Η Αλβανία ή “Δημοκρατία της Αλβανίας” (Republika e Shqiperise), όπως είναι η επίσημη ονομασία της, είναι κράτος στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου. Έχει έκταση 28.748 τ. χλμ., γεγονός που την καθιστά την τρίτη μικρότερη σε έκταση χώρα της Βαλκανικής χερσονήσου, μετά τη Βόρεια Μακεδονία και τη Σλοβενία.
Η έκταση της αποτελεί μόλις το 3,6% της συνολικής έκτασης της Βαλκανικής και ο πληθυσμός της είναι 2.876.000 κάτοικοι, που την τοποθετεί στην τρίτη από το τέλος θέση του πληθυσμιακού χάρτη των Βαλκανίων, πάνω από τη Βόρεια Μακεδονία και τη Σλοβενία.
Γεωγραφία
Σχήμα
Το σχήμα της είναι κάθετα επίμηκες, με απόσταση, μεταξύ των ακρότατων σημείων βορρά και νότου, 340 χλμ., ενώ μεταξύ δύσης και ανατολής είναι 150 χιλιόμετρα. Ορίζεται από τις γεωγραφικές συντεταγμένες 36° 37΄-42° 41΄ βόρειο πλάτος και 19° 19΄- 21° 5΄ ανατολικό μήκος.
Συνορεύει με τη Σερβία-Μαυροβούνιο στα βόρεια και βορειοανατολικά, βόρεια με το Μαυροβούνιο και βορειοανατολικά με το Κοσσυφοπέδιο, τη Δημοκρατία των Σκοπίων στα ανατολικά και την Ελλάδα και ειδικότερα τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, Καστοριάς και Φλώρινας. Δυτικά βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα, ενώ σε απόσταση 50 περίπου μιλίων από τις ακτές της χώρας βρίσκεται η Ιταλία.
Μεταξύ των νότιων αλβανικών ακτών και του ακρότατου νοτιοδυτικού σημείου της Ιταλικής χερσονήσου σχηματίζονται τα στενά του Οτράντο.
Μορφολογία εδάφους
Εδαφικό ανάγλυφο
Το ανάγλυφο της είναι κατά κύριο λόγο ορεινό και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μεγάλων και ακανόνιστων οροσειρών, που καλύπτουν το σύνολο της χώρας, από βορρά μέχρι νότο, αναπτύσσονται σε μικρή απόσταση από τα παράλια της χώρας και εκτείνονται μέχρι τα ανατολικά της σύνορα.
Με το χαρακτηριστικά ορεινό και απόκρημνο ανάγλυφο της χώρας συνδέεται άρρηκτα και η παραδοσιακή ονομασία της καθώς οι γηγενείς κάτοικοι ονόμαζαν τη χώρα “Σκιπερία”, δηλαδή “χώρα των αετών”, ενώ αυτοαποκαλούνται “σκιπτάρε”, δηλαδή “γιοι των αετών”.
Οι πεδινές εκτάσεις της καλύπτουν την επιμήκη παράκτια ζώνη της χώρας και χαρακτηρίζονται από περιορισμένο πλάτος, το οποίο σε λίγα μόνο σημεία αγγίζει τα 50 χλμ. (περιοχή Ελβασάν). Οι παραπάνω πεδιάδες όσο εκτείνονται προς την ενδοχώρα σταδιακά εξαφανίζονται και δίνουν τη θέση τους στα αλβανικά υψίπεδα.
Το ορεινό ανάγλυφο παρουσιάζει εξαιρετική πολυπλοκότητα και χαρακτηρίζεται από μεγάλα και δύσβατα ορεινά συμπλέγματα, που παρά το γεγονός ότι εντάσσονται σε έναν ορεινό άξονα, ο οποίος εκτείνεται από βορρά προς νότο, αναπτύσσονται σε σχηματισμούς που έχουν κατεύθυνση από ανατολικά προς δυτικά.
Η πρώτη μεγάλη οροσειρά της που εμφανίζεται στα βόρεια, είναι αυτή των βόρειων Αλβανικών Άλπεων, που αποτελούν το νοτιότερο τμήμα των μεγάλων Δειναρικών Άλπεων, οι οποίες σχηματίστηκαν κατά την αλπική ορογένεση. Οι Δειναρικές Άλπεις ξεκινούν από τη δυτική Σλοβενία και αφού διασχίσουν την Κροατία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και τη Γιουγκοσλαβία, ακολουθώντας πορεία παράλληλη προς τις ακτές της Αδριατικής, καταλήγουν στο σχηματισμό των βόρειων Αλβανικών Άλπεων.
Η διάταξη των βόρειων Αλβανικών Άλπεων ακολουθεί τη γενικότερη φορά των Δειναρικών Άλπεων από τα δυτικά προς τα ανατολικά, με το υψόμετρο να κυμαίνεται ανάμεσα στα 2.100 μ. και 2.400 μ., ενώ πολύ συχνά ανεβαίνει και πάνω από τα 2.500 μ.
Οι κυριότερες κορυφές εδώ είναι η Γεζέρτσα με υψόμετρο 2.693 μ. και η Ρεσίτ με υψόμετρο 2.552 μ. Οι βόρειες Αλβανικές Άλπεις εκτείνονται μέχρι και τον ποταμό Δρίνο, ο οποίος σχηματίζεται από τη συνένωση του Λευκού Δρίνου, που πηγάζει από το γιουγκοσλαβικό έδαφος, και του Μαύρου Δρίνου, που πηγάζει από το σκοπιανό έδαφος. Η κοίτη του ενιαίου Δρίνου θεωρείται και το νότιο φυσικό σύνορο των βόρειων Αλβανικών Άλπεων.
Στα ανατολικά ο Μαύρος Δρίνος αποτελεί το φυσικό όριο των ανατολικών Αλβανικών Άλπεων, που εκτείνονται παράλληλα με τα σύνορα με τα Σκόπια και τη Γιουγκοσλαβία, ακολουθώντας σταθερή φορά από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά. Στις ανατολικές Αλβανικές Άλπεις βρίσκεται και η ψηλότερη κορυφή της χώρας, η Κοράμπι, με υψόμετρο 2.751 μ. Το τμήμα των Αλβανικών Άλπεων που ανήκει στο γιουγκοσλαβικό και σκοπιανό έδαφος ονομάζεται όρη Σαρ.
Στο κέντρο της χώρας, στην περιοχή που ορίζεται από την κοίτη του ενιαίου Δρίνου στα βόρεια μέχρι τον ποταμό Δεβόλη στα νότια, οι ορεινοί όγκοι περιορίζονται κάπως, ενώ το πλάτος των παράκτιων πεδιάδων αυξάνει αισθητά.
Στην περιοχή αυτή τα σημαντικότερα ορεινά συγκροτήματα (από βορρά προς νότο) είναι τα όρη της Μιρντίτας, τα όρη της Κρόιας, τα οποία εκτείνονται μέχρι την περιοχή των Τιράνων, τα όρη Σεμπενίκου (στα ανατολικά της Κρόιας) και τα Κανδαούια όρη, τα οποία αναπτύσσονται νότια και ανατολικά των ορών Σεμπενίκου.
Τα Κανδαούια όρη εκτείνονται και στο σκοπιανό έδαφος, δυτικά και βόρεια της λίμνης Οχρίδας. Στα αλβανικά Κανδαούια δεσπόζει το όρος Γκόρα, η ψηλότερη κορυφή του οποίου βρίσκεται νοτιοδυτικά του Πόγραδετς και φτάνει τα 2.379 μ. Στην περιοχή αυτή το υψόμετρο είναι σαφώς χαμηλότερο απ` ό,τι στα υψίπεδα του βορρά και του νότου και κυμαίνεται ανάμεσα στα 1.800 μ. και 2.200 μ.
Το υψόμετρο αυξάνει πάλι απότομα στα όρη του νότου, στην περιοχή της Βόρειας Ηπείρου. Στην περιοχή αυτή τα όρη μοιάζουν σημαντικά ως προς τη μορφολογία με τα αντίστοιχα του βορρά, διαφέρουν όμως ως προς τη βλάστηση. Έτσι, ενώ και στο νότο αναπτύσσονται ορεινοί όγκοι εντυπωσιακά απόκρημνοι και δύσβατοι, εκεί τα μεγάλα και πυκνά δάση του βορρά δίνουν τη θέση τους στην αραιή θαμνώδη βλάστηση και στα λίγα ανθεκτικά κωνοφόρα δέντρα. Στα νότια ορεινά συμπλέγματα της Βόρειας Ηπείρου, τέλος, βρίσκονται και οι περισσότεροι βοσκότοποι της χώρας.
Αναλυτικά, στα όρη της Βόρειας Ηπείρου συμπεριλαμβάνονται όλα τα ορεινά συγκροτήματα, τα οποία εκτείνονται νότια του ποταμού Δεβόλη, μέχρι τις ακτές της Αδριατικής και τα σύνορα με την Ελλάδα. Στα όρη του νότου, τα οποία παρουσιάζουν μια παράλληλη γραμμική διάταξη από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά, δεσπόζει ο Τόμαρος, με υψόμετρο 2.401 μ. Ο Τόμαρος περικλείεται ανάμεσα στον ποταμό Δεβόλη στα βόρεια και τον ποταμό Οσούμ στα νότια, ενώ η νότια μετεξέλιξή του είναι το όρος Τρεμπεσίνα, με υψόμετρο 1.923 μ.
Στα νοτιοανατολικά του ποταμού Οσούμ, στην περιοχή της Πρεμετής και της Κορυτσάς, βρίσκονται οι βόρειες απολήξεις της οροσειράς της Πίνδου. Η Πίνδος εισχωρεί στο αλβανικό έδαφος από την Ελλάδα (από τους νομούς Ιωαννίνων και Καστοριάς) και με φορά από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά. Τα όρη της Πίνδου που εισχωρούν στο αλβανικό έδαφος είναι ο Μοράβας και ο Γράμμος, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ανήκει στο νομό Καστοριάς. Νοτιοδυτικά της Τρεμπεσίνας βρίσκεται το όρος Νεμέρτσικα. Στα βορειοανατολικά της Πίνδου, στα σύνορα με τα Σκόπια (περιοχή Πόγραδετς), υψώνεται το όρος Γκαλίτσικα, το οποίο περικλείεται από τις λίμνες Οχρίδα και Μεγάλη Πρέσπα και το μεγαλύτερο μέρος του ανήκει στα Σκόπια.
Ο νοτιότερος ορεινός όγκος που παρατηρείται είναι τα Ακροκεραύνια όρη, τα οποία βρίσκονται στα βορειοδυτικά του Αργυρόκαστρου και της Χειμάρας, η βάση του βρίσκεται στο Τεπελένι (στο βορρά) και το Αργυρόκαστρο (στο νότο). Ο κύριος όμως όγκος των ορών των Ακροκεραύνιων καταλαμβάνει το νότιο ακρωτήριο του κόλπου της Αυλώνας και εισχωρεί μέχρι τα παράλια της Αδριατικής, σχηματίζοντας τις πιο απόκρημνες και δύσβατες ακτές της χώρας. Στα Ακροκεραύνια όρη δεσπόζει το όρος Γρίμπα, βορειοδυτικά του Αργυρόκαστρου, με υψόμετρο 2.519 μ.
Από γεωλογική άποψη στα όρη του βορρά επικρατούν τα συμπαγή βασαλτικά πετρώματα, σε αντίθεση με τα κεντρικά ορεινά συμπλέγματα και τα όρη της Βόρειας Ηπείρου, όπου υπερτερούν ο ασβεστόλιθος και ο γύψος.
Πεδιάδες
Οι πεδινές εκτάσεις υπολογίζεται ότι αποτελούν σήμερα το 1/4 περίπου της συνολικής έκτασης της χώρας. Οι αλβανικές πεδιάδες ξεκινούν λίγο βορειότερα από τις βόρειες ακτές της χώρας, στα σύνορα με το Μαυροβούνιο της Γιουγκοσλαβίας (περιοχή Σκόδρας).
Από την περιοχή της Σκόδρας τα πεδινά εδάφη εκτείνονται μέχρι την Αυλώνα και το Τεπελένι στο νότο, καλύπτοντας απόσταση περίπου 200 χλμ. και καταλαμβάνοντας το σύνολο σχεδόν των παραλίων της χώρας. Στο νότο οι πεδιάδες διακόπτονται απότομα από τα Ακροκεραύνια όρη.
Το χαρακτηριστικό στοιχείο των πεδιάδων είναι ότι αυτές δεν αποτελούν μία συνεχή και αδιαίρετη έκταση, που εκτείνεται από βορρά προς νότο, αλλά διακόπτονται διαρκώς από τις κοφτές οροσειρές της χώρας, που αναπτύσσονται στην ενδοχώρα και πολλές φορές εκτείνονται προς τα δυτικά, τέμνοντας σχεδόν κάθετα τις παράκτιες πεδιάδες. Συνέπεια της ακανόνιστης μορφής και κατεύθυνσης των αλβανικών ορεινών όγκων είναι η διατάραξη της παράλληλης διάταξης πεδιάδων και υψιπέδων και η συνεπακόλουθη εμφάνιση μιας σειράς από διακοπτόμενες πεδιάδες, μεγάλης ή μικρότερης έκτασης. Στα ενδιάμεσα σημεία μεταξύ των πεδιάδων αυτών είναι πολύ συχνή η εμφάνιση ποταμών, κοιλάδων και φαραγγιών, τα οποία δίνουν στο ανάγλυφο της χώρας χαρακτήρα εντυπωσιακής εναλλαγής.
Κυριότερες πεδιάδες είναι η Βρυγομάτα, στα βόρεια της χώρας, η οποία εκτείνεται από την περιοχή της Σκόδρας μέχρι τον ποταμό Μάτι, και της Μουζακιάς, μεταξύ των ποταμών Σκουμπίν και Άψου, η μεγαλύτερη και πλατύτερη πεδιάδα της Αλβανίας. Ενδεικτικό είναι ότι στην περιοχή του Ελβασάν το πλάτος της πεδιάδας φτάνει σχεδόν τα 50 χλμ.
Άλλες μικρότερες πεδιάδες είναι η Σουζέτ, στην περιοχή των Τιράνων, της Μαλακάστρας, η οποία εκτείνεται από την περιοχή του Φίερι μέχρι και την περιοχή της Αυλώνας και των Αγίων Σαράντα, η οποία βρίσκεται στο νοτιότατο άκρο της Αλβανίας, στα νοτιοανατολικά της ομώνυμης πόλης, η οποία είναι τελείως αποκομμένη από τις υπόλοιπες παράκτιες, καθώς ενδιάμεσά τους παρεμβάλλονται τα Ακροκεραύνια όρη.
Οι παραπάνω πεδιάδες αποτελούν τα μόνα καλλιεργήσιμα εδάφη και ως επί το πλείστον είναι αρκετά εύφορες. Παρ` όλα αυτά το μεγάλο πρόβλημα των πεδινών αυτών εκτάσεων είναι ότι σε πολλά σημεία το έδαφός τους είναι εξαιρετικά ελώδες, καθώς αδυνατεί να αποστραγγίσει την ποσότητα των υδάτων που δέχεται. Η ύπαρξη μεγάλων ελωδών εκτάσεων βλάπτει τόσο τη γεωργία όσο και την ανθρώπινη εγκατάσταση, καθώς η άφθονη υγρασία της ατμόσφαιρας δημιουργεί τρομερά ανθυγιεινές συνθήκες ζωής για τον άνθρωπο.
Ακτές
Εξαιρετικά πολύπλοκο και ανομοιογενές εμφανίζεται και το ανάγλυφο των ακτών. Η ύπαρξη των σχεδόν κάθετων προς τις ακτές οροσειρών, συμβάλλει στο σχηματισμό διαδοχικών κόλπων και ακρωτηρίων, τα οποία εναλλάσσονται με σταθερό ρυθμό. Οι μεγαλύτεροι κόλποι που σχηματίζονται είναι του Δρίνου στα βόρεια της χώρας και της Αυλώνας στα νότια. Τέλος, τα βόρεια και κεντρικά παράλια της χώρας εμφανίζουν πιο ομαλή μορφή από τα νότια, όπου οι οροσειρές διεισδύουν κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα, σχηματίζοντας κοφτές και απόκρημνες ακτές.
Υδρογραφία
Ποταμοί
Η απορροή των υψιπέδων γίνεται εύλογα μέσω των μεγάλων και μικρών ποταμών της χώρας. Οι περισσότεροι ποταμοί πηγάζουν συνήθως από τα αλβανικά ή τα γειτονικά υψίπεδα, ακολουθούν καθοδική πορεία και χύνονται στην Αδριατική θάλασσα.
Η απουσία εκτεταμένων πεδινών εκτάσεων, οι οποίες θα επέτρεπαν τη σε πλάτος εξάπλωση της κοίτης των ποταμών, υποχρεώνει τα περισσότερα υδάτινα ρεύματα της χώρας να αναζητούν δίοδο ανάμεσα στο πολύπλοκο ορεινό και δύσβατο ανάγλυφο. Αυτός είναι και ο λόγος που διαθέτει ελάχιστους μόνο μεγάλους ποταμούς.
Αντίθετα αφθονούν οι παραπόταμοι και οι κάθε λογής ορμητικοί χείμαρροι, οι οποίοι κυλούν αυτόνομα και στην πορεία τους προς τα πεδινά και τη θάλασσα υποχρεώνονται σε δαιδαλώδεις ακανόνιστες πορείες. Η άμεση συνέπεια της περιπετειώδους αυτής πορείας είναι πολλοί λίγοι ποταμοί να κατορθώνουν να φτάσουν τελικά στη θάλασσα, λόγω υπερβολικής εξάτμισης ή συνένωσής τους με άλλα ρεύματα. Από τη συνένωση των παραποτάμων και χειμάρρων (η οποία συμβαίνει σπάνια) προκύπτουν οι λιγοστοί μεγάλοι ποταμοί.
Μεγαλύτερος ποταμός είναι ο Δρίνος, που προέρχεται από τη συνένωση δύο παραποτάμων, του Μαύρου και του Λευκού Δρίνου.
Ο Μαύρος Δρίνος είναι ο μεγαλύτερος από τους δύο παραποτάμους (έχει συνολικό μήκος περίπου 130 χλμ.) και πηγάζει από τη λίμνη Οχρίδα, στο έδαφος των Σκοπίων. Εγκαταλείποντας την Οχρίδα ακολουθεί πορεία προς τα βορειοδυτικά και εισέρχεται στο αλβανικό έδαφος στα νότια των ανατολικών Αλβανικών Άλπεων (περιοχή του Ντιμπέρ), βόρεια της Επισκοπής. Στη συνέχεια ακολουθεί σταθερά βόρεια πορεία, έχοντας τις ανατολικές Αλβανικές Άλπεις στα δεξιά του, μέχρι την πόλη Κούξι, όπου ενώνεται με τον Λευκό Δρίνο.
