Αποτελεί μάλλον την «αρχαιότερη» μέθοδο θέρμανσης και για πολλούς θεωρείται η πιο αποτελεσματική. Το τζάκι κοσμεί τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα ελληνικά σπίτια και παρόλο που πριν από 10 χρόνια το χρησιμοποιούσαμε μόνο για αισθητικούς λόγους και για να δημιουργήσουμε «ατμόσφαιρα», έχει μετατραπεί και πάλι σε βασικό τρόπο θέρμανσης πολλών σπιτιών. Όμως, πόσο αποτελεσματικά θερμαίνει το σπίτι μας; Και τελικά, μήπως δεν είναι και τόσο ασφαλές και οικονομικό, όσο νομίζαμε;
Σύμφωνα με έρευνες που έχουν διεξαχθεί το τελευταίο διάστημα σχετικά με τη χρήση των «εναλλακτικών μορφών θέρμανσης», το 9% των νοικοκυριών χρησιμοποίησαν πέρσι τζάκια και ξυλόσομπες ως βασική πηγή θέρμανσης. Ωστόσο, πέρσι παρουσιάστηκαν σημαντικά προβλήματα ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών καταμέτρησε πολλά επεισόδια υπέρβασης συγκεντρώσεων αιωρούμενων σωματιδίων σε πολλές μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Ένα στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα του Αστεροσκοπείου είναι ότι ένα τζάκι εκπέμπει μέσα σε 4 ώρες τόσα αιωρούμενα σωματίδια όσα 1000 νέα αυτοκίνητα σε μία μέρα. Το πρόβλημα μάλιστα γίνεται μεγαλύτερο και ακόμα πιο επικίνδυνο αν λάβουμε υπόψη ότι δυστυχώς πολλά νοικοκυριά έκαψαν κατεργασμένα ξύλα με αποτέλεσμα την έκλυση τοξικών ουσιών.
Επιπλέον, ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που συζητείται ιδιαίτερα από τους ειδικούς, είναι το κατά πόσο είναι τα σπίτια μας «θωρακισμένα» και σωστά μονωμένα, ώστε να μην σπαταλάμε άσκοπα ενέργεια. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η ενεργειακή κατάσταση των κατοικιών μας εξαρτάται από τον βαθμό θωράκισής τους. Τα σπίτια μας είναι ενεργειακά σπάταλα, καθώς η απουσία, η ανεπάρκεια και η ελλιπής εφαρμογή ρυθμίσεων και κανόνων συντέλεσε στην κατασκευή μη-αποδοτικών κατοικιών.
Ως αποτέλεσμα, το 74% των ελληνικών κατοικιών δεν έχει καλή μόνωση. Για παράδειγμα, η μέση μόνωση στους τοίχους των σπιτιών της Ελλάδας είναι 4 φορές μικρότερη από ότι στη Σουηδία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απαιτείται μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας στα σπίτια μας. Η μέση ενεργειακή κατανάλωση των κατοικιών της Αθήνας είναι 50-100% μεγαλύτερη, σε σχέση με τη Γερμανία και τη Δανία.
Το πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ’ οίκον» δίνει τη δυνατότητα ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών, επιδοτώντας αντικατάσταση κουφωμάτων, θερμομόνωση, αναβάθμιση του συστήματος θέρμανσης και της παροχής ζεστού νερού. Είναι ένα θετικό μέτρο, που όμως στην παρούσα συγκυρία δεν επαρκεί, καθώς πάρα την επιχορήγηση που δίδεται και μπορεί να φτάσει έως και 70%, πολλοί συμπολίτες δεν μπορούν να διαθέσουν ούτε το παραμικρό ποσό για τη θωράκιση του σπιτιού τους.
Τι συνέβη πριν μερικά χρόνια;
Τον Οκτώβριο του 2012 ανακοινώθηκε στους καταναλωτές η εξίσωση του φόρου κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης. Συνεπώς, η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης αυξήθηκε κατά 30-40%. Οι πολίτες, αδυνατώντας πλέον να ανταπεξέλθουν στο δυσβάσταχτο αυτό έξοδο, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να βρουν εναλλακτικές. Σύμφωνα με έρευνα κοινής γνώμης της Public Issue, για λογαριασμό του WWF Ελλάς, το 2011 το 70% περίπου των πολιτών χρησιμοποιούσε πετρέλαιο ως βασική πηγή θέρμανσης. Το 2012, το ποσοστό κατρακύλησε στο 35%. Οι πολίτες κατέφυγαν σε τζάκια και σόμπες (9%), κλιματιστικά (16%), ηλεκτρικά σώματα (16%) και σε φυσικό αέριο (21%). Πολλοί επέλεξαν να περιορίσουν την κατανάλωση κάθε μέσου θέρμανσης.
