Ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία ορίζεται πρακτικά η Ανατολική περιοχή του Ρωμαϊκού κράτους, που αποσπάστηκε από τη συγκεκριμένη αυτοκρατορία από το 395 μ.Χ. Ωστόσο από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του Βυζαντίου είναι ό,τι η αυτοκρατορία του διήρκησε πάνω από μια χιλιετία, δηλαδή από τον 4ο μέχρι τον 15ο αιώνα μ.Χ. και θεωρείται από τους σύγχρονους ιστορικούς πως άλλαξε τα πράγματα με τα πολιτιστικά του δρώμενα στο σκοτεινό φεουδαρχικό Μεσαίωνα της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου.
Για το χρονολογικό καθορισμό της αρχής της ιστορίας του Βυζαντίου υπάρχουν πολλές απόψεις. Εμείς εδώ ακολουθούμε την επικρατέστερη, σύμφωνα με την οποία αυτή πρέπει να τοποθετηθεί στη χρονιά των εγκαινίων της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας του κράτους το 330 μ.Χ.
Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος (330 – 395 μ.Χ.).
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, αφού νίκησε και αιχμαλώτισε το συνάρχοντά του Λικίνιο, έμεινε μόνος κύριος του μεγάλου Ρωμαϊκού κράτους (323). Μετά απώθησε από τα όρια της επικράτειάς του τους βαρβάρους, που είχαν εκστρατεύσει εναντίον της. Αλλά καταλάβαινε ότι η άμυνα του κράτους απαιτούσε τεράστια και οχυρωμένη βάση, μια πόλη που θα γινόταν πρωτεύουσα. Από κάθε άλλη θέση προτίμησε το Βυζάντιο για τη μοναδικότητα της θέσης του από στρατηγική και εμπορική άποψη.
Η πόλη χτίστηκε με σχέδιο πάνω σε εφτά λόφους, οχυρώθηκε με περίβολο τειχών και στολίστηκε με μεγαλόπρεπα ανάκτορα, ιπποδρόμιο, ναούς, πλατείες και πολλά μνημεία τέχνης. Ο πληθυσμός της μετά την εγκατάσταση των υπηρεσιών, πολλών πλούσιων οικογενειών και των συγκλητικών πολλαπλασιάστηκε γρήγορα.
Το χτίσιμο άρχισε το 324 μ.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Μαΐου 330. Η πόλη ονομάστηκε Νέα Ρώμη αργότερα και από το όνομα του αυτοκράτορα, Κωνσταντινούπολη. Η νέα πρωτεύουσα ήταν χριστιανικό κέντρο. Και καθώς ιδρύθηκε ανάμεσα σε ελληνικές χώρες, αφομοιώθηκε με τον καιρό από τη δύναμη του ελληνικού πολιτισμού και έγινε ελληνική. Έτσι έγινε η αρχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Όταν πέθανε ο μεγάλος και ευσεβής αυτοκράτορας (337 μ.Χ.), άφησε στους τρεις γιους του Κωνσταντίνο, Κωνστάντιο και Κώνστα το Ρωμαϊκό κράτος. Αλλά η διανομή αυτού στα τρία προκάλεσε εμφύλιους πολέμους, από τους οποίους ωφελήθηκαν πάλι οι εξωτερικοί του εχθροί και οι λαοί που ζητούσαν ευκαιρία για να αποσπαστούν απ` αυτό.
Όταν εξαφανίστηκαν οι τρεις αυτοί αυτοκράτορες, μονάρχης όλου του Ρωμαϊκού κράτους ανακηρύχτηκε ο Ιουλιανός, ο ανιψιός του Κωνσταντίνου (361). Αυτός επανέφερε την τάξη και βελτίωσε τη θέση του κράτους. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την παιδεία, αρνήθηκε όμως το χριστιανισμό και γι` αυτό ονομάστηκε “Παραβάτης”. Σκοτώθηκε το 363 σε μια μάχη εναντίον των Περσών.
Μετά τον Ιουλιανό ο στρατός ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Ιοβιανό, που αναγκάστηκε να κλείσει ταπεινωτική ειρήνη με τους Πέρσες και να παραχωρήσει σ` αυτούς πολλές επαρχίες της Ασίας. Μετά το θάνατό του (364) αυτοκράτορας έγινε ο Ουαλεντιανός ο Α΄, ο οποίος με τη βοήθεια του στρατηγού Θεοδοσίου απώθησε τους λαούς που από όλες τις πλευρές είχαν εισορμήσει στο κράτος του. Πήρε μετά συνάρχοντα τον αδερφό του Ουάλλη, στον οποίο παραχώρησε την Ανατολή, ενώ ο ίδιος κράτησε τη Δύση. Τον Ουάλλη διαδέχτηκε ο Μ. Θεοδόσιος (379 – 395), που ένωσε και πάλι το κράτος. Στις ημέρες του φάνηκε κάποια ελπίδα σωτηρίας από τα βαρβαρικά έθνη του εξωτερικού.