Ο Λευκός Δρίνος έχει μήκος 80 χλμ. περίπου και πηγάζει από το Κοσσυφοπέδιο της Γιουγκοσλαβίας, στα βόρεια του γιουγκοσλαβικού τμήματος των ανατολικών Αλβανικών Άλπεων (όρη Σαρ). Στη συνέχεια ακολουθεί πορεία προς τα δυτικά, εισέρχεται στο αλβανικό έδαφος και καταλήγει στο Κούξι, όπου ενώνεται με τον Μαύρο Δρίνο.
Μετά τη συνένωσή τους οι δύο παραπόταμοι σχηματίζουν τον ενιαίο Δρίνο, ο οποίος, αφού διανύσει πορεία 140 χλμ. περίπου, εκβάλλει στην Αδριατική θάλασσα και συγκεκριμένα στον κόλπο του Δρίνου. Λίγο πριν χυθεί στην Αδριατική διαχωρίζεται πάλι σε δύο σκέλη, ένα βόρειο και ένα νότιο, τα οποία εκβάλλουν αντίστοιχα στο βόρειο και νότιο άκρο του ομώνυμου κόλπου.
Δεύτερος μεγαλύτερος ποταμός είναι ο Σεμένης (Σέμαν) ή Άψος, ο οποίος έχει μήκος 240 χλμ. περίπου, ο οποίος χηματίζεται από τη συνένωση δύο άλλων μικρότερων παραποτάμων, του Δεβόλη και του Οσούμ.
Ο Δεβόλης πηγάζει από τη νοτιοανατολική Αλβανία και συγκεκριμένα από το αλβανικό τμήμα του Γράμμου. Στη συνέχεια κινείται ακολουθώντας πορεία προς τα δυτικά, χύνεται για λίγο στη λίμνη Μαλίκ, εγκαταλείπει τη λίμνη από τα δυτικά και στη συνέχεια κινείται προς τα βορειοδυτικά, παράλληλα με το όρος Τόμαρος. Στην πεδιάδα της Μουζακιάς συναντά τον Οσούμ και ενωμένοι χύνονται στην Αδριατική.
Ο Οσούμ πηγάζει και αυτός από την αλβανική Πίνδο, νοτιοδυτικά του Γράμμου, και αφού κινηθεί προς τα βορειοδυτικά, στα νότια του Τόμαρου, φτάνει στην πεδιάδα της Μουζακιάς και ενώνεται με τον Δεβόλη.
Οι δύο ενωμένοι παραπόταμοι, ως Σεμένης πλέον, διασχίζουν την πεδιάδα της Μουζακιάς ακολουθώντας ακανόνιστη πορεία, περνούν βόρεια από το Φίερι και χύνονται στη θάλασσα.
Ο τρίτος κατά σειρά ποταμός, ο μόνος μεγάλος που βρίσκεται στο νότο είναι ο Αώος ή Βοϊούσα και έχει τις πηγές του στην ελληνική Πίνδο, βόρεια του Μετσόβου της Ηπείρου και συγκεκριμένα μεταξύ Ζυγού και Μηλιάς Μετσόβου.
Στη συνέχεια ακολουθεί πορεία προς τα βορειοδυτικά, περνά νότια από την Κόνιτσα, εισέρχεται στο αλβανικό έδαφος και διασχίζει την Πρεμετή και το Τεπελένι. Λίγο πριν το Τεπελένι σχηματίζεται και η μεγάλη κοιλάδα του Αώου, η οποία δημιουργείται ανάμεσα από την Τρεμπεσίνα και τα βόρεια Ακροκεραύνια όρη και εντάσσεται στην ευρύτερη πεδιάδα της Μαλακάστρας. Αφού διασχίσει την τελευταία με σταθερή φορά προς τα βορειοδυτικά, περνά ανάμεσα από το Φίερι στο βορρά και την Αυλώνα στο νότο και χύνεται στην Αδριατική θάλασσα. Το συνολικό μήκος του στο ελληνικό και αλβανικό έδαφος υπολογίζεται γύρω στα 260 χλμ.
Ο τελευταίος αξιοσημείωτος είναι ο Σκουμπίν ή Γενούσος με μήκος 100 χλμ. περίπου, ο οποίος πηγάζει από τα νότια Κανδανούια, δυτικά του Πόγραδετς, και αφού κινηθεί πρώτα με βορειοδυτική κατεύθυνση, διαγράφει μία στροφή προς τα δυτικά, διασχίζει το Ελβασάν, εισέρχεται στην κοιλάδα της Μουζακιάς και χύνεται στην Αδριατική θάλασσα, βόρεια από τις εκβολές του Σεμένη.
Άλλοι μικρότεροι ποταμοί, είναι ο Ερτσέν, που εκβάλλει στον κόλπο Λάλες, και οι Μάτ ή Αρδάρανος, Μπουένε και Ίσμι που εκβάλλουν στον κόλπο του Δρίνου.
Λίμνες
Οι λίμνες της εμφανίζουν μια αξιοσημείωτη ιδιαιτερότητα καθώς η δεν υπάρχουν λίμνες, οι οποίες να ανήκουν αποκλειστικά στην επικράτειά της. Αρκετές μεγάλες και σημαντικές λίμνες βρίσκονται στα σύνορα της χώρας με τα γειτονικά κράτη, με αποτέλεσμα να κατέχει μικρά ή μεγάλα τμήματα από αυτές.
Η σημαντικότερη από τις οποίες μοιράζεται είναι η λίμνη της Σκόδρας (ή Σκούταρι), στα βορειοδυτικά σύνορα της χώρας με τη Γιουγκοσλαβία, στην ομώνυμη αλβανική επαρχία. Η λίμνη της Σκόδρας είναι η μεγαλύτερη λίμνη των Βαλκανίων, με συνολική έκταση 370 τ. χλμ. και η Αλβανία κατέχει το νοτιοανατολικό τμήμα της, το οποίο αντιστοιχεί σε κάτι λιγότερο από τη μισή έκταση της.
Η δεύτερη μεγάλη λίμνη είναι η Οχρίδα, στα κεντροανατολικά σύνορα της χώρας με τα Σκόπια, από την οποία κατέχει το βορειοδυτικό τμήμα, με το μεγαλύτερο μέρος να ανήκει στα Σκόπια. Το μέγιστο βάθος της λίμνης υπολογίζεται σήμερα ότι είναι 286 μ., ενώ σύμφωνα με μελέτες πιστεύεται ότι η Οχρίδα επικοινωνεί μέσω υπόγειων υδάτινων ρευμάτων με τη Μεγάλη Πρέσπα, η οποία βρίσκεται νοτιοανατολικά της Οχρίδας.
Η Μεγάλη Πρέσπα την οποία μοιράζεται με τα Σκόπια και την Ελλάδα, βρίσκεται στα κοινά σύνορα και η Αλβανία κατέχει το νοτιοδυτικό της τμήμα. Το νοτιοανατολικό τμήμα της λίμνης ανήκει στην Ελλάδα (νομός Καστοριάς) ενώ το μεγαλύτερο βορειανατολικό τμήμα της ανήκει στα Σκόπια. Κατέχει επίσης και ένα ελάχιστο τμήμα της Μικρής Πρέσπας, η οποία βρίσκεται νότια της Μεγάλης και το μεγαλύτερο μέρος της ανήκει στην Ελλάδα (νομός Καστοριάς).
Από τις εσωτερικές της λίμνες ξεχωρίζει η Μαλίκ, κοντά στα κοινά σύνορα με την Ελλάδα, νότια της Οχρίδας και δυτικά της Μεγάλης Πρέσπας και έχει έκταση 23 τετρ. χλμ. περίπου. Τέλος, η λίμνη του Βουθρωτού, νότια από τους Άγιους Σαράντα, απέναντι από τις ακτές της Κέρκυρας, σε μικρή απόσταση από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, αποτελούσε παλιότερα μία από τις σημαντικότερες λίμνες, η οποία όμως αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα ξηρασίας και έχει σχεδόν πάψει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις λίμνες της χώρας.
Κλίμα
Η χώρα ανήκει στον γεωγραφικό χώρο της Μεσογείου, με συνέπεια το κλίμα της να παρουσιάζει τα τυπικά μεσογειακά χαρακτηριστικά, όμως η μεταβολή του ανάγλυφου, όσο κινείται κανείς προς τα ανατολικά, και η άνοδος του υψομέτρου προσδίδουν στη χώρα αρκετά χαρακτηριστικά του ηπειρωτικού τύπου κλίματος, και δημιουργούν μια ενδιάμεση κλιματολογική κατάσταση, η οποία γενικά χαρακτηρίζεται από θερμά καλοκαίρια με αρκετή ξηρασία και ήπιους χειμώνες με πλούσιες βροχοπτώσεις,
Στα ορεινά της ανατολικής Αλβανίας, το υψόμετρο ευθύνεται για τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, τους δριμείς χειμώνες και τα δροσερά καλοκαίρια. Συγκριτικά, το κλίμα στις ακτές παρουσιάζει μεγαλύτερη σταθερότητα και ύφεση, χωρίς εντυπωσιακές εναλλαγές, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο στα ανατολικά υψίπεδα όπου οι απότομες εναλλαγές και μεταπτώσεις είναι συνηθισμένο φαινόμενο.
Η μέση θερμοκρασία στα Τίρανα, που βρίσκονται στο κέντρο της χώρας και προς τα δυτικά παράλια, είναι 6,8°C τον Ιανουάριο και 24°C τον Ιούλιο, στα νότια παράλια είναι 9°C και 24°C, ενώ για την περιοχή των ανατολικών Αλβανικών Άλπεων και για τις ίδιες περιόδους είναι -1°C και 23°C.
Η μέση ετήσια βροχόπτωση κυμαίνεται από τα 1.000 mm στα παράλια, στα βόρεια παράλια ανέρχεται συχνά και μέχρι τα 1.400 mm, στα 1.350 mm για τα Τίρανα και στα 2.500 mm για την περιοχή των βόρειων υψιπέδων. Στα νοτιοανατολικά υψίπεδα, όπου το καλοκαίρι παρατηρείται χαρακτηριστική ξηρασία, οι ετήσιες βροχοπτώσεις πέφτουν στα 750 mm.
Χλωρίδα
Παλαιότερα πυκνά δάση κάλυπταν το 50% σχεδόν της συνολικής έκτασης της χώρας, ποσοστό που υπολογίζεται ότι έχει μειωθεί γύρω στο 38% λόγω των εκχερσώσεων και αποψιλώσεων που έχουν πραγματοποιηθεί, προκειμένου να εξοικονομηθούν περισσότερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Τα δάση εμφανίζονται σε μέτριο υψόμετρο, 500 μ. και πάνω, όπου περισσότερο συνηθισμένη είναι η βελανιδιά και η δρυς, ενώ όσο το υψόμετρο αυξάνει, από τα 1.000 μ. και πάνω, τη βλάστηση μονοπωλούν οι οξιές, τα έλατα, οι φτελιές και τα πεύκα.
Σε πολύ μεγάλα υψόμετρα, όπου η επιβίωση φυτών και δέντρων είναι σχεδόν αδύνατη, ο μόνος τύπος βλάστησης που εμφανίζεται είναι αυτός των αλπικών λιβαδιών, τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικό της ορεινής βλάστησης της κεντρικής Ευρώπης και κυρίως των Άλπεων.
Η βλάστηση στα παράλια είναι τυπικά μεσογειακή, ανθεκτική στις συνθήκες ξηρασίας και ιδίως στο νότο μοιάζει αρκετά με τη βλάστηση που απαντά στα κοντινά ελληνικά παράλια και στις περιοχές που γειτονεύουν μ` αυτά. Σε αυτή εντάσσονται οι άφθονες δάφνες και οι μυρτιές που μονοπωλούν τις ακτές, καθώς και όλα τα είδη των αυτοφυών δέντρων που ευδοκιμούν στα μεσογειακά εδάφη (π.χ. ελιές, συκιές κ.τ.λ.). Τέλος, σε πολλά σημεία της χώρας αφθονούν τα πάσης φύσεως εσπεριδοειδή.
Πανίδα
Η πανίδα είναι σχετικά πλούσια και χαρακτηρίζεται ομοίως από την ύπαρξη των τυπικών ζωικών ειδών που απαντούν στην πλειονότητα των χωρών της Μεσογείου, όμως το ανεξέλεγκτο κυνήγι και η αλόγιστη αποψίλωση των δασών έχουν πλήξει σημαντικά το ζωικό πλούτο της χώρας και έχουν οδηγήσει σε εξαφάνιση αρκετά είδη ζώων, με κυριότερα τα μεγάλα θηλαστικά, όπως η καφέ αρκούδα, η αγριόγατα, τα αγριογούρουνα και τα ελάφια. Τα παραπάνω ζώα ζουν τα τελευταία χρόνια μόνο στα εναπομείναντα πυκνά δάση και σε υψίπεδα με μέσο και υψηλό υψόμετρο, καθώς και στα εθνικά πάρκα.
Οι περιοχές με τη φτωχότερη πανίδα θεωρούνται οι πεδινές, όπου ζουν μόνο νυφίτσες, ασβοί, σκίουροι και άλλα είδη τρωκτικών. Στα υψίπεδα, εκτός από τα απειλούμενα είδη ζώων, βρίσκουν καταφύγιο αρκετοί λύκοι, αλεπούδες, τσακάλια και αγριοκάτσικα.
Στις κοίτες των ποταμών ζουν αρκετά ερπετά (π.χ. οχιά) και αμφίβια (π.χ. βάτραχος), ενώ τα περισσότερα πτηνά απαντούν στα δάση με περισσότερο συνηθισμένα την κουκουβάγια, το δρυοκολάπτη, τον τσαλαπετεινό, τον αγριόγαλο, την τσίχλα και τον κοκκινολαίμη.
Στα υψίπεδα έχουν τις φωλιές τους πολλά αρπακτικά πτηνά όπως το γεράκι και ο γύπας. Τέλος ελάχιστες είναι οι μεσογειακές φώκιες που έχουν απομείνει σήμερα στα αλβανικά παράλια της Αδριατικής.
Οικονομία
Η οικονομία αντιμετωπίζει τα προβλήματα που κληροδοτήθηκαν τόσο από το ασφυκτικό σοσιαλιστικό μοντέλο το οποίο είχε επιβληθεί στη χώρα το 1944 και κατέρρευσε οριστικά το 1991, όσο και από την αλόγιστη υιοθέτηση του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο οδήγησε στο βαρύ διεθνή δανεισμό και το σκάνδαλο των ιδιωτικών παρατραπεζών που ξέσπασε το 1997.
Το κομουνιστικό καθεστώς για τέσσερεις δεκαετίες, είχε βασίσει την εθνική ευημερία και την πρόοδο της οικονομίας στην αυστηρή επίβλεψη και παρέμβαση του κράτους σε όλους τους τομείς της εγχώριας παραγωγής (κυρίως στη γεωργία και τη βιομηχανία), στην υποχρεωτική εθνικοποίηση όλων των παραγωγικών φορέων, στην απαγόρευση και πάταξη κάθε μορφής ιδιωτικής πρωτοβουλίας, στην υποχρεωτική ένταξη του εργατικού δυναμικού σε δυσκίνητες και ελεγχόμενες κολεκτίβες και συντεχνίες και στη μονοπωλιακή συγκέντρωση και διακίνηση των εγχώριων προϊόντων από την κρατική μηχανή. Ταυτόχρονα η χώρα έκλεισε ασφυκτικά την πόρτα στις ξένες επενδύσεις και στο διεθνή δανεισμό, αποκρούοντας τις συνεχείς προτάσεις για διάθεση κονδυλίων και τεχνογνωσίας από το εξωτερικό.
Το πρόγραμμα άρχισε να εφαρμόζεται μέσα από μια σειρά πενταετών αναπτυξιακών σχεδίων, τα οποία ξεκίνησαν το 1951 και διαδέχονταν σταθερά το ένα το άλλο, αναπροσαρμόζοντας κάθε φορά τους στόχους της επόμενης πενταετίας και στην πράξη αποδείχτηκε ανέφικτο.
Καταφέρει να πετύχει σημαντική αυτάρκεια σε αγροτικά προϊόντα, αποφεύγοντας τις εισαγωγές, όμως τα χαμηλότατα ημερομίσθια αγροτών και εργατών και οι συνθήκες φτώχειας έπληξαν τους πληθυσμούς και δημιούργησαν κατάσταση πρωτοφανούς φτώχειας και ανέχειας, η οποία της χάρισε τον τίτλο της πιο φτωχής χώρας στην Ευρώπη.
Το 1991 κ πτώση των κομουνιστών το 1991 και η πολιτειακή μεταβολή, βρήκε τη χώρα στη χειρότερη οικονομική κατάσταση μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Η μεταβατική κυβέρνηση στράφηκε στην καπιταλιστική οικονομία και προσπάθησε να φιλελευθεροποιήσει το σοσιαλιστικό μοντέλο, με στροφή προς τη Δύση, αναδιανομή της καλλιεργήσιμης γης, αποκρατικοποίηση της εγχώριας παραγωγής με ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και πρόσκληση ξένων επενδυτών και κεφαλαίων.
Ακολούθησαν φαινόμενα όπως η αλματώδης έκρηξη του πληθωρισμού, η ανεργία, η μείωση της αγοραστικής αξίας των μισθών και των εισοδημάτων, η κατάρρευση του εσωτερικού νομισματικού συστήματος, ο αλόγιστος διεθνής δανεισμός και η διόγκωση του εξωτερικού χρέους της χώρας, ενώ υπήρξε εμφάνιση κρουσμάτων εσωτερικής και εξωτερικής κερδοσκοπίας, καθώς και ραγδαία εξάπλωση λαθρεμπορίου, μαύρης αγοράς και των ιδιωτικών παρατραπεζών. Οι εντεινόμενες συνθήκες φτώχειας και ανέχειας, η ανεργία και η κρατική ανοχή στη διόγκωση και πτώχευση των παρατραπεζών, οδήγησαν στην εξέγερση του 1997 και την πτώση της κυβέρνησης Μπερίσα.
Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Αλβανίας το 2002 ήταν 14 δισ. δολ. Η.Π.Α., ποσό που αναλύεται σε ετήσιο κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν 4.500 δολ. Η.Π.Α. Το 2002 ο ετήσιος εθνικός προϋπολογισμός αναλύονταν σε έσοδα 697 περίπου εκατ. δολ. ΗΠΑ και έξοδα 1,5 περίπου δισ δολ. ΗΠΑ. Ένα χρόνο πριν (2001) το δημόσιο χρέος ανερχόταν στα 784 εκατ. δολ. Η.Π.Α.
Το εθνικό νόμισμα είναι το λεκ (lek), το οποίο υποδιαιρείται σε 100 κιντάρ (quindar). Η ισοτιμία του λεκ με το δολάριο Η.Π.Α. τον Νοέμβριο του 2001 είχε διαμορφωθεί ως εξής: 140,16 λεκ = 1 δολάριο Η.Π.Α.