Ολόκληρες πολυκατοικίες με κεντρική θέρμανση παρέμειναν παγωμένες, καθώς τα νοικοκυριά δεν μπορούσαν να καταβάλουν τα κοινόχρηστα. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, την περίοδο Οκτωβρίου 2012 – Φεβρουαρίου 2013, η κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης μειώθηκε κατά 68%. Από την άλλη, σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, η αύξηση στις πωλήσεις ξυλοσομπών ξεπέρασε το 80%.
Το πρόβλημα της αιθαλομίχλης
Μαζί με τα τζάκια και τις σόμπες ήρθε στα μεγάλα αστικά κέντρα και η αιθαλομίχλη, το φαινόμενο δηλαδή της υπερσυγκέντρωσης ρύπων και αιωρούμενων σωματιδίων και του εγκλωβισμού τους σε αέριες μάζες κοντά στην επιφάνεια της γης. Στη Λυκόβρυση Αττικής, παρουσιάστηκαν πολύ υψηλές συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων. Μόνο τον Δεκέμβριο του 2012, το όριο συγκεντρώσεων που έχει τεθεί, ξεπεράστηκε για 17 ημέρες. Βάσει έρευνας του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, ένα τζάκι εκπέμπει τόσα αιωρούμενα σωματίδια όσα 1000 νέα αυτοκίνητα ανά ημέρα. Ένας καυστήρας φυσικού αερίου εκπέμπει 2 γραμμάρια αιωρούμενων σε διάστημα 4 ωρών, ενώ για την ίδια χρήση ένα τζάκι εκπέμπει 150 γραμμάρια.
Εκτός από αιωρούμενα σωματίδια μικρής (PM10) ή πολύ μικρής διαμέτρου (PM2,5), η καύση ξύλου σε μη αποδοτικές εγκαταστάσεις προκαλεί επίσης σημαντικές εκπομπές επικίνδυνων χημικών ουσιών, όπως οι πτητικοί υδρογονάνθρακες (NMVOC) και οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες (PAH). Ενδέχεται επίσης να προκαλέσει την έκλυση ιδιαίτερα τοξικών διοξινών και φουρανίων (PCDD/F), ειδικά μάλιστα αν καίγονται ξύλα που έχουν βαφεί ή ξύλα που έχουν υποστεί χημική επεξεργασία. Σύμφωνα με την Ένωση Ελλήνων Χημικών:
«Τα αιωρούμενα σωματίδια που παράγονται από αυτές τις καύσεις ανήκουν στην κατηγορία των αναπνεύσιμων σωματιδίων που μέσω της αναπνοής φθάνουν στους επιθηλιακούς ιστούς των πνευμόνων και μπορούν να συγκρατηθούν, μεταφέροντας τις επικίνδυνες ενώσεις. Πέρα από τις μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία που περιλαμβάνουν την τοξική βιοσυσσώρευση, τη μεταλλαξογένεση και την καρκινογένεση, οι αυξημένες συγκεντρώσεις αιωρουμένων σωματιδίων με ρυπογόνο οργανικό υλικό δυσχεραίνουν την αναπνευστική λειτουργία και δημιουργούν μεγάλη επιβάρυνση σε ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες, όπως τα άτομα με άσθμα, οι ασθενείς με αναπνευστικά, οι ηλικιωμένοι αλλά και τα μικρά παιδιά.
Από την άλλη πλευρά όμως, τα στοιχεία αυτά αφορούν μόνον τα συμβατικά τζάκια και ξυλόσομπες. Πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου δείχνει πως η καύση ξύλου σε λέβητες βιομάζας, δηλαδή, κεντρικά συστήματα με πέλετ ή ξύλα είναι σαφέστατα πιο αποδοτική, πολύ πιο οικονομική και βεβαίως πολύ λιγότερο επιβαρυντική για το περιβάλλον. Συνεπώς, οι ειδικοί εξηγούν πως σίγουρα δεν πρέπει να ενοχοποιήσουμε την καύση ξυλείας στο σύνολό της, αλλά να προσπαθούμε να επιλέγουμε μορφές θέρμανσης που δεν επιβαρύνουν τόσο, ούτε το περιβάλλον, ούτε την υγεία μας αλλά ούτε και την τσέπη μας.
Συμβουλές για σωστή χρήση τζακιού και ξυλόσομπας
- Φροντίστε για την έγκαιρη προμήθεια της απαιτούμενη ποσότητας – ιδανικά, αγοράστε ξυλεία που έχει κοπεί τουλάχιστον 6 μήνες πριν, ώστε να προλάβει να αποβάλλει την περιεχόμενη υγρασία.
