Τον ξέρεις εσύ, ακόμα και το ξαδέρφι σου που δεν ασχολείται με τα καλλιτεχνικά δρώμενα , συμπεριλαμβανόμενου και του παππού σου με το τριπλό εγκεφαλικό, και γενικότερα όλος ο κόσμος, έστω κι αν δεν γνωρίζει πολλές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη προσωπικότητα.
Τα έργα του τα έχουμε δει να φιγουράρουν σε σουπλά, σουβέρ, φλιτζάνες, πιατάκια του καφέ, μέχρι και σε καπάκια για τη χέστρα. Επίσης, μάλλον γνωρίζεις πως δεν ήταν αυτό που λέμε “η ψυχή του πάρτι“, ούτε και πολύ δημοφιλής ζωγράφος εν ζωή. Ο λόγος για τον Vincent van Gogh.
Μετα-ιμπρεσιονιστής, ομολογουμένως πονεμένη ψυχή, με θλιβερή ιστορία. Το έργο του οποίου η ιδιαιτερότητα αναγνωρίστηκε μετά θάνατον, κατέληξε να επηρεάσει τα μεταγενέστερα ζωγραφικά ρεύματα του εξπρεσιονισμού και του φωβισμού, καθώς και την αφηρημένη τέχνη.
Σίγουρα έχεις ακούσει και ιστορίες για μηδενικές πωλήσεις έργων, κομμένα αυτιά, ψυχιατρεία, καταθλίψεις, αδερφικές αλληλογραφίες και άλλα σχετικά με τη πάρτη του.
Σήμερα, αυτό που θα κάνουμε είναι να βάλουμε όλα αυτά τα bits and bites που έχεις στα υπόψιν σου σχετικά με τον Βίνσεντ βαν Γκογκ σε μια σειρά, παρουσιάζοντας τη βιογραφία του — όχι πως δεν θα την βρεις και αλλού δαύτη, αλλά όλοι ξέρουμε ότι την προτιμάς ελαφρώς καρυκευμένη και ευκολοχώνευτη από τα χεράκια μου, οπότε χέι χο, λετς γκο!
Στα αγγλικά ολόκληρο το όνομα του είναι Vincent Willem van Gogh και γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1853 στο Zundert, ένα χωριό κοντά στη Breda στα νότια της Ολλανδίας και ήταν το πρώτο επιζόν τέκνο του προτεστάντη πάστορα Theodore Van Gogh και της Anna Carbentus. Μετά τον Βίνσεντ ακολούθησαν άλλα 5 κουτσούβελα.
Γεγονότα από τη παιδική ηλικία του Vincent δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα, αλλά γνωρίζουμε πως από τότε παρουσίαζε τάσεις προς μελαγχολία, ικανές να εξελιχθούν σε καταθλιψάρες.
Εν έτη 1870 έπιασε δουλειά σαν πωλητής έργων τέχνης για την εταιρεία των Γάλλων “Goupil & Cie” στη Χάγη, ενώ τρία χρόνια μπήκε στη μπίζνα και ο -κατά τέσσερα χρόνια μικρότερος και αγαπημένος του αδερφός- Theo. Βέβαια παρόλο που ο Theo τα πήγαινε πολύ καλά με το επάγγελμα, ο δικός μας δε τη πάλευε, ούτε με το αντικείμενο, ούτε με τις συχνές μετακομίσεις που αναγκαζόταν να κάνει.
Τελικά το 1876 τρώει πόδι από τη δουλειά και αποφασίζει να ακολουθήσει το δρόμο του πατέρα του και να γίνει και ο ίδιος πάστορας, μιας και ήδη από το 1873 άρχισε να τρώει μεγάλη μπιέλα με τη θρησκεία. Το 1877 μπαίνει στη θεολογική σχολή στο Άμστερνταμ. Μέσα στον επόμενο χρόνο καταφέρνει να τα κάνει σκατά με τη σχολή του και να μη περάσει τα μαθήματα. Παρόλα αυτά καταφέρνει να γίνει ιεροκήρυκας στο Borinage του Βελγίου.