Γεωργία
Το 2002 ο πρωτογενής τομέας παραγωγής συμμετείχε στη διαμόρφωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε ποσοστό 49%, με το μεγαλύτερο μέρος να καλύπτεται από τη γεωργία, η οποία απασχολεί το 50% του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Αρχικά οι κομουνιστές είχαν επενδύσει μεγάλο μέρος του εθνικού προϋπολογισμού στη δημιουργία αρδευτικών και εγγειοβελτιωτικών έργων, σε προγράμματα αποψιλώσεων και εκχερσώσεων (για την εξοικονόμηση μεγαλύτερου αριθμού καλλιεργήσιμων εκτάσεων), στον εμπλουτισμό και την ενίσχυση των εδαφών, όμως η παραγωγή γινόταν με πρωτόγονα μέσα και ο μηχανικός εξοπλισμός ήταν δεκαετίες πίσω από τον αντίστοιχο που χρησιμοποιούσαν οι αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Η αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος το 1991 οδήγησε σε ριζικές μεταρρυθμίσεις, όπως η αποδέσμευση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, η αναδιανομή της γης και η αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, δημιούργησε το κίνητρο του κέρδους.
Το 21% του εδάφους ήταν καλλιεργήσιμο με σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, φρούτα, σταφύλια, ζαχαρότευτλα, βαμβάκι, καπνός, ντομάτες, ελιές, ρύζι, φασόλια, καθώς και πολλά άλλα λαχανικά και εσπεριδοειδή και εξακολουθεί να καλύπτει οριακά τις εσωτερικές ανάγκες της χώρας, εκτός από τα σιτηρά.
Υλοτομία
Σημαντική ήταν η δραστηριότητα στον τομέα της υλοτομίας όταν το 50% σχεδόν της έκτασης της χώρας καλύπτονταν από πυκνά δάση. Το ποσοστό υπολογίζεται πλέον στο 38%, παρ` όλα αυτά η υλοτομία εξακολουθεί να αποδίδει σημαντικές ποσότητες ξυλείας.
Αλιεία
Η αλιεία διεξάγεται κυρίως στα παράλια της Αδριατικής και ελάχιστα στις λίμνες, και τα τελευταία χρόνια κυμαίνεται σε σταθερά μέτρια επίπεδα. Αυτό οφείλεται στο ότι η χώρα δεν διαθέτει οργανωμένο αλιευτικό στόλο, παρά μόνο πεπαλαιωμένα ψαροκάικα, από τα οποία απουσιάζει ο σύγχρονος εξοπλισμός.
Κτηνοτροφία
Η κτηνοτροφία είναι μια δραστηριότητα η οποία διεξάγεται ως επί το πλείστον από τους αγροτικούς πληθυσμούς της ορεινής Αλβανίας και καταφέρνει να καλύπτει σήμερα οριακά τις ανάγκες της χώρας σε κρέας και γαλακτοκομικά. Στους βοσκότοπους αυτούς εκτρέφονται αιγοπρόβατα, βοοειδή, ιπποειδή και πουλερικά.
Ορυκτός πλούτος
Το υπέδαφος διαθέτει σήμερα σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου και ορυκτών μεταλλευμάτων, στα οποία οι διαδικασίες εξόρυξης έχουν επιταχυνθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Εκτός από πετρέλαιο, στο νότο υπάρχουν και πλούσια κοιτάσματα φυσικού αερίου. Τα κυριότερα ορυκτά που εξορύσσονται είναι ο λιγνίτης, το χρώμιο, ο χαλκός, το νικέλιο, ο βωξίτης, το σιδηρομετάλλευμα, καθώς και η φυσική άσφαλτος.
Βιομηχανία
Η βιομηχανία θεμελιώθηκε εξ ολοκλήρου στα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος καθεστώτος και το 2002 ο δευτερογενής τομέας παραγωγής συμμετείχε στο σχηματισμό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε ποσοστό 27%. Στη χώρα υπάρχουν βιομηχανίες οι οποίες ασχολούνται με τη μεταποίηση και επεξεργασία των εγχώριων γεωργικών προϊόντων και των ορυκτών μεταλλευμάτων.
Οι κυριότερες βιομηχανικές μονάδες ασχολούνται με την επεξεργασία του πετρελαίου, του χρωμίου, του λιγνίτη και του σιδηρομεταλλεύματος, τη συναρμολόγηση γεωργικών μηχανημάτων, πρωτογενούς βιομηχανικού εξοπλισμού, καθώς και μονάδες κατασκευής χημικών και πετροχημικών προϊόντων. Ακόμη υπάρχουν εργοστάσια παρασκευής τροφίμων και ποτών, υφασμάτων, ενδυμάτων, τσιμέντου, μονάδες επεξεργασίας σιτηρών και ξυλείας, καθώς και μονάδες επεξεργασίας δερμάτων.
Ενέργεια
Στον τομέα της παραγωγής ενέργειας, έχει καταφέρει να εξελιχθεί σε βασικό εξαγωγό ηλεκτρικής ενέργειας στο χώρο των Βαλκανίων. Η δημιουργία μεγάλων υδροηλεκτρικών φραγμάτων και εγκαταστάσεων κατά μήκος του Δρίνου επιτρέπουν σήμερα στη χώρα να παράγει τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία εξάγει στις γείτονες χώρες, και στην Ελλάδα, προκειμένου να αυξήσει τα έσοδά της, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει προβλήματα ηλεκτροδότησης στο εσωτερικό με σημαντικές διακοπές ρεύματος.
Το 2000 η συνολική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ανήλθε στα 4,738 δισ. KWh, το 97% της οποίας αντιστοιχούσε σε υδροηλεκτρική ενέργεια και το 2000 προχώρησε σε εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες ανέρχονταν συνολικά σε 100 εκατ. KWh. Οι χώρες τις οποίες τροφοδοτεί με ηλεκτρική ενέργεια είναι κυρίως τα Σκόπια, η Ιταλία και η Ελλάδα.
Εμπόριο
Ο τομέας του εμπορίου γνώρισε μια βίαιη μετάβαση από τη δυσκαμψία του σοσιαλιστικού κρατισμού στην ελευθερία του καπιταλισμού και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. .
Στην κομμουνιστική εποχή και για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες καμία ιδιωτική εμπορική δραστηριότητα δεν αναπτύχθηκε στο εσωτερικό, με αποτέλεσμα να συγκρατεί το εμπορικό ισοζύγιο συναλλαγών, καθώς η περιστολή των εισαγωγών απέτρεπε κάθε περίπτωση παθητικότητας του ισοζυγίου.
Μετά την πτώση των κομουνιστών, η διάδοχη κατάσταση χαρακτηρίστηκε από την καπιταλιστική οικονομία, την ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων και την κάλυψη των εγχώριων αναγκών από εισαγωγές.
Όμως οι έμποροι αποδείχτηκαν ανέτοιμοι για συναλλαγές με το εξωτερικό και οι ξένοι “επέδραμαν” κυριολεκτικά, επιβαρύνοντας την οικονομία με αυξανόμενες εισαγωγές και το εμπόριο αντιμετωπίζει παθογόνα φαινόμενα, όπως κερδοσκοπία, διόγκωση εισαγωγών, μαύρη αγορά, λαθρεμπόριο.
Το 2002 ο τριτογενής τομέας παραγωγής της συμμετείχε στη διαμόρφωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε ποσοστό 24%, το εμπορικό ισοζύγιο διαμορφώνονταν από εισαγωγές συνολικού ύψους 1,5 δισ. δολ. Η.Π.Α. και εξαγωγές συνολικού ύψους 340 εκατ. δολ. Η.Π.Α..
Τα κυριότερα προϊόντα που εισάγει η χώρα είναι μηχανήματα, πάσης φύσεως μηχανολογικό εξοπλισμό, καταναλωτικά αγαθά και διατροφικά είδη πρώτης ανάγκης (π.χ. δημητριακά) προκειμένου να καλύψει τις αυξημένες εγχώριες ανάγκες. Οι χώρες από τις οποίες προέρχονται τα εισαγόμενα αυτά αγαθά είναι η Ιταλία (38%), η Ελλάδα (26,8%), η Βουλγαρία (8%), η Γερμανία (4,6%), η Τουρκία (4%), τα Σκόπια, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Αυστρία, η Ρουμανία, η Πολωνία και η Ουγγαρία.
Τα κυριότερα προϊόντα που εξάγει είναι αργό πετρέλαιο, άσφαλτος, σιδηρομεταλλεύματα και λοιπά ορυκτά, καπνός, φρούτα και λαχανικά, καθώς και ηλεκτρική ενέργεια και οι κυριότεροι εμπορικοί εξαγωγικοί εταίροι είναι η Ιταλία (51,5%), η Ελλάδα (10%), τα Σκόπια, η Γερμανία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Αυστρία, οι Η.Π.Α., η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Ουγγαρία.
Εργασία – Απασχόληση
Η Αλβανία αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια σημαντικό και αυξανόμενο πρόβλημα ανεργίας. Η ανεργία αυτή πλήττει περισσότερο το δευτερογενή και τριτογενή τομέα παραγωγής, καθώς ο αντίστοιχος πρωτογενής τομέας απασχολούσε και εξακολουθεί να απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Το 2000 ο οικονομικά ενεργός πλυθησμός της χώρας ανερχόταν σε 1.283.000. Το 50% περίπου αυτού του εργατικού δυναμικού ασχολείται σήμερα με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το υπόλοιπο ποσοστό κατανέμεται στη βιομηχανία και τις κατασκευές (περίπου 30%-40%) και στο εμπόριο, τις μεταφορές και τις δημόσιες υπηρεσίες (ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 20%). Το ακριβές ποσοστό ανεργίας το 2001 είχε υπολογιστεί επίσημα στο 17%, σήμερα όμως αναμένεται να έχει αυξηθεί αισθητά.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι λόγω της αυξανόμενης ανεργίας στο εσωτερικό της χώρας, 500.000 περίπου Αλβανοί έχουν μεταναστεύσει σε γειτονικές χώρες (αρκετοί Αλβανοί και Βορειοηπειρώτες έχουν καταφύγει στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στις Η.Π.Α. και άλλες χώρες), όπου αναζητούν εργασία ή απασχολούνται με χαμηλότατα ημερομίσθια.
Μεταφορές – Επικοινωνιακό δίκτυο
Το οδικό δίκτυο κατασκευάστηκε στα πρώτα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος και συνέδεσε τα Τίρανα με τις μεγαλύτερες πόλεις, αδυνατώντας να εξυπηρετήσει τις απομακρυσμένες περιοχές της περιφέρειας και ελάχιστο μέρος του ήταν ασφαλτοστρωμένο. Μετά την πτώση των κομουνιστών έγιναν εκτεταμένες προσπάθειες προκειμένου το δίκτυο να εξαπλωθεί και να ασφαλτοστρωθεί στο μεγαλύτερο μέρος του.
Το 1998 το οδικό δίκτυο κάλυπτε συνολική απόσταση 18.000 χλμ., αν και στις αρχές της δεκαετίας κάλυπτε απόσταση μόλις 7.450 χλμ., από τα οποία μόνο το 38% ήταν ασφαλτοστρωμένο. Το 2001 το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας κάλυπτε συνολική απόσταση 447 χλμ., έχοντας ως κεντρική αφετηρία και άξονα την πόλη των Τιράνων και εξυπηρετεί τις ανάγκες μεταφοράς των γεωργικών και βιομηχανικών προϊόντων προς την πρωτεύουσα και τα μεγάλα εμπορικά λιμάνια της χώρας.
Τα κυριότερα λιμάνια είναι το Δυρράχιο στο κέντρο της χώρας, η Αυλώνα και οι Άγιοι Σαράντα στο νότο. Από τα λιμάνια αυτά διοχετεύεται το μεγαλύτερο μέρος των αλβανικών εξαγώγιμων προϊόντων προς το εξωτερικό. Τα ίδια λιμάνια αποτελούν και τον κυριότερο διαμετακομιστικό σταθμό των εισαγόμενων προϊόντων, προτού αυτά προωθηθούν σε ολόκληρη τη χώρα.
Οι εναέριες μεταφορές της χώρας βρίσκονται σήμερα σε αρκετά πρώιμη και υποτυπώδη κατάσταση και το μόνο αεροδρόμιο με σημαντική και διεθνή κίνηση είναι το διεθνές αεροδρόμιο της πρωτεύουσας. Οι πτήσεις από και προς το εξωτερικό είναι σποραδικές, ενώ για το εσωτερικό δεν υπάρχει κανένα πρόγραμμα δρομολογίων. Άλλα μικρότερα αεροδρόμια υπάρχουν στην πόλη της Κορυτσάς και βόρεια της πόλης Λέζια.
Οι επικοινωνίες βρίσκονται επίσης σε πρωτογενές επίπεδο και περισσότερο υποβαθμισμένες είναι οι απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, σε πολλές από τις οποίες δεν υπάρχει δυνατότητα τηλεφωνικής επικοινωνίας ή δεν υπάρχουν τηλεοπτικοί δέκτες. Το 2001 υπήρχαν 120.000 τηλέφωνα, 1.000.000 ραδιόφωνα και 700.000 τηλεοράσεις, ενώ το 1992 κυκλοφορούσαν 4 ημερήσιες εφημερίδες με μέση ημερήσια κυκλοφορία 50 φύλλα ανά 1.000 κατοίκους. Οι κυριότερες από τις εφημερίδες αυτές είναι η “Zeri i Popullit”, όργανο των πρώην κομουνιστών, και η “Rilindja Demokratike”, όργανο του φιλοδυτικού Δημοκρατικού κόμματος.
Τουρισμός
Το κομμουνιστικό καθεστώς δεν έβλεπε με καλό μάτι τις επισκέψεις επισκεπτών, θεωρώντας τους διαβρωτικό και υπονομευτικό παράγοντα και τα σύνορα παρέμεναν κλειστά ενώ ο τομέας του τουρισμού είχε εγκαταλειφθεί.
Η τουριστική δραστηριότητα μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί υποτυπώδης, καθώςόλο και περισσότεροι αποφασίζουν να την επισκεφτούν. Η χώρα διαθέτει όμορφες ακτές και φυσικό πλούτο, ο οποίος αν προβληθεί και υποστηριχτεί από σύγχρονα εξοπλισμένες τουριστικές εγκαταστάσεις, μπορεί να προσελκύσει σημαντικό αριθμό τουριστών.
Οι κάτοικοι
Δημογραφικά στοιχεία
Ο πληθυσμός της είναι 3.544.841 κάτοικοι (εκτίμηση 2002), ενώ η πυκνότητα του πληθυσμού είναι 123,3 κάτοικοι ανά τ. χλμ. στις πυκνοκατοικημένες πεδινές επαρχίες και τα αστικά κέντρα, ενώ σε ορισμένες ορεινές περιοχές στα βόρεια και νοτιοδυτικά της χώρας (π.χ. Τροπόγια, Κολόνια) η πυκνότητα δεν ξεπερνά τους 50 κατοίκους ανά τ. χλμ.
Το 62,7% του παραπάνω πληθυσμού ζούσε το 1995 στην αγροτική περιφέρεια ενώ το 37,3% στις πόλεις. Η κατανομή του πληθυσμού ανά ηλικιακή κατηγορία παρουσιάζει την εξής εικόνα: στην κατηγορία από 0 έως 14 ετών ανήκει το 28,8% του πληθυσμού, στην κατηγορία 15-64 ετών το 64% του πληθυσμού, ενώ στην κατηγορία από 65 ετών και άνω ανήκει το 7,2% του πληθυσμού της χώρας.
Η Αλβανία είναι πλέον η χώρα με τη μεγαλύτερη αύξηση πληθυσμού σε ολόκληρη την Ευρώπη (πάντα βέβαια σε σχέση με την έκτασή της και τον ήδη υπάρχοντα πληθυσμό), γεγονός το οποίο οφείλεται, στην έκρηξη των γεννήσεων (οι περισσότερες ετησίως σε ολόκληρη την Ευρώπη) και τη σημαντική μείωση των θανάτων, η οποία έχει παρατηρηθεί κυρίως τα τελευταία χρόνια (δε συνυπολογίζονται τα δύο τελευταία χρόνια οπότε παρουσιάστηκε αύξηση των θανάτων λόγω εγκληματικών ενεργειών κυρίως). Απόρροια του παραπάνω φαινομένου είναι στις τάξεις του αλβανικού πληθυσμού να υπερτερούν σαφώς οι νέοι άνθρωποι (μέχρι 15 ετών), οι οποίοι ξεπερνούν το 1/3 του συνολικού πληθυσμού.
Ο μέσος όρος ζωής είναι 72,1 χρόνια (εκτίμηση 2002), 69,27 για τους άνδρες και 75,14 για τις γυναίκες, ο δείκτης γεννητικότητας κυμαινόταν στο 1,86%, ενώ ο δείκτης ετήσιας θνησιμότητας κυμαινόταν στο 0,06% και ο δείκτης ετήσιας βρεφικής θνησιμότητας ήταν 38,64 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις.
Από το συμψηφισμό των παραπάνω δεικτών προκύπτει ο ρυθμός φυσικής αύξησης του αλβανικού πληθυσμού, ο οποίος για τα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί στο 1,06%. Με βάση το ρυθμό αυτόν ο πληθυσμός της Αλβανίας αναμένεται το 2030 να φτάσει τους 3.860.000 κατοίκους.
Μετανάστευση (εσωτερική και εξωτερική)
Από το 1990 δημιουργήθηκε μεγάλο ρεύμα εξωτερικής μετανάστευσης καθώς η αυξημένη ανεργία στο εσωτερικό, η έκρυθμη πολιτική κατάσταση, αλλά και οι συνθήκες ανελευθερίας και διώξεων κάτω από τις οποίες ζουν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Βόρειας Ηπείρου και η επιθυμία για αναζήτηση καλύτερης τύχης σε πλουσιότερες χώρες έχουν οδηγήσει χιλιάδες κατοίκους στην απόφαση να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο αντίστοιχος δείκτης της εξωτερικής μετανάστευσης αγγίζει το -9, δηλαδή για κάθε 1.000 κατοίκους η χώρα χάνει 9 παραπάνω πολίτες της προς το εξωτερικό απ` όσους δέχεται. Ο παραπάνω δείκτης την φέρνει ανάμεσα στις 10 πρώτες χώρες στον κόσμο με το μεγαλύτερο ρεύμα εξωτερικής μετανάστευσης.
Υπολογίζεται ότι πάνω από 500.000 περίπου Αλβανοί ζουν, εργάζονται και βρίσκονται νόμιμα ή παράνομα στην Ελλάδα καθώς χιλιάδες Βορειοηπειρώτες και Αλβανοί λαθρομετανάστες την εγκατέλειψαν μαζικά το 1991, μετά την πτώση του κομουνιστικού καθεστώτος.
Το κύμα φυγής προς την Ελλάδα γνώρισε νέα έξαρση μετά τη λαϊκή εξέγερση του Μαρτίου του 1997, όταν μέσα στη γενικότερη κατάσταση αναρχίας και χάους χιλιάδες Αλβανοί και Βορειοηπειρώτες εγκατέλειψαν τη χώρα και πέρασαν στην Ελλάδα από τα ελληνοαλβανικά βουνά και όχι μέσω της επίσημης συνοριακής οδού και ο ακριβής αριθμός των Αλβανών δεν είναι επίσημα καταγεγραμμένος από το Ελληνικό κράτος.
Μεγάλο μέρος τους καταφεύγει σε παράνομες και εγκληματικές ενέργειες, ενώ η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με μαζικές συλλήψεις και απελάσεις.
