Ο Ελβετός γλύπτης και ζωγράφος Alberto Giacometti (ελληνιστί: Αλμπέρτο Τζακομέττι), γεννήθηκε στο Borgonovo κοντά στα σύνορα με την Ιταλία. Η οικογένειά του ήταν απόγονοι προτεσταντών που διέφυγαν στην Ελβετία κατά την περίοδο της Ιταλικής Ιεράς εξέτασης, τον 16ο αιώνα.
Ο πατέρας του Giovanni ήταν γνωστός ζωγράφος του Μεταϊμπρεσσιονισμού και ο Alberto, που από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη, φοίτησε στην École des Beaux-Arts and the École des Arts Industriels της Γενεύης. Το 1922 ήταν η χρονιά που έφυγε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Académie de la Grande Chaumière, κοντά στον γλύπτη Antoine Bourdelle.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1925, μαζί με τον μικρότερο αδερφό του Diego ανοίγει το δικό του ατελιέ στο Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με τα νέα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής, τον κυβισμό αρχικά και τον σουρεαλισμό αργότερα και έγινε ένας από τους κυριότερους εκφραστές τους.
Επηρεασμένος από τα έργα των κυβιστών Jacques Lipchitz και Constantin Brancusi μελετάει και εμπνέεται από τις πλαστικές τέχνες πρωτόγονων λαών της Αφρικής και της Ωκεανίας.
Το 1931 ο Giacometti γίνεται ενεργό μέλος του Σουρεαλιστικού κινήματος του André Breton και σύντομα ξεχώρισε ως γλύπτης μέσα σε αυτό. Αν και μερικά χρόνια αργότερα (το 1935), αφότου δημιούργησε μια σειρά πιο ρεαλιστικών κεφαλών, αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει, αλλά συνέχισε να χρησιμοποιεί αρκετές από τις μεθόδους των σουρεαλιστών όπως οι ονειρικές εικόνες, η συρραφή και συλλογή ετερόκλιτων στοιχείων, οι μεταφορικές χρήσεις και οι μαγικές ιδιότητες του αντικειμένου στην δημιουργική πορεία προς την ολοκλήρωση ενός έργου.
Το αντικείμενο του ενδιαφέροντός του τόσο στα γλυπτά, όσο και στα σχέδιά του εκείνο το διάστημα, σχεδόν μονοπωλούσε η ανθρώπινη κεφαλή. Όπως πολλοί συνάδελφοί του, ως μοντέλα προτιμούσε ανθρώπους από το κοντινό του περιβάλλον και αγαπημένα του πρόσωπα όπως τα αδέρφια του και η ζωγράφος Isabel Rawsthorne.
Το 1939 επιστρέφει στην Γενεύη όπου και παραμένει μέχρι το 1945. Εκεί έχει την έμπνευση για ένα έργο ορόσημο στην καριέρα του: προσπαθώντας να ανακαλέσει από μνήμης την φιγούρα της Αγγλίδας φίλης του Isabel, δημιουργεί το “Woman with Chariot” στο οποίο η υπερβολικά λεπτή και στητή μορφή της βρίσκεται πάνω σε ένα άρμα. Παράλληλα, εκείνη την περίοδο γνωρίζει την Annette Arm.
Μετά το τέλος του πολέμου επιστρέφει στο Παρίσι και μετατοπίζει το ενδιαφέρον του σε ολόσωμα γλυπτά από μπρούτζο, που όμως δεν αποδίδουν ρεαλιστικά την εικόνα του μοντέλου αλλά την εικόνα όπως σχηματίζεται στο μυαλό και την φαντασία του ίδιου. Έτσι οι φιγούρες γίνονται ολοένα και περισσότερο ψηλόλιγνες, τα μέλη τους λεπταίνουν και επιμηκύνονται.
Αυτές οι λεπτεπίλεπτες, σχεδόν άυλες, φιγούρες έχουν αρχικά ύψος μερικών μόλις εκατοστών, αποδίδοντας έτσι την απόσταση ανάμεσα στον δημιουργό και το δημιούργημα, ενώ έρχονται και σε έντονη αντίθεση με τις συμπαγής βαριές βάσεις πάνω στις οποίες τις τοποθετεί ή τα μεταλλικά “κλουβιά” που πλαισιώνουν ορισμένες από αυτές, ορίζοντας με αυτό τον τρόπο τον χώρο.
Το ίδιο δρόμο εξερευνά και στα, λιγότερο γνωστά, σχέδια και πίνακές του όπου οι μορφές αναπαριστώνται σαν φαντασιακές εικόνες σε έναν κόσμο πραγματικό αλλά και φανταστικό μέσα από τα μάτια του δημιουργού.
Οι φιγούρες εμφανίζονται απομονωμένες και ο Giacometti συχνά επιστρέφει σε ένα σχέδιο και το ξαναδουλεύει εντείνοντας όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά τους.
Το 1946 Η Annette μετακομίζει στο Παρίσι, παντρεύονται το 1949 και γίνεται το βασικό του μοντέλο μέχρι τον θάνατό του. Η πρώτη ατομική του έκθεση το 1948 στην Gallery Pierre Matisse στην Νέα Υόρκη παρουσίασε τις φιγούρες του στο κοινό με μεγάλη επιτυχία και καθιέρωσε το νέο δημιουργικό του ύφος.
Σταδιακά ο Giacometti εξερευνά τις μορφές του και σε άλλες, μεγαλύτερες κλίμακες, και το 1958 στο απόγειο της φήμης του, του ανατίθεται η δημιουργία ενός μνημειακού συμπλέγματος για τα γραφεία της Chase Manhattan Bank στην Νέα Υόρκη που άρχιζαν να κατασκευάζονται.
Ο ίδιος για χρόνια επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα έργο για τον δημόσιο χώρο, δεν είχε όμως επισκεφτεί ποτέ την Νέα Υόρκη. Σκόπευε να εγκαταστήσει ένα σύμπλεγμα τεσσάρων γυναικών να στέκονται (Grande femme debout I through IV) ωστόσο δεν ολοκλήρωσε ποτέ την συνεργασία αφού δεν τον ικανοποιούσε τελικά η σχέση και η θέση του έργου με τον υπαίθριο χώρο.
Το 1962, στην Biennale της Βενετίας του απένειμαν το μεγάλο βραβείο της γλυπτικής, κάτι που του έφερε παγκόσμια αναγνώριση και το έργο του παρουσιαζόταν συχνά σε μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις σε όλη την Ευρώπη. Ο ίδιος επισκέφτηκε την Νέα Υόρκη το 1965 για την αναδρομική έκθεση του έργου του στο ΜοΜΑ.
Το τελευταίο έργο του υπήρξε το κείμενο που συνοδεύει τις 150 Λιθογραφίες του βιβλίου “Paris sans fin” και αφηγούνται αναμνήσεις από όλα τα μέρη στα οποία εκείνος έζησε.
Ο Alberto Giacometti πέθανε το 1966 και η σωρός του μεταφέρθηκε στο Borgonovo όπου γεννήθηκε.