ΑρχικήΤι είναιΤι είναι cyberpunk (κυβερνοπάνκ). Πληροφορίες και ιστορία

Τι είναι cyberpunk (κυβερνοπάνκ). Πληροφορίες και ιστορία

Τον όρο: “κυβερνοπάνκ” (cyberpunk), λίγο πολύ θα τον έχετε ακούσει. Όπως και εκφράσεις του στυλ: “κυβερνοφρικιά” και άλλα τέτοια. Ο όρος αυτός, διανύοντας το πρώτο μισό της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, μοιάζει να γίνεται επίκαιρος και είναι βέβαιο πως το προσεχές διάστημα θα διαβάσουμε και θα ακούσουμε περισσότερα γι’ αυτό.

Τι είναι όμως όλο αυτό, από πού ξεκίνησε, τι ακριβώς πρεσβεύει, είναι όλα όσα λέει, μήπως είναι φασιστικό να τσουβαλιάζουμε τα πάντα;

Εκτός του τελευταίου που πράγματι έτσι είναι, στα υπόλοιπα μπορεί ο καθένας να σχηματίσει την άποψή του με τα όσα ακολουθούν, καθώς οι απαντήσεις που μπορεί να βρει ο καθένας έχουν να κάνουν και με την προσωπική αντίληψη για τον κόσμο. Κατ’ αρχάς, ένας όρος που επικρατεί είναι αυτός της επιστημονικής φαντασίας και πιο συγκεκριμένα, ένα λογοτεχνικό ρεύμα επιστημονικής φαντασίας το οποίο εμφανίστηκε στα γραπτά ενός κύκλου Αμερικανών συγγραφέων κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και επικράτησε στον χώρο ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Χαρακτηρίζεται από αναφορές στον υπόκοσμο της υψηλής τεχνολογίας του άμεσου μέλλοντος, επικεντρωμένης σε προϊόντα πληροφορικής, τηλεπικοινωνιών και γενετικής μηχανικής, σε ένα συνήθως δυστοπικό (έναν κόσμο απόλυτης δυστυχίας, ένα αρνητικά θεωρούμενο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα), μεταβιομηχανικό κοινωνικό σκηνικό.

Εκτυλίσσεται στη Γη του κοντινού μέλλοντος, σε έναν κόσμο υπερκαπιταλιστικό με χαρακτηριστικά απόλυτης παγκοσμιοποίησης, όπου οι έννοιες όπως έθνος και εθνική ταυτότητα αποτελούν μόνο λήμματα στο λεξικό. Μιλάμε για μια εποχή που το ταξικό χάσμα και η καταστροφή του περιβάλλοντος έχουν φτάσει στον ανώτερο βαθμό. Ένας από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους αυτού του ρεύματος, είναι ο William Gibson και χαρακτηριστικό δείγμα γραφής το βιβλίο του «Νευρομάντης», που γράφτηκε το 1984 και αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα της χαλαρής τριλογίας Sprawl Τrilogy (τα άλλα δύο είναι ο «Κόμης Μηδέν» το 1986 και «Στον Αστερισμό της Μόνα Λίζα» το 1988). Το σκηνικό στον κόσμο του Νευρομάντη είναι το γνωστό: ζοφερός τόπος και ένα σκοτεινό τεχνολογικό σύμπαν.

Δεν υπάρχουν κράτη, κυριαρχεί ο υπόκοσμος και οι σκοτεινές ιστορίες δολοφονιών. Η ιστορία διαδραματίζεται σε πολλά σημεία του πλανήτη και στον φανταστικό διαστημικό σταθμό Freeside που ανήκει σε μια πολύ ισχυρή οικογένεια. Οι ήρωες του Gibson είναι cyborgs, δηλαδή αυτοματοποιημένοι οργανισμοί με έναν συνδυασμό φυσικών και συνθετικών μερών και διευρυμένες δυνατότητες. Το κυβερνοπάνκ είναι ένα αναγνωστικά δύσκολο είδος στην λογοτεχνία, καθώς ο αναγνώστης είναι ελάχιστα εξοικειωμένος με την ορολογία του. Περιγράφει έναν δυσνόητο κόσμο που ανήκει στο μέλλον και αντιπροσωπεύει την απόλυτη παγκοσμιοποίηση, διαφθορά και καταστροφή. Αναπτύσσεται στα συντρίμμια του γνωστού κόσμου και αποτελεί μια ανώτερη έκφραση του ύστερου καπιταλισμού.

Σχεδόν οι πάντες παραδέχονται ότι, εξαιτίας της άλογης δημογραφικής και τεχνολογικής ανάπτυξης των ανθρώπινων κοινωνιών τους τελευταίους δύο αιώνες, ο πλανήτης μας κινδυνεύει να καταστεί αφιλόξενος για το ανθρώπινο είδος, τουλάχιστον με τη σημερινή βιολογική του μορφή.

Ίσως γι’ αυτό κάποιοι αφελείς μελλοντολόγοι, αλλά και αρκετοί υπεραισιόδοξοι επιστήμονες, έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους για την επιβίωση του είδους μας στη μετεξέλιξή μας σε… Cyborg. Τη μόνη εύλογη, όπως διατείνονται, «προοπτική» επιβίωσης σ’ έναν οικολογικά αφιλόξενο και κοινωνικά κατεστραμμένο πλανήτη. Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, διαφορετικές τεχνοεπιστήμες συνεργάζονται στενά όχι μόνο για την κατασκευή νοημόνων μηχανών (τεχνητή νοημοσύνη) αλλά και για τη δημιουργία χιμαιρικών βιοκυβερνητικών πλασμάτων, των περιώνυμων Cyborgs.

Αυτή η τεχνολογική «λύση» ενισχύεται από τις εντυπωσιακές εξελίξεις που σημειώθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες στη βιοπληροφορική, στη βιοκυβερνητική και κυρίως στη νευροτεχνολογία. Ο λόγος για το πανάρχαιο όνειρο της ενσωμάτωσης τεχνητών μελών στο ανθρώπινο σώμα καθώς και της εμφύτευσης σε αυτό διάφορων μικρο- και νανο-μηχανών.

Το όνειρο δηλαδή της δημιουργίας Cyborgs: υβριδίων ανθρώπου-μηχανής, που θα μπορούν όχι μόνο να αναπληρώνουν αλλά και να διευρύνουν τις φυσιολογικές σωματικές μας ικανότητες. Όμως, ο δρόμος που οδηγεί στη μετεξέλιξη του Homo Sapiens σε Homo Cyborg, των «περιορισμένων» ανθρώπων του χθες στα «ελεύθερα» βιοκυβερνητικά πλάσματα του αύριο, δεν είναι στρωμένος με τεχνολογικά ροδοπέταλα, ούτε άμοιρος προβλημάτων και κοινωνικών επιπλοκών. Αν και ο όρος επικράτησε λόγω αυτού του είδους της λογοτεχνίας, εν’ τούτοις προέρχεται από ακόμα πιο παλιά, όταν το 1948, ο ιδιοφυής μαθηματικός Νόρμπερτ Βίνερ (Ν. Wiener) δημοσίευσε το περίφημο βιβλίο του «Κυβερνητική».