Εκεί πιάνει στενές παρτίδες με τους κατοίκους της περιοχής, όπου επί τω πλείστων ήταν εργάτες στο ορυχείο της περιοχής και βίωναν την εξαθλίωση στα καλά της. Μεταγενέστερα, οι επαφές του με άτομα της κατώτερης εργατικής τάξης επηρέασε θεματολογικά τη δουλειά του. Βέβαια, όσο και αν απολάμβανε να κηρύττει στο λόγο του Θεού στους εργάτες του Borinage, η σύμβασή του έληξε στους έξι μήνες και δεν κατάφερε να την ανανεώσει. Συνεπώς, μετά από αρκετές περιπλανήσεις, ψάχνοντας για κάποια άλλη εργασία, να αναγκαστεί να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι στο Etten.
Ο καημενούλης, από εδώ και έπειτα άρχισε να βαράει τις χοντρές ψυχολογικές του φρίκες, με αποτέλεσμα ο πατέρας του το 1880 να επιχειρήσει να τον κλείσει σε άσυλο, πράγμα που ο δικός μας απέφυγε προς στιγμήν πηγαίνοντας στο Cuesmes. Από εκεί προσπαθεί για ακόμα μια φορά να βρει δουλειά στο Borinage, αλλά αποτυχαίνει και πάλι. Για καλή του τύχη, τον Ιούλιο του 1880 λαμβάνει ανέλπιστη οικονομική βοήθεια από τον αδερφό του. Από τότε ξεκίνησε να του γράφει σε μόνιμη βάση, αν και ο αδερφός του απαντούσε λιγότερο συχνά στα γράμματα του, συνήθως προβληματισμένου, Vincent.
Το 1880 ήταν επίσης η χρονιά που ο Vincent άρχισε να ασχολείται σοβαρά με τη ζωγραφική, αν και ήδη από το καιρό που βρισκόταν στο Borinage, σκίτσαρε και γυρόφερνε στο μυαλό του την ιδέα να γίνει ζωγράφος. Το 1881 μετακομίζει στις Βρυξέλλες, γράφεται στην εκεί Ακαδημία και αρχίζει να εργάζεται πάνω στο σχέδιο και τη ζωγραφική πυρετωδώς, ενώ στη συνέχεια επιστρέφει στο Etten όπου για κάποιο καιρό λαμβάνει μαθήματα ζωγραφικής από τον Anton Mauve, αν και πολύ σύντομα άρχισαν να έχουν καλλιτεχνικές διαφωνίες και εξαιτίας αυτού τα έσπασαν.
Έτσι ο Vincent έμεινε να εξασκεί την τέχνα του δίχως κάποια καθοδήγηση, έχοντας μεγάλες αμφιβολίες για τον εαυτό του και τις ικανότητές του ως καλλιτέχνης, τις οποίες αμφιβολίες οι γονείς του φρόντιζαν να ενισχύουν με τη στάση τους απέναντί του — μαλακίες γονέων τέκνα παιδεύουσι άλλωστε, αιώνες τώρα. Ο μόνος που τον υποστήριζε σε αυτό που έκανε, τόσο ηθικά όσο και οικονομικά, ήταν ο καλός Theo, ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε καταφέρει να στήσει μια αξιόλογη καριέρα σαν πωλητής έργων τέχνης.
Στις αρχές του 1882 μετακομίζει σε ένα μικρό στούντιο και λίγους μήνες αργότερα συνάπτει ερωτική σχέση με μια πόρνη, τη Sien Hoornik, μαζί με την οποία το καλοκαίρι του ίδιου έτους αποκτούν ένα παιδί, τον Willem.
Λίγο καιρό πριν τη γέννηση του Willem ο δικός μας μπαίνει στο νοσοκομείο και διαγιγνώσκεται με γονόρροια. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταλείπει την Sien και τον μικρό και μετακομίζει στο Drenthe. Έπειτα περνάει ακόμα μια περίοδο δύο περίπου ετών όπου μένει με τους γονείς του, κατά την οποία πεθαίνει και ο πατέρας του, ενώ στα τέλη του 1885 μετακομίζει στην Αμβέρσα και γράφεται στην ακαδημία τεχνών.
