον γεμάτο ενέργεια De Niro του Mean Streets και τον εμπιστεύεται, δίνοντάς του τον νευραλγικό ρόλο που ανήκε στον Marlon Brando. Ο De Niro ξεπληρώνει την εμπιστοσύνη, αφιερώνοντας όλο του το είναι στον ρόλο:
Στην πρώτη του απόπειρα Method acting, ζει για τέσσερις μήνες στην Σικελία, μαθαίνει την δύσκολη τοπική διάλεκτο και επιστρέφει στο σετ όχι ως De Niro που παίζει τον Corleone αλλά σαν Corleone που τυχαίνει να μοιάζει σε έναν ηθοποιό ονόματι Robert De Niro. H ταινία σαρώνει τα Oscar με τον De Niro να κερδίζει αυτό του δεύτερου ρόλου-βραβείο που παρέλαβε για λογαριασμό του ο ίδιος ο Coppola. O De Niro έχει κάνει ένα τεράστιο άλμα, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια-και η άνοδός του δεν τελείωσε.
Το 1976, δύο χρόνια μετά, λάμπει και πάλι στις οθόνες, αυτή τη φορά με το θαμπό, μυστήριο φως του Travis Bickle. Ο De Niro αφοσιώθηκε στο σενάριο αλλά χωρίς να πει όχι στον αυτοσχεδιασμό, δούλεψε εξουθενωτικά δωδεκάωρα οδηγώντας ταξί για έναν ολόκληρο μήνα και μελέτησε περιπτώσεις ψυχολογικών προβλημάτων…όλα αυτά ώστε ο Travis να μην είναι απλά ένα είδος vigilante ταινίας δράσης, αλλά ένα ρεαλιστικό, εκρηκτικό μείγμα ψυχασθένειας και περιστασιακής ευαισθησίας.
Η σκηνή του «Are You Talking to Me?» είναι μάρτυρας της υποκριτικής φιλοσοφίας του De Niro: Χρειάστηκε η προτροπή του Scorsese, οι κινηματογραφικές γνώσεις του De Niro (έχοντας δει το western Shane) και φυσικά το ταλέντο του για αυτοσχεδιασμό για να δημιουργηθεί μια από τις πιο διαρκείς entry στις λίστες με τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές του σινεμά. Εν ολίγοις, άλλος ένα θρίαμβος του De Niro που είναι υποψήφιος για Oscar –χάνοντάς το από τον Peter Finch (για το Network).
Έχοντας βρει τον νέο του αφέντη, ο De Niro θα επιστρέψει κάτω από τις εντολές του Scorsese το 1977 για το New York New York, έχοντας όμως πρωταγωνιστήσει και στα Novecento του Bertolucci και The Last Tycoon του Kazan, σε σενάριο του μεγάλου Harold Pinter. To 1978 συνδέει το όνομά του με άλλον έναν εικονικό ρόλο: Αυτόν του Michael Vronsky στο Deer Hunter. Ο De Niro μπορεί να μην μελέτησε τον ρόλο κυνηγώντας ελάφια αλλά δούλεψε incognito σε εργοστάσιο και, με σχεδόν εγκληματικό θράσος, έκανε όλα του τα stunts –κινδυνεύοντας σοβαρά σε περισσότερες από μια σκηνές.
Η εμπειρία τον εξουθένωσε αλλά ταυτόχρονα, η παρουσία στο σετ μαζί με την Meryl Streep (για τις ικανότητές της θα εκδηλώσει πάμπολλες φορές τον θαυμασμό του) και τον τρελό Christopher Walken ήταν ένα σημαντικότατο σχολείο για τον ίδιο. Προτείνεται και πάλι για Oscar, αυτή τη φορά χάνοντάς το από τον Jon Voight του Coming Home. Mικρό το κακό αφού δύο χρόνια μετά, το 1980, η Ακαδημία αγνοεί τον Scorsese αλλά δεν μπορεί να κάνει το ίδιο με τον De Niro και τον ανταμείβει με το Oscar για τον ρόλο του στο Raging Bull. Η συνεργασία Scorsese – De Niro αποδεικνύεται και πάλι χρυσωρυχείο για τον De Niro αλλά και για το κοινό.