Στις σελίδες αυτού του θεμελιώδους επιστημονικού συγγράμματος (κυκλοφορεί στα ελληνικά) εκθέτει και κυρίως θεμελιώνει μαθηματικά τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της Cybernetics. Μιας καινοφανούς, εκείνη την εποχή, πολυ-επιστήμης η οποία, προγραμματικά, είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στον «έλεγχο και στην επικοινωνία στα ζώα και στις μηχανές», όπως δηλώνεται απερίφραστα και στον υπότιτλο του βιβλίου. Όμως, μιλώντας για cyberpunlk, hacking, cracking και όλα αυτά, προφανώς δε μένουμε στην λογοτεχνία μα περνάμε σε άλλους τομείς υπαρκτούς και καθημερινούς.

Η όλη ιδεολογία του είναι επίσης παλιά και ξεκινάει από την δεκαετία του 1950-1960. Γενικότερα, αυτό το κίνημα του hacking συνδέθηκε με μια κουλτούρα και έναν ελευθεριακό τρόπο σκέψης καθώς η hacking κουλτούρα, θεωρεί ως αυτονόητο πως η πρόσβαση στη γνώση θα έπρεπε να είναι ελεύθερη, αποκεντρωμένη, αντί-γραφειοκρατική και αντί-αυταρχική και ενεργεί με κάθε τρόπο (άνομο και παράνομο) γι’ αυτό ώστε να ξεπεραστούν οι αυταρχικές και γραφειοκρατικές δομές που περιβάλλουν όλα αυτά.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 είχε γίνει φανερό πως ο κυβερνοχώρος είχε ήδη πολλές συνοριακές ζώνες, όπου ο κάθε είδους πειρατής και ψευτο-καλλιτέχνης μπορούσε να εξασκήσει το ταλέντο του. Αυτά τα άτομα δεν είχαν σε τίποτα να κάνουν με τους χαρούμενους και ευτυχισμένους ταξιδιώτες των Υπέρ-αυτοκινητοδρόμων της πληροφορίας.

Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς δεν κρύβονταν καθόλου. Ήθελαν να ασκήσουν πιέσεις στο σύστημα, να ρίξουν έναν κόκκο άμμου στον δαιδαλώδη μηχανισμό σύνδεσης των εταιριών τηλεπικοινωνίας. Υπήρχαν βέβαια ήδη οι προκάτοχοί τους: οι «hackers» του ΜΙΤ, πεπεισμένοι πως δεν υπάρχει κλειδωμένη πόρτα ή λέξη κλειδί που να αποτελεί εμπόδιο, οι «phreaks» της δεκαετίας του 1970 που έκαναν τηλεδιασκέψεις με είκοσι άτομα χάρις στο «blueboxing», καθώς και οι «πειρατές» που πίστευαν πως καμία προστασία λογισμικού δεν έπρεπε να ξεφύγει σπασίματος.

Όλοι αυτοί αποτελούσαν τα παιδιά με τα προβλήματα της «Επιχείρησης Sundevil». Διάβαζαν ένα ιδιαίτερο είδος επιστημονικής φαντασίας που πρότασσε ένα δυστοπικό και τεχνο-ουτοπικό μέλλον. Το όνομα αυτού του είδους ήταν κυβερνοπάνκ. Όλο αυτό όμως, το κίνημα και η φιλοσοφία την οποία είχε, μοιάζει να άλλαξε ριζικά από την δεκαετία του 90 και έπειτα, καθώς πλέον η νέα γενιά των hackers βρίσκονταν σε προσωπικούς υπολογιστές όπου δρουν ανεξέλεγκτα και ανάλογα τον χαρακτήρα τους, σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, όπου το κίνημα ήταν περισσότερο συντροφικό. Ίσως η τελευταία γενιά αυτού του είδους των hackers να είναι ο Stallman και οι συνομήλικοί του (περισσότερα γι’ αυτό, στο άρθρο: Ελεύθερο Λογισμικό Μαρξισμός και Αναρχία: Ο Πηγαίος Κώδικας).

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και οι κοινωνικοί αγώνες και πόλεμοι (πχ του Βιετνάμ) έχουν μείνει κάπως πίσω και οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μια κατάσταση όπου το καπιταλιστικό μοντέλο αρχίζει να κτηνοποιείται και να βρίσκεται υπό το πέπλο του συντηρητισμού, αλλάζοντας και σε πολλά σημεία τον καθημερινό τρόπο ζωής (θυμάστε την έκφραση: (cocooning; ) το Time Magazine, μιλάει για μια αντικουλτούρα και κατονομάζει το κυβερνοπάνκ. Επρόκειτο για τη νέα προ των πυλών εξέγερση της νεολαίας. Τελικά όμως, αποδείχθηκε περισσότερο μια εξέγερση γενεών που έμεινε στον αέρα, παρά μια εξέγερση που κατέβηκε στο δρόμο.

Γρήγορα έγινε αντιληπτό πως αυτή η νέα αντικουλτούρα δεν ήταν ακριβώς όπως η παλιά. Προτιμούσαν τα raves καθώς και την ψηφιακή υπερ-επιταχυμένη και ρεμιξαρισμένη μουσική στη θέση των απλών ακουστικών φολκ μελωδιών. Το ναρκωτικό προτίμησής τους ήταν το Ecstasy και όχι το μαύρο. Δεν επρόκειτο για τα New Age παιδιά των λουλουδιών που επιθυμούσαν «peace and love», αλλά αντίθετα για hip-hoppers New Edge προς αναζήτηση του «tech and cred». Στη θέση ενός ρομαντισμού του είδους «επιστροφή στη φύση» αυτά τα άτομα προτιμούσαν μάλλον την αταξία της πόλης, ενώ δεν θεωρούσαν την τεχνολογία εχθρό τους, αλλά το όπλο δικής τους επιλογής. Οι ήρωές τους δεν ήταν οι χίπις του People’s Park, αλλά αντίθετα οι πρωτοπόροι του πειρατικού ραδιοφώνου.

Δεν είναι λοιπόν παράξενο που οι παλιές προσωπικότητες της αντικουλτούρας όπως ο Timothy Leary, ο John Perry Barlow και ο Robert Anton Wilson γρήγορα προσχώρησαν στις τάξεις τους δηλώνοντας πως το κυβερνοπάνκ θα ήταν το επόμενο κύμα αγώνα ενάντια στο σύστημα και σε ό,τι αυτό εκπροσωπούσε. Επιφανειακές ομοιότητες με τα κινήματα αντικουλτούρας ασφαλώς και υπάρχουν.