Οίκος Θεοδωσίου (395 – 527 μ.Χ.)
Όταν πέθανε ο Μέγας Θεοδόσιος, τον διαδέχτηκαν οι γιοι του Αρκάδιος (στην Ανατολή) και Ονώριος (στη Δύση). Από τότε χάθηκε κάθε ιδέα ενότητας και οι επιδρομές των βαρβάρων έγιναν πιο επίφοβες. Η μεγάλη μετανάστευση επέφερε την κατάλυση της Δυτικής Αυτοκρατορίας, της οποίας τελευταίος αυτοκράτορας υπήρξε ο Ρωμύλος ο Αυγουστύλος (479). Τότε αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ιταλίας ο ηγεμόνας των Ερούλων, Οδόακρος.
Στην Ανατολή ο Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός αναγκάστηκε να πληρώσει μεγάλο χρηματικό ποσό και να παραχωρήσει αρκετό τμήμα της Βαλκανικής, για να απαλλάξει τη χώρα του από τον τρόμο του Αττίλα, που το 447 είχε φτάσει μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης. Από τα σπουδαιότερα ειρηνικά έργα του Θεοδοσίου του Μικρού είναι η ίδρυση του Πανδιδακτηρίου, του πρώτου δηλ. πανεπιστημίου της πρωτεύουσας (425), και ο “Θεοδοσιανός Κώδιξ” (438), δηλ. η κωδικοποίηση των νόμων.
Στα χρόνια του έγινε η τρίτη Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο και τέταρτη στη Χαλκηδόνα. Μετά το θάνατό του η γυναίκα του Πουλχερία παντρεύτηκε το γέροντα στρατηγό Μαρκιανό (450 – 457). Κατά τα χρόνια της βασιλείας τους επικράτησε χρηστή διοίκηση και το κράτος ανακουφίστηκε από τους φόρους προς τους Ούνους. Για τη φιλανθρωπία και τις ενέργειές τους προς την ορθοδοξία η Εκκλησία μας τους ανακήρυξε αγίους. Μετά το θάνατο του Μαρκιανού στο θρόνο ανέβηκε ο Λέοντας Α΄ (457 – 474). Αυτόν διαδέχτηκε ο Ζήνωνας (474 – 491), του οποίου συναυτοκράτορας ήταν ο γιος του Λέοντας Β΄ ο Μικρός, που πέθανε ύστερα από 10 μήνες.
Κατά την περίοδο της βασιλείας του Ζήνωνα συνέβησαν δραματικά γεγονότα: καταλύθηκε το Δυτικό Κράτος (479) και έγινε το σχίσμα μεταξύ των δύο εκκλησιών (482). Ο Αναστάσιος ο Α΄ (491 – 518) αποδείχτηκε ικανός και συνετός αυτοκράτορας. Αντιμετώπισε με επιτυχία τις επιδρομές των Ούνων και τω Περσών.
Στις μέρες του εμφανίστηκε, για πρώτη φορά, ένας νέος εχθρός, οι Σλάβοι, οι οποίοι με τους Αβάρους έκαναν την πρώτη εισβολή (493). Την εποχή αυτή επίσης πρωτοεμφανίστηκαν οι Βούλγαροι, με τους οποίους συγκρούστηκαν για πρώτη φορά οι Βυζαντινοί το 399. Πεθαίνοντας ο Αναστάσιος αυτοκράτορας στέφτηκε ο διοικητής της ανακτορικής φρουράς Ιουστίνος. Επειδή ήταν γέρος και αμόρφωτος, πήρε νωρίς ως βοηθό συνάρχοντα τον ανιψιό του Ιουστινιανό.
Ο Ιουστινιανός και οι διάδοχοι του (527 – 610 μ.Χ.)
Ο πιο αξιόλογος αυτοκράτορας του Βυζαντινού κράτους μετά την κατάλυση της Δυτικής Αυτοκρατορίας υπήρξε ο Ιουστινιανός Α΄ (527 – 555). Με τους άλλους στρατηγούς του, το Βελισάριο και το Ναρσή, κατόρθωσε ν` αποκρούσει τους εχθρούς που απειλούσαν το βασίλειό του, να το καταστήσει ισχυρό και να ενώσει πάλι με αυτό τις χώρες που είχαν αφαιρέσει οι βάρβαροι.
