Εκπαίδευση είναι η παροχή παιδείας και αγωγής, που με αυτήν μεταδίνονται με τρόπο συστηματικό γνώσεις και αξίες. Συνήθως στην εκπαίδευση συμπεριλαμβάνονται όλες οι διαδικασίες που σχετίζονται με τη μάθηση, εντάσσοντας έτσι σε τούτο το πλατύ χώρο και τη συμπεριφορά.
Εδώ να σημειωθεί πως η εκπαίδευση δεν απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο στον άνθρωπο, αλλά σχεδόν και σε όλο το ζωικό βασίλειο, όπως σε περίπτωση που θέλει κάποιος να εκπαιδεύσει και να εξημερώσει ένα ζώο
Πολλοί περιορίζουν εσφαλμένα την εκπαίδευση ενός ατόμου μόνο στο σχολείο, το γυμνάσιο ή το πανεπιστήμιο.
Αν θεωρήσουμε την εκπαίδευση κυρίως σαν είσοδο του νέου ατόμου στον κύκλο της ζωής και του πολιτισμού της ομάδας κι αν επεκτείνουμε την ομάδα όχι μόνο στους ζωντανούς αλλά και στους νεκρούς, τότε γίνεται φανερή η σημασία της διαδικασίας αυτής, τόσο για την ανανέωση όσο και για την ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας (του πολιτισμού).
Οι αξίες που πρέπει να μεταδοθούν στα νέα μέλη μιας κοινωνίας είναι οι ηθικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές και κοινωνικές αξίες που διαμορφώνονται μέσα στην κοινωνία ύστερα από μία μακρόχρονη διαδικασία, που σε πολλούς λαούς, όπως ο ελληνικός, κρατάει τουλάχιστον 3.000 χρόνια. Η μετάδοση των αξιών αυτών είναι αναγκαία για τη διατήρηση της συνοχής της κοινωνίας.
Απαραίτητη είναι και η μετάδοση των γνώσεων που έχουν συσσωρευτεί μέσα σ’ ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και δεν είναι η εμπειρία ενός μόνο λαού, αλλά πολλών λαών, μια εμπειρία που ανταλλάσσουν μεταξύ τους, με τη βοήθεια των οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών σχέσεών τους.
Η συσσώρευση των γνώσεων αρχίζει απ’ τη στιγμή που ο πρώτος άνθρωπος ένιωσε την ανάγκη για να επιβιώσει, να παρατηρήσει το γύρω του κόσμο, να βρει τα εργαλεία για την τροφή του, ν’ ανακαλύψει τον τρόπο να προφυλαχθεί από τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Τις γνώσεις αυτές τις πλούτισε, όσο περνούσε ο καιρός, με την πείρα που αποκτούσε αντιπαλεύοντας με το φυσικό κόσμο κι από τις γνώσεις των άλλων ανθρώπων που ζούσε μαζί τους.
Από τη στιγμή που ο πρωτόγονος αυτός άνθρωπος μετέδωσε στα παιδιά του τις γνώσεις του σιγά – σιγά, απαντώντας στις ερωτήσεις που του έκαναν, άρχισε η ιστορία της εκπαίδευσης. Έτσι, η οικογένεια ήταν ο πρώτος χώρος της εκπαίδευσης, το πρώτο σχολείο. Αργότερα, όταν οι άνθρωποι σχημάτισαν φυλές, η εκπαίδευση έγινε πιο συστηματική. Οι γεροντότεροι κάθε φυλής αναλάμβαναν το ρόλο του δασκάλου, γιατί αυτοί ήταν οι άνθρωποι με τη μεγαλύτερη εμπειρία και η εμπειρία ήταν το πρώτο γόνιμο έδαφος που φύτρωσε και αναπτύχθηκε η επιστήμη με τους διάφορους τομείς της, που μια εικόνα των τομέων αυτών μας δίνουν τα σχολικά μαθήματα.
Ένας άλλος χώρος ήταν (και είναι) η κοινωνική ζωή – ο χώρος που οι άνθρωποι ανταλλάσσουν τις γνώσεις και την πείρα τους πάνω στα διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κάθε μέρα.