Οι κυβερνοπάνκς έχουν έναν παράξενο ενθουσιασμό για νευροχημικής προέλευσης προϊόντα, ειδικά για εκείνα που ισχυρίζονται πως αυξάνουν την ενέργεια, την ευφυΐα και τη μνήμη, αν και αρνούνται την άποψη πως τα ναρκωτικά μπορούν να οδηγήσουν σε κάποιου είδους μυστικιστική αρμονία και ειρήνη. Οι κυβερνοπάνκς βρίσκονται στο περιθώριο του πολιτικού ακτιβισμού, της πολιτικής ανυπακοής και των διαδηλώσεων διαμαρτυρίας.

Έτσι, προτιμούν περισσότερο ένα πιο σημαντικό είδος αγώνα: εκείνο του κλεφτοπολέμου που χρησιμοποιεί τις τηλεφωνικές γραμμές στη θέση των πικετοφοριών και των απεργιών. Δεν ωφελεί σε τίποτα να ζητήσεις αυτό που θες από τους ανθρώπους ό,τι κι αν είναι αυτοί. Αρκεί μόνο να αρπάξεις το πληκτρολόγιό σου και να πάρεις εκείνο που θες από αυτούς γιατί δεν πρόκειται να σου το δώσουν.

Είναι παραμονές της νέας χιλιετίας, μέσα του 1998, όταν η γαλλική επιθεώρηση Alice το φθινόπωρο του 1998 σε αφιέρωμα για τα “δίκτυα και την επικοινωνία”, δημοσίευσε ένα κείμενο ενός αμερικάνου hacker που υπέγραφε με το ψευδώνυμο: seeker1.

info: Η επιθεώρηση Alice δημιουργήθηκε το 1998 από μια ομάδα παλιών αγωνιστών της ιταλικής αυτονομίας γύρω από τον Νέγκρι και το περιοδικό “Futur Anterieure” στο Παρίσι και εξέδωσε 3 τεύχη (1998-2000). Με θεματικές γύρω από τα δίκτυα, το μεταφορντισμό, την επικοινωνία, την υποκειμενικότητα, τα κινήματα κ.ά., η επιθεώρηση Alice θα σηματοδοτήσει το πέρασμα από το “Futur Anterieure” στο περιοδικό “Multitudes”.

Το κείμενο αυτό, είχε τίτλο:

Κυβερνοπάνκ, η αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’90;

Το κείμενο είναι τεράστιο, ωστόσο τα κεφάλαια του άρθρου, δίνουν μια σαφή εικόνα:

Hackers η παλιά αντικουλτούρα

Αναφέρει αυτά που λίγο-πολύ είπαμε πιο πάνω.

Να αψηφάς τους κανόνες της αναδυόμενης τάξης της πληροφορίας.

Για να είναι το κυβερνοπάνκ αντικουλτούρα, χρειάζεται μια κουλτούρα ενάντια στην οποία να αντιτίθεται. Και αυτό σίγουρα δεν έλειπε. Υπήρχε η κουλτούρα των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες θεωρούσαν την πληροφορία λεία προς φύλαξη. Υπήρχε ακόμα η κουλτούρα της νέας οικονομίας της πληροφορίας και των υπηρεσιών, η οποία πρότεινε στους εξεγερμένους μας, που δεν κατείχαν άλλωστε και τα μεγάλα μέσα, θέσεις προγραμματιστών στη McJobs και τη McData. Υπήρχε επίσης και η κουλτούρα του πληροφορικού establishment που έθετε ένα σωρό ηλίθιους κανόνες σχετικά με το πού επιτρέπονταν και πού δεν επιτρέπονταν να πάει κανείς στον κυβερνοχώρο. Μπορεί το σλόγκαν της παλιάς αντικουλτούρας να ήταν: Κάντε έρωτα και όχι πόλεμο

Χαριτωμένο ομολογουμένως, το σλόγκαν όμως της νέας αντικουλτούρας ήταν λιγότερο ρομαντικό και πιο συγκεκριμένο: Η πληροφορία πρέπει να είναι ελεύθερη.

Πως να κατέχεις την εξουσία στην εποχή της κυβερνητικής.

Στο βαθμό που οι υπολογιστές ελέγχουν όλο και περισσότερες πλευρές της κοινωνίας, είναι φανερό πως όσοι μπορούν να ελέγξουν τους υπολογιστές κατέχουν και περισσότερη εξουσία. Οι υπολογιστές καθοδηγούν το σύστημα μεταφορών, διαχειρίζονται τις υποθέσεις μας, μας επιτρέπουν να επικοινωνούμε μεταξύ μας, αυτοματοποιούν πολλές πλευρές της ζωής μας και διατηρούν ένα μεγάλο όγκο πληροφοριών γύρω από ένα σωρό θέματα σχετικά με εμάς. Επειδή ακριβώς διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις του Κράτους και των επιχειρήσεων, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και βρίσκονται στο στόχαστρο της οργής των δυσαρεστημένων.

Δεν αγαπάς το αφεντικό σου; Στρέψε όλες τις τηλεφωνικές του κλίσεις προς το εξωτερικό ή προς μια ερωτική τηλεφωνική γραμμή. Δεν σου αρέσει ο καθηγητής σου; Εισέβαλε στον υπολογιστή του σχολείου σου και «βάλε» μόνος σου το βαθμό που σου αναλογεί.

Οι προγραμματιστές ιών/βομβών, λογισμικών/Trojans θεωρούν τον εαυτό τους ως πρωτοπόρους του κινήματος. Αποτελούν τους Wether Undergroundv του κυβερνοπάνκ. Οι υπολογιστές ελέγχουν υπερβολικά πολλές πλευρές της ζωής μας. Είναι άχρηστο να υπάρχουν στο σύστημα εδώ και εκεί hackers, θα πρέπει να εξαλειφθούν όλοι. Το να μολύνεις με ιό έναν υπολογιστή δεν είναι απλά και μόνο διασκέδαση. Είναι πολιτική τρομοκρατία. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου κάποιος ήταν σε θέση να μολύνει με ιό το στρατιωτικό σύστημα C3I και να παραλύσει την ικανότητα συντονισμού των αμερικανικών δυνάμεων. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να είχε σταματήσει τον πόλεμο πιο γρήγορα από οποιαδήποτε ειρηνικό sit-in. Στην εποχή της κυβερνητικής, η άμεση δράση αποκτά μια καινούργια σημασία.

Η «κοινωνική οργάνωση» του underground της πληροφορικής

Πριν πολλά χρόνια ο Gordon Meyer έγραψε ένα άρθρο με αυτόν τον τίτλο. Στην ουσία είχε επιλέξει να δει το underground της πληροφορικής ως μια ελεύθερη συνομοσπονδία εγκληματικών οργανώσεων. Οι γενικοί των μυστικών υπηρεσιών βλέπουν με αυτόν τον τρόπο τα πράγματα, παρόλο που οι οπαδοί του κυβερνοπάνκ διατείνονται πως οι πράξεις τους έχουν μεγάλη κοινωνική και πολιτική σημασία. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται τα μανιφέστα τους. Σε κάθε κατηγορία, αν το κυβερνοπάνκ αποτελούσε στα αλήθεια ένα κίνημα αντικουλτούρας θα περιμέναμε να βρούμε μια κάποιας μορφής αλληλεγγύη ή συνεργασία.

