Η ομορφιά και η καλαισθησία είναι έννοιες ασταθείς και υποκειμενικές, που ανάλογα με τους καιρούς το περιεχόμενό τους ρεφορμάρεται έντονα. Όμως ανέκαθεν ο άνθρωπος χρειάζεται νόρμες και σταθερά πατήματα. Φυσικά το ζήτημα “τι μπορεί να είναι όμορφο” δεν έμεινε στην από έξω. Κάπως έτσι, μέσα στο κεφάλι του σχημάτισε τις έννοιες της κλασσικής ομορφιάς και των διαχρονικών προτύπων. Κατά καιρούς βέβαια, πολλοί αποστράφηκαν αυτή την κλασσικότητα και βρήκαν αλλού την ομορφιά και την αλήθεια της, αλλά η επιρροή του διαχρονικά όμορφου και καλαίσθητου καλά κρατεί μέχρι και σήμερα παρά τις διάφορες, υποκειμενικές, αισθητικές “παραφωνίες”
Αν αρχίσει να μιλάει κανείς για το τι είναι αισθητικά όμορφο, μπορεί να γεμίσει τόμους ολόκληρους, παρά την φαινομενική επιφανειακότητα του ζητήματος. Είναι αστείο αν το σκεφτείς, πως η ίδια η “επιφάνεια”(αν λάβουμε σαν παραδοχή πως η ομορφιά είναι κάτι επιφανειακό) επιδέχεται τόσο μεγάλη ανάλυση.
Mη μου τρομάζεις όμως. Μπορεί να σε πήρα κομματάκι μονότερμα με την εισαγωγή, αλλά δεν θα σε ταλαιπωρήσω διόλου. Θα κινηθούμε στα μονοπάτια της διαχρονικής καλαισθησίας μπανίζοντας τον βίο του Alphonse Mucha (ελληνικά: Άλφονς Μούχα).
Ο Mucha ήταν ζωγράφος, τσέχικης καταγωγής, πολύ γνωστός για τα poster του που απεικόνιζαν αιθέριες και ερωτικές δεσποσύνες με μακριά μαλλιά, περιτριγυρισμένες από λουλουδιασμένα μοτίβα. Ακόμη και να μην έχεις ιδέα από καλλιτεχνιλίκια, δουλειά του Mucha έχει σίγουρα πάρει το μάτι σου και (παραδέξου το) σου άρεσε. Ο θείος που λες, είχε πιάσει την έννοια του “διαχρονικά όμορφου” που λέγαμε παραπάνω και την έφερε στα μέτρα και στα σταθμά του, δίνοντας ένα αποτέλεσμα που δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο.
Ας τον δούμε όμως πιο αναλυτικά:
Ο Alphons Maria Mucha (όπως ήταν ολόκληρο το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε στο Ivančice της Μοραβίας (όταν ακόμα αυτή ήταν μέρος της Αυστριακής αυτοκρατορίας), στις 24 Ιουλίου του 1860. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός κλητήρας και για τον γιόκα του ονειρευόταν μια σταθερή και ασφαλή υπαλληλίστικη εργασία. Ο Alphonse όμως ήταν από μικρός καλλιτεχνικό πνεύμα. Πέραν του ότι ζωγράφιζε από νεαρή ηλικία, ήταν μέλος της χορωδίας του Brno, πράγμα που του επέτρεψε να ολοκληρώσει και την σχολική του φοίτηση στην εν λόγω πόλη. Μόνο που μεγαλώνοντας, η φωνή του “χάλασε” και οι καστράτοι δεν ήταν πλέον της μοδός, οπότε η ενασχόληση του με το τραγούδι έληξε άδοξα.
Κακά τα ψέμματα, ο Alphonse δεν φάνηκε να ενοχλείται και τόσο από αυτό, αλλά από το ότι μετέπειτα ο πατέρας του τον έχωσε στο υπαλληλίκι, από τα οποία έβγαζε μεν τα προς το ζήν, αλλά δεν έκανε το όνειρό του. Και το όνειρο του φυσικά ήταν να γίνει ζωγράφος. Έτσι αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και με τις ευλογίες του δασκάλου ζωγραφικής του από το Brno, έδωσε εξετάσεις για την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πράγας. Δυστυχώς όμως οι ευλογίες δεν έπιασαν και πολύ τόπο και ο Alphonse απορρίφθηκε.