Φυσικά ο De Niro δεν εγκατέλειψε τη Μέθοδο. Προπονήθηκε μέχρι τα όρια της αντοχής του, αγωνίστηκε σε αληθινά ματς πυγμαχίας, πήρε 30 κιλά για τις τελευταίες σκηνές του φιλμ και, πιστός στην τέχνη του αυτοσχεδιασμού, έπαιξε πραγματικό ξύλο με τον Joe Pesci σπάζοντάς του και ένα πλευρό. Είναι ατίθασος και αλλεργικός στον έλεγχο, αλλά αν τα αποτελέσματα είναι αυτά τότε έχει το ελεύθερο να σπάσει όσα οστά των συμπρωταγωνιστών του θέλει.
Η δεκαετία του 80 συνεχίζει να είναι σχεδόν μαγική για τον De Niro. Αρκετές από τις καλύτερες (ή τουλάχιστον, διαφορετικές) ταινίες του εντοπίζονται σε αυτή την περίοδο.Tα The King of Comedy και Once Upon a Time in America έδωσαν και άλλους λόγους στο κινηματογραφικό κοινό για να πέσει στην ειδωλολατρία του De Niro ενώ τα Brazil και Angel Heart απέδειξαν για ακόμα μια φορά την εκλεκτικότητά του. Οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες βέβαια εκτιμήθηκαν χρόνια, αν όχι δεκαετίες, πιο μετά και η αλήθεια είναι πως τότε το πιο επιτυχημένο φιλμ για τον De Niro ήταν το The Untouchables, του 1987.
Δεν ήταν δύσκολο να αποδείξει την κλάση του, ιδίως σε σύγκριση με τον αδιάφορο Eliot Ness ,αλλά το ότι ο De Niro έκανε θαύματα με έναν κατά βάση μονόπλευρο χαρακτήρα σαν τον Capone είναι αρκετή απόδειξη για το ταλέντο του. Ίσως βέβαια το πιο σημαντικό φιλμ του De Niro, όσον αφορά την αλλαγή προφίλ, να είναι το Midnight Run του Martin Brest. Ο Scorsese είναι ιδιοφυής αλλά η ταινία του Brest, απαλλαγμένη από το βάρος ενός τελειομανή σκηνοθέτη, είναι μια κωμωδία για το ευρύ κοινό. Το πείραμα αρέσει τόσο πολύ στον Bob που το 1989 πρωταγωνιστεί με τον Sean Penn στην κωμωδία We`re No Angels.
Το 1990 σημαίνει επιστροφή στις ρίζες για τον De Niro: Ήταν αδύνατο να μείνει έξω από το Goodfellas και φυσικά ο Scorsese τον εμπιστεύεται και πάλι. Ο Civello του Mean Streets ωρίμασε και έγινε ο Jimmy Conway, ίσως όχι ο πιο αξιομνημόνευτος των χαρακτήρων του φιλμ (η τιμή ανήκει στον Pesci) αλλά αυτός που κρατάει τις ισορροπίες μεταξύ της τρέλας του Tommy DeVito και του άγουρου ενθουσιασμού του Henry Hill. O αλχημιστής Scorsese έχει βρει τη φιλοσοφική του λίθο στο πρόσωπο του De Niro και το αποδεικνύει και το 1993, με το remake του Cape Fear.
Για άλλη μια φορά ο Method-ικός De Niro, που μόλις είχε δοκιμάσει τις ικανότητές του στο δράμα Awakenings, γίνεται πρωταγωνιστής μιας εκπληκτικής μεταμόρφωσης. Φτάνει στο σημείο να ζητήσει τη βοήθεια οδοντίατρου για να καταστρέψει την οδοντοστοιχία του! Είμαστε ακόμα στην «καλή» περίοδο του De Niro, που με το A Bronx Tale αποδεικνύεται και εξαιρετικός σκηνοθέτης, μόλις στην πρώτη του απόπειρα. Τα Casino και Heat επιβεβαιώνουν πως πλέον ο Bob είναι κάτι παραπάνω από περιζήτητος ηθοποιός. Έχει γίνει larger than life είδωλο, κάτι που επιβεβαιώνει η αναμονή του κοινού για την θρυλική σκηνή που μοιράζεται με τον Pacino στην ταινία του Michael Mann.