Ο Βελισάριος απέκρουσε τους Πέρσες στα ανατολικά σύνορα του κράτους, κατέβαλε και εξαφάνισε τους Βανδάλους στην Αφρική, αιχμαλώτισε το βασιλιά των Γότθων Ουίτιγη στην Ιταλία. Ο Ναρσής συμπλήρωσε το έργο του Βελισάριου στην Ιταλία, την οποία κατέστησε επαρχία της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, και έγινε ο πρώτος “έξαρχος” αυτής (554).
Ο Ιουστινιανός έθεσε στο κράτος του νόμους σοφούς και έχτισε το ναό της Αγίας Σοφίας, επειδή είχε πυρποληθεί ο πρώτος, που είχε οικοδομήσει ο Μ. Κωνσταντίνος. Κατόρθωσε επίσης να καταστείλει τις επαναστάσεις δύο φατριών, των Πράσινων και των Γαλάζιων, που αναστάτωναν την πρωτεύουσα.
Μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού οι Βυζαντινοί νόμιζαν ότι το μετάξι ήταν προϊόν δέντρου της Ινδίας και λίγοι φορούσαν μεταξωτά ρούχα, γιατί ήταν πανάκριβα. Ο Ιουστινιανός πληροφορήθηκε από δύο μοναχούς τη φύση του υλικού αυτού και τη βομβυκοτροφία, πήρε κουκουλόσπορο και ίδρυσε μεταξουργείο στο κράτος του.
Αλλά κρατούσε μυστική την ανατροφή των μεταξοσκωλήκων. Μόλις κατά το 1130 μ.Χ. οι Σικελοί κατόρθωσαν να αποσπάσουν το μυστικό και απ` αυτούς διαδόθηκε στην Ιταλία και Ισπανία και αργότερα στη Γαλλία (1600) και Γερμανία (1700). Μετά τον Ιουστινιανό ακολούθησε μια σειρά από ασήμαντους αυτοκράτορες: Ιουστίνος ο Β΄ (565 – 578), Τιβέριος ο Β΄ (578 – 582), Μαυρίκιος (582 – 602) και Φωκάς (602 – 610), οπότε εμφανίστηκε ο Ηράκλειος.
Οίκος Ηρακλείου (610 – 717 μ.Χ.)
Ο Ηράκλειος (610 – 641 μ.Χ.) βελτίωσε τα οικονομικά του κράτους και τα στρατιωτικά. Νίκησε τους Πέρσες, πήρε από τα χέρια τους τον Τίμιο Σταυρό και τον ανύψωσε πάλι στην Ιερουσαλήμ (14 Σεπτεμβρίου 629 μ.Χ.). Επίσης διαίρεσε το κράτος σε στρατιωτικές επαρχίες, τα “θέματα”, στις οποίες διόρισε στρατηγούς ως διοικητές. Στα χρόνια του φάνηκε και ένας νέος εχθρός, οι Άραβες, των οποίων τις ορμητικές επιδρομές κατόρθωσε να συγκρατήσει με επιτυχία.
Οι περισσότεροι διάδοχοι του Ηρακλείου αποδείχτηκαν άθλιοι. Απασχολήθηκαν με ασήμαντα έργα, αναμείχτηκαν σε εσωτερικές έριδες και άφησαν τους Σαρακηνούς να κυριεύσουν σημαντικές χώρες της αυτοκρατορίας. Αυτοί ήταν: Κωνσταντίνος ο Γ΄ (641), Κώνστας Β΄ (641 – 668), Κωνσταντίνος Δ΄ ο Πωγωνάτος (668 – 685), Ιουστινιανός ο Β΄(685 – 695), Λεόντιος (695 – 698), Τιβέριος Γ΄ (698 – 705), Ιουστίνος Β΄ για δεύτερη φορά (705 – 711), Φιλιππικός (711 – 713), Αναστάσιος Β΄ (713 – 715) και Θεοδόσιος ο Γ΄ (715 – 717).
Ίσαυροι (717 – 820 μ.Χ.)
Ο Λέοντας Γ΄ ο Ίσαυρος (717 – 741) κατάργησε την προσκύνηση των εικόνων και έδωσε αφορμή στη θρησκευτική έριδα των εικονομαχιών. Έσωσε όμως την Κωνσταντινούπολη από τους Άραβες με το υγρό πυρ. Τον διαδέχτηκε ο γιος του ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ ο Κοπρώνυμος (741 – 755), που ήταν επίσης εικονομάχος. Νίκησε τους Σαρακηνούς, αλλά νικήθηκε από τους Βουλγάρους και οι Λογγοβάρδοι του αφαίρεσαν την εξαρχία της Ιταλίας. Ο γιος του Λέοντας Δ΄ ο Χάζαρος (775 – 780) ήταν εικονομάχος.