Δεν το έβαλε κάτω όμως και στα 19 του βρήκε, μέσω αγγελίας, δουλειά στην Βιέννη σαν ζωγράφος θεατρικών σκηνικών για την φίρμα των Kautsky – Brioschi – Burghardt. Εκεί στη Βιέννη ομολογουμένως του καλάρεσε, αν και πάνω στην διετία ξέμεινε από δουλειά. Όχι επειδή δεν ήταν καλός, αλλά επειδή ήταν άτυχος. Βλέπεις, τον Οκτώβριο του 1881, το Ring Theater της Βιέννης κάηκε, με αποτέλεσμα η εταιρία για την οποία δούλευε ο Mucha να χάσει έναν από τους σημαντικότερους πελάτες της, πράγμα που σήμαινε πως έπρεπε να κάνει περικοπές. Και ποιοι την πλήρωσαν; Οι πιο φρέσκοι υπάλληλοι φυσικά, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας.
Μόνο που ο Alphonse ούτε για αστείο δεν ήθελε να γυρίσει στην κωμόπολη του. Μη σου πω πως θεώρησε την απόλυση του ευκαιρία για να ψαχτεί και να μεγαλοπιαστεί από αλλού. Βέβαια, μέχρι να πιάσει την καλή έκανε αρτιστικές χαμαλοδουλειές εδώ και εκεί, ζούσε με ψίχουλα και εν τέλει αναγκάστηκε να φύγει από την Βιέννη και να εγκατασταθεί σε ένα φθηνό ξενοδοχείο στο Mikulov.
Εκεί όμως όλως περιέργως του έφεξε, μιας και τον εντόπισε ο δούκας Karl Khuen και του ανέθεσε να κάνει τις τοιχογραφίες για το κάστρο Hrušovany Emmahof. Το αποτέλεσμα της δουλειάς του δικού μας εντυπωσίασε τον δούκα και αυτός αποφάσισε να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μόναχο.
Οπότε, το 1885, λόγω της ήδη υπάρχουσας εμπειρίας του, μπήκε στην σχολή σαν τριτοετής φοιτητής. Τελειώνοντας από εκεί, ο Khuen τον έβαλε να κάνει μερικές ακόμη ψιλοδουλειές στο κάστρο του και μετά του έδωσε την επιλογή να πάει και να σπουδάσει παραπάνω στον τομέα του στο Παρίσι ή στη Ρώμη.
Έτσι ο Mucha, το 1887, πήρε τα πινέλα του και πήγε Παρίσι. Εκεί γράφτηκε στην Academic Julien, όπου ήρθε σε επαφή με διάφορους ανερχόμενους καλλιτέχνες της εποχής του, των οποίων την παρέα βέβαια δεν εκτιμούσε και ιδιαίτερα. Τον είχε πιάσει βλέπεις νόστος για την πατρίδα του. Παρόλα αυτά συνέχισε να δουλεύει εντατικά για την σχολή του και με το που τελείωσε με την φοίτηση του εκεί, πέρασε ένα καλοκαίρι δουλεύοντας πάλι για τον δούκα και ύστερα πήγε σε ακόμα μία σχολή στο Παρίσι, την Academic Colarossi.
Μόνο που σε αυτό το σημείο ο δούκας του τα χάλασε. Το 1889 του έκοψε την χρηματοδότηση. Οι λόγοι αυτής της κίνησης του δεν έγιναν ποτέ ξεκάθαροι. Πιθανόν να θεώρησε πως αρκετά κανάκευσε τον καλλιτέχνη μας και πως τρεις σχολές ζωγραφικής ήταν υπεραρκετές, στο κάτω-κάτω ο Alphonse κόντευε τα 30 του, καιρός ήταν να απογαλακτιστεί από την οικονομική βοήθεια του Khuen και να σταθεί μόνος του στα πόδια του. Το κακό είναι πως επειδή του κόπηκαν τα μπερεκέτια, ο Alphonse έμεινε φτερό στον άνεμο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα όμως να αρχίσει να τη ψάχνει μόνος του. Η κύρια ενασχόλησή του ήταν να φτιάχνει εξώφυλλα περιοδικών. Φυσικά για αυτό έπαιρνε ψίχουλα, αλλά τουλάχιστον ζούσε.
