Το 2006 κέρδισε τον σεβασμό με την υποψηφιότητα του στα Όσκαρ για την εκπληκτική ερμηνεία του στο «Half Nelson», ενώ το 2014, στα 34 του δηλαδή, παρουσίασε στις Κάννες την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά («Lost River»). Τι μεσολάβησε τελικά και εκτοξεύτηκε η καριέρα του στο απόγειο; Αρκετοί σπουδαίοι ρόλοι και ένας «θρυλικός» μουσικός δίσκος από ένα «στοιχειωμένο» folk-rock συγκρότημα που κλέβει την παράσταση.
Πως ξεκίνησε η περιπέτειά σας με τη μουσική και τους Dead Man’s Bones;
Hταν μια τρελή παρόρμηση που είχαμε με τον φίλο μου, τον Ζακ Σιλντς. Λατρεύουμε και οι δυο τις ιστορίες φαντασμάτων και σκεφτόμασταν κάποια στιγμή να γράφαμε μουσική για μια θεατρική παράσταση τρόμου. Όταν καταλάβαμε ότι μια τέτοια παράσταση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί λόγω κόστους, εγκαταλείψαμε την ιδέα. Κι αφού μας έμειναν τα τραγούδια, είπαμε να τα χωρέσουμε σε έναν δίσκο. Μια ωραία πρωία του 2009 αποφασίσαμε, λοιπόν, να δοκιμάσουμε τις ικανότητές μας και να ολοκληρώσουμε το άλμπουμ. Για την πραγματοποίησή του, δύο ερασιτέχνες μουσικοί, εμείς δηλαδή, θέσαμε στους εαυτούς μας μια σειρά περιορισμούς: Θα έπρεπε να αναλάβουμε όλα τα όργανα μόνοι μας, ακόμη κι αν μερικά από αυτά χρειαζόταν να μάθουμε να τα παίζουμε εκ του μηδενός. Οποιαδήποτε λάθη κάναμε δεν θα διορθώνονταν αργότερα στις κονσόλες του στούντιο, αλλά θα παρέμεναν αυτούσια στην τελική ηχογράφηση. Τα τραγούδια θα έπρεπε να αναφέρονται αποκλειστικά σε ιστορίες του φανταστικού, με ανατριχιαστικές διηγήσεις για φαντάσματα και τέρατα. Tο άλμπουμ έπρεπε, επιπλέον, να συνοδεύεται και από παιδική χορωδία.
Πως μάθατε να παίζετε πιάνο, γιουκαλίλι και ένα σωρό άλλα μουσικά όργανα που δεν είχε τύχει να πιάσετε ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή στα χέρια σας;
Από το YouTube! Χωρίς πλάκα. Τα μαθήματα που χρειάστηκα τα πήρα από εκεί!
Ο δίσκος των Dead Man’s Bones δεν ήταν, παρ’ όλα αυτά, η πρώτη φορά που είχατε δοκιμάσει να τραγουδήσετε ενώπιον κοινού…
Όχι γιατί, μικροί ακόμη, η αδερφή μου κι εγώ τραγουδούσαμε κατά κάποιον τρόπο σε γάμους, οπότε μπορείς να πεις ότι αυτή ήταν η πρώτη επαφή μου με κοινό. Μετά, ασφαλώς, προέκυψε η συμμετοχή μου στην τηλεοπτική εκπομπή Mickey Mouse Club. Ημουν ένα από τα παιδάκια που τραγουδούσαν, χόρευαν και συμμετείχαν στα δρώμενα του σόου, μαζί με τον Τζάστιν Τίμπερλεϊκ, την Μπρίτνεϊ Σπίαρς, την Αγκιλέρα.
Ήσασταν συνεσταλμένος ως παιδί;
Πάρα πολύ. Με έναν μυστηριώδη τρόπο, όμως, μεταμορφωνόμουν μπροστά στην κάμερα. Γινόμουν εξωστρεφής και ξένοιαστος, δυο χαρακτηριστικά που δεν ανήκαν στον κανονικό εαυτό μου.
Το γεγονός ότι πήρατε την πρώτη γεύση από τον κόσμο του θεάματος σε πολύ μικρή ηλικία θεωρείτε ότι λειτούργησε ευεργετικά επάνω σας;
Στάθηκα τυχερός γιατί μεγάλωνα ουσιαστικά μέσα σε ένα φαντασμαγορικό περιβάλλον που έμοιαζε με ατέλειωτο παιδότοπο και το οποίο αποτελούσε όνειρο για κάθε πιτσιρικά. Το γεγονός ότι τα πάντα ξεκίνησαν για μένα τόσο νωρίς με βοήθησε, εντούτοις, σε κάτι άλλο: Με έμαθε να μη φοβάμαι την έκθεση και την αποτυχία, δύο στοιχεία που ενδεχομένως να μην είχα διαχειριστεί με τόση ψυχραιμία και καλή διάθεση αν τα βίωνα μεγαλύτερος.
Γιατί χρειάστηκε, παρ’ όλα αυτά, να περάσει καιρός μέχρι να αποκτήσετε τον πρώτο σημαντικό κινηματογραφικό σας ρόλο;
Προφανώς πολλοί είχαν στο μυαλό τους ότι το παιδί του Mickey Mouse Club δεν ήταν ικανό για κάτι περισσότερο. Ευτυχώς, όμως, που βρέθηκε στον δρόμο μου ο σκηνοθέτης Χένρι Μπιν, μου ανάθεσε το 2001 τον ρόλο ενός νεαρού νεοναζί στο «The Believer» και μου έδωσε έτσι την ευκαιρία να δείξω τι αξίζω.
Με τη σκηνοθεσία πως αποφασίσατε να καταπιαστείτε;
Παρατηρούσα τον Τζορτζ Κλούνεϊ, όταν γυρίζαμε μαζί το «Αι Ειδοί του Μαρτίου» και με ενέπνευσε γιατί έκανε την όλη διαδικασία να μοιάζει εύκολη. Εγραφε, έκανε παραγωγή, σκηνοθετούσε, έπαιζε στην ταινία και παρ’ όλα αυτά δεν έχανε ποτέ τον έλεγχο ούτε το κέφι του.
Μετά και την πρώτη σας ταινία, μπορείτε να πείτε ποιο είναι το μυστικό ενός καλού σκηνοθέτη;
Μάλλον το να υποκρίνεσαι διαρκώς ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Πρέπει να συμπεριφέρεσαι σαν να πηγαίνουν όλα μια χαρά!