Αλλά οι πρώτες πολιτισμένες κοινωνίες κατάλαβαν ότι ήταν αναγκαία η συστηματική εκπαίδευση, ώστε να μπορεί ο άνθρωπος, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, να προσαρμόζεται και να προσανατολίζεται στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, έτσι που να μπορεί άμεσα να προσφέρει και στον εαυτό του και στους συνανθρώπους του.
Η Αίγυπτος φαίνεται να έχει το προβάδισμα στην οργάνωση της επίσημης εκπαίδευσης. Στην περίοδο του Αρχαίου Βασιλείου (2.980 – 2.475 π.Χ.) υπήρχαν σχολεία προσαρτημένα στο παλάτι, που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στα παιδιά του βασιλιά και των εύπορων τάξεων. Εκεί τα παιδιά μάθαιναν γραφή, πρακτική φιλοσοφία, ηθικά παραγγέλματα, καλούς τρόπους, γυμναστική και κολύμπι. Αργότερα ιδρύθηκαν πολυάριθμοι εκδοτικοί οίκοι, όπου φοιτούσαν τα παιδιά των μεσαίων κοινωνικών τάξεων.
Από τ’ αρχαιότερα εκπαιδευτικά συστήματα είναι και το κινέζικο, αλλά απ’ αυτό ελάχιστα πράγματα μας είναι γνωστά από τους πρώτους περίπου 18 αιώνες της ιστορίας του. Το σύστημα αυτό μόνο μετά την εποχή του Κομφούκιου (511 – 478 π.Χ.) απέκτησε τέτοια μορφή που διατηρήθηκε με ασήμαντες μόνο μεταβολές ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Το σύστημα αυτό αποτελούνταν από ένα σοφά οργανωμένο δίκτυο κατωτέρων και ανωτέρων σχολείων σε συνδυασμό με ορισμένους τακτικούς διαγωνισμούς διευθυνόμενους από το κράτος. Ο κυριότερος σκοπός του συστήματος ήταν η επιλογή υποψήφιων για κάθε είδους δημόσιο λειτούργημα, από τη θέση του δημοδιδάσκαλου ως τη θέση του μέλους του αυτοκρατορικού υπουργικού συμβουλίου. Η ύλη που διδασκόταν ήταν τα “Τέσσερα Βιβλία” και οι “Πέντε Κλασσικοί”, δηλ. η ιερή φιλοσοφία της Κίνας που έγραψαν ο Κομφούκιος και οι μαθητές του.
Ο μαθητής των σχολείων αυτών ήταν υποχρεωμένος ν’ αποστηθίζει το περιεχόμενο και να μιμείται τη μορφή των φιλολογικών αυτών αριστουργημάτων. Καμιά καινοτομία ύφους δεν ήταν ανεκτή. Αυτό το φαινόμενο, της χρησιμοποίησης των μέσων εκπαίδευσης για την αποτροπή της κοινωνικής αλλαγής θεωρείται ως το μοναδικό στην Ιστορία.
Για μια περίοδο 19 αιώνων, ίση σχεδόν με την περίοδο που κυβέρνησαν την Κίνα οι σχολαστικοί, κυβέρνησαν τις Ινδίες οι ιερείς. Πρόκειται για τη βραχμανική εποχή (6ος αι. π.Χ. – 13ος αι μ.Χ.). Οι Βραχμάνες ήταν ιερείς, δάσκαλοι και νομοθέτες. Αυτοί καθόριζαν όχι μόνο τα όρια της εκπαίδευσης αλλά και τις δυνατότητες εκπαίδευσης, των Ινδών. Έτσι, μια κατηγορία ατόμων που δεν αναγνωρίζονταν από το βραχμανικό σύστημα, οι λεγόμενοι “απόβλητοι”, δεν είχαν κανένα προνόμιο, ούτε το δικαίωμα να εκπαιδευτούν.