Αλλά ο γιος αυτού Κωνσταντίνος ΣΤ΄ (780 – 797), με την Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (787), επανέφερε την προσκύνηση των εικόνων. Αυτόν, που δολοφονήθηκε, διαδέχτηκε η μητέρα του Ειρήνη η Αθηναία (797 – 802), η οποία παντρεύτηκε το Νικηφόρο τον Α΄, που μετά την εξορία της βασίλευσε μόνος (802 – 811). Τον σκότωσαν όμως σε μια μάχη οι Βούλγαροι και τον διαδέχτηκε ο Σταυράκιος (811). Ακολούθησαν οι Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές (811 – 813) και Λέοντας Ε΄ ο Αρμένιος (813 – 820).
Φρυγική δυναστεία (820 – 867 μ.Χ.)
Ο Λέοντας ο Ε΄ δολοφονήθηκε μέσα στα ανάκτορα και αυτοκράτορας αναγορεύτηκε ο Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός (820 – 829) από το Αμόριο της Φρυγίας, ο οποίος έγινε ιδρυτής της Φρυγικής δυναστείας. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεόφιλος (829 – 842), που συνέχισε με πείσμα τους αγώνες του πατέρα του εναντίον των Αράβων. Αυτόν διαδέχτηκε ο Μιχαήλ Γ΄ ο Μέθυσος (842 – 867).
Μακεδόνες (867 – 1075 μ.Χ.)
Πρώτος γνήσιος Έλληνας αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδόνας (867 – 886). Μεταχειρίστηκε στα δημόσια έγγραφα την ελληνική γλώσσα, παραμερίζοντας τη λατινική που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε. Στην εποχή του εξαπλώθηκε ο χριστιανισμός στα πέρατα της Ελλάδας και διαλύθηκαν τα τελευταία ερείσματα της ειδωλολατρίας. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Λέοντας ΣΤ΄ ο Σοφός (886 – 912), που προστάτευσε τα γράμματα και συμπλήρωσε τη νομοθεσία του πατέρα του. Συμβασιλιάς του ήταν ο Αλέξανδρος (912 – 913).
Ο Κωνσταντίνος ο Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (919 – 959) παραμερίστηκε ένα διάστημα από το φιλόδοξο πεθερό του, το ναύαρχο Ρωμανό Α΄ το Λεκαπηνό (920 – 914). Στις ημέρες του Κωνσταντίνου ενισχύθηκε η πνευματική κίνηση και η κοινωνική πρόνοια. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Ρωμανός Β΄ (959 – 963) και αυτόν ο στρατηγός Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963 – 969), ο οποίος νίκησε τους Σαρακηνούς και ανέκτησε την Κρήτη και την Κύπρο. Ο Ιωάννης Τσιμισκής (969 – 976) νίκησε τους Σαρακηνούς και τους Ρώσους και υπέταξε τους Βουλγάρους.
Μετά απ` αυτόν βασίλευσε ο τρισέγγονος του Βασιλείου του Μακεδόνα, Βασίλειος Β΄ (976 – 1025), ο οποίος ονομάστηκε Βουλγαροκτόνος, γιατί καθυπέταξε τους Βουλγάρους, που δοκίμασαν να αποστατήσουν, και τέλος τους συγχώνευσε στο βασίλειό του. Αυτός ανάγκασε και τους Άραβες να πληρώνουν φόρο.
Κατά την περίοδο των τελευταίων Μακεδόνων αυτοκρατόρων επακολούθησε ραγδαία παρακμή, που οφειλόταν στην ανικανότητά τους, στην εμφάνιση νέων επικίνδυνων εχθρών (Νορμανδών, Σελτζούκων, Πετσενέγων), στην καθιέρωση μισθοφορικών στρατευμάτων στη θέση των εθνικών και στη διατάραξη της κοινωνικής ισορροπίας.
Ύστερα από τη σύντομη βασιλεία του Κωνσταντίνου Η΄ (1025 – 1028) ανέβηκε στο θρόνο η κόρη του η πορφυρογέννητη Ζωή, που παντρεύτηκε το Ρωμανό Γ΄ τον Αργυρό (1028 – 1034). Ο Ρωμανός δολοφονήθηκε, ίσως με τη συνεργασία της Ζωής, η οποία παντρεύτηκε τον εραστή της Μιχαήλ Δ΄ τον Παφλαγόνα (1034 – 1041), που ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας.