Επίσης εκείνο τον καιρό μετακόμισε πάνω από το εστιατόριο Cremerie, στο οποίο σύχναζαν φοιτητές και καλλιτέχνες διαφόρων εθνικοτήτων και ο Mucha όντας κοινωνικό ον προφανώς, είχε πάρε-δώσε με τους περισσότερους από αυτούς. Κάπως έτσι γνώρισε και τον Gauguin, ο οποίος βρισκόταν σε ανάγκη (σαν αξιοπρεπής καλλιτέχνης και αυτός ήταν άφραγκος και χωρίς κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του), οπότε για μια χρονική περίοδο ο Mucha του παραχώρησε μια γωνιά στο εργαστήρι του, και μέχρι ο Gauguin να την κάνει για κάποιο νησί του Ειρηνικού, οι ζωγράφοι έγιναν κολλητάρια.
Εκείνη την περίοδο άρχισε να πειραματίζεται με τη φωτογραφία -που ακόμα βρισκόταν στα μικράτα της- και να κάνει ανοίγματα στον σχεδιασμό κουστουμιών. Όμως το γεγονός που ήταν η αρχή της ανόδου του ,έγινε τις τελευταίες μέρες του 1894: τριγύρω στα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, έτυχε να βρίσκεται σε ένα τυπογραφείο, στην φάση που έσκασε μια επείγουσα παραγγελία από την Sarah Bernhardt για την αφίσα του έργου που θα ανέβαζε την Πρωτοχρονιά. Ο Mucha προσφέρθηκε να την φιλοτεχνήσει, σε λιθογραφία, με ένα στήσιμο που έψηνε καιρό τώρα.
Την Πρωτοχρονιά του 1895 λοιπόν, το αφισάκι του Mucha για το θεατρικό “Gismonda” βγήκε στην φόρα και έκανε μεγάλη αίσθηση. Η Sarah ήταν τόσο ενθουσιασμένη με την δουλειά του, όπου έκλεισε 6ετές συμβόλαιο συνεργασίας μαζί του, όχι μόνο για τις αφίσες, αλλά και για όλη την υπόλοιπη χαρτούρα των θεατρικών της, καθώς και για τον σχεδιασμό των κουστουμιών και των σκηνικών.
Από εκεί και μετά η δουλειά του Mucha απέκτησε το χαρακτηριστικό (και λίαν εμπορικό) ύφος που σου ανέφερα στην εισαγωγή: αιθέριες παρουσίες, παστέλ χρώματα, έντονες γραμμές, πλουμιστά διακοσμητικά στοιχεία και ατμόσφαιρα βγαλμένη από παραμύθι. Αρχικά αυτό το στυλ (το οποίο απέκτησε αμέτρητους μιμητές) ονομάστηκε “Mucha Style” αλλά μετέπειτα εντάχθηκε στο ρεύμα της Art Nouveau, αν και ο ίδιος επέμενε πως αυτό το ύφος ήταν προσωπικό, διαφοροποιημένο από τις υπάρχουσες τάσεις και περισσότερο επηρεασμένο από την παραδοσιακή τέχνη της πατρίδας του.
Πέρα από την συνεργασία του με την Bernhardt, τα έργα του βρέθηκαν να κοσμούν διάφορες διαφημίσεις της εποχής του, ενώ το 1900 έκανε την δουλειά του γνωστή και εκτός Γαλλίας, λαμβάνοντας μέρος στην Universal Exhibition of Paris.
Ωραία φίλος, και τώρα που στήσαμε καριέρα δεν βρίσκουμε και σύζυγο;
Το 1906 o Alphonse νυμφεύεται την Maria Chytilova (“παπούτσι από τον τόπο σου” που λένε) και μετακομίζουν στις Η.Π.Α. Εκεί μένουν για μια τετραετία, κατά την οποία αποκοτύν το πρώτο τους παιδί την Jaroslava.