Στις Ινδίες υπήρχαν δύο τύποι εκπαιδευτικών ιδρυμάτων: η σανσκριτική σχολή και το σχολείο του χωριού: Στη σανσκριτική σχολή διδάσκονταν η βεδική φιλολογία και οι επιστήμες της εποχής. Αργότερα δημιουργηθήκανε χωριστές σχολές ιατρικής, αστρονομίας, νομικής επιστήμης και φιλολογίας. Στο σχολείο του χωριού διδάσκονταν μόνο γραφή – ανάγνωση και αριθμητική. Η επιρροή που ασκούσαν οι Βραχμάνες σ’ όλα τα στρώματα της ινδικής κοινωνίας ήταν βαθιά κι οφειλόταν στις εθιμοτυπίες θρησκευτικού χαρακτήρα που “σφράγιζαν” κάθε εκδήλωση.
Μια ακόμη μορφή εκπαίδευσης στους αρχαίους πολιτισμούς είναι αυτή που αντιπροσώπευαν οι Εβραίοι. Ο χαρακτήρας της ήταν απόλυτα θρησκευτικός και το αντικείμενο εκπαίδευσης ήταν η Αγία Γραφή. Η παραπέρα ανεξάρτητη εξέλιξη της εβραϊκής παιδείας διακόπτεται με την εξάπλωση της ελληνικής και ρωμαϊκής επιρροής.
Η αρχαία Αθήνα συνειδητοποίησε πρώτη την ανάγκη το έργο της εκπαίδευσης να το αναλάβει η πολιτεία, με σκοπό να διαπλάσει άξιους πολίτες και ικανούς εργάτες για την ευημερία του κοινωνικού συνόλου. Έτσι, στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία έχουμε τις παλαίστρες, όπου φοιτούσαν παιδιά μέχρι 14 χρόνων. Εκεί διδάσκονταν από τους παιδοτρίβες γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, μουσική και, μαζί με τη γυμναστική, αποσκοπούσαν στην ταυτόχρονη ανάπτυξη του σώματος και του νου. Στην εφηβική ηλικία οι νέοι φοιτούσαν στα γυμνάσια κι αργότερα στις ανώτερες σχολές, που δεν ήταν άλλες από τις σχολές των φιλοσόφων και των σοφιστών.
Ενώ όμως οι Αρχαίοι Έλληνες κατανοούσαν τη μεγάλη σημασία της εκπαίδευσης, αυτή ήταν προνόμιο μόνο των εύπορων, γιατί η παιδεία δεν παρεχόταν δωρεάν. Ο Ζάλευκος, νομοθέτης των Λοκρών στην Κ. Ιταλία, καθιέρωσε πρώτος την υποχρεωτική εκπαίδευση. Οι Ρωμαίοι αποδέχτηκαν το ελληνικό σύστημα της εκπαίδευσης αφού το προσάρμοσαν στο δικό τους τρόπο ζωής.
Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η εκπαίδευση ξανασυνδέεται με την Εκκλησία. Αυτή τη φορά όμως η χριστιανική θρησκεία εμπλουτίζει τις αξίες του ελληνικού χώρου και διαμορφώνεται σιγά – σιγά αυτό που λέμε σήμερα ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Οι Ιεράρχες και Πατέρες της Εκκλησίας είχαν μελετήσει τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και το πνεύμα της ελευθερίας, που διαπνέει το έργο τους, γίνεται κύριο χαρακτηριστικό της εκπαίδευσης ακόμη και μέσα στο πειθαρχημένο πλαίσιο εκπαίδευσης που επιβάλλει η θρησκεία.
Περίφημες σχολές είναι η κατηχητική σχολή “Πάνταινος” στην Αλεξάνδρεια, το Πανδιδακτήριο (525), το “Οικουμενικό Διδασκαλείο”, το “Διδασκαλείο των νόμων”, η “Θεολογική Σχολή” στο Βυζάντιο. Στις σχολές αυτές εκπαιδεύονταν αυτοί που επρόκειτο να γίνουν κληρικοί ή να καταλάβουν πολιτικά αξιώματα.