- Επιλέξτε ξερά ξύλα. Τα ξερά ξύλα έχουν πιο σκούρο, ομοιογενές, χρώμα, ρωγμές στην επιφάνεια τους και βγάζουν τον χαρακτηριστικό ήχο του ‘κούφιου’ όταν τα χτυπήσετε με άλλα ξύλα. Η επιθυμητή περιεκτικότητα σε υγρασία (κατά βάρος) είναι περίπου 20-25% – μπορείτε να προμηθευτείτε έναν μετρητή υγρασίας των ξύλων για να σας βοηθήσει σχετικά (το κόστος, ανάλογα το είδος της συσκευής κυμαίνεται από 10-100 ευρώ).
- Για τη σωστή αποθήκευση των καυσόξυλων, επιλέξτε εξωτερικό χώρο, φροντίστε να μη βρίσκονται σε επαφή με το έδαφος και προστατέψτε τα από τη βροχή. Όταν σκεπάσετε τη στοίβα, αφήστε τις πλαϊνές πλευρές ακάλυπτες, ώστε να μπορεί να κυκλοφορεί άνετα ο αέρας
- Το είδος της ξυλείας είναι επίσης σημαντικό, καθώς από αυτό εξαρτάται η αποδιδόμενη θερμότητα. Καθώς τα περισσότερα είδη ξύλου έχουν παρόμοιο ενεργειακό περιεχόμενο ανά μονάδα βάρους, μεγάλη σημασία έχει η πυκνότητα του καύσιμου. Είναι λογικό, τα μεγαλύτερης πυκνότητας ξύλα να είναι πιο ακριβά αλλά η καύση τους να διαρκεί περισσότερη ώρα – για παράδειγμα, ξύλο από δρυ ή οξιά θα προσφέρει μεγάλης διάρκειας φωτιά
- Αποφύγετε τα ξύλα από κωνοφόρα είδη (ελάτη, πεύκη κ.λπ.) καθώς «σκάνε» και υπάρχει σημαντικός κίνδυνος πρόκλησης πυρκαγιάς.
- Καθώς πλέον, ήδη από την περσινή χρονιά, η πώληση καυσόξυλων γίνεται βάσει του όγκου και όχι του βάρους τους, είναι σημαντικό κατά την αγορά τους να προσέχουμε να μην υπάρχουν μεγάλα κενά ανάμεσα στα στοιβαγμένα ξύλα. Επιπλέον, οι πωλητές είναι υποχρεωμένοι να αναγράφουν διαφορετικές τιμές για καυσόξυλα στοιβαγμένα και για καυσόξυλα που πωλούνται χύδην.
- Για να αποφύγετε τη ρύπανση του αέρα μέσα στο σπίτι, πρέπει να είστε ιδιαίτερα προσεκτικοί με τα υλικά που καίτε. Αποφύγετε, κατ’ αρχήν, τα προσανάμματα κηροζίνης και γενικότερα παραγώγων πετρελαίου και προτιμήστε οργανικά ή φυσικά προϊόντα. Γενικά, ακατάλληλα προς καύση θεωρούνται τα οικιακά απορρίμματα, τα πλαστικά, οι σελίδες περιοδικών με χρωματιστά μελάνια, τα κουτιά και τα χαρτιά περιτυλίγματος, τα επιχρισμένα, βαμμένα ή τα επεξεργασμένα ξύλα, τα κοντραπλακέ και οποιοδήποτε ξύλο περιέχει κόλλα. Κατά τη διαδικασία καύσης τους, τα παραπάνω απελευθερώνουν επικίνδυνες και τοξικές χημικές ουσίες, ενώ ενδέχεται να προξενήσουν βλάβες στη συσκευή καύσης και στην υγεία σας.
- Για την αποφυγή εισπνοής καπνού και τοξικών αερίων, αλλά και για το ενδεχόμενο πρόκλησης πυρκαγιάς, σκεφθείτε την πιθανότητα εγκατάστασης ενός ανιχνευτή καπνού. Ιδιαίτερα για τις εκπομπές μονοξειδίου του άνθρακα (CO), η οποία οφείλεται στην ατελή καύση του ξύλου, μπορείτε να εγκαταστήσετε έναν ηλεκτρονικό ανιχνευτή. Το CO είναι άοσμο και άχρωμο, και η έκθεση σε αυτό περιορίζει την ικανότητα του αίματος να μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς, οδηγώντας σε δηλητηρίαση αλλά και σε θάνατο.
- Για να μειώσετε τον κίνδυνο πρόκλησης πυρκαγιάς, επιλέγετε πάντα επώνυμες μονάδες καύσης και τηρείτε τις σχετικές προδιαγραφές του κατασκευαστή
- Απομακρύνετε από την εστία καύσης όλα τα εύφλεκτα υλικά – κουρτίνες, έπιπλα, εφημερίδες, βιβλία κ.λπ. Καλό είναι να έχετε πρόχειρο έναν πυροσβεστήρα για περίπτωση ανάγκης.