Γιατί όμως ο Mucha κουβαλήθηκε ως εκεί; Ήθελε να αποκτήσει budget και να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του, για να φιλοτεχνήσει δουλειά πατριωτικού περιεχομένου και να αποδείξει πως ακόμα σκέφτεται την χώρα του και δεν είναι πουλημένος. Εν τέλει σε αυτή του την πετριά τον συνέδραμε ο Charles Richard Crane, ο οποίος απλά είχε συμφέροντα στην ανατολική Ευρώπη και δεν του ήταν κάτι το να ταΐσει μερικά ψίχουλα στον πατριώτη καλλιτέχνη μας, για να δουλέψει μερικά προπαγανδιστικά έργα.
Το 1910 λοιπόν, ο δικός μας γυρνάει χαρούμενος στην πατρίδα του, καβατζώνεται στη Πράγα και ξεκινάει να εργάζεται πάνω στο “Slav Epic“, μια σειρά 20 μεγάλων καμβάδων, που απεικονίζουν γεγονότα από την ιστορία των Τσέχων και των λοιπών Σλαβικών λαών. Υπολόγιζε πως αυτή η ζωγραφική του εποποιία θα του έπαιρνε 5-6 χρόνια, αλλά βγήκε παρασάγγας εκτός χρονοδιαγράμματος και ολοκλήρωσε το έργο του μέσα σε 18 χρόνια. Το τραγελαφικό της υπόθεσης βέβαια, ήταν πως ενώ η εν λόγω σειρά έργων του (που ο ίδιος θεωρούσε έργο ζωής) δεν αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη θερμότητα από τους συμπατριώτες του, παρά το γεγονός ότι είχαν αξιοσέβαστη αποδοχή όπου και αν εκτέθηκαν.
Το κακό ήταν πως ο κόσμος, γεωπολιτικά αλλά και καλλιτεχνικά, είχε αλλάξει πολύ μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο και το project του δικού μας είχε αρχίσει πριν από το εν λόγω πανηγύρι, με αποτέλεσμα παρά τον ενθουσιασμό και την δουλειά που έριξε σε αυτό, τον καιρό της ολοκλήρωσης του να βρίσκεται ένα κάτιτις εκτός τόπου και χρόνου.
Δυστυχώς για τον Mucha οι μέρες της δόξας του πέρασαν ανεπιστρεπτί. Μπορεί να συνέχιζε να δημιουργεί πίνακες και αντικείμενα μεγάλης αισθητικής αξίας, αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει, αυτός είχε μείνει στάσιμος και εκείνη την περίοδο η στασιμότητα (και δη η καλλιτεχνική) δεν συγχωρούταν εύκολα.
Πέραν όμως του ότι ήταν πλέον “παλιομοδίτης“, μέσα στα 30s, με τον φασισμό να εμφανίζεται χαρούμενος και γεμάτος όρεξη να πηδήξει τα πάντα, ο Mucha και το έργο του, λόγω του πατριωτισμού του, άρχισε να θεωρείται και “αντιδραστικό“. Έτσι, όταν το 1939 τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Τσεχοσλοβακία, ένα από τα πρώτα άτομα που πήραν προς ανάκριση τα παλικάρια της Gestapo, ήταν ο Mucha. Και παρόλο που δεν βρήκαν κάτι να του προσάψουν, τον ταλαιπώρησαν αρκετά, με αποτέλεσμα όταν εν τέλει τον άφησαν ελεύθερο, να φύγει με μια βαρβάτη πνευμονία, η οποία του έκανε τα πνευμόνια καινούρια. Γηραλέος πια και καταπονημένος, τελικά απεβίωσε στις 14 Ιουλίου του ίδιου έτους από μόλυνση στους πνεύμονες.
Ο θείος λοιπόν μας άφησε κάπως έτσι, το έργο του έμεινε πίσω βέβαια και οι μεγάλοι καμβάδες του Slav Epic “φυγαδεύτηκαν” επιτυχημένα κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου και δεν έγιναν στάχτη και μπούρμπερη όπως αρκετά άλλα άτυχα έργα καλλιτεχνών.
Συγκεκριμένα αυτή η βαριόμοιρη σειρά έργων, τώρα πρόσφατα (τον Ιούλη αυτού του έτους) βρήκε επιτέλους ένα μόνιμο μέρος να στεγαστεί και να εκτεθεί, στο ισόγειο του Veletržní Palace στη Πράγα.