Έτσι και στο Βυζάντιο η παιδεία παραμένει αριστοκρατική, είναι κτήμα των λίγων. Ο περισσότερος πληθυσμός είναι αναλφάβητος, ζει μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας. Το γεγονός αυτό έχει τρομακτική πολιτική σημασία για τη μετέπειτα τύχη του Βυζαντίου. Η πίστη στοΘεό, από ενσυνείδητη πίστη μετατρέπεται, για τον πολύ κόσμο, σε θρησκομανία αναμεμειγμένη με προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Η εικονομαχία εξασθενεί το Βυζάντιο κι αργότερα στην κρίση με την παπική Εκκλησία, τόσο στη Δύση, κατά κύριο λόγο, αλλά και στην Ανατολή, πρυτανεύει ο φανατισμός που οδηγεί στο σχίσμα. Κι ο φανατισμός αυτός, αποτέλεσμα της αμάθειας, θα οδηγήσει το Βυζάντιο στην πτώση και στην κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους του χριστιανικού κόσμου απ’ τα οθωμανικά στίφη.
Γύρω στον 11ο μ.Χ αιώνα οι φωτεινές μορφές του Μιχαήλ του Εφέσιου και λίγο αργότερα του Βλεμίδη διακήρυξαν πως η παιδεία πρέπει να είναι δωρεάν και υποχρεωτική για το λαό.
Η ίδια κατάσταση μ’ εκείνη του Βυζαντίου επικρατεί αυτούς τους 16 μ.Χ. αιώνες και στη Δύση. Μόνο που εδώ η αμάθεια κι ο αναλφαβητισμός είναι μεγαλύτερος λόγω των κοινωνικών συνθηκών και της δύναμης που έχει στα χέρια της η παπική Εκκλησία και που από το στείρο και μισαλλόδοξο δογματισμό της όχι μόνο δε διαδίδει τη μόρφωση, αλλά αντιδρά και στην ανάπτυξη της επιστήμης, γιατί νομίζει ότι η επιστήμη αντιστρατεύεται στη θρησκεία, χωρίς να μπορέσει να καταλάβει ότι και οι δύο συντείνουν στη βελτίωση της ζωής του ανθρώπου και στην τελειοποίησή του.
Όταν η Ελλάδα “σκοτίζεται” κάτω απ’ το μισοφέγγαρο του κατακτητή, η εκπαίδευση γνωρίζει μια μεγαλύτερη οπισθοδρόμηση, αφού οι μορφωμένοι Έλληνες φεύγουν στο εξωτερικό μη αντέχοντας τη δουλεία και οι τουρκικές αρχές, αποσκοπώντας στον αφελληνισμό και τον εξισλαμισμό, κλείνουν τα πιο πολλά σχολεία. Κι όμως, σ’ εκείνες τις δύσκολες στιγμές, ο ανώνυμος κληρικός, ξεπερνώντας τους φόβους, θα υψώσει μες το μισοσκόταδο του “Κρυφού Σχολειού” τη φωνή της πατρίδας και της θρησκείας, μαθαίνοντας στα ελληνόπουλα γραφή και ανάγνωση και διδάσκοντάς τους την ιστορία της φυλής και της Εκκλησίας.
Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες γίνονται τα εκπαιδευτήρια του υπόδουλου γένους. Αργότερα, στις ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες, όπως στ Αμπελάκια, στα Γιάννενα, στις Κυδωνίες κλπ. φωτισμένοι κληρικοί και δάσκαλοι θα ιδρύσουν τα πρώτα συστηματικά εκπαιδευτήρια στη νεοελληνική Ιστορία. Τα μαθήματα θα διαχωριστούν και παρόλο που αυτά τα σχολεία έχουν άμεση εξάρτηση από την εκκλησία, θα εισαχθεί η διδασκαλία των θετικών επιστημών κάτω απ’ την επίδραση του διαφωτισμού.