Αρκετοί μετανάστες ζουν επίσης στην Ιταλία, ενώ λιγότεροι βρίσκονται στη Βουλγαρία, την Τουρκία, τη Ρουμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Αρκετοί Αλβανοί δεύτερης γενιάς ζουν σήμερα και στις Η.Π.Α., όπου κατέφυγαν οι γονείς τους από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του `70.
Σύνθεση πληθυσμού
Ο πληθυσμός της είναι αρκετά ομοιογενής και υπολογίζεται ότι σήμερα το 98% απαρτίζεται από Γκέγκηδες, που ζουν στο βορρά, και Τόσκηδες, που ζουν στο νότο. Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο αυτές υποκατηγορίες του αλβανικού έθνους επεκτείνονται τόσο σε ανατομικά και σωματοδομικά στοιχεία όσο και στη γλώσσα, στο χαρακτήρα και στη γενικότερη μεταξύ τους συμπεριφορά. Έτσι λοιπόν οι Γκέγκηδες του βορρά είναι ψηλοί και περισσότερο μεγαλόσωμοι από τους Τόσκηδες, μιλούν ακόμη την γκεγκική διάλεκτο και είναι περισσότερο ατίθασοι και αυθόρμητοι απ` ό,τι οι Τόσκηδες.
Από την άλλη μεριά οι Τόσκηδες είναι σχετικά κοντοί, μιλούν την τοσκική διάλεκτο της αλβανικής γλώσσας (η οποία έχει θεσμοθετηθεί από το κράτος και ως η επίσημη γλώσσα της Αλβανίας), είναι λιγότερο εκδηλωτικοί, ενώ οι περισσότεροι απ` αυτούς ασχολούνται με την πολιτική, τις επιστήμες και τα γράμματα. Για χρόνια οι Τόσκηδες έβλεπαν τους Γκέγκηδες ως τους τραχείς ομοεθνείς του βορρά, οι οποίοι όντας ασυμβίβαστοι και αυθόρμητοι δεν μπορούσαν να δεχτούν τους πολιτικούς καταναγκασμούς και τις συνθήκες ανελευθερίας.
Στις νότιες επαρχίες, στην περιοχή που είναι ευρύτερα γνωστή σήμερα ως Βόρεια Ήπειρος, κατοικούν αμιγώς ελληνικοί πληθυσμοί, με γνήσια ελληνική καταγωγή και συνείδηση. Η επίσημη Αλβανία δέχεται ότι οι Βορειοηπειρώτες Έλληνες αποτελούν σήμερα το 1,8% σχεδόν του πληθυσμού της χώρας (περίπου δηλαδή 120.000), με συνεχή τάση συρρίκνωσης του παραπάνω ποσοστού, όμως σύμφωνα με μετρήσεις της ελληνικής μειονότητας ο αριθμός αυτός το 1990 άγγιζε τις 300.000. Ακόμη και αν συνυπολογιστεί όμως η αποδεδειγμένη τάση συρρίκνωσης που παρουσιάζει το ελληνικό στοιχείο τα τελευταία χρόνια, ο παραπάνω αριθμός σε καμία περίπτωση δεν έχει πέσει κάτω από τις 150.000. Οι περισσότεροι Έλληνες ζουν σήμερα στις περιοχές του Αργυρόκαστρου, των Άγιων Σαράντα, της Κορυτσάς, της Πρεμετής, του Δέλβινου και της Χειμάρας.
Το αλβανικό καθεστώς, τόσο το σοσιαλιστικό, όσο και αυτό που το διαδέχτηκε, τήρησε και συνεχίζει να τηρεί μια σταθερή πολιτική διώξεων της ελληνικής μειονότητας και σταδιακής φίμωσης και εξαφάνισής της. Η παραχώρηση των βασικών συνταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων (συμμετοχή των Ελλήνων στα εθνικά και τοπικά όργανα διοίκησης, διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, απρόσκοπτη εξάσκηση των θρησκευτικών της δικαιωμάτων κ.ά.) παραμένει κατοχυρωμένη μόνο στα χαρτιά, καθώς στην πράξη καταστρατηγείται διαρκώς.
Είναι συχνή η δήμευση των περιουσιών και η εξαναγκαστική φυγή τους προς την Ελλάδα, ενώ η αλβανική κυβέρνηση προχώρησε σε πραξικοπηματικές και αντισυνταγματικές ενέργειες, προκειμένου να αφαιρέσει από τους Έλληνες το νόμιμο δικαίωμα της εκλογής τους στο αλβανικό Κοινοβούλιο και στην τοπική αυτοδιοίκηση, στέλνοντας όσους μειονοτικούς δε συμμορφώθηκαν με την παράλογη αυτή μεθόδευση στη φυλακή ή εκπατρίζοντάς τους πίσω στην Ελλάδα.
Οι υπόλοιπες μειονότητες είναι Σέρβοι, Βλάχοι, Τσιγγάνοι και Βούλγαροι, οι οποίοι όμως συνολικά δεν υπερβαίνουν το 0,2% του πληθυσμού της χώρας. Τέλος, πολυάριθμος αμιγώς αλβανικός πληθυσμός με ακμαία αλβανική συνείδηση και γνήσια αλβανική καταγωγή ζει στο Κοσσυφοπέδιο της Γιουγκοσλαβίας. Ο πληθυσμός αυτός (περίπου το 14% του συνολικού γιουγκοσλαβικού πληθυσμού) σήμερα, μετά από μία περίοδο διερευνητικών κινήσεων, διεκδικεί ανοιχτά πλέον την ανεξαρτησία του διεξάγοντας ένοπλο αγώνα κατά της Γιουγκοσλαβίας, η οποία αρνείται κατηγορηματικά οποιοδήποτε αίτημα ανεξαρτητοποίησης. Από Αλβανούς αποτελείται και το 22% περίπου του πληθυσμού του γειτονικού κρατιδίου των Σκοπίων.
Θρησκεία
Τον καιρό της παντοδυναμίας του κομουνιστικού καθεστώτος γνώρισε συνθήκες πρωτοφανούς θρησκευτικής ανελευθερίας, καθώς το 1967 το καθεστώς Χότζα κήρυξε την αθεΐα στη χώρα, εξαπολύοντας πογκρόμ κατά χριστιανών και μουσουλμάνων, καθαιρώντας ιερείς, κατεδαφίζοντας εκκλησίες και τζαμιά και εθνικοποιώντας τον εκκλησιαστικό πλούτο.
Η συμμετοχή σε λατρευτικές εκδηλώσεις και γιορτές χαρακτηρίστηκε ποινικά κολάσιμο αδίκημα και κάθε θρησκευτική δραστηριότητα ανεστάλη με νόμο μέχρι το 1990, όταν το κομουνιστικό καθεστώς υπό την πίεση της λαϊκής αγανάκτησης και δυσαρέσκειας προχώρησε σε άρση των θρησκευτικών περιορισμών.
Το 1991 το μεταβατικό καθεστώς κατοχύρωσε επίσημα την ανεξιθρησκία, προχώρησε στην ανοικοδόμηση των καταστραμμένων θρησκευτικών ναών και επέτρεψε την επαναλειτουργία τους. όμως σημαντικό μέρος του πληθυσμού δηλώνει ότι δεν ανήκει σε κανένα θρήσκευμα.
Αποτελεί τη μόνη χώρα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ήπειρο όπου ο ισλαμισμός υπολογίζεται στο 65%-70% του αλβανικού πληθυσμού. Μεταξύ των μουσουλμάνων υπερτερούν σαφώς οι σουνίτες, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 25% ανήκει στην ισλαμική αίρεση των μπεχτασήδων.
Ποσοστό περί το 20% ασπάζεται τη χριστιανική ορθόδοξη θρησκεία, όπως οι Βορειοηπειρώτες Έλληνες, οι οποίοι παρά τις θρησκευτικές διώξεις που δέχονται διατηρούν μέχρι σήμερα ακμαία χριστιανική συνείδηση και καθοδηγούνται πνευματικά από την Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Τιράνων και πάσης Αλβανίας, η οποία συστάθηκε ξανά το 1992. Αρνητική είναι η στάση της κυβέρνησης απέναντι στην ορθόδοξη θρησκεία και τον κλήρο της και χαρακτηριστική είναι η απέλαση από το Αργυρόκαστρο το 1993 του αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Μαϋδώνη.
Προκαθήμενος του ορθόδοξου κλήρου και λαού στην Αλβανία σήμερα είναι ο έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης στην Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας και Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, ο οποίος εκλέχτηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο από το πατριαρχείο, το 1992. Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας ιδρύθηκε πραξικοπηματικά από το μονάρχη της Αλβανίας Αχμέτ Ζώγου, όταν ο τελευταίος αποφάσισε να κόψει τους δεσμούς των ορθόδοξων χριστιανών Ελλήνων της χώρας, όμως το πατριαρχείο αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας το 1937, μετά από αίτημα του Ζώγου.
Ποσοστό γύρω στο 10%-12% ασπάζεται το ρωμαιοκαθολικό δόγμα, ενώ το υπόλοιπο 2%-3% του πληθυσμού ανήκει σε άλλα θρησκεύματα ή δηλώνει επίσημα άθεο.
Γλώσσα
Επίσημη γλώσσα είναι η αλβανική, η οποία ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και αποτελεί στην εποχή μας το μοναδικό ζωντανό απόγονο της αρχαίας ιλλυρικής διαλέκτου. Διαχωρίζεται σε δύο σημαντικές διαλέκτους, στην γκεγκική (Geg) που μιλούν οι πληθυσμοί του βορρά και στην τοσκική (Tosk) που μιλούν οι πληθυσμοί του νότου.
Η γκεκική εμφανίζεται ως πιο αυθόρμητη και λαϊκή γλώσσα με πολλά σλαβικά και λατινικά δάνεια, ενώ η τοσκική ως περισσότερο λειτουργική και λόγια, με πάρα πολλά γλωσσικά στοιχεία παρμένα κατ` ευθείαν από την ελληνική και λιγότερο από την τουρκική γλώσσα.
Μέχρι το 1944 οι δύο διάλεκτοι χρησιμοποιούνταν ισοδύναμα από τον πληθυσμό, όμως μετά την ανάληψη της ηγεσίας από τους κομουνιστές, το καθεστώς υιοθέτησε και καθιέρωσε επίσημα την τοσκική διάλεκτο ως επίσημη γλώσσα, η οποία χρησιμοποιείται σε όλους τους τομείς της διοίκησης, της εκπαίδευσης, του εμπορίου κ.α.
Το 1972, μετά από μία αναδιάρθρωση του αλβανικού αλφαβήτου, η γραπτή μορφή της αλβανικής τοσκικής διαλέκτου πήρε τη σημερινή της μορφή.
Εκτός από την επίσημη γλώσσα έντονη είναι η παρουσίας της Ελληνικής γλώσσας η οποία διδάσκεται πλέον στα ελληνικά σχολεία παρά τις σημαντικές ελλείψεις και το πλήθος εμποδίων από την επίσημη κυβέρνηση.
Πολιτειακή και Κοινωνική οργάνωση
Πολίτευμα – Θεσμοί
Το πολίτευμα είναι η προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπως κατοχυρώθηκε με το μεταβατικό προσωρινό σύνταγμα, το οποίο ψηφίστηκε από τη Λαϊκή Συνέλευση τον Απρίλιο του 1991 και εξακολουθεί αν είναι σε ισχύ καθώς το σύνταγμα που προτάθηκε από την κυβέρνηση το 1994 απορρίφθηκε μετά από λαϊκό δημοψήφισμα.
Σύμφωνα με αυτό ανώτατος πολιτειακός άρχοντας είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, που έχει πενταετή θητεία και εκλέγεται από τη Λαϊκή Συνέλευση. Στα καθήκοντά του συμπεριλαμβάνονται ο διορισμός του πρωθυπουργού, η διάλυση της Λαϊκής Συνέλευσης και η άμεση προκήρυξη εκλογών, όταν ο ίδιος κρίνει κάτι τέτοιο απαραίτητο. Σε περίοδο κρίσεων και εσωτερικής ανωμαλίας διατηρεί το δικαίωμα να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αναλαμβάνοντας υπερεξουσίες.
Η εκτελεστική εξουσία στην Αλβανία ασκείται από το υπουργικό συμβούλιο, του οποίου επικεφαλής είναι ο πρωθυπουργός που διορίζεται από τον πρόεδρο, αλλά πρέπει να έχει και τη δεδηλωμένη ψήφο εμπιστοσύνης από τη Λαϊκή Συνέλευση. Η σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου καθορίζεται από τον πρωθυπουργό, επικυρώνεται όμως και από τη Λαϊκή Συνέλευση, η οποία είναι υπεύθυνη για την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας και αποτελείται από 140 μέλη, τα οποία έχουν τετραετή θητεία και προκύπτουν από εθνικές βουλευτικές εκλογές, στις οποίες συμμετέχουν όλοι οι Αλβανοί πολίτες άνω των 18 ετών.
Τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα είναι το “Δημοκρατικό Κόμμα Αλβανίας” (PDA) και το “Αλβανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα” (PPSH).
Το Δημοκρατικό Κόμμα Αλβανίας είναι το κόμμα το οποίο ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας μετά την πτώση των κομουνιστών και κέρδισε τις πρώτες ελεύθερες εκλογές του 1992. Το Αλβανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα αποτελεί μετεξέλιξη του Αλβανικού Κόμματος Εργασίας, του παντοδύναμου Κομουνιστικού κόμματος, το οποίο κυβέρνησε αυταρχικά την Αλβανία για παραπάνω από τέσσερις δεκαετίες.
Το Αλβανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα σημείωσε τα τελευταία χρόνια σημαντική αύξηση του ποσοστού και της δημοτικότητάς του, γνωρίζοντας μια δεύτερη περίοδο ακμής που οφείλεται στην αποτυχία της πολιτικής του Δημοκρατικού Κόμματος και στη γενική δυσαρέσκεια κατά του ιδρυτή του κόμματος Σαλί Μπερίσα. Στο πολιτικό του πρόγραμμα δηλώνει ότι αποκηρύσσει το μαρξισμό-λενινισμό και κατηγορεί τους δημοκρατικούς για εξαπάτηση του αλβανικού λαού και διαφθορά. Ήδη από το 1997 και μετά ο υπόδικος αρχηγός του Φάτος Νάνο, αποφυλακίστηκε και σχημάτισε κυβέρνηση μετά από λαϊκή απαίτηση για την απομάκρυνση του Σαλί Μπερίσα, προέδρου του Δημοκρατικού Κόμματος.
Ο πολιτικός χάρτης της Αλβανίας συμπληρώνεται με το “Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα”, την “Ένωση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων” και το “Ρεπουμπλικανικό Κόμμα”.
Ελληνικά μειονοτικά κόμματα
Η Ένωση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συγκροτήθηκε από Έλληνες μειονοτικούς και μαζί με την “Δημοκρατική Ένωση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας-Ομόνοια” αποτελούν τους δύο πολιτικούς σχηματισμούς που εκπροσωπούν τον ελληνικό πληθυσμό στο αλβανικό Κοινοβούλιο. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση Μπερίσα προσπάθησε πολλές φορές να αποκλείσει τις ελληνικές οργανώσεις της Αλβανίας από τη συμμετοχή τους στη Λαϊκή Συνέλευση, μέσα από μια σειρά υπόγειων μεθοδεύσεων και συνταγματικών περιορισμών.
Μετά τη λαϊκή εξέγερση που σημειώθηκε στην Αλβανία το Μάρτιο του 1997 και η οποία οδήγησε στην πτώση του Σαλί Μπερίσα από την εξουσία, η λειτουργία των παραπάνω κομμάτων ανεστάλη προσωρινά.
Τα κόμματα επανήλθαν στην ομαλή κοινοβουλευτική δραστηριότητα μετά την άνοδο του Φάτος Νάνο, επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αλβανίας, στην πρωθυπουργία. Ο Φάτος Νάνο κλήθηκε να αναλάβει την εξουσία από τη φυλακή, καθώς το 1993 είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση μαζί με άλλα μέλη του Αλβανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (πρώην Κόμματος Εργασίας), με την κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας.
Οι κυριότεροι διεθνείς οργανισμοί στους οποίους ανήκει σήμερα η Αλβανία είναι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (U.N.), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (I.M.F.), η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Δ.Α.Σ.Ε. / O.S.C.E), ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης (O.I.C.) κ.ά.
Υγεία και Πρόνοια
Το κομμουνιστικό καθεστώς είχε φροντίσει σημαντικά το επίπεδο της δημόσιας υγείας και περίθαλψης, επενδύοντας αρκετά χρήματα στον τομέα και δημιουργώντας εξοπλισμένα νοσοκομεία στις πόλεις και αρκετά κέντρα υγείας στην περιφέρεια και η υγεία παρέχονταν δωρεάν.
Η αλλαγή της πολιτικής κατάστασης επέφερε μεταβολές, η ιατρική δραστηριότητα επιτράπηκε με νόμο και γρήγορα εμφανίστηκαν ιδιωτικές κλινικές, ενώ τα υπάρχοντα κρατικά θεραπευτικά ιδρύματα γνώρισαν την οικονομική εγκατάλειψη, καθώς το κράτος δυσκολευόταν να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα κονδύλια για τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό τους.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που παρουσιάζει ο τομέας δημόσιας υγείας είναι η υπολειτουργία των κρατικών κέντρων υγείας στην περιφέρεια, η έλλειψη σύγχρονου διαγνωστικού ιατρικού εξοπλισμού και οι δυσχέρειες στην τροφοδοσία με φάρμακα.
Εκπαίδευση
Οι Αλβανοί κομουνιστές είχαν προβάλει ως πρωταρχικό μέλημα του καθεστώτος την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και τη συμμετοχή σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης όλων των πολιτών και όχι μόνο των προνομιούχων. Ήταν νομικά κατοχυρωμένη διακήρυξη ότι η παιδεία αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα κάθε Αλβανού πολίτη και παρέχεται δωρεάν από το κράτος.
Από το 1991 και μετά, διατηρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν εκπαίδευσης μόνο για τις δύο πρώτες βαθμίδες, ενώ θεσπίστηκαν δίδακτρα για τη φοίτηση στο πανεπιστήμιο. Παράλληλα προχώρησε στο κλείσιμο και στη συνένωση αρκετών σχολείων λόγω αδυναμίας εξεύρεσης πόρων.
Η εκπαίδευση περιλαμβάνει τρεις διαδοχικές βαθμίδες σχολείων, παρέχεται δωρεάν στις δύο πρώτες απ` αυτές και είναι υποχρεωτική για όλα τα παιδιά ηλικίας από 7 έως 15 ετών.
Το ποσοστό των κατοίκων που είχαν λάβει τη στοιχειώδη εκπαίδευση το 1993 άγγιζε σχεδόν το 100%, φαινόμενο το οποίο πρέπει να αποδοθεί περισσότερο στη μορφωτική εκστρατεία που πραγματοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης των κομμουνιστών.