Από αυτήν την άποψη το κυβερνοπάνκ έχει φανερά αποτύχει γιατί από ό,τι φαίνεται δεν υπάρχει απολύτως κανένας κοινός «σκοπός» για το κίνημα. Αντίθετα, εκείνο που υπάρχει είναι κάποια άτομα που ασκούν εδώ κι εκεί το hacking, αλλά χωρίς κάποια συνεργασία, ούτε κοινούς στόχους ή δομές. Οι κοινωνιολόγοι δεν ξέρουν τι είναι στην πραγματικότητα αυτός ο πληθυσμός του underground της πληροφορικής.

Οι περισσότεροι πιστεύουν πως ο μέσος κυβερνοπάνκ είναι αρσενικός, λευκός, αμερικάνος των μεσαίων τάξεων, έφηβος, κοινωνικά απροσάρμοστος και με αμφίβολη υγιεινή. Αυτός μπορεί να είναι ο δημογραφικός μέσος όρος, αλλά ποτέ κανείς δεν έκανε έρευνα για να κατανοήσει τους κυβερνοπάνκς. Στην πραγματικότητα, εκτός των ΗΠΑ, η πολιτική διάσταση του κυβερνοπάνκ τυγχάνει μεγαλύτερης προσοχής γιατί τα κίνητρα της πληροφορικής ληστείας απαντούν σε πραγματικές ανάγκες και όχι στη βαρεμάρα των κατοίκων των προαστίων ή της εφηβικής εξέγερσης.

Κυβερνοπολιτική: Υπάρχει στην πραγματικότητα;

Ενώ λίγοι κυβερνοπάνκς είναι πολιτικά ενεργοί, με την κλασική έννοια του όρου (πολλοί δεν ψηφίζουν), στις συζητήσεις μεταξύ τους υπάρχει ένα έμμεσο πολιτικό περιεχόμενο. Το βασικό σύστημα αξιών των περισσότερων κυβερνοπάνκς είναι η ελευθεριακότητα (libertarism). Η κυβέρνηση δεν έχει απολύτως κανένα δικαίωμα να σας πει τι μπορείτε να κάνετε ή να μην κάνετε με το μόντεμ σας ή και τι πληροφορίες θα συλλέγετε ή θα στέλνετε ή τι θα βάλετε στο σώμα σας ή ακόμα και τι θα κάνετε τα χρήματά σας.

Για τους περισσότερους, η εχεμύθεια (privacy) είναι σημαντικό ζήτημα –έχουν βαρεθεί το να διαβάζει η κυβέρνηση την αλληλογραφία τους ή το να κρατά δεδομένα που τους αφορούν (εξάλλου ποιος επιτηρεί τον επιτηρητή;) και γι’ αυτό χρησιμοποιούν μεθόδους κρυπτογράφησης για να προστατέψουν τις συνδιαλέξεις και τις συναλλαγές τους.

Η κυβερνοπολιτική είναι στην ουσία επηρεασμένη από τα συμβαίνοντα στην κουλτούρα γενικά. Θεωρία του χάους, μεταμοντερνισμός, ντανταϊσμός και σιτουασιονισμός (η χρησιμοποίηση, ιδιαίτερα από τον τελευταίο, της επεξεργασμένης φάρσας και της πολιτιστικής αντιστροφής για να θάψει το «θέαμα») επηρεάζουν τον πεσιμισμό των πολιτικών του κυβερνοπάνκ. Το κυβερνοπάνκ στηρίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος στα απορρίμματα της κοινωνίας: αποκόμματα από εγχειρίδια τηλεφωνικών συστημάτων, ηλεκτρονικές υποδομές και εκτυπωτές στο καναβάτσο, ληγμένες λέξεις κλειδιά.

Στάχτη στα μάτια και εξαπάτηση: σκέψεις πάνω στο «κυβερνοέγκλημα»

Αν μπείτε στο σπίτι κάποιου χωρίς να του αποσπάσετε κανένα είδος αξίας και κλείσετε την πόρτα φεύγοντας θα έχετε διαπράξει αδίκημα; Τι θα γινόταν αν αλλάζατε τα πόστερς του τοίχου, ανοίγατε και κλείνατε όλα τα συρτάρια και αντιγράφατε ό,τι σημειώσεις υπήρχαν στο καρνέ χωρίς όμως να αποσπάσετε τίποτα αξίας; Και στην περίπτωση αυτή διαπράξατε αδίκημα; Τι θα γινόταν αν αντιγράφατε ό,τι υπήρχε στο προσωπικό ημερολόγιο του ιδιοκτήτη ή ακόμα αν χρησιμοποιούσατε το στερεοφωνικό του συγκρότημα ή αν σπάγατε τα ποτήρια;

Εδώ τα πράγματα γίνονται πιο ευαίσθητα. Ό,τι συμβαίνει δηλαδή κάνοντας hacking σε έναν υπολογιστή. Πολλοί από αυτούς τους «εισβολείς» διαπράττουν κακόβουλες ενέργειες –σβήνουν δεδομένα, βάζουν Trojan horses, βόμβες λογισμικού ή ιούς, διαβάζουν την ηλεκτρονική αλληλογραφία ή ακόμα και εκβιάζουν άλλους χρήστες. Και έπειτα υπάρχουν και όλοι αυτοί που εισβάλλουν σε συστήματα πληροφορικής με τα ίδια κίνητρα που έχουν όσοι κάνουν αναρρίχηση στο Έβερεστ.

Μόνο και μόνο δηλαδή, επειδή βρίσκεται εκεί. Τίποτα από όλα αυτά δε συγκρίνεται όμως με το γεγονός πως οι εταιρείες τηλεπικοινωνίας και καλωδιακών υπηρεσιών στίβουν τον πελάτη σαν λεμόνι. Ενώ λοιπόν μπορεί, το να κάνει κανείς «πειρατικές» κόπιες λογισμικού, να αποτελεί αδίκημα, παρόλα αυτά αυτού του είδους η κλοπή είναι η πιο διαδεδομένη στον κόσμο, στο βαθμό που πολύ λίγοι σέβονται τις συγκεκριμένες και σαφείς οδηγίες της άδειας χρήσης λογισμικού, οι οποίες απαγορεύουν την αντιγραφή. Οι άδειες αυτές μπορεί να σου επιτρέπουν την πρόσβαση στην χρήση του προγράμματος (διαβάστε τη σημείωση), αλλά όχι και την πρόσβαση στον ίδιο τον κώδικα του ίδιου του προγράμματος.