Στη Δύση αρχίζει ταυτόχρονα μια περίοδος τρομακτικών μεταβολών στην εκπαίδευση, κάτω απ’ την επίδραση του πνεύματος της Αναγέννησης. Η κυριότερη από αυτές τις μεταβολές είναι η αλλαγή του φορέα της εκπαίδευσης. Παύει η Εκκλησία να έχει το απόλυτο αυτό προνόμιο και η εκπαίδευση αναθέτεται στα χέρια των τοπαρχών, που αργότερα θα τους διαδεχθεί το δημόσιο σαν ο μοναδικός φορέας της εκπαίδευσης. Έτσι το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής εκείνης απαλλάσσεται απ’ το στείρο δογματισμό του καθολικισμού και διαποτίζεται με το πνεύμα της ελευθερίας των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
Η ανάπτυξη των θετικών επιστημών επηρεάζει βαθιά την εκπαίδευση, καθώς η βιομηχανική επανάσταση αρχίζει την πορεία της μέσα στην ιστορία. Έτσι, η ανάγκη για ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα επιβάλλεται από τα πράγματα, δηλ. την αλματώδη ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας και την άνοδο της αστικής τάξης, που γκρεμίζει το θεοκρατικό κι αντιπαραγωγικό σύστημα της εκπαίδευσης των φεουδαρχικών χρόνων.
Η δεύτερη σημαντική μεταβολή είναι η εξάπλωση της εκπαίδευσης. Η οικονομία των διάφορων χωρών χρειάζεται περισσότερους μορφωμένους ανθρώπους, για ν’ αναλάβουν τις σημαντικές θέσεις. Συγχρόνως οι παιδαγωγοί και οι ανθρωπιστές, διαπνεόμενοι από το πνεύμα της απελευθέρωσης του ανθρώπου, υποστηρίζουν την εξάπλωση της εκπαίδευσης και την ίδρυση σχολείων και στις πιο μικρές κοινωνίες ακόμα, γιατί είχαν κατανοήσει ότι η μόρφωση βοηθά τον άνθρωπο να απελευθερωθεί από την κυριαρχία των φυσικών δυνάμεων στους υλικούς όρους της ζωής του, αλλά ακόμα και να απαλλαγεί από τις ανάγκες που τον καθιστούν έρμαιο σ’ έναν αδιάκοπο αγώνα για τροφή και ένδυση και να ελευθερώσει έτσι τις δημιουργικές δυνάμεις που περικλείει μέσα του σ’ άλλους τομείς, όπως η τέχνη, η επιστήμη κλπ.
Η άνοδος λοιπόν της αστικής τάξης και το πνεύμα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού διαμόρφωσαν το εκπαιδευτικό σύστημα του 19ου αιώνα. Το πιο βασικό μέρος της εκπαίδευσης εκείνη την εποχή καταλαμβάνουν οι ανθρωπιστικές σπουδές.
Αργότερα και προς τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η βιομηχανική επανάσταση ολοκληρώθηκε, γίνεται μια ριζική αλλαγή στα εκπαιδευτικά προγράμματα των βιομηχανικών χωρών. Η στροφή αυτή είναι η εισαγωγή των θετικών μαθημάτων, που προσαρμόζονται αμέσως στις ανάγκες της τότε κοινωνίας και ιδιαίτερα στις οικονομικές ανάγκες.
Η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία κλπ. χρειάζονται περισσότερους μηχανικούς, φυσικούς, χημικούς, μαθηματικούς, γιατρούς παρά δικηγόρους, θεολόγους, φιλολόγους κλπ. Γι’ αυτό, προσαρμόζεται ανάλογα και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Στην κατώτερη και μέση βαθμίδα προσφέρονται οι αναγκαίες γνώσεις απ’ τον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών, που αποσκοπούν, κυρίως, στη μετάδοση των κοινωνικών αξιών και τη διάπλαση πολιτών που είναι έτοιμοι να μπουν και να προσαρμοστούν στην κοινωνία. Συγχρόνως στις δύο κατώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης δίνεται εκείνο το ποσό των θετικών γνώσεων που θα επιτρέψει στους απόφοιτους ν’ ακολουθήσουν την τεχνική και θετική ανώτερη εκπαίδευση.
Το σύστημα αυτό της εκπαίδευσης διαμορφώνεται ως εξής:
- Στοιχειώδης κύκλος σπουδών που διαρκεί 5 ή 6 ή 7 χρόνια. Σ’ αυτόν μπαίνουν τα παιδιά γύρω στην ηλικία των 5 ή 6 χρόνων και μαθαίνουν γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, γεωγραφία, ιστορία, φυσική ιστορία, θρησκευτικά κλπ.