Οι ανάγκες για ανώτατη εκπαίδευση εντός ορίων της χώρας καλύπτονται από το “Πανεπιστήμιο των Τιράνων”, το οποίο ιδρύθηκε το 1957. Στο ανώτατο αυτό ίδρυμα σήμερα οι φοιτητές πληρώνουν δίδακτρα, ενώ στα χρόνια της παντοδυναμίας του σοσιαλισμού η φοίτηση ήταν δωρεάν, αλλά η επιλογή των φοιτητών γινόταν με απόφαση του κόμματος.
Ελληνικά μειονοτικά σχολεία
Η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη βάσει των διεθνών συνθηκών, για τη λειτουργία των σχολείων της μειονότητας της Βόρειας Ηπείρου, με προγράμματα σπουδών που προϋποθέτουν τη διδασκαλία της Ελληνικής από Έλληνες δασκάλους. Το επίσημο κράτος καταστρατηγεί καθημερινά το θεμελιώδες δικαίωμα των μειονοτικών πληθυσμών για εκπαίδευση και με μεθοδεύσεις έχουν κλείσει μειονοτικά σχολεία με τη δικαιολογία ότι είναι οικονομικά ασύμφορα, ενώ σε όσα σχολεία λειτουργούν, τα προγράμματα σπουδών καταρτίζονται από το Αλβανικό κράτος, το οποίο ακολουθεί σαφώς προπαγανδιστική τακτική κατά των Ελλήνων, όπως το νομοθετικό διάταγμα του Σεπτεμβρίου 1993, το οποίο πρόβλεπε τη διδασκαλία των μαθημάτων στην ελληνική γλώσσα μόνο για τις τέσσερις πρώτες τάξεις του οκτατάξιου γυμνασίου. Στις τέσσερις επόμενες η ελληνική θα διδασκόταν μόνο συμπληρωματικά ως ξένη γλώσσα.
Η ελληνική κοινότητα αντέδρασε έντονα, για να εισπράξει ως απάντηση την κύρωση, από την κυβέρνηση, νόμου ο οποίος πρόβλεπε την ύπαρξη τουλάχιστον 30 (αργότερα ο αριθμός έπεσε στα 20) παιδιών ελληνικών οικογενειών σε κάθε τάξη προκειμένου να λειτουργήσουν τα μειονοτικά σχολεία. Την περίοδο 1992-93 στην Αλβανία λειτούργησαν 32 ελληνικά φροντιστήρια, στα οποία φοιτούσαν 860 μαθητές και δίδασκαν 37 δάσκαλοι.
Με άλλες νομοθετικές διατάξεις το καθεστώς Μπερίσα αποφάσισε διαδοχικά την αφαίρεση από τους νομάρχες του δικαιώματος να παρέχουν άδεια για τη λειτουργία νέων σχολείων και το κλείσιμο των δημόσιων ελληνικών σχολείων σε περιοχές που δε χαρακτηρίζονταν επίσημα από το Αλβανικό κράτος ως μειονοτικές (π.χ. Αργυρόκαστρο, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα).
Ένοπλες δυνάμεις
Το Μάρτιο του 1997 χιλιάδες Αλβανοί εισέβαλαν στα στρατόπεδα, στις στρατιωτικές αποθήκες και στους αστυνομικούς σταθμούς της χώρας λεηλατώντας και υφαρπάζοντας όπλα, πυρομαχικά και στρατιωτικά οχήματα. Τις επόμενες ημέρες μέρες μεγάλος αριθμός “Καλάσνικοφ”, χειροβομβίδων, τυφεκίων και πυρομαχικών διοχετεύτηκε στην Ελλάδα.
Έκτοτε οι κυβερνήσεις καταβάλλουν προσπάθειες να αναδιοργανώσουν το στρατό της χώρας με την ενεργό συμπαράσταση και την οικονομική στήριξη του Ν.Α.Τ.Ο. (Βορειοατλαντική Συμμαχία), το οποίο η χώρα έχει προσεγγίσει.
Στον τομέα της άμυνας και της στρατιωτικής οργάνωσης η Αλβανία απολαμβάνει επίσης και την αμέριστη βοήθεια και συνδρομή της Τουρκίας, η οποία άρχισε να κάνει όλο και περισσότερο αισθητή την παρουσία της στην περιοχή, ακολουθώντας πολιτική δημιουργία και ενίσχυσης “ισλαμικού τόξου” στα Βαλκάνια.
Διοικητική διαίρεση
Επαρχίες – περιφέρειες – νομοί της Αλβανίας
Η Αλβανία διαιρείται σήμερα σε 26 επαρχίες. Οι επαρχίες αυτές διοικούνται από περιφερειακά συμβούλια, τα μέλη των οποίων προκύπτουν από τοπικές εκλογές και έχουν τριετή θητεία. Ο επικεφαλής των περιφερειακών αυτών συμβουλίων είναι επίσης αιρετός και λογοδοτεί στον πρόεδρο της χώρας. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η τοπική αυτοδιοίκηση στις πόλεις της Αλβανίας (δημοτικά συμβούλια, επικεφαλής των οποίων είναι ο δήμαρχος.).
Πρωτεύουσα και Πόλεις της Αλβανίας
Πρωτεύουσα της Αλβανίας είναι τα Τίρανα, των οποίων ο πληθυσμός το 1990 υπολογίζονταν σε 243.000 κατοίκους.
Η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη είναι το Δυρράχιο, δυτικά των Τιράνων, το μεγαλύτερο αλβανικό εμπορικό λιμάνι στις ακτές της Αδριατικής θάλασσας. Έχει πληθυσμό 85.400 κατ. (εκτ. 1990), ενώ ιστορικά είναι αξιοσημείωτη, γιατί βρίσκεται χτισμένη στην περιοχή που βρισκόταν η αρχαία ελληνική Επίδαμνος και διατέλεσε πρωτεύουσα του ανεξάρτητου Αλβανικού κράτους από το 1912 μέχρι το 1920.
Μεγάλες πόλεις επίσης είναι το Ελβασάν, με πληθυσμό 83.300 κατ. (εκτ. 1990), η Σκόδρα, στα βόρεια της χώρας, χτισμένη στις όχθες της λίμνης Σκόδρα, με πληθυσμό 81.800 κατ. (εκτ. 1990) και η Αυλώνα, χτισμένη στις όχθες του ομώνυμου κόλπου της Αδριατικής, με πληθυσμό 73.800 κατ. (εκτ. 1990), το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Αλβανίας στην Αδριατική.
Πολιτισμός
Η γεωγραφική θέση της χώρας, στα νότια της Μεσογείου και σε ίση απόσταση από Δύση και Ανατολή, επέδρασε καταλυτικά και όλοι οι πολιτισμοί της Ευρώπης, από τον 4ο π.Χ. αιώνα μέχρι τον 20ό, άφησαν ανεξίτηλα σημάδια πάνω στην αλβανική κουλτούρα.
Ο λαϊκός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από την έντονη εμφάνιση στοιχείων του δυτικού πολιτισμού στο βορρά, αναγεννησιακή Ιταλία και ρωμαιοκαθολικό πνεύμα, και στοιχείων του ανατολικού πολιτισμού στο νότο, ελληνική δημώδης έκφραση, βυζαντινή επίδραση και παράλληλη επιρροή χριστιανικής ορθόδοξης και ισλαμικής θρησκείας.
Η έκφραση του διατηρήθηκε αναλλοίωτη και ανεπηρέαστη μέχρι ότου η κυριαρχία των κομμουνιστών και η άνοδός τους στην εξουσία ανέστειλε κάθε εκδήλωση πολιτισμού, προς όφελος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που μοναδικός του σκοπός υπήρξε η προβολή της ζωής του προλετάριου και της εξύμνησης του καθημερινού αγώνα για την εδραίωση και υπεράσπιση των μαρξιστικών ιδεωδών και το ηρωικό στοιχείο διατηρήθηκε μόνο ως προς τον αντιστασιακό αγώνα των προλετάριων κατά των ξένων κατακτητών και των υπονομευτών του καθεστώτος.
Το κίνημα αποκηρύχθηκε οριστικά το 1991, καθώς συμπαρασύρθηκε από την πτώση του καθεστώτος, όμως είχε προλάβει να δώσει δημιουργήματα, όμοια των οποίων συναντά κανείς σε όλες τις χώρες της πρώην ανατολικής Ευρώπης.
Λογοτεχνία
Δεν διασώζεται κανένα γραπτό έργο πριν από τα μέσα του 16ου αιώνα καθώς η λογοτεχνική παράδοση στηριζόταν αποκλειστικά στην καλλιέργεια της προφορικής δημώδους ποίησης, η οποία είχε περιεχόμενο θρησκευτικό (εκκλησιαστικοί ύμνοι), ηρωικό (αγώνες κατά των κατακτητών) ή θρηνητικό (δημοτικά μοιρολόγια).
Η νεότερη γραπτή λογοτεχνία ξεκινά το 1555 με το “Λειτουργικόν” (“Μεσάρι” στην αλβανική) του Γκιόν Μπουζούκου (Gjon Buzuku), θρησκευτικό έργο, το οποίο υμνούσε τον καθολικισμό, και αποτελεί γνήσια προπαγανδιστικό θεοκρατικό, το οποίο συνέδεε άμεσα την επιβίωση του έθνους με την καθοδήγησή του από το δόγμα του χριστιανισμού.
Μέχρι το 19ο αιώνα τα λογοτεχνικά κείμενα στρέφουν τον προσανατολισμό τους προς την πατριωτική και εθνική λογοτεχνία και ποίηση που υπαγορεύτηκε από την επιθυμία για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και από τη σταδιακή συνειδητοποίηση της αντίληψης ότι η ελευθερία θα κατακτηθεί μόνο μέσα από τη διαμόρφωση ακμαίου εθνικού φρονήματος. Η κορύφωση της αφυπνιστικής προσπάθειας θα έρθει με την εμφάνιση της ποίησης του 19ου αιώνα. Κυριότεροι εκφραστές της φλέγουσας επιθυμίας για ελευθερία και απολύτρωση υπήρξαν ο Λεκ Ματράνγκα (Leke Matranga) και ο Γιούλ Βαριμπόμπα (Jul Variboba).
Την ίδια περίοδο εμφανίζεται μια νέα μορφή έκφρασης, η ποίηση που εκπορεύεται από την έντονη επίδραση της Ανατολής και οι δημιουργοί της χρησιμοποιούν το αραβικό αλφάβητο, με θέματα τα οποία ανήκουν στη σφαίρα του ρομαντισμού (αγάπη, έρωτας, φυσική ομορφιά κ.ά.). Υπήρξαν όμως και ποιητές, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να μείνουν ασυγκίνητοι μπροστά στο δράμα της σκλαβιάς, της φτώχειας και της μετανάστευσης. Κυριότεροι εκφραστές της ανατολικότροπης αυτής ποίησης υπήρξαν ο Σουλεϊμάν Ναΐμπι (Sylejman Naibi) και οι Χασάν Ζούκο Καμπέρι (Hasan Zyko Kamberi) και Μεχμέτ Κιουτσούκου (Mehmet Kycyku), οι οποίοι στην ώριμη φάση τους προέβαλαν το δράμα των Αλβανών υπόδουλων.
Η μεγάλη περίοδος των αλβανικών γραμμάτων συμπίπτει με την έλευση του 19ου αιώνα, όταν ποιητές του εσωτερικού και της διασποράς ενώνουν τη φωνή τους και αφιερώνουν το λόγο τους στην προβολή κάθε αμιγώς αλβανικού παραδοσιακού στοιχείου.
Μεγάλες ποιητικές μορφές αναδεικνύονται την περίοδο αυτή, με κυριότερη αυτή του λόγιου Ιερώνυμου ντε Ράντα (Jeronim de Rada), ο οποίος συνέθεσε το έργο “Το τραγούδι του Μιλοσάο”. Άλλοι σημαντικοί δημιουργοί της πρώτης φάσης αυτής της περιόδου (μέχρι την απελευθέρωση) είναι ο Ζεφ Σερέμπε (Zef Serembe), οι αδελφοί Ναΐμ και Σαμί Φράσερι (Naim και Sami Frasheri), καθώς και οι Έλληνες Δημήτριος Καμάρδας και Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης, οι οποίοι ασχολήθηκαν περισσότερο με την ανασύσταση του αλβανικού αλφαβήτου.
Η πνευματική προσωπικότητα που ξεχωρίζει στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα είναι ο συγγραφέας, ιερωμένος και πολιτικός Φαν Νόλι (Fan Noli), ο οποίος συνέγραψε κυρίως πολιτικές πραγματείες, αλλά το κλασικό του έργο είναι “Η ιστορία του Γεώργιου Καστριώτη-Σκεντέρμπεη”, το οποίο περιγράφει τη ζωή και τα κατορθώματα του εθνικού ήρωα της Αλβανίας, Έλληνα στην καταγωγή, Γεώργιου Καστριώτη ή Σκεντέρμπεη.
Άλλος ποιητής, ο οποίος ξεχώρισε με το οξύ ύφος του και την καυστική γλώσσα αυτή την περίοδο είναι ο Μιγκένι (Migjeni), γνήσιος Γκέγκης του βορρά, ο οποίος έδωσε μια γλαφυρή και ρεαλιστική εικόνα της ζωής των Γκέγκηδων στα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία.
Η επικράτηση των κομμουνιστών δίνει τέλος σε κάθε μορφή πατριωτικής ή θρησκευτικής ποίησης και λογοτεχνίας, που απαγορεύτηκε δια νόμου και εμφανίζεται μια μορφή έκφρασης, η οποία υμνεί τον προλετάριο και τον καθημερινό του αγώνα. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός καλλιέργησε ένα είδος στρατευμένης λογοτεχνικής έκφρασης, η οποία μονότονα υμνούσε και προπαγάνδιζε το κομουνιστικό καθεστώς και οι λογοτέχνες αποδύθηκαν σε ανταγωνισμό εξύμνησης της σοσιαλιστικής Αλβανίας, κλείνοντας τα μάτια μπροστά στα φλέγοντα προβλήματα του αλβανικού λαού.
Η προσωπικότητα, η οποία μονοπωλεί τα γράμματα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα είναι ο Ισμαήλ Κανταρέ, που γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο το 1936 και έγραψε πλήθος από μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια, διηγήματα και ποιήματα, τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες.
Με το έργο του ήρθε σε σύγκρουση με το κομμουνιστικό καθεστώς καθώς δεν ανήκε στην ομάδα των υμνητών του αλλά περιέγραψε ρεαλιστικά το καθημερινό δράμα και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Η δίωξη του έπαψε το 1991 και από τότε αποτελεί ζωντανό σύμβολο του αγώνα κατά του καθεστώτος, ενώ θεωρείται ο μεγαλύτερος εν ζωή Αλβανός συγγραφέας και ποιητής και μια από τις πνευματικές προσωπικότητες της Ευρώπης.
Καλές Τέχνες
Το πέρασμα διαδοχικών πολιτισμών όπως ο αρχαίος ιλλυρικός, ο ελληνικός, ο ρωμαϊκός, ο βυζαντινός, ο οθωμανικός και ο νεότερος ευρωπαϊκός γέννησε μια πληθώρα από έργα αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, ζωγραφικής και αγγειοπλαστικής, τα οποία υπάρχουν με τη μορφή των αρχαιολογικών ευρημάτων.
Στην περιοχή του Δυρραχίου (αρχαία Επίδαμνος) και του Βουθρωτού υπάρχουν αρχαιολογικοί χώροι, όπου η ανασκαφή έχει φέρει στο φως σημαντικά αρχαιολογικά μνημεία (ανάκτορα, νεκροταφεία, αρχαίους ναούς, θέατρα), κτερίσματα και νομίσματα τόσο της ιλλυρικής περιόδου όσο και της εποχής της ελληνικής που την ακολούθησε. Η γόνιμη επίδραση του ελληνικού πολιτισμού κορυφώνεται την εποχή της ακμής των δύο μεγάλων ελληνικών βασιλείων της περιοχής, του Μακεδονικού βασιλείου (στα χρόνια του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου) και του βασιλείου της Ηπείρου, στα χρόνια του Πύρρου.
Στους Βυζαντινούς αιώνες, αρχίζει η διάδοση και εξάπλωση στην περιοχή της χριστιανικής θρησκείας, η οποία θα αλλάξει άρδην τον προσανατολισμό των τεχνών από τον ελληνικό κλασικισμό προς τη θεοκρατία. Η άνθηση που γνωρίζει η θρησκεία γίνεται αφορμή να χτιστεί πλήθος εκκλησιών και μονών (στην Κορυτσά, στο Μπεράτι, στο Αργυρόκαστρο, στη Σκόδρα και αλλού), τυπικής βυζαντινής τεχνοτροπίας.
Οι εκκλησίες και μονές αυτές κοσμούνται από θαυμαστές αγιογραφίες κορυφαίων ζωγράφων της εποχής, οι οποίοι ανήκουν κυρίως στην αγιορείτικη ή μακεδονική σχολή. Παράλληλα η βυζαντινή υμνογραφία δίνει τα πρώτα μεγάλα δείγματα της κορύφωσης, στην οποία θα φτάσει κατά την ακμή του Βυζαντίου.
Η επιδρομή των Τούρκων στα αλβανικά εδάφη, φέρνει την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία του ισλαμισμού, που θα αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στον αλβανικό πολιτισμό. Δίπλα στις βυζαντινές εκκλησίες κάνουν την εμφάνισή τους μουσουλμανικά τεμένη, τζαμιά και άλλα ισλαμικά μνημεία, με τοιχογραφίες οι οποίες εξυμνούν τον Μωάμεθ και το στρατό του.
Ο 20ός αιώνας θα φέρει αλλαγές και τα καλλιτεχνικά μνημεία των αρχών του είναι εκείνα τα οποία εκφράζουν την πολυσυλλεκτικότητα του αλβανικού πολιτισμού, κι αυτό γιατί για πρώτη φορά οι Αλβανοί καλλιτέχνες δημιουργούν κατά βούληση.
Στα χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός επιβάλλεται και εκτοπίζει κάθε άλλο καλλιτεχνικό ρεύμα ή τεχνοτροπία. Η ζωγραφική, η γλυπτική και η μουσική υμνούν, η καθεμιά με τον τρόπο της, τον προλετάριο-στυλοβάτη του καθεστώτος και εμφανίζονται μνημεία που προβάλλουν τη συλλογική εργασία και αλληλεγγύη, αφιερωμένα στον αγρότη, τον εργάτη, τη γυναίκα, το στρατιώτη. Η μουσική και ο χορός προωθούνται από φεστιβάλ που οργανώνει το κόμμα, ενώ και στους δύο τομείς παρατηρείται έντεχνη και κατευθυνόμενη στροφή προς την παράδοση με σκοπό να εμποδιστεί η διείσδυση μοντέρνων δυτικών ακουσμάτων και χορευτικών ειδών. Το ίδιο συνέβη και με τον κινηματογράφο και το θέατρο, όπου κυριάρχησαν σενάρια και παραγωγές με θέματα παρμένα από την καθημερινή ζωή του απλού λαού της Αλβανίας και την ικανοποίηση που αυτός βιώνει από την “κοινωνική επανάσταση” που επέφερε στη χώρα ο σοσιαλισμός.