Αυτός ανέκτησε μεγάλο μέρος της Σικελίας και κατέπνιξε με ευκολία την επανάσταση των Βουλγάρων και των Σέρβων. Ο Μιχαήλ Ε΄ ο Καλαφάτης (1041 – 1042), θετός γιος του προηγούμενου, αποπειράθηκε να απομακρύνει τη Ζωή, αλλά εκθρονίστηκε και ανακηρύχτηκαν ως αυτοκράτειρες η Ζωή και η μοναχή αδερφή της Θεοδώρα (1042). Η Ζωή σε ηλικία 62 χρονών έκανε συμβασιλιά τον τρίτο σύζυγό της, τον Κωνσταντίνο Θ΄ το Μονομάχο (1041 – 1055).
Τότε εμφανίστηκε στην Ασία νέος εχθρός, ο τουρκικός λαός των Σελτζούκων, ο οποίος και πέτυχε τις πρώτες νίκες εναντίον των Βυζαντινών. Στα χρόνια του αυτοκράτορα αυτού οριστικοποιήθηκε το σχίσμα των δύο Εκκλησιών (1054 μ.Χ.). Μετά το θάνατό του παρέμεινε μονοκράτειρα η Θεοδώρα (1055 – 1056), που λίγο πριν πεθάνει ανακήρυξε αυτοκράτορα το στρατηγό Μιχαήλ ΣΤ΄ το Στρατιωτικό (1056 – 1057). Αλλά αυτόν τον εξανάγκασε σε παραίτηση στρατιωτική επανάσταση των θεμάτων της Ασίας. Στο θρόνο ανέβηκε ο Ισαάκιος Κομνηνός. Έτσι έληξε η δυναστεία των Μακεδόνων.
Δούκες και Κομνηνοί (1057 – 1185 μ.Χ.)
Ο Ισαάκιος Κομνηνός (1057 – 1059), που ανέβηκε στο θρόνο με στρατιωτικό κίνημα, σήμανε την επικράτηση των στρατιωτικών στο αστικό κόμμα της πρωτεύουσας. Αργότερα όμως αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Τότε επικράτησαν οι Δούκες και αυτό σήμαινε το θρίαμβο της πολιτικής διοίκησης. Επί Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα (1059 – 1067) τα στρατιωτικά έργα παραμελήθηκαν και οι Σελτζούκοι συνέχισαν τις εισβολές τους στη Μ. Ασία, ενώ οι Ούγγροι κατέλαβαν το Βελιγράδι.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή ανέβηκε στο θρόνο ο Ρωμανός ο Δ΄ Διογένης (1067 – 1071), εξαιρετικός στρατηγός, που παντρεύτηκε τη χήρα βασιλομήτορα Ευδοκία, επίτροπο του ανήλικου Μιχαήλ Ζ΄. Οι στρατιωτικοί με την άνοδό του αναζωογονήθηκαν.
Ο Ρωμανός σε τρεις εκστρατείες του νίκησε τους Σελτζούκους, στην τέταρτη όμως αιχμαλωτίστηκε και αργότερα απελευθερώθηκε. Τη βασιλεία των Δουκών συνέχισε ο Μιχαήλ Ζ΄ ο Παραπινάκης (1071 – 1078), στις μέρες του οποίου ιδρύθηκε το Σελτζουκικό κράτος, που εκτεινόταν μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Ο στρατός δυσαρεστήθηκε από τις αποτυχίες του Μιχαήλ Ζ΄ και επαναστάτησε. Τελικά επικράτησε ο Νικηφόρος Γ΄ ο Βοτανειάτης (1078 – 1081). Ακολούθησαν όμως εσωτερικές ταραχές, ενώ οι εξωτερικοί εχθροί γίνονταν πιο απειλητικοί.
Η αναρχία σταμάτησε με την επικράτηση του νεαρού στρατηγού Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081 – 1118), που έσωσε την αυτοκρατορία από την καταστροφή. Αυτός ανέκτησε τις χώρες που είχαν καταληφθεί από τους επιδρομείς και ανέστησε σιγά σιγά το βασίλειο στην προηγούμενή του δύναμη. Από αυτόν αρχίζει κυρίως η δυναστεία των Κομνηνών και επί των ημερών του έγινε η πρώτη Σταυροφορία. Μετά τον Αλέξιο βασίλευσε ο Ιωάννης Β΄ ο Κομνηνός (1143 – 1180).
Και οι δύο κράτησαν σεβαστό το βασίλειο. Οι μετά απ` αυτούς Κομνηνοί εξασθένησαν το βασίλειο με τις αλληλομαχίες τους, αλλά διατήρησαν οπωσδήποτε τη δυναστεία τους μέχρι το 1185. Αυτοί ήταν ο Αλέξιος Β΄ ο Κομνηνός (1180 – 1183) και Ανδρόνικος Α΄ ο Κομνηνός (1183 – 1185).
Δυναστεία Αγγέλων (1185 – 1204 μ.Χ.)