Και τι γίνεται με τους παλιούς «hackers» και τους παλιούς «πάνκ»;

Ο Steven Levy καθώς και άλλοι που γνώριζαν τους πρώτους hackers του ΜΙΤ εξοργίζονται. Εκείνο που τους εκνευρίζει είναι πως οι «χούλιγκανς» της δεκαετίας του ’90 σφετερίστηκαν το όνομα των «hackers». Προτιμούν έτσι να τους αποκαλούν «crackers» γιατί δεν σέβονται την «ευγενή ηθική των hackers». Οι hackers του ΜΙΤ θέλουν να καταστήσουν την τεχνολογία προσβάσιμη σε όλους, να αποκεντρώσουν τις πληροφορίες, να δημιουργήσουν πηγές κώδικα περισσότερο κατανοητές, παρά εκλεκτικές.

Κάθε είδους αντικείμενο το οποίο περιλαμβάνει ένα μίνιμουμ τεχνολογικών στοιχείων και το οποίο χρησιμοποιήθηκε για άλλη χρήση από την προβλεπόμενη (πιθανά λόγω παρανόησης) αποτελούσε «hack». Οι αυθεντικοί πανκς διαμαρτυρήθηκαν εναντίον της ετικέτας του κυβερνοπάνκ. Τι είναι λοιπόν αυτή η ιστορία με την τεχνική και τα τεχνικά προσόντα; Για την πανκ μουσική όλα στηρίζονταν σ’ αυτό: τι σημασία έχει που στην πραγματικότητα δεν ξέρεις να παίξεις μουσική; Ανέβα στη σκηνή και κάνε λίγο θόρυβο!

Οι πανκς της δεκαετίας του ’70 βλέπουν με μια κάποια ειρωνεία αυτούς τους «computer nerds» που χρησιμοποιούν την ονομασία πανκ με την ίδια ευκολία που φοράει κανείς άνετα «καθημερινά» ρούχα αγορασμένα από το mall και νομίζει ότι του δίνουν ένα είδος πλεονέκτημα. Για πολλούς από αυτούς τους αυθεντικούς πανκς, το κυβερνοπάνκ μπορεί να είναι πάρα πολλά πράγματα, αλλά πρόκειται για πράγματα χωρίς καμιά ουσία. Σε κάθε περίπτωση, είναι εμφανές πως οι όροι «κυβερνοπάνκ» και «hacker» καθώς και, υπό ορισμένες όψεις, αυτός της «πληροφορικής υποκουλτούρας» είναι όροι αμφισβητούμενοι.

Κυβερνοπάνκ: νέοι προλετάριοι της πληροφορικής εποχής ή κάτι πιο σημαντικό;

Υπό ορισμένες λοιπόν όψεις, το κυβερνοπάνκ είναι μια καινούργια υποκουλτούρα και υπό άλλες όχι. Όπως και για κάθε κίνημα έτσι και για αυτό η ερώτηση είναι η ίδια: Θα ξεπουληθούν; Είναι αφομοιωμένοι; Ο καπιταλισμός, όπως πάντα, κατάφερε να βρει διάφορα μέσα ούτως ώστε να επωφεληθεί από τις κάθε είδους ανατρεπτικές τάσεις. Όπως με τα κυβερνοπάνκ μυθιστορήματα, με τα ρούχα, με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, με τα gadgets κλπ.

Το γεγονός ότι πολλοί πρώην χάκερς δουλεύουν τώρα για επιχειρήσεις ασφάλειας πληροφορικής αποδεικνύει (όχι χωρίς έκπληξη) ότι, όπως και οι χίπις της δεκαετίας του ’60, αυτά τα άτομα είναι έτοιμα να τα ξεπουλήσουν όλα για μια δουλειά χωρίς έννοιες και για ανελιχθούν στην ιεραρχία. Από το να τεθούν «εκτός» κοινωνίας ή να τρέφονται απλά και μόνο παρασιτικά από τα μονοπώλια της πληροφορικής, οι κυβερνοπάνκς έχουν μια δυναμική αλλαγής της κοινωνίας. Προκειμένου να το κάνουν όμως αυτό οφείλουν πρώτα να μάθουν μερικά από τα πιο ανιαρά μαθήματα της ιστορίας του Κινήματος.

Ξέρετε πια είναι αυτά… Πρέπει να τα μελετήσουν, να σκεφτούν παγκόσμια και να δράσουν τοπικά και το πιο σημαντικό: να μην θρηνήσουν, αλλά να οργανωθούν. Αρκεί να σκεφτούν τι μπορούν να κάνουν οι κυβερνοπάνκς αν μάθουν εδώ και τώρα να συνεργάζονται, να συζητούν και ν’ αποκτήσουν μεταξύ τους εμπιστοσύνη. Αν, αντί να κάνουν φάρσες στους ανθρώπους, αρχίσουν τώρα να προσπαθούν για να του πάρουν λίγη από την εξουσία του. Έτσι, αν, αντί να σαμποτάρουν τις βάσεις BBS, παρενοχλούσαν τη μετάδοση των μηχανών της προπαγάνδας όπως η Voice of America θα μπορούσαμε να πούμε, ίσως, τότε, πως τελικά, η καινούργια αντικουλτούρα ωρίμασε…

Συν τα άλλα, δημιουργήθηκε και το Μανιφέστο της Cyberpunk, τ’ οποίο σήμερα (2014), βρίσκεται στην τρίτη του έκδοση η οποία δημιουργήθηκε το 2007, ως διόρθωση και συμπλήρωμα στα προηγούμενα μανιφέστα, καθορίζοντας την αλλαγή της εποχής:

Η έκδοση v3.0 του Μανιφέστου των Κυβερνοπάνκ

Δημιουργήθηκε από τους Κυβερνοπάνκ του 2007 μ.Χ. Είναι ένα προσχέδιο του νέου μανιφέστου των Cyberpunk που στόχο του έχει να καλύψει τα τρέχοντα / πραγματικά δεδομένα.

Εισαγωγή

Εάν είχατε μια σκέψη που ελέγχεται, έναν υπολογιστή που έχει αντέξει στη χρήση και που μπορείτε να τον προσαρμόσετε πλήρως, θα πρέπει ο υπολογιστής αυτός να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συνείδησής σας; Μπράβο στους συνήθεις nerds, που δεν βγαίνουν συχνά στους δρόμους, είναι online (συνδεδεμένοι στο διαδίκτυο) 24 ώρες την ημέρα, χακάρουν τηλεφωνικές γραμμές ή υπολογιστές, «πειράζουν» πράγματα. Το να είσαι κυβερνοπάνκ σημαίνει ότι έχεις περάσει την γραμμή των καθημερινών ανθρώπων. Βλέπεις αυτό που οι «κανονικοί» άνθρωποι, απλά, δεν βλέπουν. Την ψηφιακή ζωή στις βιολογικές αισθήσεις του κεντρικού υπολογιστή, που ορίζεται ως ο κόσμος της παγκοσμιοποίησης, στον οποίον δραστηριοποιούμαστε. Εμείς που μας έχουν βάλει τις ταμπέλες όπως σπασίκλες, αλλόκοτοι, πανκ, φρικιά…

Τα τέρατα της τεχνολογίας, που κατανοούν όλα τα συστήματα, από την κοινωνία χαρακτηρίζονται ως φρικιά ή αλλόκοτοι. Και όμως, γνωρίζουμε περισσότερα πράγματα από ό,τι οι απλοί άνθρωποι, όπως το να hack-άρουμε συστήματα στο άψε-σβήσε, να υπερφορτώνουμε ψηφιακά το μυαλό μας με σωστή πληροφόρηση και πάει λέγοντας. Άνθρωποι σαν κι εμάς, αγαπούν την τεχνολογία και έχουν περισσότερους διαδικτυακούς φίλους εν συγκρίσει με την ζωή εκεί έξω στην πόλη που διαμένουν.