Μνημεία και Αξιοθέατα
Τα περισσότερα από τα σύγχρονα αξιοθέατα της χώρας βρίσκονται στην πόλη των Τιράνων, όμως μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αρχαιολογικοί χώροι του Δυρραχίου και του Βουθρωτού, όπου τα τελευταία χρόνια έχουν ανακαλυφθεί πλήθος κτισμάτων και κτερισμάτων. Στον αρχαιολογικό χώρο του Βουθρωτού μάλιστα οι ανασκαφές εντατικοποιήθηκαν μετά τη χρηματοδότησή τους από τη Μεγάλη Βρετανία.
Άλλοι αρχαιολογικοί χώροι υπάρχουν στην περιοχή του Μαλίκ, όπου ανακαλύφθηκαν τα αρχαιότερα ευρήματα της χώρας και στις περιοχές της αρχαίας ελληνικής Απολλωνίας και των αρχαίων ιλλυρικών πόλεων Αμαντίας και Βύλλιδας.
Μεγάλο επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι βυζαντινές εκκλησίες που διασώζονται σε πολλά μέρη της χώρας (Μπεράτι, Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Σκόδρα, Ελβασάν), καθώς και τα μουσουλμανικά τζαμιά, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι το τζαμί του Ετχέμ Μπέη. Το συγκεκριμένο τζαμί χτίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και βρίσκεται στην πλατεία Σκεντέρμπεη των Τιράνων.
Στα Τίρανα βρίσκονται ακόμα το Μουσείο Αλβανικού Εθνικού Πολιτισμού, το Μουσείο Φυσικών Επιστημών, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, η Εθνική Βιβλιοθήκη και η Ακαδημία Επιστημών.
Ιστορία
Προϊστορία
Η ιστορία ξεκινά σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές και τα πρώτα αρχαιολογικά ευρήματα από τα τέλη της μέσης ή τις αρχές της ύστερης νεολιθικής εποχής, στην οποία ανήκουν τα αρχαιότερα ευρήματα ανθρώπινης παρουσίας και εγκατάστασης, δίχως να συγκλίνουν προς την κατεύθυνση του οργανωμένου ανθρώπινου εποικισμού.
Την εποχή του Χαλκού, μέσα και τέλη 2ης χιλιετίας, κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα ιλλυρικά φύλα, τα οποία ανήκαν στην ευρύτερη ινδοευρωπαϊκή οικογένεια και τα οποία κατά τα φαινόμενα επιχείρησαν μια κάθοδο από την κεντρική Ευρώπη προς τα νότια και εγκαταστάθηκαν στα νότια παράλια και δημιούργησαν τους πρώτους οικισμούς, οι οποίοι αρκετά χρόνια αργότερα εξελίχθηκαν σε πρωτογενείς πόλεις.
Λίγο αργότερα, μεγάλες ελληνικές αποικίες κάνουν την εμφάνισή τους σταδιακά στις παράκτιες περιοχές, που μέχρι τότε κατοικούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τους Ιλλυριούς, με κυριότερη την αρχαία Επίδαμνο, σημερινό Δυρράχιο. Ερείπια της αρχαίας Επιδάμνου σώζονται μέχρι και σήμερα, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τις αποικίες της αρχαίας Απολλωνίας και του Βουθρωτού. Πλάι στα μεγάλα αυτά αποικιακά κέντρα αρχίζουν να εμφανίζονται και οι πρώτες μεγάλες αμιγώς ιλλυρικές πόλεις όπως η Αμαντία και η Βύλλιδα.
Τα χρόνια της ακμής του Μακεδονικού Βασιλείου και του Βασιλείου της Ηπείρου διεξήχθησαν πόλεμοι που πρέπει να ερμηνευτούν ως προσπάθεια των Ιλλυριών να περιορίσουν την αυξανόμενη εξάπλωση των δύο βασιλείων και να διαφυλάξουν τη θέση και την κυριαρχία τους στην περιοχή που κατείχαν.
Ρωμαϊκή κτήση
Παράλληλα η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εκδηλώνει τις βλέψεις της προς τα εδάφη της Ιλλυρίας, και η οριστική κατάκτηση της από τη Ρώμη θα συμβεί λίγο αργότερα μετά το θρίαμβο των ρωμαϊκών λεγεώνων κατά των Μακεδόνων στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. και οι Ιλλυριοί τιμωρήθηκαν από τους Ρωμαίους, επειδή θεωρήθηκε ότι είχαν συμμαχήσει με τους ηττημένους.
Για τους επόμενους πέντε αιώνες η Ιλλυρία αποτέλεσε επαρχία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία δεν δίστασε να εξεγερθεί αρκετές φορές, όμως οι κάτοικοι παρά την ατίθαση στάση τους, κέρδισαν την εμπιστοσύνη της. Σταδιακά οι σφοδρές επιδρομές των βαρβαρικών φύλων στην κραταιά αυτοκρατορία και η αυξανόμενη απώλεια εδαφών έπληξαν άμεσα και το “Ιλλυρικόν” (έτσι ονόμαζαν οι Ρωμαίοι τα εδάφη της Ιλλυρίας), το οποίο για μια μεγάλη περίοδο σχεδόν χάνει την ταυτότητά του.
Βυζάντιο
Η περιοχή θα γνωρίσει μια νέα περίοδο ακμής στα χρόνια της ανόδου και ανάπτυξης του Βυζαντίου και ειδικά μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., οπότε αρχίζει η περίοδος της ραγδαίας εξάπλωσης του χριστιανισμού στην περιοχή των Βαλκανίων. Συγκεκριμένα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (ο οποίος είχε καταγωγή από τα ιλλυρικά εδάφη) πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά η οριστική εγκατάλειψη του ονόματος “Ιλλυρία”, που συνόδεψε την εμφάνιση των πρώτων κατοίκων της περιοχής ή “Ανατολικόν Ιλλυρικόν” που είχε θεσπιστεί στους ρωμαϊκούς χρόνους. Η χρησιμοποίηση ονόματος προερχόμενου από τη ρίζα “Ιλλυρία”, αποφασίστηκε να εγκαταλειφθεί για το λόγο ότι η ονομασία έπαψε να δηλώνει την ύπαρξη συγκεκριμένου λαού ή εθνότητας.
Η οριστική εγκατάλειψη του όρου “Ιλλυρία” συνοδεύτηκε από την άμεση υιοθέτηση της ονομασίας “Νέα Ήπειρος”, η οποία για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα εδάφη που εκτείνονταν βόρεια των Ακροκεραύνιων ορέων και μέχρι τον ποταμό Σκουμπίν (Γενούσος) και κάλυπτε το σύνολο σχεδόν της παραπάνω περιοχής και ως επίσημη πρωτεύουσά της προβλήθηκε το Δυρράχιο.
Η νέα επαρχία αποτέλεσε την προέκταση προς το βορρά της επαρχίας της “Παλαιάς Ηπείρου”, στην οποία δέσποζε η Νικόπολη.
Η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε μετά τη διαίρεση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σε “θέματα” (διοικητικές περιφέρειες / νομοί), οπότε διατηρήθηκε η διάκριση μεταξύ “Παλαιάς” και “Νέας Ηπείρου” και θα διατηρηθεί αναλλοίωτη μέχρι τον 11ο αιώνα, όταν για πρώτη φορά χρησιμοποιείται επίσημα για την περιοχή της “Νέας Ηπείρου” η ονομασία “Αλβανία”, η οποία προέρχεται από την ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να δηλώσουν τα εδάφη γύρω από το Αλβανό όρος.
Νορμανδοί
Τον 11ο-12ο αιώνα που η Βυζαντινή αυτοκρατορία αρχίζει να δέχεται και να αποκρούει επιθέσεις από Δύση, οι πρώτοι που εκδήλωσαν με αξιώσεις τις αρπακτικές διαθέσεις τους ήταν οι Νορμανδοί, οι οποίοι επιθυμούσαν όσο τίποτα άλλο μια θαλάσσια διέξοδο στα παράλια της Μεσογείου. Επιτέθηκαν και κατέλαβαν για πρώτη φορά το Δυρράχιο στα τέλη του 11ου αιώνα, γρήγορα όμως τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας ανακατέλαβαν το πολύτιμο λιμάνι.
Οι Νορμανδοί αντεπιτέθηκαν το 1107, φτάνοντας έξω από το Δυρράχιο, όμως ο στρατός του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, οδηγούμενος από τον συνονόματο ανιψιό του, εκτόπισε τους επιδρομείς και σύντομα υπογράφτηκε ειρήνη μεταξύ των δύο μερών. Στα τέλη του αιώνα έσπασαν τη συνθήκη ειρήνης και προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους τις μηχανορραφίες του εξόριστου πλέον Αλέξιου Κομνηνού, ο οποίος προσπαθούσε να ανακτήσει τη χαμένη εξουσία του, αναζητώντας συμμάχους στη Βενετία. Η προέλαση τους υπήρξε πραγματικά σαρωτική και οι επιδρομείς δεν αρκέστηκαν μόνο στην κατάληψη του Δυρραχίου, αλλά προσάρτησαν και σημαντικό αριθμό εδαφών και από τα νότια του Δεσποτάτου της Ηπείρου και το 1185 μάλιστα έφτασαν μέχρι τη Θεσσαλονίκη.
Δεσποτάτο της Ηπείρου
Οι Νορμανδοί εκτοπίστηκαν το 1186 αρχικά από τα εδάφη του Δεσποτάτου, τα οποία όμως βρέθηκαν πάλι στην κατοχή των ξένων και συγκεκριμένα των Βενετών, ως αντάλλαγμα για τη στήριξη που είχαν παράσχει αυτοί στον Αλέξιο. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους σταυροφόρους θα βρει το Δυρράχιο και τα εδάφη γύρω απ` αυτό στην κατοχή των Βενετών.
Η απώλεια της κυριαρχίας και της δύναμης του Βυζαντίου μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, οδήγησε τους ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου στην απόφαση να αναλάβουν να παίξουν οι ίδιοι το ρόλο του προστάτη της περιοχής τους. Η πρώτη προσπάθεια εκτοπισμού των Βενετών από την περιοχή υπήρξε επιτυχής και κατέληξε σε άνευ όρων αποχώρηση των Φράγκων από τα εδάφη που κατείχαν. Η ατιμωτική όμως αυτή αποχώρηση προκάλεσε το μένος πολλών Ιταλών ηγεμόνων και ένας από αυτούς, ο Κάρολος ο Ανδεγαβικός, βασιλιάς των Δύο Σικελιών, συσπείρωσε τους υποτελείς στο Βυζάντιο βαλκανικούς λαούς και εκτόπισε το 1272 τον αυτοκρατορικό στρατό από το Δυρράχιο. Ταυτόχρονα ονόμασε τον εαυτό του “βασιλιά της Αλβανίας”, όμως οι ατυχείς επιλογές και η αδυναμία του να επιβληθεί στους Βαλκάνιους συμμάχους του, έδωσαν την ευκαιρία στους Βυζαντινούς να ανασυνταχθούν και να επανακτήσουν τα εδάφη τους.
Η ειρήνη στην περιοχή διάρκεσε για δεκαετίες και διεκόπη από τις βλέψεις του Σέρβου τσάρου Στέφανου Δουσάν, ο οποίος κατέλαβε το 1340 μεγάλο τμήμα της Αλβανίας. Ο θάνατος του Δουσάν σήμανε το τέλος οποιασδήποτε σερβικής κυριαρχίας και παρουσίας στην περιοχή, στην οποία άρχισαν να αναδεικνύονται ντόπιοι ηγεμόνες, με την ανοχή του Βυζαντίου.
Τουρκοκρατία
Οι βλέψεις των φιλόδοξων αλλά πολεμικά άπειρων Αλβανών ηγεμόνων προσέκρουσαν στην εμφάνιση και τη ραγδαία άνοδο των Τούρκων, οι οποίοι άρχιζαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ως σύμμαχοι των δεσποτών της Ηπείρου. Η ήττα των Αλβανών ηγεμόνων από τον τουρκικό στρατό στο Κοσσυφοπέδιο το 1389 κατέδειξε αναμφισβήτητα ότι ο “από ανατολάς” κίνδυνος ήταν προ των πυλών και ότι γρήγορα θα στρέφονταν και κατά της παραπαίουσας αυτοκρατορίας.
Αμέσως μετά την ήττα στο Κοσσυφοπέδιο οι πληθυσμοί γνώρισαν την τουρκική βαναυσότητα και λεηλασία, ενώ πολλοί υποχρεώθηκαν σε ακούσια εξορία. Ο τουρκικός στρατός καταλάμβανε τη μία μετά την άλλη τις πόλεις της Ηπείρου με πρόσχημα την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας, ενώ το 1430 οι Τούρκοι μπήκαν θριαμβευτικά και στα Ιωάννινα. Το αμέσως επόμενο βήμα υπήρξε η οργάνωση εκστρατείας προς βορρά με σκοπό την ολοκληρωτική κατάληψη της Αλβανίας.
Γεώργιος Καστριώτης
Η προέλαση υπήρξε καθολική και η πλήρης κατάληψη και υποταγή των αλβανικών εδαφών θα ήταν θέμα χρόνου αν δεν εμφανιζόταν ο Γεώργιος Καστριώτης ή Σκεντέρμπεης (1405-1468). Ο Καστριώτης ήταν Έλληνας στην καταγωγή, γιος ηγεμόνα και φεουδάρχη της Αλβανίας, ο οποίος ως θύμα του τουρκικού παιδομαζώματος βρέθηκε στην αυλή του σουλτάνου Μουράτ Β΄. Ο σουλτάνος γρήγορα διέγνωσε τις ικανότητες και την ανδρεία του νεαρού, γι` αυτό φρόντισε να τον εξισλαμίσει, προετοιμάζοντάς τον παράλληλα για την επιστροφή του στην Αλβανία με την ιδιότητα του βαλή, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση της Κρόιας.
Αμέσως μετά την επιστροφή του άρχισε να προγραμματίζει τις κινήσεις του προκειμένου να ξεκινήσει απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων και να απαλλάξει την πατρίδα του από τους κατακτητές. Το 1443 με επίκεντρο την Κρόια, αφού επέστρεψε στο χριστιανισμό κήρυξε πόλεμο κατά των Τούρκων και επικεφαλής των Αλβανών ηγεμόνων πραγματοποίησε μια σειρά από νίκες, η σημαντικότερη των οποίων σημειώθηκε τον Ιούνιο του 1444. Τον ίδιο χρόνο οι Τούρκοι κατέπνιξαν με βίαιο τρόπο την ουγγρική επανάσταση, όμως ο Σκεντερμπέης αντιμετωπίζοντας με επιτυχία μια σειρά εκστρατειών και πολιορκιών, το 1445, το 1446, το 1448, το 1450, το 1457 και το 1463, επικράτησε στα πεδία των μαχών, έως το θάνατό του στο Αλέσιο, το 1468.
Μεσολάβησε το 1463 η υπογραφή συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στις δύο πλευρές καθώς και δύο αποτυχημένες τουρκικές εκστρατείες, όμως μετά το θάνατό του οι Αλβανοί παραδόθηκαν άνευ όρων στον τουρκικό στρατό τον Ιούνιο του 1478 και ξεκίνησε η μακρά περίοδο τουρκικής κατοχής, που θα διαρκούσε πάνω από τέσσερις αιώνες.
Οι αλβανικοί και ελληνικοί πληθυσμοί δεν αποδέχτηκαν ποτέ την τουρκική επιβολή και συχνά εξεγέρθηκαν, μη καταφέρνοντας όμως ποτέ να φτάσουν στο ποθητό αποτέλεσμα. Στα χρονικά των εξεγέρσεων αυτών περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο η διαρκής και ηρωική αντίσταση των Ελλήνων κατοίκων της Χειμάρας κατά το 16ο αιώνα. Εξαιτίας της πατριωτικής τους αυτής προσπάθειας οι γενναίοι Χειμαριώτες αντιμετώπισαν τη λυσσαλέα οργή των Τούρκων και κυριολεκτικά σφαγιάστηκαν.
17ος και 18ος αιώνας
Ο 17ος και ο 18ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη μαζική φυγή των Αλβανών και Ελλήνων, οι οποίοι έβρισκαν καταφύγιο κυρίως στη νότια Ελλάδα και στα ελληνικά νησιά, στην Ιταλία και στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Στην περίοδο αυτή ανάγεται η πρώτη εμφάνιση και εγκατάσταση στην Ελλάδα πληθυσμών με αλβανική καταγωγή, συνείδηση και γλώσσα, οι οποίοι δε θα αποτελέσουν αφορμή προβλημάτων, αντίθετα θα πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων αγωνιστών κατά τη διάρκεια του Αγώνα του 1821.
Όμως οι Τούρκοι ευνόησαν τη διοικητική κατάτμηση των κατεχόμενων εδαφών σε επιμέρους τμήματα (“πασαλίκια”), των οποίων τη διοίκηση ασκούσαν διορισμένοι άρχοντες (“πασάδες”) οι οποίοι άρχισαν να συγκεντρώνουν εξουσία, αύξησαν τη δύναμή τους και πολλαπλασίασαν τις φιλοδοξίες τους, εγκαθιστώντας στην καρδιά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ένα φεουδαρχικό σύστημα εφάμιλλο μαυτό της Δύσης. Οι περισσότεροι απ
αυτούς είχαν για βασικό τους κίνητρό τη συγκέντρωση ολοένα και περισσότερου χρήματος, άλλοι όμως, όπως π.χ. ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων, κατάφεραν να δημιουργήσουν σχεδόν ανεξάρτητα κρατίδια εντός των ορίων της αυτοκρατορίας περιφρονώντας τις απειλές του σουλτάνου.
Οι κίνδυνοι που δημιούργησε το φεουδαρχικό σύστημα ανάγκασαν την Πύλη να το εγκαταλείψει οριστικά, αφού πρώτα συνέτριψε όλους τους υπέρμετρα φιλόδοξους πασάδες. Ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία και η θετική του κατάληξη είχε σημαντικό αντίκτυπο στους πληθυσμούς της Αλβανίας που παρέμεναν ακόμα υπόδουλοι.
Συνθήκη Αγίου Στεφάνου
Το 1878 η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου έπληξε για ακόμη μια φορά τα εθνικοαπελευθερωτικά σχέδια των υπόδουλων πληθυσμών, καθώς μεγάλο τμήμα της Αλβανίας περιέρχονταν στη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν και προχώρησαν στη δημιουργία επιτροπών για την προάσπιση των εθνικών τους δικαιωμάτων. Η κορύφωση σημειώθηκε το 1880, όταν ο “Αλβανικός Σύνδεσμος”, που είχε συσταθεί δυο χρόνια πριν για να υπερασπιστεί τα εθνικά δίκαια των Αλβανών, προχώρησε στην επίσημη μετονομασία του σε “προσωρινή αλβανική κυβέρνηση”.