Η κατάσταση, εσωτερική και εξωτερική, της αυτοκρατορίας στο μεταξύ είχε επιδεινωθεί και ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1185 – 1195) αποδείχτηκε τελείως ανίκανος να αντιμετωπίσει την κρισιμότητα της περίστασης. Πολλές πληγές άνοιξε στο κράτος ιδιαίτερα η Γ΄ Σταυροφορία. Οι Σταυροφόροι συνέλαβαν, τύφλωσαν και φυλάκισαν τον Ισαάκιο μαζί με το γιο του Αλέξιο. Και τότε αυτοκράτορας ανακηρύχτηκε ο αδερφός του Αλέξιος Γ΄ (1195 – 1203), που δεν ήταν καλύτερος εκείνου και η αναρχία μεγάλωσε. Τον Ιούλιο του 1203 οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης και ο Αλέξιος Γ΄ την εγκατέλειψε άνανδρα.
Οι πολιορκητές μπήκαν στην πόλη και αποκατέστησαν στο θρόνο τον Ισαάκιο Β΄ και το γιο του Αλέξιο Δ΄ ως συμβασιλέα (1203 – 1204). Ο λαός εξεγέρθηκε εναντίον των ανάξιων αυτοκρατόρων. Ο Αλέξιος Δ΄ στραγγαλίστηκε και ο Ισαάκιος πέθανε από φόβο. Στο θρόνο ανέβηκε ο συγγενής τους Αλέξιος Ε΄ Μούρτζουφλος (1204).
Οι Σταυροφόροι όμως συνέτριψαν την επανάσταση και ο Αλέξιος Ε΄ έφυγε. Τότε ανακηρύχτηκε από το λαό αυτοκράτορας ο Θεόδωρος Λάσκαρης, αλλά τίποτε πια δεν ήταν δυνατό να γίνει και η αριστοκρατία με τον κλήρο κατέφυγαν στη Νίκαια, όπου μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του κράτους.
Αυτοκράτορες της Νίκαιας (1024 – 1261 μ.Χ.)
Η αυτοκρατορία της Νίκαιας θεωρήθηκε ως συνέχεια της Βυζαντινής. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης (1204 – 1222) θεμελίωσε το νέο κράτος και κυριάρχησε στη βυζαντινή Μ. Ασία. Ο γαμπρός και διάδοχός του Ιωάννης Βατάτζης (1222 – 1254) κληρονόμησε ένα αρκετά ισχυρό κράτος και το μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (1254 – 1258), που είχε επιτυχίες εναντίον των Βουλγάρων και των Τούρκων.
Μετά το θάνατό του ανέβηκε στο θρόνο ο γιος του Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις (1258 – 1259), τον οποίο παραμέρισε ο στρατηγός Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1250 – 1261) και κατόρθωσε να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη (25 Ιουλίου 1261). Η δυναστεία που ίδρυσε έζησε δύο περίπου αιώνες.
Παλαιολόγοι (1261 – 1453 μ.Χ.)
Ο Μιχαήλ Η΄ (1261 – 1282) ήταν ικανός. Τον απασχόλησαν όμως τα φλέγοντα προβλήματα της Δύσης και δεν μπόρεσε να προσέξει το σλαβικό και τουρκικό κίνδυνο. Μετά το θάνατό του άρχισε ραγδαία παρακμή. Ο γιος του Ανδρόνικος Β΄ (1282 – 1328) ήταν περισσότερο λόγιος παρά κυβερνήτης. Οι Οθωμανοί ίδρυσαν κράτος και οι Ιωαννίτες κατέλαβαν τη Ρόδο (1309). Ο Ανδρόνικος Γ΄ (1328 – 1341), γιος του συμβασιλιά του Μιχαήλ Θ΄ (1295 – 1320), επαναστάτησε και ύστερα από επτά χρόνια πόλεμο εκθρόνισε τον παππού του Ανδρόνικο Β΄.
Οι Τούρκοι όμως στο μεταξύ προωθήθηκαν μέχρι το Βόσπορο (1338), ενώ οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι κατέστρεφαν πόλεις και ξερίζωναν πληθυσμούς. Μέσα σ` αυτές τις συμφορές τον Ανδρόνικο Γ΄ διαδέχτηκε ο γιος του Ιωάννης Ε΄ (1341 – 1391) και αυτόν ο “μέγας δομέστικος” Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός (1347 – 1355). Ακολούθησαν οι Μανουήλ Β΄ (1391 – 1425), Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος (1425 – 1448) και η αυτοκρατορία οδηγήθηκε στο χείλος της καταστροφής.
