Η Βόρεια Κορέα είναι ανεξάρτητο κράτος της βορειοανατολικής Ασίας που καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της χερσονήσου της Κορέας. Συνορεύει βόρεια με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, βορειοανατολικά με τη Ρωσία και νότια με τη Δημοκρατία της Νότιας Κορέας. Δυτικά βρέχεται από την Κίτρινη θάλασσα και ανατολικά από την Ιαπωνική θάλασσα.
Η Βόρεια Κορέα καταλαμβάνει περίπου το 55% της Κορεατικής χερσονήσου και η συνολική της έκταση ανέρχεται σε 120.540 τ. χλμ. (βρίσκεται στην 98η θέση στον κόσμο). Η έκτασή της αντιστοιχεί με το 91,3% της Ελλάδας και περίπου με το μισό της έκτασης της Μεγάλης Βρετανίας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 ο πληθυσμός της χώρας υπολογίζεται σε 25.666.161 κατοίκους (κατέχει την 53η παγκόσμια θέση). Η πυκνότητα είναι σχετικά μεγάλη και φτάνει τους 212,9 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.
Γεωγραφία της Βόρειας Κορέας
Μορφολογία εδάφους
Το έδαφος της χώρας αποτελείται από κρυσταλλικούς σχιστόλιθους και ασβεστόλιθους και είναι κατά βάση ορεινό, ιδιαίτερα στα βόρεια και ανατολικά. Το βορειοανατολικό τμήμα της Βόρειας Κορέας αποτελεί το σημείο από όπου ξεκινούν οι ορεινές μάζες που διασχίζουν τη χώρα από Β προς Ν κατά μήκος των ανατολικών ακτών και συνεχίζουν νοτιότερα στο έδαφος της Νότιας Κορέας. Η οροσειρά Τσανγκ-μπάι Σαν καλύπτει ολόκληρο το βορειοανατολικό τμήμα της χώρας. Η κορυφή της Πάκτου-σαν (2.744 μ.), που βρίσκεται πάνω στα σύνορα με την Κίνα (Μαντζουρία), αποτελεί το ψηλότερο σημείο της Βόρειας Κορέας.
Πρόκειται για την κορυφή ενός σβησμένου ηφαιστείου, στον κρατήρα του οποίου έχει σχηματιστεί μια μεγάλη λίμνη. Νοτιοανατολικά του Πάκτου-σαν υψώνεται το όρος Κουάνμο-μπονγκ, που φτάνει σε ύψος τα 2.541 μ. Το τρίτο ψηλότερο σημείο της χώρας αποτελεί η κορυφή του όρους Πουκσουμπάκ-σαν (2.522 μ.), το οποίο βρίσκεται δυτικά της πόλης Κιμτσάκ. Κατά μήκος των βόρειων συνόρων της χώρας με την Κίνα απλώνεται το οροπέδιο Καέμα, το οποίο έχει μέσο υψόμετρο 1.000 μέτρα.
Η οροσειρά Νάνγκνιμ διασχίζει τη χώρα από Β προς Ν, ενώ στα νοτιοδυτικά της και με παράλληλη κατεύθυνση μεταξύ τους εκτείνονται τα όρη Κάνγκναμ, Μιόχανγκ, Όντζιν και Μιόρακ, που φτάνουν ως τη δυτική ακτή, επιτρέποντας τη δημιουργία μιας περιορισμένης πεδινής έκτασης κατά μήκος των ακτών.
Ανάμεσα στα όρη αυτά έχουν δημιουργηθεί μεγάλες ποτάμιες κοιλάδες. Βορειοανατολικά της οροσειράς Νάνγκνιμ εκτείνονται τα όρη Χάμγκιονγκ, τα οποία σχηματίζουν ένα απόκρημνο πρανές ανάμεσα στο οροπέδιο Καέμα και την Ιαπωνική θάλασσα. Νοτιότερα, στο ύψος της πρωτεύουσας Πυόνγκγιανγκ, το πλάτος της οροσειράς Νάνγκνιμ ελαττώνεται, επιτρέποντας τη δημιουργία μιας πεδινής παράκτιας ζώνης στα δυτικά.