- Γύρω στα 12 χρόνια τους εισάγονται στο μέσο κύκλο εκπαίδευσης. Σ’ αυτόν εμπλουτίζονται οι γνώσεις τους στις θεωρητικές επιστήμες και παίρνουν τις αναγκαίες βάσεις στις θετικές επιστήμες. Τις βάσεις αυτές τις παίρνουν κυρίως με τα μαθηματικά (άλγεβρα, γεωμετρία, τριγωνομετρία), τη φυσική, τη χημεία, τη γεωλογία, την κοσμογραφία.
Σε παρά πολλές χώρες του κόσμου η ενδιάμεση βαθμίδα της εκπαίδευσης διασπάται σε δύο κύκλους. Τα 3 πρώτα χρόνια είναι το Γυμνάσιο, όπου όλοι όσοι φοιτούν μορφώνονται ισόμετρα, τόσο απ’ το χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών, όσο κι απ’ το χώρο των θετικών σπουδών. Ακολουθεί το Λύκειο με διάρκεια 3 ή 4 χρόνια, που διαχωρίζεται, τις πιο πολλές φορές, σε Λύκειο θετικής κατεύθυνσης και σε Λύκειο θεωρητικής κατεύθυνσης μ’ ανάλογο προσανατολισμό των μαθημάτων που διδάσκονται.
Παράλληλα με τα Λύκεια της θετικής κατεύθυνσης υπάρχουν και τεχνικές σχολές που είναι μεν κατώτερες απ’ αυτά τα Λύκεια, γιατί οι απόφοιτοί τους δεν εισάγονται στα Πανεπιστήμια ή στα Πολυτεχνεία, αλλά παρέχουν στην κοινωνία θαυμάσιους τεχνικούς κι επαγγελματίες. 3) Η ανωτάτη βαθμίδα της εκπαίδευσης που συνθέτεται απ’ τα Πανεπιστήμια, τα Πολυτεχνεία κι ακόμη απ’ τις ανεξάρτητες Ανώτατες σχολές. Στον κύκλο αυτό εισάγονται οι απόφοιτοι των Λυκείων, συνήθως κατόπιν εξετάσεων (ή στις Αγγλοσαξωνικές χώρες οι απόφοιτοι των Κολεγίων, όπως λέγεται ο ειδικός τύπος του Λυκείου που υπάρχει εκεί).
Στα προγράμματα των Ανώτατων Σχολών (Πανεπιστημίων, Πολυτεχνείων κλπ.) δίνεται μεγάλη σημασία στην εξειδίκευση των φοιτητών στους διάφορους τομείς που έχουν επιλέξει, ώστε να προσφέρουν στην κοινωνία κατάλληλα στελέχη για να επανδρώσουν τις διάφορες θέσεις. Σε πολλές αναπτυγμένες χώρες τα πανεπιστήμια προσφέρουν κι ένα ακόμη πιο ψηλό επίπεδο εκπαίδευσης στους επιστήμονες, όπου συνδυάζεται η διδασκαλία με την επιστημονική έρευνα (διδακτορικά διπλώματα).
Αυτό είναι, σε γενικές γραμμές, απ’ την κατώτερη ως την ανώτατη βαθμίδα, το σύστημα εκπαίδευσης που επικρατεί σήμερα. Πρέπει να προστεθεί ότι υπάρχει κι ένα προσχολικό στάδιο εκπαίδευσης κατά το οποίο τα μικρά παιδιά προετοιμάζονται, ώστε να προσαρμοστούν εύκολα με το σχολείο. Αυτή η προσχολική εκπαίδευση παρέχεται από τα νηπιαγωγεία.
Οι φορείς της εκπαίδευσης είναι το δημόσιο (κράτος) ή οι ιδιώτες. Στις Η.Π.Α. π.χ. η εκπαίδευση, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, παρέχεται στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, όπου οι μαθητές και οι φοιτητές πληρώνουν κάθε μήνα το καθορισμένο ποσό των διδάκτρων. Στην Αγγλία το σύστημα είναι μεικτό, υπάρχουν τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια εκπαιδευτήρια. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι στις Η.Π.Α. το κράτος παρέχει πάρα πολλές υποτροφίες και χρηματικά βραβεία, καθώς και διαφόρων άλλων ειδών οικονομική ενίσχυση στους σπουδαστές, ώστε, τελικά, ένα μεγάλο μέρος των δαπανών για την εκπαίδευση να το πληρώνει το κράτος.