Τότε μετακλήθηκε από το δεσποτάτο του Μιστρά ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ή Δραγάσης (1449 – 1453), που έκανε την τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια. Αλλά η αυτοκρατορία είχε εξαντληθεί τελείως πια και η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων (29 Μαΐου 1453). Αυτό ήταν το τέλος του Βυζαντίου.
Γράμματα και τέχνες στο Βυζάντιο
Οι λόγιοι κατά τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες ήταν δέσμιοι της γλωσσικής παράδοσης και έγραφαν στην αττικίζουσα διάλεκτο, που ο λαός δεν μπορούσε να κατανοήσει. Περισσότερη πρωτοτυπία παρουσιάζουν τα έργα που γράφτηκαν στο σύγχρονο γλωσσικό ιδίωμα.
Η θεολογία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Οι συγγραφείς ήταν ή εθνικοί που αγωνίζονταν για τη σωτηρία της παλιάς θρησκείας τους (Λιβάνιος, Ιουλιανός ο Παραβάτης, 4ος αι. μ.Χ.) ή χριστιανοί, που αγωνίζονταν κατά των εθνικών και των αιρετικών. Στο “χρυσό αιώνα” της χριστιανικής θεολογίας διακρίνονται κυρίως οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας: Μέγας Βασίλειος (330 – 379), Γρηγόριος Νύσσης (335 – 394), Γρηγόριος Ναζιανζηνός (330 – 390) και Ιωάννης Χρυσόστομος (347 – 407).
Είδος πρωτότυπο το μυθιστόρημα, που το καλλιεργούν οι Ηλιόδωρος, Αχιλ. Τάτιος, Λόγγος. Αξιόλογη είναι και η επίδοση στην ιστορία. Οι συγγραφείς αυτής ονομάζονται χρονογράφοι, επειδή αρχίζουν από τη δημιουργία του κόσμου και φτάνουν μέχρι τις ημέρες τους, χωρίς να δείχνουν μεγάλο σεβασμό προς την ιστορική αλήθεια (Προκόπιος, Ιωάννης Μαλάλας). Γράφονται βίοι αγίων (Ιωάννης Μόσχος). Στην ποίηση οι Βυζαντινοί μιμούνται του αρχαίους (Γεώργιος Πισίδης), αλλά γράφουν και εκκλησιαστικούς ύμνους (Ρωμανός ο Μελωδός).
Στην τέχνη καινοτόμησαν. Ο ναός δεν οικοδομείται ως οίκος του Θεού, αλλά ως τόπος συγκέντρωσης των πιστών. Έχοντας για πρότυπα τις βασιλικές, δηλ. τα ρωμαϊκά οικοδομήματα που χρησίμευαν ως δικαστήρια και χρηματιστήρια, έχτιζαν λαμπρές εκκλησίες. Η γλυπτική περιορίστηκε στη διακόσμηση, γιατί η πλαστική παράσταση απαγορευόταν από τη χριστιανική θρησκεία. Μεγάλη ακμή παρουσίασε η ψηφιδογραφία. Στη ζωγραφική καθιερώθηκε από τον 6ο αι. ορισμένος τύπος. Οι εικόνες απεικόνιζαν αγίους, κυρίως, σε αυστηρή θρησκευτική στάση. Ωραιότατες είναι επίσης οι μικρογραφίες στα περιθώρια των χειρογράφων και τα αρχικά γράμματα των κεφαλαίων.
Η παιδεία συγκέντρωνε το ενδιαφέρον της πολιτείας και της εκκλησίας. Ο καίσαρας Βάρδας αναδιοργάνωσε το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας. Σπουδαίοι καθηγητές ήταν ο Λέων ο Φιλόσοφος, ο Φώτιος, ο Αρέθας κ.ά. Δίδασκαν θεολογία, φιλοσοφία, ρητορική, δίκαιο και επιστήμες. Από το 850 – 1050 έχουμε την έκδοση εγκυκλοπαιδειών, δηλαδή συλλογών ή περιλήψεων από τα αρχαία συγγράμματα.
Στη Μυριόβιβλο του Φώτιου ανθολογούνται 280 αρχαία συγγράμματα. Ιδρύθηκαν και μεγάλες βιβλιοθήκες, όπου συγκεντρώθηκαν από παντού και αντιγράφτηκαν χειρόγραφα. Έτσι σώθηκαν τα περισσότερα από τα έργα των αρχαίων Ελλήνων.
Αξιόλογοι συγγραφείς είναι: ο Φώτιος (820 – 891), που έγραψε εκτός από τη Μυριόβιβλο και ένα λεξικό (“Λέξεων Συναγωγή”). Ο μαθητής του Αρέθας ασχολήθηκε φιλολογικά με τα χειρόγραφα. Ο Μιχαήλ Ψελλός (1018 – 1078) ασχολήθηκε με όλες τις επιστήμες και την ποίηση.