Την περίοδο αυτή η ελεύθερη Ελλάδα αρχίζει να στηρίζει τα αιτήματα για ανεξαρτησία. Σ` αυτό συντέλεσε και η σιβυλλική στάση των αγωνιστών της υπόδουλης Αλβανίας γύρω από το θέμα της μελλοντικής ένωσης Ελλάδας-Αλβανίας και της δημιουργίας κοινού κράτους υπό ελληνική διοίκηση αλλά με δεδομένη την αυτονομία των Αλβανών. Η Αλβανία δεν είχε λόγους να αρνηθεί ξεκάθαρα μια τέτοια προοπτική στην Ελλάδα, τη στιγμή μάλιστα που έψαχνε παντού στο εξωτερικό για συμμάχους. Το Ελληνικό κράτος καλλιεργούσε την ιδέα της ένωσης στα πλαίσια της πολιτικής της Μεγάλης Ελλάδας αλλά και για να μην κατηγορηθεί για εγκατάλειψη των ελληνικών πληθυσμών και συμφερόντων στην περιοχή.
Ο 20ός αιώνας
Η εθνικοαπελευθερωτική δραστηριότητα θα συνεχιστεί μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Η αλλαγή της πολιτικής φιλοσοφίας και κατεύθυνσης της Τουρκίας μετά το κίνημα των Νεότουρκων το 1908 και την ανάληψη της εξουσίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ προώθησε αλλαγές και στην περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου. Το τουρκικό καθεστώς αποφάσισε την παραχώρηση μερικών προνομίων στους υπόδουλους Αλβανούς (1912), και επίσημη χάραξη της αλβανικής επικράτειας, στην οποία συμπεριέλαβαν και εδάφη της Ηπείρου.
Οι Τούρκοι δέχτηκαν τον Οκτώβριο του 1912 την κοινή κήρυξη πολέμου από το Μαυροβούνιο, τη Σερβία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος είχε πλέον αρχίσει και οι αλβανικοί πληθυσμοί συντάχθηκαν με την τουρκική πλευρά, φοβούμενοι την επεκτατική διάθεση Σέρβων, Βουλγάρων και Μαυροβούνιων, οι οποίοι μετά από πιθανή επικράτησή τους ήταν αποφασισμένοι να διαμοιράσουν τα αλβανικά εδάφη.
Αλβανική ανεξαρτησία
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13 επιτάχυναν τη διαδικασία της ανεξαρτητοποίησης της Αλβανίας και στις 28 Νοεμβρίου του 1912 στην Αυλώνα ο Ισμαήλ Κεμάλ κοινοποίησε μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα την επίσημη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας, όμως η οριστική διατύπωση και αναγνώριση της αλβανικής ανεξαρτησίας προσυπογράφηκε επίσημα στις 29 Ιουλίου 1913. Την ίδια μέρα επελέγη από τις Μεγάλες Δυνάμεις και ο Γερμανός πρίγκιπας Γουλιέλμος του Βίντ (Wied) για το αξίωμα του μονάρχη της Αλβανίας. Η επίσημη χάραξη των συνόρων του νέου Αλβανικού κράτους έγινε με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας στις 17 Δεκεμβρίου 1913 και περιλάμβανε το σύνολο των περιοχών της Βόρειας Ηπείρου όπου κατοικούσαν αμιγείς ελληνικοί πληθυσμοί.
Όμως ο ελληνικός στρατός μετά την επιτυχή έκβαση των Βαλκανικών πολέμων του 1912-13 και τη θριαμβευτική του προέλαση είχε καταλάβει τις πόλεις Αργυρόκαστρο, Τεπελένι, Κορυτσά κ.ά. και είχε σταθεροποιηθεί στην περιοχή, περιμένοντας την προσάρτηση των κατεχόμενων εδαφών στο Ελληνικό κράτος. Το Φεβρουάριο του 1914 η Ελλάδα έλαβε τελεσίγραφο να αρχίσει σταδιακή αποχώρηση από την περιοχή της Βόρειας Ηπείρου και σε αντάλλαγμα θα της παραχωρούνταν το σύνολο σχεδόν των νησιών του Αιγαίου.
Οι Έλληνες της Βόρειας Ηπείρου στις 28 Φεβρουαρίου 1914 ανακήρυξαν επίσημα από την “Πανηπειρωτική Συνέλευση” την ίδρυση της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βόρειας Ηπείρου, με προσωρινό πρόεδρο το Γεώργιο Ζωγράφο, πρώην υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας. Η αυτόνομη Βόρεια Ήπειρος εκτεινόταν, σύμφωνα με την ιδρυτική της διακήρυξη, μέχρι τις περιοχές του Δέλβινου, της Χειμάρας, της Πρεμετής και των Αγίων Σαράντα και ξεκίνησαν ένοπλο αγώνα.
Οι πρώτες επιτυχίες του στρατού των αυτόνομων Βορειοηπειρωτών έπεισαν τους Αλβανούς να διαπραγματευτούν με τους εξεγερμένους, και η προσέγγιση κατέληξε στη σύνταξη του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, το οποίο υπογράφτηκε στις 17 Μαΐου 1914. Το πρωτόκολλο παρήχε τυπική αυτονομία στους πληθυσμούς της Βόρειας Ηπείρου, η οποία εξανεμιζόταν από μια σειρά άρθρων και υποσημειώσεων, ενώ ως ηγεμόνας των Βορειοηπειρωτών αναγνωρίστηκε ο Γερμανός πρίγκιπας Βιντ. Η διατύπωση του Πρωτοκόλλου έγινε δεκτή με ανάμεικτα συναισθήματα, ενώ η ελληνική κυβέρνηση, χαρακτήρισε την εξέλιξη θετική.
Πολύ γρήγορα όμως οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της αλβανικής επικράτειας εξεγέρθηκαν κατά του Βιντ και των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου, σημειώνοντας μάλιστα απανωτές επιτυχίες και το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέτωπα ανέλαβε η ελληνική κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, που επικέντρωσε τις προσπάθειές του στη νουθεσία της ελληνικής πλευράς, καθώς η “Ηπειρωτική Συνέλευση” ήταν το μόνο από τα συμβαλλόμενα μέρη που δεν είχε επικυρώσει το Πρωτόκολλο.
Η έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου παρέπεμψε την υπόθεση στις καλένδες και ναυάγησε οριστικά τα σχέδια των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου για αυτονομία και ανεξαρτησία.
1ος Παγκόσμιος Πόλεμος
Η έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου συμπίπτει με την ανάμειξη της Ιταλίας και τη διατύπωση εδαφικών διεκδικήσεων από πλευράς των Ιταλών. Τον Οκτώβριο του 1914 ιταλικός στρατός κατέλαβε το νησί Σάσων, στα ανοιχτά του κόλπου της Αυλώνας (το οποίο είχε αποσπαστεί από την Ελλάδα και παραχωρήθηκε στην Αλβανία με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας), και λίγο αργότερα προχώρησε και στην κατάληψη της ίδιας της Αυλώνας. Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στην άμεση κατάληψη της Βόρειας Ηπείρου με σκοπό να προστατεύσει τους ελληνικούς πληθυσμούς της περιοχής.
Οι ισχυροί της Ευρώπης πρότειναν πολλές εναλλακτικές λύσεις και διαδοχικά υποσχέθηκαν πολλά εδάφη και στα δύο μέρη, με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου στις 26 Απριλίου 1916, που πρόβλεπε την παραχώρηση στην Ιταλία της περιοχής της Αυλώνας και την προσάρτηση της υπόλοιπης Βόρειας Ηπείρου στην Ελλάδα, η οποία την πραγματοποίησε μονομερώς το Μάρτιο του 1916.
Η Ιταλία όμως είχε εγείρει παράλογες αξιώσεις, που αφορούσαν την αύξηση των δικών της διεκδικήσεων όσο και την περιστολή των διεκδικήσεων και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και τον Αύγουστο του 1916 κατέλαβε τη Βόρεια Ήπειρο, που στο μεταξύ, με διαταγή των Μεγάλων Δυνάμεων, είχε εκκενωθεί από τα ελληνικά στρατεύματα, επειδή η Ελλάδα κωλυσιεργούσε να εισέλθει στον πόλεμο. Οι Ιταλοί αναπτύχθηκαν μέχρι τα Ιωάννινα και ανακοίνωσαν με τη σειρά τους την επίσημη προσάρτηση της Βόρειας Ηπείρου τον Ιούνιο του 1917.
Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε τον Ιούνιο του 1917, την είσοδό της στον πόλεμο με την πλευρά της Αντάντ, κίνηση που προκάλεσε τη μεταστροφή της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων και την άμεση αποχώρηση των Ιταλών από τα νότια ηπειρωτικά εδάφη τον Ιούλιο του 1917, ενώ δεσμεύτηκαν να υπάρξει ρύθμιση μετά τη λήξη του πολέμο και για τα εδάφη της Βόρειας Ηπείρου.
Η Διάσκεψη της 3ης Φεβρουαρίου 1919, αποτελούσε ευκαιρία για την Ελλάδα να κλείσει οριστικά το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου και ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζήτησε την προσάρτηση της Βόρειας Ηπείρου, μετά από δημοψήφισμα που θα πραγματοποιούνταν στα υπό διεκδίκηση εδάφη, πρόταση που αρνήθηκε αρχικά και αποδέχθηκε τελικά η Ιταλία με τη διατύπωση της συμφωνίας στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1919. Βάσει της συμφωνίας αυτής η Ιταλία διατηρούσε την κατοχή της τα εδάφη της Αυλώνας και συναινούσε στην παραχώρηση της Βόρειας Ηπείρου στην Ελλάδα.
Όμως η διεθνής επιτροπή για την επίλυση του βορειοηπειρωτικού και τη χάραξη των συνόρων αγνόησε το περιεχόμενο της ελληνοϊταλικής συνθήκης του Παρισιού και επανέφερε τα σύνορα που καθόριζε το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας. Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε, όμως η παραχώρηση της Βόρειας Ηπείρου στην Αλβανία το Νοέμβριο του 1921 έκλεισε οριστικά το ζήτημα και η χώρα ανέλαβε την υποχρέωση να φροντίζει για την ειρηνική συνύπαρξη των πληθυσμών και για την κατοχύρωση των συνταγματικών ελευθεριών των Ελλήνων της περιοχής.
Αχμέτ Ζώγου
Τα πρώτα χρόνια ελεύθερου βίου συνοδεύτηκαν από έντονους κλυδωνισμούς και το 1922 ανέλαβε την πρωθυπουργία ο υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης της Αλβανίας Αχμέτ Ζώγου (Ahmet Zogu), αλλά γρήγορα (1924) η κυβέρνησή του κατέρρευσε και ο διάδοχός του Φαν Νόλι (Fan Noli) εκπόνησε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και εισόδου στην κοινωνία των αναπτυγμένων κρατών της Ευρώπης.
Η κυβέρνηση του δεν μπόρεσε να διατηρηθεί στην εξουσία, αφού ανατράπηκε το 1925 από στρατιωτικό πραξικόπημα που οργάνωσε ο Ζώγου σε συνεργασία με το σερβικό καθεστώς και σχημάτισε κυβέρνηση. Το 1928 με συνταγματική αναθεώρηση που σχεδίασε και πραγματοποίησε, κατάργησε τη δημοκρατία και ονόμασε τη χώρα “βασίλειο” με μονάρχη τον ίδιο και η πρώτη χώρα που τον αναγνώρισε ήταν η Ελλάδα.
Η πολιτική του χαρακτηρίστηκε από δουλική στροφή προς την ανερχόμενη φασιστική Ιταλία, αφού εγκατέλειψε τους Σέρβους συμμάχους του, προσπάθησε να πετύχει την οικονομική και πολιτική εύνοια των Ιταλών του Μουσολίνι, οι οποίοι διατηρούσαν τις βλέψεις τους στην περιοχή.
Ιταλική κατοχή
Η ιταλική εισβολή και κατάκτηση πραγματοποιήθηκε με τη μορφή του οικονομικού προσεταιρισμού. Μέσα από ένα καλά μελετημένο σχέδιο διαρκούς οικονομικής ενίσχυσης και επενδύσεων οι Ιταλοί κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να κατευθύνουν την εθνική οικονομία και την εξωτερική πολιτική σε σημείο που να δοθεί η εντύπωση ότι η κατάκτηση και εδαφική προσάρτηση της χώρας υπήρξε επιθυμία του ίδιου του αλβανικού λαού.
Τον Απρίλιο του 1939 ο Μουσολίνι αποφάσισε να απαλλαγεί οριστικά από τον μονάρχη, και οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν στις αλβανικές ακτές στις 7 Απριλίου 1939 αιφνιδιάζοντας τον Ζώγου που εγκατέλειψε τη χώρα και μέσω της Ελλάδας κατέφυγε στην Αγγλία. Οι Ιταλοί επέβαλαν το βασιλιά τους, το σύνταγμά τους, τους νόμους τους και το φασιστικό τους καθεστώς και η Αλβανία δήλωσε πλήρη υποτέλεια.
Τον Οκτώβριο του 1940 οι Ιταλοί ζήτησαν την παράδοση της Ελλάδος, όμως ο Έλληνας πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε, επισημαίνοντας στον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα Γκράτσι, ότι θα αμυνθεί μέχρις εσχάτων σε πιθανή ιταλική εισβολή. Η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου 1940 και τα ελληνικά στρατεύματα αφού αρχικά αμύνθηκαν επιτυχώς έτρεψαν τα Ιταλικά στρατεύματα σε φυγή και άτακτη υποχώρηση.
Κατά τη διάρκεια της προέλασης ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε πλήθος πόλεις της Βόρειας Ηπείρου όπου κατοικούσαν αμιγώς ελληνικοί πληθυσμοί, όπως το Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά, τους Άγιους Σαράντα, τη Χειμάρα, το Δέλβινο, την Κλεισούρα, το Τεπελένι, το Πόγραδετς.
Στη διάρκεια της Ιταλικής εισβολής, ο αλβανικός στρατός τέθηκε κάτω από τη διοίκηση των Ιταλών και χρησιμοποιήθηκε κανονικά σε δευτερεύουσας σημασίας πολεμικές επιχειρήσεις, όμως τα τάγματα του κυριολεκτικά διαλύθηκαν από τον ελληνικό στρατό και ακολούθησαν τους Ιταλούς στην άτακτη φυγή.
Κομμουνιστικό καθεστώς
Η έλευση των Γερμανών, οι μαζικές εκτελέσεις και καταστροφές που ακολούθησαν οδήγησε σε μια γιγάντωση του αντάρτικου και οργανώσεις παρτιζάνων άρχισαν να σχηματίζονται στο βουνό αναλαμβάνοντας ενεργό δράση κατά των νέων κατακτητών. Η κορύφωση του αντάρτικου αγώνα σημειώθηκε το 1943, και το δύσκολο έργο του συντονισμού της δράσης τους επωμίστηκε ο Εμβέρ Χότζα (Enver Hoxha / 1908-1985), μαρξιστής καθηγητής Γαλλικών, που εγκατέλειψε την καθηγητική δραστηριότητα και κατέφυγε στο βουνό.
Το 1944 οι αντάρτικες οργανώσεις σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση πρώτα στο Μπεράτι και στη συνέχεια στα Τίρανα και τον Ιανουάριο του 1946 η ολομέλεια του Αλβανικού Κόμματος Εργασίας, που είχε αναλάβει το σχηματισμό κυβέρνησης και τον καθορισμό του πολιτεύματος, εγκαθίδρυσε στην Αλβανία το πολίτευμα της Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Εμβέρ Χότζα υπήρξε ο πρώτος γενικός γραμματέας του Α.Κ.Ε. και ο πρώτος κομμουνιστής πρωθυπουργός, και με την πολιτική του έμελλε να καθορίσει την ιστορία για τέσσερις περίπου δεκαετίες.
Την ίδια χρονιά επιχειρήθηκε και η τελευταία Ελληνική προσπάθεια για μετατροπή του καθεστώτος κατοχής της Βόρειας Ηπείρου και η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού να περιέλθουν όλα ή μέρος των εδαφών της Βόρειας Ηπείρου στην κατοχή της. Η προσπάθεια προσέκρουσε στην κατηγορηματική άρνηση του Χότζα και οι ισχυροί της Ευρώπης αντιμετώπισαν το αίτημα της Ελλάδας με αρκετή ψυχρότητα.
Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Χότζα σημαδεύτηκαν από πολιτική ίσων αποστάσεων ανάμεσα στην κομουνιστική ανατολική Ευρώπη, στα κομουνιστικά κράτη της Βαλκανικής και στη Δύση και μέχρι το 1948 η χώρα με την οποία είχε συνάψει τις στενότερες σχέσεις ήταν η Γιουγκοσλαβία του Τίτο.
Το 1948 όμως οι σχέσεις μεταξύ των “αδελφών κρατών” διακόπηκαν με το χειρότερο τρόπο και μετά από την ανοιχτή σύγκρουση της Γιουγκοσλαβίας με την Ε.Σ.Σ.Δ., εξέλιξη που σήμανε την αρχή της διεθνούς απομόνωσης της Αλβανίας. Η ρήξη με τη Γιουγκοσλαβία την έφερε αρχικά κοντά στη Μόσχα, η οποία την αντάμειψε πλουσιοπάροχα με την παροχή μεγάλης οικονομικής βοήθειας, μηχανολογικού εξοπλισμού και τεχνογνωσίας.
Το 1960, ατην περίοδο του αποσταλινισμού, ο Χρουστσόφ κατηγόρησε τον Χότζα για απομάκρυνση από το σοσιαλισμό και τις μαρξιστικές αρχές, καταλογίζοντάς του παράλληλα αυταρχική πολιτική και υπονόμευση της Ε.Σ.Σ.Δ. και το 1961 οι στενές σχέσεις των δύο χωρών διακόπηκαν οριστικά.
Ακολούθησε η στροφή προς την Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ, και οι σχέσεις με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας γνώρισαν μια περίοδο άνθησης και οικονομικής συνεργασίας, η οποία έληξε αμέσως μετά το θάνατο του Μάο το 1976, όταν οι Αλβανοί κομμουνιστές κατηγόρησαν την Κίνα για αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής που είχε επιβάλει ο αποθανών ηγέτης. Οι Κινέζοι ανέστειλαν κάθε οικονομική βοήθεια το 1978 και άρχισαν να απομακρύνονται σταδιακά εγκαταλείποντάς την στη διεθνή απομόνωσή της.
Η Αλβανία βρέθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στη δυσμενή θέση να διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με ελάχιστα μόνο κράτη και η κατάσταση του διεθνούς απομονωτισμού προβλήθηκε από το καθεστώς ως βήμα προς την αυτάρκεια και την απαρέγκλιτη πορεία προς τον σοσιαλισμό. Όμως οι Αλβανοί ζούσαν σε μεσαιωνικές συνθήκες, η χώρα αποτελούσε σταθερά τη φτωχότερη χώρα της Ευρώπης και επικρατούσε κλίμα ανέχειας, λαϊκής απογοήτευσης και στυγνής ανελευθερίας.
Η κατάρρευση του κομμουνισμού
Ο Χότζα πέθανε το 1985 σε ηλικία 78 χρονών και στη θέση του γενικού γραμματέα του Α.Κ.Ε. και προέδρου της χώρας τον διαδέχτηκε ο Ραμίζ Αλία (Ramiz Alia), που ακολούθησε την πολιτική του προκατόχου του, ενώ δεν είχε την αποφασιστικότητα και τη θέληση για να πραγματοποιήσει πολιτικές μεταρρυθμίσεις.