Τα επόμενα πέντε χρόνια θα δούμε τον De Niro σε δέκα ταινίες και είναι φανερό πως τα κριτήρια επιλογής του έχουν αλλάξει αρκετά. Κάποιες φορές προς το χειρότερο (The Fan, Flawless) αλλά τις περισσότερες φορές προς το καλύτερο: Παρά τον υπεράνθρωπο φόρτο εργασίας, ο De Niro συνδυάζει σε τόσο λίγο διάστημα επιτυχίες σε εντελώς διαφορετικά κινηματογραφικά είδη: Δράση (Jackie Brown, Ronin), κωμωδία (Analyze This, Wag the Dog), δράμα (Sleepers, Cop Land, Great Expectations). Φυσικά έχει πάψει από το 1991 να είναι στο κύκλωμα των Oscar αλλά δεν τον πολυενδιαφέρει. Θέλει να δοκιμάσει νέες επιλογές καριέρας-ακόμα και όταν αυτές αποδεικνύονται καταστροφικές για το image του, όπως το The Adventures of Rocky and Bullwinkle. Κάπου εκεί, στο έτος 2000 νομίσαμε πως χάσαμε οριστικά τον Bob.
Είχε (και έχει) κάθε δικαίωμα να κάνει άτυχες επιλογές αλλά μετά το Bullwinkle ήρθε το Men of Honor και το 15 Minutes και τα City By The Sea, Godsend, Showtime, Hide and Seek. Ανάμεσά τους βέβαια δεν αρνούμαστε ότι παρεμβλήθηκαν και επιτυχίες (Meet the parents, Analyze That) αλλά αυτή η εντυπωσιακή ακολουθία από hit and miss μας έκανε να υποπτευθούμε πως ο De Niro εξαργύρωνε το όνομά του με επιταγές που είχαν σκοπό να στηρίξουν το Tribeca Festival, προσωπικό του δημιούργημα.
Φέτος, ίσως θορυβημένος και ο ίδιος από την ποιοτική του πτώση, ο De Niro αποφασίζει να κολυμπήσει στα βαθιά. Με τον διπλό ρόλο σκηνοθέτη /ηθοποιού θα φτάσει στις αίθουσές μας με το The Good Shepherd, ένα κομμάτι βρώμικης ιστορίας της CIA-και όχι fiction αλλά κατευθείαν από την πηγή. Τα συμπεράσματα θα τα βγάλουμε όταν έρθει η ώρα, αλλά φαίνεται πως το φιλμ έδωσε νέα πνοή στον De Niro: Διατηρώντας τους παλιούς, ταχύτατους ρυθμούς του, ο Bob θα πρωταγωνιστήσει μεταξύ άλλων στα Stardust (βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Neil Gaiman), 36 (remake του πολύ καλού γαλλικού θρίλερ 36 Quai des Orfevres) και το Sugarland, τρίτη σκηνοθετική προσπάθεια της Jodie Foster.
Ο Robert De Niro κινείται πλέον με κεκτημένη ταχύτητα, αφού δεν έχει την πολυτέλεια να εγκαταλείψει το σινεμά για στοχαστικές παύσεις όπως ο Daniel Day-Lewis και ο λόγος είναι ένας: Με την βαριά ιστορία που κουβαλάει είναι πλέον ένα μεγάλο μέρος του ίδιου του κινηματογράφου, ένας ηθοποιός που δεν μπορούμε να φανταστούμε ποτέ σε σύνταξη. Γι αυτό Bob, μέχρι την ώρα που θα βρεις το κουράγιο να πεις «φτάνει», we will be talking to (and about) you.