Στο νότιο τμήμα της χώρας, κοντά στα σύνορα με τη Νότια Κορέα, η βόρεια απόληξη της οροσειράς Τάμπακ-σάνμακ, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της Νότιας Κορέας, σχηματίζει την κορυφή Κούμγκανγκ-σαν (1.638 μ.), η οποία φημίζεται για την ομορφιά της. Αν και σε πολλά σημεία του εδάφους της Βόρειας Κορέας υπάρχουν ίχνη ηφαιστειακής δράσης, τα ηφαίστεια δεν είναι ενεργά και δε σημειώνονται μεγάλης έντασης σεισμοί όπως στη γειτονική Ιαπωνία.
Υδρογραφία
Παρόλο που οι βροχές είναι άφθονες, η μορφολογία του εδάφους δεν επιτρέπει τη δημιουργία αξιόλογων ποταμών. Οι περισσότεροι ποταμοί της χώρας είναι μικροί σε μήκος και όγκο νερού. Εξαίρεση αποτελεί ο ποταμός Γιαλού ή Άμνοκ-κανγκ (806 χλμ.), ο μεγαλύτερος ποταμός της χώρας. Αποτελεί το φυσικό σύνορο ανάμεσα στη Βόρεια Κορέα και την Κίνα. Πηγάζει από το όρος Πάκτου-σαν και ακολουθώντας νοτιοδυτική κατεύθυνση χύνεται στον κόλπο της Κορέας, στη Βόρεια Κινεζική θάλασσα. Στο μεγαλύτερο μήκος του είναι πλωτός από μικρά σκάφη και αποτελεί σημαντική πηγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Σημαντικοί παραπόταμοί του είναι ο Χαν, ο Τσάνγκτζιν και ο Τόνγκνο.
Το βορειοανατολικό άκρο της χώρας διαρρέει ο ποταμός Τούμαν (521 χλμ.), ο οποίος αποτελεί το φυσικό σύνορο της Βόρειας Κορέας με τη Ρωσία. Πηγάζει και αυτός από το όρος Πάκτου-σαν, αλλά ακολουθεί βορειανατολική κατεύθυνση. Στο ύψος του 43ου παράλληλου στρέφεται απότομα νοτιοανατολικά και αποτελεί το μοναδικό αξιόλογο ποταμό της χώρας που χύνεται στην Ιαπωνική θάλασσα. Άλλοι σημαντικοί ποταμοί της χώρας είναι οι Τσόνγκτσον (200 χλμ.), Τάντονγκ, Ναμ, Τσάργιονγκ, Γένσονγκ και Ίμτζιν (250 χλμ.), που εκβάλλουν στην Κίτρινη θάλασσα.
Δεν υπάρχουν αξιόλογες φυσικές λίμνες στη Βόρεια Κορέα. Οι περισσότερες είναι τεχνητές που κατασκευάστηκαν για αρδευτικούς σκοπούς και για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η μεγαλύτερη από αυτές είναι η Σούπουνγκ-τσοζουτζί, στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας, η οποία δημιουργήθηκε ύστερα από την κατασκευή φράγματος στον ποταμό Γιαλού και έχει έκταση 180 τ. χλμ.
Ακτογραφία
Οι ακτές τις χώρας, κυρίως οι δυτικές, παρουσιάζουν έντονο διαμελισμό. Στις ανατολικές ακτές, οι οποίες είναι γενικά βραχώδεις και με μικρό διαμελισμό, σχηματίζεται ο κόλπος Τονγκτζοσόν-μαν και ο μικρότερος όρμος Γιόνγκχουνγκ-μαν, κοντά στην πόλη Μούντσον. Στα ανοιχτά των ανατολικών ακτών βρίσκονται τα μικρά νησιά Μάγιανγκ και Γιο.