Παράλληλα ο αδερφός του είναι στα ξεκινήματα στησίματος δικής του μπίζνας για αγοροπωλησίες πινάκων και το πρώτο έργο που πουλάει είναι ένας πίνακας του Gauguin – τον οποίο Gauguin γνωρίζει και ο δικός μας, ανταλλάσσοντας μετέπειτα πίνακες μαζί του.
Το Φεβρουάριο του 1888 ο Vincent μετακομίζει στο Arles της Γαλλίας, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους τον επισκέπτεται και συγκατοικεί μαζί του ο Gauguin.
Εκείνη τη περίοδο το ρίχνει στη δημιουργία των, χαρακτηριστικών για πολλούς, έργων του με τα ηλιοτρόπια, με σκοπό να διακοσμήσει με αυτά το δωμάτιο του Gauguin. Βέβαια μερικούς μήνες αργότερα λογομαχούν άσχημα και μετά τη λογομαχία τους ο Vincent, πάνω σε ένα ψυχωτικό επεισόδιο κάνει τη πράξη αυτοτραυματισμού για την οποία έχει μείνει γνωστός σε πολύ κόσμο: κόβει το αυτί του.
Βέβαια η κοινή αντίληψη είναι λανθασμένη και υπερβολική πάνω σε αυτό το περιστατικό. Ο van Gogh δεν ακρωτηρίασε ολόκληρο το αυτί του, αλλά μέρος του λοβού αυτού.
Το πρωί της επόμενης ημέρας μετά από τον αυτοτραυματισμό του, ο Theo και ο Gauguin τον βρίσκουν ξερό στο κρεβάτι του διαμερίσματός του και τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Από εκεί βγαίνει στις 8 Ιανουαρίου και πάει καπάκια στο Άμστερνταμ για τα αρραβωνιάσματα του αδερφού του. Δυστυχώς, λιγότερο από ένα μήνα αργότερα, παθαίνει ακόμα ψυχωτικό επεισόδιο και μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Κάνει μερικά μπες-βγες ακόμα και έπειτα αποφασίζει να κλειστεί στο ίδρυμα του Saint-Rémy-de-Provence στη Γαλλία το Μάιο του 1889.
Εξαιτίας της κακής του ψυχικής υγείας χάνει την ευκαιρία να συμμετάσχει την ομαδική έκθεση που οργάνωσε ο Gauguin στο Cafe Volpini.
Σχετικά με τα θέματα ψυχικής υγείας τα οποία προβλημάτιζαν τον van Gogh -ιδίως κατά το τελευταίο έτος της ζωής του- έχουν υπάρξει πολλές θεωρίες, με πιο δυνατές αυτές της επιληψίας του κροταφικού λοβού και της διπολικής διαταραχής, συνδυασμένες μαζί αλλά και με άλλα τερτίπια που υποτίθεται πως επιδείνωναν τη κατάστασή του, όπως η δηλητηρίαση από μόλυβδο λόγω των χρωμάτων που χρησιμοποιούσε, αλλά και η δηλητηρίαση από θουγιόνη από το πολύ αψέντι που κατέβαζε για να κατευνάζει τις κρίσεις του — το τελευταίο μάλιστα προκαλεί αλλοιώσεις στην όραση κάνοντας τον ασθενή να βλέπει τα πάντα πιο κιτρινωπά απ΄ότι συνήθως. Ορισμένοι εικάζουν πως αυτή η παρενέργεια της θουγιόνης έφταιγε για το ότι ο δικός μας έχωνε σχεδόν παντού κίτρινο στους πίνακές του.
Τελικά ο Vincent στα τέλη του 1889 βγαίνει από το ίδρυμα, πιάνει ξανά πινέλο και συμμετέχει με δύο έργα του στη 5η ετήσια έκθεση ανεξάρτητων καλλιτεχνών στο Παρίσι. Στη συνέχεια συμφωνεί με τον Octave Maus να συμμετάσχει με την ομάδα “Les XX” στην 7η τους έκθεση στις Βρυξέλλες.