Στην ιστοριογραφία διακρίθηκαν ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (“Έκθεσις περί της βασιλείου τάξεως”), ο Ιωάννης Καμενιάτης, ο Λέων Διάκονος, ο Ιωάννης Σκυλίτσης. Στη χρονογραφία ο Συμεών Μάγιστρος. ο Γεώργιος ο Μοναχός κ.ά. Στην υμνογραφία ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (“Οκτώηχος”).
Η δημοτική ποίηση έκανε τώρα (10ος αι.) την πρώτη της εμφάνιση και αποτελεί λογοτεχνικό γεγονός κολοσσιαίας σημασίας. Ήρωές της είναι οι ακρίτες των ανατολικών συνόρων. Η ακριτική ποίηση χρησιμοποιεί τον “πολιτικό στίχο”, τη γλώσσα του λαού και τη δική της τεχνοτροπία. Από αυτήν προήλθε το έπος του “Διγενή Ακρίτα”, ο οποίος προσωποποιεί τον εθνικό ήρωα του μεσαιωνικού ελληνισμού.
Στην αρχιτεκτονική ο τρουλωτός ναός της πρώτης περιόδου (6ος αι.), που εκπροσωπείται με την Αγία Σοφία, τροποποιήθηκε (10ος αι.). Ο τρούλος έγινε ψηλότερος και ο ναός πήρε σχήμα σταυρού (σταυροειδής μετά τρούλου). Στη ζωγραφική, με την αποκατάσταση των εικόνων, παρατηρήθηκε νέα ακμή, όπως και στα ψηφιδωτά ή μωσαϊκά (Μονή Δαφνίου Αθήνας και Οσίου Λουκά Λιβαδειάς). Καταπληκτική επίδοση σημείωσαν επίσης η χρυσοχοΐα, η ελεφαντουργία και η σμαλτουργία.
Η εποχή των Κομνηνών αποτελεί την αναγέννηση του βυζαντινού πολιτισμού. Διακρίθηκαν στην ιστοριογραφία η Άννα Κομνηνή (“Αλεξιάς”), ο Ιωάννης Κίνναμος, ο Νικήτας Ακομινάτος Χωνιάτης. Στη χρονογραφία ο Ιωάννης Ζωναράς και ο Κωνσταντίνος Μανασής. Στη συγγραφή λογίων έργων ο μητροπολίτης Ευστάθιος και ο μητροπολίτης Αθήνας Μιχ. Ακομινάτος. Στην ποίηση άκμασε ο Ιωάννης Τζέτζης και ο Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος.
Κατά την εποχή των Παλαιολόγων παρατηρείται μια αντινομία: κατάπτωση πολιτική, αλλά ανύψωση πνευματική. Άκμασε η φιλοσοφία ( Θεσσαλονίκη, Άγιο Όρος, Τραπεζούντα κ.λ.π.), η φιλολογία (Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, Βησσαρίων κ.ά.), η ιστορία (Ιωάννης Καντακουζηνός, Γεώργιος Φραντζής, Νικηφόρος Γρηγοράς, Μιχαήλ Δούκας, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Κριτόβουλος, Γρηγόριος Παλαμάς, Μάρκος Ευγενικός κ.ά.), η ιστορική ποίηση (“Το χρονικό του Μωρέος”), η νομική επιστήμη (“Εξάβιβλος”, νομοθετική συλλογή του νομοθέτη Κων. Αρμενόπουλου). Αναγέννηση παρουσιάζεται και στην τέχνη, ιδίως στα μεγάλα κέντρα: Κωνσταντινούπολη, Νίκαια, Τραπεζούντα, Άρτα, Μιστράς, Άγιο Όρος, Μετέωρα.
Η επιρροή του Βυζαντίου
Η βυζαντινή τέχνη υπήρξε η μοναδική στον κόσμο τέχνη σε όλο το Μεσαίωνα. Η ακτινοβολία της έφτανε σε τεράστιες αποστάσεις. Κάτω από την πνοή της οι Ρώσοι και οι υπόλοιποι Σλάβοι, οι Αρμένιοι, οι Άραβες και οι Ευρωπαίοι γενικά, μέχρι τους σκανδιναβικούς ακόμα λαούς, ανέπτυξαν τη δική τους τέχνη. Το Βυζάντιο από την επαφή του με τις αρχαίες παραδόσεις αντλεί ισχυρή καλλιτεχνική ώθηση, εφάμιλλη με την ιταλική αναγέννηση του 14ου αιώνα, και επεκτείνει την επίδρασή του σε ολόκληρο τον ανατολικό και δυτικό κόσμο.