Στα χρόνια της διακυβέρνησής του, μέχρι το 1990, πραγματοποίησε άνοιγμα προς την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής και η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου αναγνωρίζοντας την αλλαγή πλεύσης της αλβανικής πολιτικής προχώρησε, ως χειρονομία καλής θέλησης, στη μονομερή άρση της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατούσε από το 1940 και η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1987 και την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων, οι οποίες είχαν διακοπεί για 50 περίπου χρόνια.
Στο εσωτερικό η πολιτική Αλία επηρεάστηκε αναπόφευκτα από την κατάρρευση των κομουνιστικών καθεστώτων στις υπόλοιπες χώρες του ανατολικού μπλοκ και το γεγονός προκάλεσε λαϊκές αντιδράσεις και τριβές με το αλβανικό καθεστώς, το οποίο επιστράτευσε το στρατό και τη μυστική αστυνομία (Sigurimi) για να τις καταστείλει. Η Αλβανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 παρέμενε η τελευταία κομουνιστική χώρα της Ευρώπης.
Το 1990 ο κομμουνιστής ηγέτης περιόρισε τις απαγορεύσεις στην ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων και αγαθών, στην άσκηση των θρησκευτικών δικαιωμάτων, στην ελεύθερη λειτουργία αντιπολιτευτικών κομμάτων και προκήρυξε εκλογές για το 1991, τις πρώτες ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, που πραγματοποιήθηκαν τον Μάρτιο του 1991 και ανέδειξαν νικητή το Αλβανικό Κόμμα Εργασίας.
Κυριότερος ανταγωνιστής του ήταν το Δημοκρατικό Κόμμα Αλβανίας που είχε ιδρύσει ο Σαλί Μπερίσα (Sali Berisha), που χαρακτήρισε το αποτέλεσμα πλαστό και προϊόν νοθείας και τρομοκρατίας κατά των κατοίκων. Σχεδόν ταυτόχρονα ξέσπασαν σε ολόκληρη τη χώρα διαδηλώσεις και ταραχές κατά του κομουνιστικού καθεστώτος.
Τον Ιούνιο 1991 επήλθε η οριστική κατάρρευση του αλβανικού μοντέλου υπαρκτού σοσιαλισμού, μετά μισό αιώνα κομουνιστικής παντοδυναμίας καθώς η χώρα αποκήρυξε το μαρξισμό-λενινισμό. Το Κόμμα Εργασίας μετονομάστηκε σε Σοσιαλιστικό Κόμμα, η διακυβέρνηση της χώρας ανατέθηκε σε “κυβέρνηση εθνικής ενότητας”, συνασπισμού κομμάτων με επικεφαλής τον μεταρρυθμιστή κομμουνιστή ηγέτη Φάτος Νάνο και ο Ραμίζ Αλία παρέμενε προσωρινός πρόεδρος μέχρι τη διενέργεια των επόμενων βουλευτικών εκλογών.
Κυβέρνηση Μπερίσα
Είχε ήδη ξεκινήσει το μεγάλο κύμα φυγής και μετανάστευσης προς την Ελλάδα και την Ιταλία. Βορειοηπειρώτες και Αλβανοί μετανάστες διέσχισαν με τα πόδια τα ελληνοαλβανικά βουνά και πέρασαν στην Ελλάδα, η οποία δήλωσε επισήμως ότι άνοιγε τα σύνορά της για να δεχτεί τους δοκιμαζόμενους πολίτες, ενώ η Ιταλία τήρησε περισσότερο συντηρητική στάση, εμποδίζοντας και σε μία περίπτωση βυθίζοντας, πλοία που μετέφεραν μετανάστες να δέσουν στα λιμάνια της και η ιταλική κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι θα βοηθήσει οικονομικά.
Η πολυκομματική κυβέρνηση συνεργασίας κατέρρευσε με πρωτοβουλία Μπερίσα, προκηρύχθηκαν βουλευτικές εκλογές για τον Μάρτιο του 1992, όμως σταδιακά τη θέση του ισχυρού σταλινικού παρακράτους, έπερναν συμμορίες της αλβανικής μαφίας που δρούσαν σε όλη την επικράτεια. Οι εκλογές του Μαρτίου του 1992 ανέδειξαν νικητή τον καρδιοχειρούργο Σαλί Μπερίσα και το Δημοκρατικό Κόμμα, ενώ αποκλείστηκε η συμμετοχή της μειονοτικής οργάνωσης “Ομόνοια” μετά από νόμο που ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 1991 και ο οποίος απαγόρευε “τη συγκρότηση πολιτικών κομμάτων επί εθνικής ή θρησκευτικής βάσεως”.
Ο Αλία απομακρύνθηκε οριστικά από την προεδρία και αντικαταστάθηκε από τον Μπερίσα, πρώτο νόμιμα εκλεγμένο μη κομμουνιστή πρόεδρο. Την ίδια περίοδο ο πληθωρισμός άγγιζε το 150% και η ανεργία ξεπερνούσε το 70%.
Πρωθυπουργός της κυβέρνησης Μπερίσα ανέλαβε ο Αλεξάντρ Μέξι (Alexander Mexi), που ζήτησε με ανοιχτή πρόσκληση επενδύσεις και εισροή κονδυλίων και η χώρα άρχισε να προσεγγίζει την παγκόσμια κοινότητα και έγινε δεκτή σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς. Το 1193 παραπέμφθηκαν σε δίκη και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση ο Ραμίζ Αλία, ο Φάτος Νάνο, η Νεσμίγια, χήρα του Εμβέρ Χότζα, και άλλα στελέχη του κομμουνιστικού καθεστώτος. Ο Αλία καταδικάστηκε σε φυλάκιση 9 ετών με τις κατηγορίες της κατάχρησης εξουσίας και της εξαπάτησης του λαού, ο Νάνο και η Νεσμίγια Χότζα καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 12 και 9 ετών αντίστοιχα με τις κατηγορίες της κατάχρησης δημόσιου χρήματος και της διαφθοράς.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γκράμος Πάσκο (Gramos Pasko) κατηγόρησε τον πρόεδρο Μπερίσα για προσπάθεια εγκαθίδρυσης δικτατορικής διακυβέρνησης και εξόντωσης των πολιτικών του αντιπάλων, κατηγορία που προκάλεσε την αποπομπή του καθώς και άλλων εφτά στελεχών του Δημοκρατικού Κόμματος. Το 1994 ο Αλβανός πρόεδρος δημοσιοποίησε το προσχέδιο του νέου αλβανικού συντάγματος, το οποίο περιόριζε τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας (κατοχύρωση της απαγόρευσης σχηματισμού κομμάτων με εθνική ή θρησκευτική βάση) και έδινε υπερεξουσίες στον πρόεδρο και την κυβέρνηση. Το υπό ψήφιση σύνταγμα απορρίφθηκε τελικά στις 6 Νοεμβρίου 1994 από τον αλβανικό λαό με ποσοστό 54%.
Ελληνοαλβανική κρίση
Τον Απρίλιο του 1994 η Αλβανία κατηγόρησε την Ελλάδα ότι βρισκόταν πίσω από την ένοπλη επίθεση στο συνοριακό φυλάκιο της Επισκοπής που προκάλεσε τη δολοφονία ενός Αλβανού αξιωματικού και δύο στρατιωτών. Καίτοι η Ελλάδα αρνήθηκε κάθε ανάμειξη στο επεισόδιο, η κυβέρνηση Μπερίσα προχώρησε στην απέλαση του γενικού προξένου του ελληνικού προξενείου Αργυροκάστρου και στη σύλληψη έξι μελών της ελληνικής μειονοτικής οργάνωσης “Ομόνοια”, οι οποίοι παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και της συνεργασίας με ελληνική παραστρατιωτική οργάνωση. Η Ελλάδα από την πλευρά της άσκησε βέτο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ανέστειλε τη χορήγηση της ευρωπαϊκής οικονομικής βοήθειας 41 εκατ. δολ. στην Αλβανία έως ότου απελευθερώσει τους έξι.
Τον Αύγουστο του 1994 με την παρουσία αρκετών Ελλήνων πολιτικών και νομικών, πραγματοποιήθηκε η δίκη και παρά την έλλειψη ενοχοποιητικών στοιχείων και το διάτρητο κατηγορητήριο οι πέντε από τους έξι κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από 6 έως 8 χρόνια, ποινές που μειώθηκαν από το Εφετείοι μετά από διεθνείς παραστάσεις της Ελλάδας και διπλωματική πίεση.
Οι κατηγορούμενοι παρέμειναν στη φυλακή, η Ελλάδα είχε διακόψει κάθε διάλογο με την αλβανική κυβέρνηση, η οποία υποσχέθηκε ότι αν άρει το βέτο της για την ευρωπαϊκή οικονομική βοήθεια, τα μέλη της “Ομόνοιας” θα απελευθερωθούν. Η Ελλάδα ανακάλεσε το βέτο, η αλβανική κυβέρνηση μείωσε ακόμη περισσότερο τις ποινές των κατηγορούμενων και στις αρχές του 1995, μετά από παρέμβαση της αμερικανικής κυβέρνησης, το ανώτατο δικαστήριο των Τιράνων έδωσε στις ποινές ανασταλτικό χαρακτήρα και συναίνεσε στην άμεση απελευθέρωση των πέντε φυλακισμένων, καθώς ο έκτος είχε απελευθερωθεί λίγους μήνες νωρίτερα και το 1996 πραγματοποιήθηκε επίσημη επίσκεψη του Έλληνα προέδρου Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου.
Το Σεπτέμβριο του 1995 η κυβέρνηση κατέθεσε στο Κοινοβούλιο και πέτυχε την ψήφιση νόμου, ο οποίος απαγόρευε στα στελέχη του πρώην κομουνιστικού καθεστώτος τη βουλευτική εκλογή τους και την κατάληψη από μέρους τους οποιουδήποτε δημόσιου αξιώματος, με την αποαγόρευση να ισχύει μέχρι το 2002, με στόχο τον οριστικό αποκλεισμό από την πολιτική δράση του ηγέτη του Φάτος Νάνο, ο οποίος βρισκόταν στη φυλακή.
Στις 25 Μαΐου 1996 και με εκλογικό νόμο ο οποίος αναπροσαρμόστηκε για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του Μπερίσα, διεξήχθησαν εκλογές σε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας που υποκίνησε η παντοδύναμη μυστική κρατική αστυνομία SHIK (πρώην Sigurimi) και η οποία προκάλεσε την καθολική αντίδραση και δυσαρέσκεια της αντιπολίτευσης, που αποχώρησε προτού λήξει ο πρώτος γύρος. Η εκλογική διαδικασία χαρακτηρίστηκε διάτρητη και όπως χαρακτηριστικά δήλωσαν οι Γάλλοι πολιτικοί παρατηρητές: “Κανένα γαλλικό εκλογοδικείο δε θα επικύρωνε αυτές τις εκλογές”, όμως ο Μπερίσα χειροκρότησε τη νίκη και μίλησε για προσπάθεια των ντόπιων και ξένων υπονομευτών να μειώσουν τον εκλογικό του θρίαμβο.
Οικονομικές πυραμίδες
Το Μάρτιο του 1997 σημειώθηκε εξέγερση, η οποία οδήγησε σε κατάσταση αναρχίας, κατάλυσης του κράτους και κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες Αλβανούς και ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1997, όταν οι αλβανικές “πυραμιδικές” παρατράπεζες, στις οποίες είχαν επενδύσει τα χρήματά τους χιλιάδες Αλβανοί πολίτες κήρυξαν πτώχευση καταχραζόμενες το σύνολο των χρημάτων. Οι παρατράπεζες λειτουργούσαν παράνομα σε ολόκληρη την επικράτεια υποσχόμενες τόκους μέχρι και 25%.
Στην Αυλώνα πραγματοποιήθηκε μαζική διαδήλωση που απαίτησε από το κράτος να επιστρέψει τα χρήματα στους πολίτες, καθώς πολλοί υποστήριζαν ότι οι παρατράπεζες χρηματοδοτούσαν υπογείως τον προεκλογικό αγώνα του Μπερίσα, του οποίου στις 3 Μαρτίου το Κοινοβούλιο είχε ανανεώσει τη θητεία για άλλα πέντε χρόνια.
Η δήλωση Μπερίσα ότι το κράτος δεν είχε καμία σχέση με το οικονομικό σκάνδαλο και κατά συνέπεια δεν είχε καμία υποχρέωση να επιστρέψει χρήματα σε κανέναν ισοδυναμούσαν με έκρηξη βόμβας πολλών μεγατόνων. Χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους της Αυλώνας, του Αργυρόκαστρου, των Αγίων Σαράντα, του Φίερι, του Δέλβινου, του Μπερατίου, του Γκράμσι και του Τεπελενίου απαιτώντας την επιστροφή των χρημάτων και την πτώση του καθεστώτος Μπερίσα, ενώ η εξέγερση κατευθυνόταν και προς τις βόρειες επαρχίες της χώρας.
Ο στρατός και η αστυνομία πιάστηκαν στον ύπνο και οι στασιαστές εισέβαλαν σε στρατόπεδα, στρατιωτικές αποθήκες, αστυνομικούς σταθμούς και αφαίρεσαν τυφέκια, πυρομαχικά, χειροβομβίδες, οχήματα μέχρι και τεθωρακισμένα άρματα, γεγονός που οδήγησε στην εκδήλωση ενός νέου μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος των κατοίκων της χώρας προς την Ελλάδα και την Ιταλία καθώς χιλιάδες Βορειοηπειρώτες Έλληνες και Αλβανοί που δε συμμετείχαν στην εξέγερση, τρομοκρατημένοι από τις εν ψυχρώ δολοφονίες, κινήθηκαν προς τα νότια προκειμένου να σώθούν με τις οικογένειες τους.
Όμως στο εσωτερικό της Ελλάδας πέρασε επίσης μεγάλο μέρος των όπλων και πυρομαχικών, υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την επάνδρωση και ενίσχυση των συμμοριών της αλβανικής μαφίας που σχηματίστηκαν για να δράσουν στο ελληνικό έδαφος.
Οι πόλεις του νότου εξεγείρονταν και έπεφταν στα χέρια των στασιαστών, οι οποίοι συγκροτούσαν παντού “Επιτροπές Σωτηρίας” των πόλεων και απεύθυναν συνεχή τελεσίγραφα, τα οποία επικεντρώθηκαν στην άμεση απομάκρυνση του Μπερίσα και την αποφυλάκιση του Νάνο, που αποφυλακίστηκε στις 13 Μαρτίου 1997 μετά από ψήφιση ευεργετικού νόμου που κατέθεσε ο Μπερίσα.
Ήδη από τις 11 Μαρτίου 1997, είχε αποφασιστεί η δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού όλων των κομμάτων με επικεφαλής το μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Μπάσκιν Φίνο (Baskin Fino), με κύριο μέλημα την παράδοση των όπλων με παράλληλη υπόσχεση της χορήγησης αμνηστίας σε όσους στασιαστές δεν είχαν διαπράξει εγκλήματα.
Ευρωπαϊκή επέμβαση
Στις 11 Απριλίου 1997, μετά από συμφωνία των αρχηγών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενημέρωση της αλβανικής κυβέρνησης, ευρωπαϊκή ειρηνευτική δύναμη 6.000 ανδρών άρχισε να αποβιβάζεται στο Δυρράχιο και να αναπτύσσεται με σκοπό την αποκατάσταση της ομαλότητας και τον αφοπλισμό της χώρας μέχρι τις εκλογές.
Στη χώρα είχε επιστρέψει από τη Νότια Αφρική, ο γιος του έκπτωτου μονάρχη της χώρας Λέκα Ζώγου (Leka Zogu), ο οποίος διακήρυττε ότι οι Αλβανοί επιθυμούν την επιστροφή του και πραγματοποίησε πλήθος αρχηγικών εμφανίσεων. Υπό την πίεση της ευρωπαϊκής επέμβασης, ο Μπερίσα συναίνεσε στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών, για τις 26 Ιουνίου 1997, δεσμευόμενος ότι αν χάσει την εκλογική αναμέτρηση, θα παραιτούνταν. Μαζί με τις βουλευτικές εκλογές θα διενεργούνταν και δημοψήφισμα για την επιστροφή ή όχι της μοναρχίας και του έκπτωτου διαδόχου.
Οι εκλογές έδωσαν την πλειοψηφία στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και στο δημοψήφισμα για την παλινόρθωση ή όχι τη μοναρχίας, ο λαός αποφάνθηκε με ποσοστό περίπου 64% ότι δεν επιθυμούσε την επιστροφή του Λέκα Ζώγου, όμως τα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος και ο έκπτωτος διάδοχος κατηγόρησαν τους σοσιαλιστές και την κυβέρνηση του Μπασκίμ Φίνο για νοθεία και κλίμα βίας και τρομοκρατίας.
Ο πρόεδρος Μπερίσα παραιτήθηκε στις 23 Ιουλίου 1997 και με την ιδιότητα του βουλευτή στο νέο Κοινοβούλιο, κάλεσε σε καθολική αποχή από τα αντιπολιτευτικά τους καθήκοντα, ενώ τρία εικοσιτετράωρα μετά την παραίτηση του επιλέχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας ο γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ρετζέπ Μεϊντάνι (Regep Meidani).
Στις 8 Αυγούστου 1997, τα ευρωπαϊκά στρατεύματα άρχισαν να αποχωρούν και σε λίγες μέρες το σύνολο της ειρηνευτικής δύναμης είχε απομακρυνθεί.
Η κυβέρνηση Νάνο έθεσε ως πρώτο μέλημα την ολοκλήρωση του αφοπλισμού των συμμοριών και την ανασυγκρότηση πάνω σε νέα βάση του εθνικού στρατού που είχε διαλυθεί ή ενωθεί με τους στασιαστές. Στην εκκαθαριστική προσπάθεια ανέλαβαν οι δυνάμεις της αστυνομίας, οι οποίες δεν είχαν πληγεί από την εξέγερση, οι οποίες εισήλθαν στις πόλεις που έλαβαν ενεργό μέρος στην εξέγερση και άρχισαν διαδικασίες για τη σύλληψη και τον αφοπλισμό των συμμοριών.
Τον Ιούνιο του 1998 αλβανόφωνοι πληθυσμοί (Κοσσοβάροι) του Κοσσυφοπεδίου (Κόσσοβο) προχώρησαν σε επίσημη ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των εδαφών τους, και η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση έστειλε στρατό και ξεκίνησαν συγκρούσεις στα εδάφη των αλβανόφωνων. Η αλβανική κυβέρνηση δήλωσε ότι θα συνδράμει όσο μπορεί στο διπλωματικό πεδίο για την τελική δικαίωση των εξεγερμένων.
21ος αιώνας
Από τον Ιούλιο 2002 πρόεδρος της χώρας είναι ο Αλφρεντ Μοϊσίου και πρωθυπουργός ο Φάτος Νάνο.