Συμμετείχε στην έκθεση με 6 του έργα πουλώντας ένα εξ αυτών, το “Τhe Red Vineyard” στην Anna Boch. Φυσικά στην έκθεση δεν έλειψαν σκηνικά με ένταση και ξεκατίνιασμα: για την ακρίβεια ο Henry de Groux άρχισε να προσβάλλει τον van Gogh για τη δουλειά του και να επιμένει πως δε θέλει να εκθέσει τα έργα του διπλά σε αυτά του δικού μας. Ο Toulouse-Lautrec μπήκε στη μέση για να υπερασπιστεί τον van Gogh προκαλώντας τον de Groux σε μονομαχία με όπλα, ενώ στη συνέχεια πετάχτηκε και ο Paul Signac λέγοντας πως αν πάθαινε τίποτα ο Lautrec θα έμπαινε αυτός στη θέση του για να ξεπλύνει τη τιμή του Vincent.
Τελικά η ματσίλα και τα αιματοκυλίσματα αποφεύχθηκαν και απλά ο de Groux πήρε πόδι από την ομάδα.
Το Φεβρουάριο του 1890 αρχίζει πάλι να έχει κρίσεις, ψυχωτικές και επιληπτικές, οι οποίες τον παιδεύουν για περίπου εννιά εβδομάδες.
Εν τέλη, αρχές Μαΐου αρχίζει να στρώνει και προς τα μέσα του ίδιου μήνα παίρνει εξιτήριο. Μένει για 3 ημέρες με τον Theo στο Παρίσι και έπειτα εγκαθίσταται στο Auvers-sur-Oise. Εκεί τον επισκέπτονται ο Theo με τη σύζυγό του και το νεογέννητο κουτσούβελό τους, που έχει το ίδιο όνομα με τον δικό μας.
Δυστυχώς κατά τον Ιούλη αρχίζουν και πάλι να τον πιάνουν τα ζόρια. Ο Theo λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων δε καταφέρνει να πάει να τον δει εγκαίρως. Ο Vincent δε τη παλεύει καθόλου, τον έχουν πιάσει τα διαόλια του, θέλει να βάλει τέλος σε όλα.
Εν τέλει στις 27 Ιουλίου αυτοτραυματίζεται στο στήθος με όπλο, το οποίο βέβαια δε βρέθηκε εκεί τριγύρω του. Τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο όπου ξεψυχάει τα ξημερώματα της 29ης Ιουλίου. Μέσα στα τελευταία του λόγια ήταν και η ατάκα: “Το ήθελα να τελειώσει έτσι“.
Η ιστορία έχει συνέχεια όμως. Κατ’ αρχάς, σε διάστημα μικρότερο του μήνα αρχίζουν τα media να ασχολούνται με την πάρτη του, ενώ παράλληλα παίζει μια αναδρομική έκθεση με τα έργα του οργανωμένη από τον Theo, ο οποίος πήρε πολύ βαριά τον χαμό του αδερφού του — πάρα πολύ βαριά. Τόσο βαριά που τον Οκτώβρη του 1890 άρχισε να καταρρέι τόσο ψυχικά όσο και σωματικά, με αποτέλεσμα στα μέσα του επόμενου μήνα να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, όπου και πέθανε στις 25 Ιανουαρίου του 1891, σχεδόν 6 μήνες μετά το θάνατο του αδερφού του και καμιά δεκαετία αργότερα θάφτηκε δίπλα του.
Με τους αδερφούς van Gogh νεκρούς ίσως σου περάσει από το μυαλό η απορία “ποιος διάολο προώθησε τότε την δουλειά του;“. Εδώ σκάει μύτη η γυναίκα του μακαρίτη του Theo, Johanna Bonger, που φρόντισε να συλλέξει όλα τα έργα του Vincent και να τα προωθήσει καθώς και όλη την αλληλογραφία του με τον Theo.
Η περίπτωση της Johanna Bonger και η post mortem προώθηση του έργου του Βίνσεντ βαν Γκογκ είναι μια εξίσου ενδιαφέρουσα ιστορία και σίγουρα θα μας απασχολήσει και σε κάποιο μελλοντικό άρθρο.