Άνθρωποι που ψάχνονται συνεχώς στο ευρύ πεδίο της εκμάθησης της τεχνολογίας για να την χρησιμοποιήσουν με άλλους τρόπους, κάτι δηλαδή που θα έπρεπε να κάνουν όλοι. Άνθρωποι που αναζητούν άλλα μέσα για την απελευθέρωση του συστήματος, την καταπολέμηση της εταιρικής καταπίεσης και της λογοκρισίας. Άνθρωποι που δίνουν αγώνες προκειμένου η πληροφόρηση να είναι ελεύθερη…

Ζήτω η επανάσταση του κυβερνοχώρου, ζήτω οι τεχνο-αναρχικοί, ζήτω οι hackers και οι crackers…

Όραμα

Ο κόσμος που «αυτοί» θέλουν να μας παραδώσουν δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία τοξική σφαίρα ασθενειών, ένα ζωντανό πτώμα που δοκιμάζεται από τη ρύπανση και τον κακοήθη εφησυχασμό. Ο κόσμος που «αυτοί» θέλουν να μας παραδώσουν είναι μόνον για να τους υπηρετεί, για να τους κρατήσει στην εξουσία˙ τους ίδιους και τους στενούς τους φίλους, για να κρατήσει τα ανθρώπινα βοοειδή εφησυχασμένα και βυθισμένα στην πλήρη άγνοια των εναλλακτικών λύσεων, ώστε να εκμεταλλευτούν και να καταστρέψουν τον πλανήτη και να πνίξουν όσους μπορούν να αλλάξουν αυτόν τον κόσμο προς το καλύτερο.

«Αυτοί» θέλουν οι μάζες να παραμείνουν πειθήνια πρόβατα και προκειμένου να το καταφέρουν, «αυτοί», δημιουργούν «ψυχαγωγία» που στην πραγματικότητα κάνει πλύση εγκεφάλου στις μάζες ώστε να παραμείνουν βυθισμένες σε λήθαργο. «Αυτοί» θα κάνουν τα πάντα για να κρατηθούν στην εξουσία, να καταστείλουν οτιδήποτε μπορεί να αποτελεί απειλή για αυτούς. Προκειμένου να καταστείλουν εκείνους που διαφωνούν, θα χρησιμοποιήσουν ως όπλο τους ακόμα και την «αιώνια καταδίκη» αυτού που, μέσα στην σχιζοφρενική φαντασία τους, αποκαλούν «Θεό».

Ποιοι είναι «αυτοί»;

«Αυτοί» είναι οι εταιρείες, οι χώρες και τα άτομα που επιζητούν την κυριαρχία και, για να φτάσουν στον στόχο τους, εθίζουν τα ανθρώπινα βοοειδή σε ορισμένες έννοιες όπως στο πετρέλαιο, στα ναρκωτικά, στην θρησκεία, στην «λαϊκή κουλτούρα», στην «τεχνολογία» που μουδιάζει το μυαλό. «Αυτοί» υπήρξαν κάποτε ισχυρά μονοπώλια, καθαιρέθηκαν και γκρεμίστηκαν γιατί αρνήθηκαν να παίξουν δίκαια. Είναι οι ίδιοι που προσπαθούν να αναστήσουν την πρώην διεφθαρμένη δόξα τους με το να συνωμοτούν με τον Big Brother προκειμένου να μας στερήσουν την ελευθερία και την προστασία της ιδιωτικής μας ζωής.

«Αυτοί» είναι οι εταιρείες που έχουν ως βάση τους το Διαδίκτυο, απλώνουν τα πλοκάμια τους και αγοράζουν κάθε μικρότερη εταιρεία στο διαδίκτυο ώστε να μπορούν να ελέγχουν πλήρως το περιεχόμενο του ιντερνέτ. «Αυτοί» είναι οι ανόητες εταιρείες μέσων ενημέρωσης που επανειλημμένα ξερνούν τα ίδια σκουπίδια στην «ψυχαγωγία» για να μουδιάσουν τα βοοειδή και να τα έχουν σε κατάσταση υποταγής και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσουν τους «νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας» για να οδηγήσουν τις εταιρείες του Διαδικτύου στη λήθη και, τοιουτοτρόπως, να επεκτείνουν τον έλεγχό τους.

«Αυτοί» είναι οι ηθοποιοί, οι μουσικοί και οι καλλιτέχνες που συνωμοτούν με τις εταιρείες μέσων μαζικής ενημέρωσης για να διαδώσουν τον εμετό και στη συνέχεια οι ίδιοι εκπορνεύονται για ευτελή πολιτικά αίτια. «Αυτοί» είναι οι τρελοί και οι διεστραμμένοι που εμβολίζουν την «θεολογία» τους και προσπαθούν να ποτίσουν το μυαλό μας με αυτήν ώστε να καταπιούμε τα πάντα αμάσητα και αναμένουν να έχουμε τυφλή εμπιστοσύνη στον «Θεό» τους, ακόμα και αν αυτός ο «Θεός» τους είναι μια ξεπερασμένη ψευδαίσθηση. «Αυτοί» είναι ηλίθιοι, τόσο ανόητοι που δεν μπορούν ούτε καν να περπατούν και να μασάνε τσίχλα ταυτόχρονα.

Και όμως, είναι «αυτοί» οι οποίοι καταφέρνουν να γίνουν εθνικοί ηγέτες όχι με την βούληση του λαού αλλά από τύχη, χάρη στις περιστάσεις και στο πολιτικό κλίμα που είναι ευνοϊκό για αυτούς. «Αυτοί» είναι η αιτία που ο κόσμος βρίσκεται σε τόσο δεινή κατάσταση και, ως εκ τούτου, οι κυβερνοπάνκ αναγκάζονται να αντεπιτεθούν.