Οι δυτικές ακτές παρουσιάζουν εντονότερο διαμελισμό και σχηματίζουν πολυάριθμους κόλπους και ακρωτήρια. Μεγαλύτερος είναι ο κόλπος της Κορέας και σημαντικότερο ακρωτήριο το Τσάνγκσαν-γκοτ. Κατά μήκος των δυτικών ακτών υπάρχουν διάσπαρτα πολυάριθμα μικρά νησιά, τα περισσότερα ακατοίκητα. Τα πιο σημαντικά είναι τα Τάσα (απέναντι από τις εκβολές του ποταμού Γιαλού), Σιν, Κα, Σίνμι, Σοκ, Τσο και Σούνγουι. Αν και οι δυτικές ακτές έχουν γενικά χαμηλό υψόμετρο και σχηματίζουν πολυάριθμα φυσικά λιμάνια, δεν είναι ασφαλείς για τη ναυσιπλοΐα, λόγω του μεταβαλλόμενου βάθους της θάλασσας και της συχνής εμφάνισης της παλίρροιας.
Κλίμα
Το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας βρίσκεται μεταξύ του 38ου και 42ου παράλληλου, δηλαδή ανήκει στην εύκρατη ζώνη. Επιπλέον η χώρα ανατολικά και δυτικά βρέχεται από μεγάλες θαλάσσιες λεκάνες. Θα περίμενε λοιπόν κανείς να έχει κλίμα εύκρατο με μέτριες θερμομετρικές διαφορές κατά τη διάρκεια του χρόνου. Στην πραγματικότητα όμως το κλίμα είναι γενικά ψυχρό ηπειρωτικό και αυτό οφείλεται στην άμεση γειτνίασή της χώρας με την ασιατική μάζα, η οποία στη διάρκεια του χειμώνα ψύχεται πολύ και μειώνει τις θερμοκρασίες των υπερκείμενων στρωμάτων αέρα, δημιουργώντας έτσι ψυχρούς αντικυκλώνες που επεκτείνονται στο έδαφος της Βόρειας Κορέας και κατεβάζουν τη θερμοκρασία σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Έτσι η χειμερινή περίοδος – από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Μάρτιο – είναι εξαιρετικά ψυχρή, ενώ το καλοκαίρι θερμό. Στο βόρειο τμήμα της χώρας, που είναι και πολύ ορεινό, συχνά η θερμοκρασία στη διάρκεια του χειμώνα πέφτει στους -31°C. Στην πόλη Τσούνγκγκανγκ-νι, που βρίσκεται στο οροπέδιο Καέμα, στο βόρειο τμήμα της χώρας, καταγράφηκε η χαμηλότερη θερμοκρασία (-43,6°C) σε ολόκληρη την Κορεατική χερσόνησο. Οι μέσες θερμοκρασίες Ιανουαρίου κυμαίνονται μεταξύ στους -21°C στις βόρειες περιοχές της χώρας και -6°C στις νότιες.
Το καλοκαίρι (Ιούλιος) η μέση θερμοκρασία ξεπερνά τους 21°C στις περισσότερες περιοχές της χώρας. Στο βορρά, το ετήσιο εύρος των θερμομετρικών διαφορών είναι πολύ μεγάλο και φτάνει τους 35°C, ενώ όσο προχωρά κανείς νοτιότερα μειώνεται. Διαφορές στη θερμοκρασία παρατηρούνται επίσης ανάμεσα στις δυτικές και ανατολικές ακτές της χώρας. Στις τελευταίες, λόγω των ωκεάνιων ρευμάτων και των οροσειρών που τις περικλείουν, οι μέσες θερμοκρασίες το χειμώνα είναι 2-3°C υψηλότερες από ό,τι στις δυτικές ακτές.