Στην Ελλάδα και από το 1964 η παιδεία απ’ την κατώτατη ως την ανώτατη εκπαίδευση είναι τελείως δωρεάν, αν και συγχρόνως λειτουργούν και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Το εκπαιδευτικό σύστημα στην πατρίδα μας δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένο και ο λόγος για την κακή απόδοση του εκπαιδευτικού συστήματος οφείλεται τόσο στη διγλωσσία, που δημιούργησε η διαμάχη δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων, όσο και στις συχνές μεταβολές κι ανακατατάξεις που γίνονταν με την αλλαγή των κυβερνήσεων.
Όμως από τις αρχές του 1976 τέθηκαν οι ουσιαστικές βάσεις για την ανάπτυξη του συστήματος και την επίλυση του λεγόμενου “εκπαιδευτικού μας προβλήματος”.
Σήμερα έχει αυξηθεί σημαντικά τόσο ο αριθμός των δημοτικών όσο και των γυμνασίων, για να καλύψει τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες, αφού το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής νεολαίας και ιδιαίτερα των αστικών κέντρων στρέφεται προς τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Ο μέσος αριθμός των μαθητών που αντιστοιχεί σε κάθε δάσκαλο ή καθηγητή φτάνει στους 40. Ο αριθμός αυτός πρέπει να μειωθεί τουλάχιστον στο ύψος των 25 με 30 μαθητών, για να βελτιωθεί το παρεχόμενο επίπεδο της εκπαίδευσης και να εκλείψουν ορισμένοι παρασιτικοί θεσμοί (φροντιστήρια κλπ.), που αναπτύχθηκαν μετά το 1960 σε τρομακτικό βαθμό.
Οι απόφοιτοι των δημοτικών σχολείων εισάγονται σήμερα στο γυμνάσιο (3ετούς φοίτησης) και στη συνέχεια στα λύκεια ( τριετούς φοίτησης, γενικά ή τεχνικά). Αφού αποφοιτήσουν από τα λύκεια εισάγονται μετά από τις λεγόμενες γενικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια ή στα Τ.Ε.Ι. (Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα).
Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι. υπάρχουν σ’ όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας.
Στο χώρο των σχολών πρέπει να προστεθούν και οι εξαρτώμενες απ’ τα διάφορα Υπουργεία σχολές, όπως είναι η Σχολή Ευελπίδων, η Σχολή Ικάρων και η Σχολή Δοκίμων που εκπαιδεύουν μόνιμους αξιωματικούς για τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας, η σχολή Εμποροπλοιάρχων (που εξαρτάται απ’ το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας) και οι σχολές της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής, που ανήκουν στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Εσωτερικών κ.ά.
Την εποπτεία για την εκπαίδευση στην Ελλάδα την έχει το Υπουργείο Παιδείας καιΘρησκευμάτων, το οποίο ρυθμίζει τ’ αναλυτικά προγράμματα της στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης. Για την καλύτερη διοίκηση και εποπτεία το Υπουργείο Παιδείας έχει διαχωρίσει τη χώρα σε περιφέρειες που κι αυτές υποδιαιρούνται σ’ επιθεωρήσεις επικεφαλής των οποίων είναι ο επιθεωρητής.
Τέλος, θα πρέπει να τονίσουμε, για μια ακόμη φορά, τη σημασία της εκπαίδευσης για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία της χώρας μας. Η φράση “ανθρώπινο κεφάλαιο”, που χρησιμοποιούν πάρα πολλοί οικονομολόγοι, εννοώντας τον αριθμό των μορφωμένων και ειδικευμένων μελών μιας κοινωνίας, μας δίνει μια εικόνα της σημασίας της εκπαίδευσης για την υλική ευημερία της πατρίδας μας.