Οι κυβερνοπάνκ αρνούνται να είναι βόδια (ανθρώπινα βοοειδή), να μεταβούν στο βαγόνι της ορχήστρας του τσίρκου, να είναι «ένας από το πλήθος». Οι κυβερνοπάνκ βλέπουν την εξαπάτηση του σύγχρονου πολιτισμού και τον καταπολεμούν. Οι κυβερνοπάνκ είναι αρκετά γενναίοι ώστε να έχουν την δύναμη να παραδώσουν το μήνυμά τους, να σταθούν μπροστά από τα πλήθη, την κυβέρνηση, την εκκλησία και την βιομηχανία και να φωνάξουν ΚΑΝΕΤΕ ΛΑΘΟΣ!

Οι κυβερνοπάνκ αποδέχονται τον εξοστρακισμό επειδή έχουν ήδη απορρίψει τους συμβατικούς τρόπους της «κοινωνίας» για ένα καλύτερο αύριο. Μερικές φορές, είναι ένας μοναχικός αγώνας αλλά οι κυβερνοπάνκς βρίσκονται σχεδόν σε κάθε κοινωνία, σε κάθε χώρα˙ και όταν ενώνονται είναι μια δύναμη που «αυτοί» αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν.

Τεχνολογία

Οι εξελίξεις στην τεχνολογία μας κρατάνε απασχολημένους, ενημερωμένους με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Ουσιαστικά, ό,τι έκαναν δηλαδή και οι προγενέστεροι κυβερνοπάνκ, προ του 2000, που η άποψή τους αποδεικνύεται πως έχει αντίκρισμα στον 21ο αιώνα, από το 2006 και μετά. Τα βιολογικά εμφυτεύματα, οι πόλεμοι εικονικής πραγματικότητας, ο πόλεμος πληροφόρησης στον τομέα της τεχνογνωσίας. Οι μελλοντικοί πόλεμοι δεν θα καταπολεμώνται με στρατούς αλλά με συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Η τρέχουσα τεχνολογία μας κάνει, εμάς τους κυβερνοπάνκς, να προσαρμοστούμε σε αυτήν την λογική, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι (όπως πάντα ) είμαστε ένα βήμα πιο μπροστά. Σκεφτόμαστε με την λογική του τι θα ισχύει 20 χρόνια μετά, δημιουργούμε νέα πράγματα με την τρέχουσα τεχνολογία, επινοούμε άλλα μέσα για να χρησιμοποιήσουμε μια συσκευή, αλλάζοντας τις αρχικές αισθήσεις της συσκευής ώστε να δημιουργήσουμε ένα νέο πολύπλοκο ηλεκτρονικό σύστημα. Για παράδειγμα, hack-άρουμε ένα τηλέφωνο για να το μετατρέψουμε σε ένα υπέρυθρο τηλεχειριστήριο τηλεόρασης.

Πολιτική

Εξακολουθεί να μαίνεται πόλεμος κατά των παγκόσμιων μεγάλων εταιρειών, όπως η Unilever, η Shell, η Microsoft, η Google, η Gillette και τόσες άλλες. Η καταπίεση από τις εταιρείες που χρησιμοποιούν την κυβέρνηση-μαριονέτα ως εργαλείο για να κάνουν την δουλειά τους, για να κρατάνε τον λαό αποχαυνωμένο και χωρίς να τολμάει να μιλήσει, δεν αποτελεί επιλογή για τους κυβερνοπάνκς. Είμαστε αναρχικοί, επαναστάτες, αντι-συστημικοί. Σκεφτόμαστε μόνοι μας χωρίς να χρειάζεται κάποιος «μεγάλος» (άντρας / γυναίκα) να μας πει τι μπορούμε να σκεφτούμε. Καταπολεμούμε τις εταιρείες με DDOS επιθέσεις που είναι πλέον συνηθισμένες από το 2007, χακάροντας τα συστήματά τους, διαχέουμε ιούς, παρακολουθούμε προσεκτικά τις σκέψεις τους και τις προθέσεις τους.

Αυτά που περιγράφονται στα βιβλία, όπως ο Νευρομάντης και άλλα μυθιστορήματα που έγραψαν οι Cyberpunk (και που τις δεκαετίες του ’80 και ’90 θεωρούνταν μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας), έγιναν η σημερινή πραγματικότητα. Τα χρόνια από το 2006 και μετά (ο 21ος αιώνας) γίνονται περισσότερο ψηφιακά˙ και το ίδιο κάνουν και οι κυβερνήσεις, με την δημιουργία πρωτοκόλλων ταυτοποίησης ώστε να ελέγχουν τους ανθρώπους. Οι κυβερνοπάνκ εξακολουθούν να μαίνονται πολύ μεγάλης έντασης πολέμους εναντίον των πρωτοκόλλων ID, με το να γίνουν άγνωστοι, nerds, μεγάλα μυαλά, με το να hack-άρουν πράγματα και με ένα σωρό άλλους τρόπους.

Κοινωνιολογία

Οι κυβερνοπάνκ τείνουν να είναι άτομα που δεν ταιριάζουν σε οποιοδήποτε σύστημα ή ομάδα. Είναι ως επί το πλείστον πολύ έξυπνοι άνθρωποι, οι οποίοι βλέπουν πέρα από το σαφές. Παρακολουθούν τον παραλογισμό του πολιτισμού, τον διακωμωδούν, τον πολτοποιούν και τον αλλάζουν. Χρησιμοποιούν τα εργαλεία της κοινωνίας ως μάρτυρες εναντίον της για να τεκμηριώσουν τις αδαείς αυτοκαταστροφικές της τάσεις και να τις καταγράψουν.

Μοιράζονται τις γνώσεις τους με μια επίλεκτη ομάδα ανθρώπων που συχνά είναι οι καταραμένοι και οι μισητοί από τους λαούς του συστήματος. Έχουν περισσότερους φίλους στην ψηφιακή τους ζωή, στο internet / Ultranet. Διαμοιράζονται περισσότερες γνώσεις ψηφιακά, στην λεωφόρου του διαδικτύου, παρά στην καθημερινότητά τους. Το να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο για να εξελίξουν τις τεχνολογικές γνώσεις τους και τις πληροφορίες από το να κοινωνικοποιούνται, δεν είναι ασυνήθιστο γι αυτούς.

Ιστορία

Οι κυβερνοπάνκ αλλάξουν τις ιδέες τους, τη μουσική, τη μόδα˙ γενικώς εξελίσσονται. Στη δεκαετία του ’80, προσανατολίζονταν περισσότερο στην συνθεσάιζερ μουσική, σε πιο παλαιομοδίτικη τεχνολογία και ούτω καθεξής. Τώρα, στον 21ο αιώνα, έχουμε το παγκόσμιο ευρυζωνικό διαδίκτυο, τα κινητά δορυφορικά κινητά / τα τηλέφωνα GSM, την εικονική πραγματικότητα. Προσαρμοζόμαστε στην τεχνολογία και η τεχνολογία προσαρμόζεται σε εμάς. Είμαστε συμβιωτικοί, τόσο βιολογικά όσο και τεχνολογικά. Το κίνημα των Cyberpunk προοδεύει με το πέρασμα του χρόνου. Μαθαίνουμε και γινόμαστε πιο ισχυροί. Καθώς είμαστε οι στρατιώτες στην αιχμή της τεχνολογίας, δεν είμαστε γνωστοί από το σύστημα, αλλά είμαστε ακόμη ζωντανοί και πέρα για πέρα αληθινοί.