Στην πρωτεύουσα Πυόνγκγιανγκ, η οποία βρίσκεται στο κεντροδυτικό τμήμα της χώρας, η μέση θερμοκρασία Ιουλίου και Ιανουαρίου είναι 24°C και -7,8°C αντίστοιχα, ενώ στην πόλη Βόνσαν, στην ανατολική ακτή, η μέση θερμοκρασία Ιανουαρίου είναι -4°C. Οι ετήσιες βροχοπτώσεις ανέρχονται στα 1.000 χιλιοστόμετρα στις περισσότερες περιοχές της χώρας και κατά το μεγαλύτερο μέρος τους σημειώνονται τους μήνες Ιούνιο έως Σεπτέμβριο, όταν οι υγροί θερινοί μουσώνες από τον Ειρηνικό πνέουν στο εσωτερικό της χώρας.
Χλωρίδα – πανίδα
Η χλωρίδα της Βόρειας Κορέας ανήκει στο ορλοαρκτικό χλωριστικό βασίλειο και ειδικότερα στην ανατολικαοασιατική ή σινοϊαπωνική χλωριστική περιοχή. Παρατηρούνται διαφορές στη βλάστηση ανάμεσα στις βόρειες και νότιες περιοχές. Έτσι, οι περιοχές του οροπεδίου Καέμα και οι πλαγιές του όρους Πάκτου-σαν στο βορρά καλύπτονται από κωνοφόρα δέντρα, όπως πεύκα, έλατα και κέδρους. Νοτιότερα, τα δάση των πεύκων σταδιακά αντικαθίστανται από βελανιδιές και καστανιές. Κατά μήκος των ποταμών αναπτύσσονται καλαμιές, μουριές, βούρλα και λεύκες. Παλαιότερα τα δάση κάλυπταν μεγάλες εκτάσεις.
Η συνεχής αποψίλωσή όμως, η οποία παρατηρείται κυρίως στις δυτικές περιοχές και αποσκοπούσε στην απόδοση περισσότερων εκτάσεων για καλλιέργεια, τα έχει περιορίσει σημαντικά. Το 1993 υπολογιζόταν ότι το 63% της επιφάνειας της χώρας καλύπτονταν από δάση.
Εξίσου πλούσια με τη χλωρίδα ήταν παλαιότερα και η πανίδα της χώρας, η οποία περιλάμβανε λεοπαρδάλεις του χιονιού και σιβηριανές τίγρεις. Σήμερα η πανίδα της χώρας περιλαμβάνει αρκετά είδη θηλαστικών, ανάμεσά τους ελάφια, αντιλόπες και αγριοκάτσικα, 14 είδη αμφίβιων, 115 πτηνών, αγριοπερίστερα, ερωδιούς, γερανούς και νερόκοτες, και 19 είδη ερπετών.
Περισσότερα από 16 είδη πουλιών και 7 είδη θηλαστικών απειλούνται με εξαφάνιση και απαντούν σε προστατευμένες περιοχές ή στα απομακρυσμένα δάση του βορρά. Στους ποταμούς και τις λίμνες της χώρας απαντούν κυπρίνοι και χέλια, ενώ οι θάλασσες είναι πλούσιες σε αλιεύματα. Η υπεραλίευση όμως τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση των αλιευμάτων.
Οικονομία
Είναι δύσκολο να συγκεντρώσει κανείς επίσημα οικονομικά στοιχεία για τη Βόρεια Κορέα, λόγω της περιορισμένης πρόσβασης στις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους. Η χώρα ανήκει στη μικρή πλέον – ύστερα από την κατάρρευση της πρώην ΕΣΣΔ – οικογένεια των σοσιαλιστικών κρατών. Ο σχεδιασμός της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας εκπονείται και εφαρμόζεται από την κυβέρνηση και βασίζεται σε επταετή αναπτυξιακά σχέδια. Τα περισσότερα μέσα παραγωγής είναι κοινωνικοποιημένα.
Η χώρα δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην παραγωγή κεφαλαιοκρατικού εξοπλισμού, ενώ παράγει ένα μικρό μόνο αριθμό επεξεργασμένων προϊόντων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καταναλωτικά αγαθά. Κύριοι τομείς της εθνικής της οικονομίας είναι η βιομηχανία, η οποία βασίζεται στην εκμετάλλευση του τεράστιου ορυκτού πλούτου που διαθέτει η χώρα, και η γεωργία.
Η Βόρεια Κορέα βασικά είναι αυτάρκης σε τρόφιμα. Παρόλο που η οικονομία της χώρας αναπτυσσόταν με εντυπωσιακούς ρυθμούς μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, σε πολλούς τομείς υπολείπεται της οικονομίας της Νότιας Κορέας, κυρίως όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων. Ύστερα από την κατάρρευση της πρώην ΕΣΣΔ, η οικονομία της Βόρειας Κορέας, όπως και των περισσότερων σοσιαλιστικών κρατών, διέρχεται μια δύσκολη περίοδο μετάβασης από τη σοσιαλιστική στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς.
Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι η χώρα να εμφανίσει το 2002 Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ύψους 22 δισ. δολαρίων, μειωμένο κατά 2 δισ. δολάρια σε σχέση με το 1991. Το ίδιο έτος το κατά κεφαλή Α.Ε.Π. μειώθηκε στα 1.000 δολάρια από 1.038 δολ. που ήταν το 1991, ενώ το δημόσιο εξωτερικό χρέος της χώρας έφτανε τα 12 δισ. δολάρια (1996) και ο πληθωρισμός κυμαινόταν στο 2% (1992). Ωστόσο τα τελευταία χρόνια η οικονομία της χώρας δείχνει να ανακάμπτει, βασιζόμενη κυρίως στην εξορυκτική βιομηχανία.
Η Κεντρική Τράπεζα της Βόρειας Κορέας εκδίδει το επίσημο νόμισμα της χώρας το βον (KPW), το οποίο υποδιαιρείται σε 100 χον. Τον Δεκέμβριο του 2001 η ισοτιμία δολαρίου και βον ήταν η εξής: 1 δολάριο ΗΠΑ = 2,15 βον.
Γεωργία (Υλοτομία – Αλιεία) – Κτηνοτροφία
Η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα στο σχηματισμό του ΑΕΠ είναι περίπου 30%, γεγονός που οφείλεται στην έλλειψη εργατικού δυναμικού και στη χαμηλή παραγωγικότητα. Όμως τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, καθώς και της χρήσης χημικών λιπασμάτων και γεωργικών μηχανημάτων στα πλαίσια του κρατικού προγράμματος ανάπτυξης.
Το 2002 υπολογίστηκε ότι ο πρωτογενής τομέας απασχολεί περίπου το 36% των εργαζομένων. Η γεωργία είναι οργανωμένη σε 3.000 περίπου συνεταιρισμούς, καθένας από τους οποίους αποτελείται από 300 οικογένειες που ελέγχονται από επιτροπές διαχείρισης. Το κράτος απορροφά την παραγωγή και ελέγχει την κατανομή της μέσω κρατικών καταστημάτων. Μόνο το 17% του εδάφους της χώρας αποτελούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα είναι το ρύζι, το καλαμπόκι, το σιτάρι και οι πατάτες. Σε μικρότερες ποσότητες παράγονται επίσης καπνός, κριθάρι, λινάρι, σόγια και γογγύλια.
Παλαιότερα τα δάση κάλυπταν μεγάλες περιοχές της χώρας. Οι καταστροφές όμως κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και η εντατική αποψίλωση που συντελέστηκε τα επόμενα χρόνια με σκοπό τη δημιουργία καλλιεργήσιμων εκτάσεων, περιόρισε σημαντικά τις δασικές εκτάσεις και μείωσε την παραγωγή ξυλείας και άλλων δασικών προϊόντων.