Οι κυβερνοπάνκ επινοήθηκαν από τον Bruce Bethke και υλοποιήθηκαν από τον William Gibson˙ αυτό που κάποτε ήταν επιστημονική φαντασία έχει πλέον γίνει πραγματικότητα. Όταν οι φίλοι του κινήματος των Κυβερνοπάνκ πάρουν στα χέρια τους την τρέχουσα τεχνολογία, θα επέλθει το ξύπνημα των οπαδών του κινήματος σε όλο τον κόσμο. Θα συνειδητοποιήσουν ότι το κίνημα των Κυβερνοπάνκ δεν είναι απλά ένας μύθος αλλά ένα κίνημα προηγμένης τεχνολογίας που προχωράει πέρα από την φαντασία των πρώτων συγγραφέων που έγραψαν τα μυθιστορήματα για τους Cyberpunk.

Ελευθερία

Οι κυβερνοπάνκ ενθαρρύνουν την απόλυτη ελευθερία της σκέψης. Ο αγώνας μας για ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες δεν έχει όρια. Είμαστε αυτοί που πρέπει να καταλάβουμε πριν αποδεχτούμε αυτά που προσπαθούν να μας ταΐσουν τα μέσα ενημέρωσης. Είμαστε το bug (το σφάλμα) στον πηγαίο κώδικα, η εξέλιξη που είναι η εν δυνάμει επανάσταση και η οποία απειλεί τα άκαμπτα συστήματα. Κανείς δεν μπορεί να μας ελέγξει και γι’ αυτό μας κυνηγάνε. Εμείς δεν ανήκουν στην Εταιρεία που «αυτοί» θέλουν να δημιουργήσουν. Ειδικευμένοι προγραμματιστές, ουτοπιστές ονειροπόλοι, καλλιτέχνες ή υπάλληλοι γραφείου, είμαστε εμείς αυτοί που αντιστέκονται, που ζουν στο διαδίκτυο των πληροφοριών, όπου δεν υπάρχει το εφαρμοστέο δίκαιο, παρακάμπτοντας όλα τα σύνορα. Ανήκουμε στον Κυβερνοχώρο.

Είμαστε τα παιδιά του κυβερνοχώρου, μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, κοιτάμε προς το μέλλον, προσπαθώντας να οραματιστούμε τις νέες τεχνολογίες, την διάδοση των ιδεών μας στον απέραντο ωκεανό των πληροφοριών. Δεν είμαστε απλά οι αδρανείς αποδέκτες πληροφοριών ούτε και το στατικό ακροατήριο στο οποίο «αυτοί» στοχεύουν. Και σίγουρα δεν είμαστε ο τελικός καταναλωτής. Για εμάς, οι πληροφορίες δεν είναι ένα άυλο ρεύμα δεδομένων.

Είναι μέρος της οντότητάς μας, αφού και εμείς συμμετέχουμε σε αυτές τις πληροφορίες. Τρέχουν από το μυαλό μας, όπως ακριβώς το αίμα και το οξυγόνο. Το να κρατήσουμε τις πληροφορίες και να μην τις διαμοιραστούμε, θα είναι σαν να τις χρησιμοποιούμε εναντίον μας, αφού θα μας συνθλίψει η υπερφόρτωση. Θα είναι σαν να αρνούμαστε τον αέρα για να αναπνεύσουμε. Εν τούτοις, είμαστε ο απώτερος χειρουργός εγκεφάλου, ικανοί να εξαλείψουμε κάθε βρωμιά που «αυτοί» θα ήθελαν να μας εκχύσουν.

Να πούμε ακόμα πως έχει κυκλοφορήσει (και στα ελληνικά), το βιβλίο του Jullian Assange, που είναι ο εκδότης και ο οραματιστής των WikiLeaks, με τίτλο:

Cypherpunks, Η ελευθερία και το μέλλον του διαδικτύου.

Οι cypherpunks υποστηρίζουν την χρήση της κρυπτογραφίας και των συναφών μεθόδων ως τρόπων επίτευξης κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής. Γι’ αυτούς, η κρυπτογραφία είναι η πρακτική της επικοινωνίας με κώδικα. Υπάρχουν πολλά -ίσως τα περισσότερα- σ’ αυτόν τον κόσμο που δεν είναι αυτό που δείχνουν. Πάρτε για παράδειγμα το Διαδίκτυο. Για όλους όσους το παρακολουθούνε από γεννησιμιού του (τα «τεχνοφρικιά», όπως τους αποκαλούσαν τότε), το Διαδίκτυο ήταν και είναι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στον πολιτισμό του ανθρώπου. Είναι ο μοναδικά δυναμικός ιστός πανανθρώπινης επικοινωνίας, οικονομικής συναλλαγής και καταχώρισης πληροφορίας, η υπέρτατη εγκυκλοπαίδεια της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Έκτοτε, ο κόσμος όλος έχει αποδυθεί στο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, όπου ποικίλες εταιρείες «αντιβιοτικών» μας πωλούν προγράμματα που κυνηγούν τους ιούς και οι κατασκευάστριες λειτουργικών συστημάτων -όπως η Microsoft- σπεύδουν να κλείνουν την όποια «μπουκαπόρτα» είχαν ξεχάσει ανοιχτή. Το μόνιμο πρόβλημα όλων μας είναι ότι και τα «αντιβιοτικά» και τα «μπαλώματα» δρουν αφού πρώτα ανιχνευθεί μια διάρρηξη, εντοπισθεί η «μπουκαπόρτα» μέσω της οποίας έγινε και βρεθεί το αντίδοτο.

Το μεσοδιάστημα μεταξύ της ανίχνευσης και της αντιμετώπισης της διάρρηξης ονομάζεται «Hμέρα Μηδέν» (Zero Day) και είναι ακριβώς το χρονικό διάστημα κατά το οποίο… όλα τα κακά μπορεί να συμβούν. Δεν γνωρίζω πού θα καταλήξει η όλη αναζήτηση λύσεων για τον έλεγχο των «ιών του πολέμου». Ελπίζω μόνο ο συνιδρυτής του Διαδικτύου, Βιντ Σερφ, να μην χρειαστεί να επαναλάβει τα λόγια του πατέρα της ατομικής βόμβας, Ρόμπερτ Οπενχάιμερ:

Τώρα έγινα ο Θάνατος, ο καταστροφέας των κόσμων.

Υ.Γ: Και όλα αυτά ενώ ήδη μιλάμε για: Biohacking, για Βιοτεχνολογία και Βιομετρία.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Αφήστε ένα σχόλιο

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166