Η αλιεία κατέχει σημαντική θέση στην οικονομία της Βόρειας Κορέας και τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη. Ο αλιευτικός στόλος της χώρας ξεπερνά τα 30.000 σκάφη και αυξάνεται συνεχώς, καθώς τα ψάρια αποτελούν την κυριότερη πηγή πρωτεϊνών για τους Βορειοκορεάτες, όπως και για τους περισσότερους Ασιάτες. Η αλιεία διεξάγεται κυρίως στις ανατολικές ακτές και γύρω από το νησί Τάσα, απέναντι από τις εκβολές του ποταμού Γιαλού. Αλιεύονται κυρίως μπακαλιάροι, τόνοι, σκουμπριά, αντζούγιες και διάφορα οστρακόδερμα.
Η κτηνοτροφία έχει μικρότερη οικονομική σημασία και διεξάγεται σε περιορισμένη έκταση. Εκτρέφονται βοοειδή, κατσίκες, πρόβατα, χοίροι, πουλερικά και άλογα.
Ορυκτός πλούτος
Το υπέδαφος της Βόρειας Κορέας είναι πλούσιο σε ορυκτά. Υπολογίζεται ότι το 80% – 90% όλων των εκμεταλλεύσιμων ορυκτών της Κορεατικής χερσονήσου είναι συγκεντρωμένα στο υπέδαφός της. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται 200 περίπου ορυκτά με οικονομική αξία, όπως γραφίτης, βολφράμιο, χαλκός, χρώμιο και χρυσός. Υπάρχουν μεγάλα αποθέματα σιδηρομεταλλεύματος και πλούσια κοιτάσματα ανθρακίτη, ενώ έχουν ανακαλυφθεί σημαντικές ποσότητες πετρελαίου.
Τα τελευταία χρόνια βελτιώθηκε σημαντικά η ενεργειακή υποδομή της χώρας, κυρίως με την κατασκευή υδροηλεκτρικών φραγμάτων κατά μήκος του ποταμού Γιαλού. Το 2000 η συνολική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έφτασε τις 33,4 δισ. κιλοβατώρες. Το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας προερχόταν από υδροηλεκτρικά εργοστάσια(67%) και το υπόλοιπο από θερμοηλεκτρικά. Η χώρα παρουσιάζει πλεόνασμα ηλεκτρικής ενέργειας και εξάγει σημαντικές ποσότητες σε γειτονικές της χώρες, κυρίως στην Κίνα.
Βιομηχανία
Η ύπαρξη τεράστιου ορυκτού πλούτου και ενεργειακών πηγών συνέβαλε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας της χώρας από το Β΄ Παγκ0όσμιο πόλεμο και έπειτα. Ο ευρύτερος δευτερογενής τομέας μετέχει με ποσοστό 32% στο σχηματισμό του ΑΕΠ και απασχολεί το 1/3 περίπου των εργαζομένων.
Η βιομηχανία κατέχει την πρώτη θέση στην οικονομία της χώρας και κυριότερος κλάδος της είναι ο εξορυκτικός. Λειτουργούν ακόμη μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα μεταλλουργίας, κατασκευής μηχανών, ηλεκτρικών συσκευών, όπλων, χημικών προϊόντων (λιπασμάτων, πλαστικών), τσιμεντοβιομηχανίες, διυλιστήρια πετρελαίου, ναυπηγεία, βιομηχανίες μεταποίησης γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και υφαντουργίες.
Εμπόριο
Ο ευρύτερος τριτογενής τομέας μετέχει κατά 37% στο σχηματισμό του ΑΕΠ και απασχολεί το 37% περίπου του ενεργού πληθυσμού. Κυριότερος τραπεζικός οργανισμός είναι η Κεντρική Τράπεζα, η οποία εκδίδει το εθνικό νόμισμα και συγκεντρώνει όλα τα κρατικά έσοδα. Άλλοι τραπεζικοί οργανισμοί είναι η Βιομηχανική Τράπεζα, η οποία διαχειρίζεται το κρατικό σύστημα ασφαλίσεων και παρέχει δάνεια και η Τράπεζα Εξωτερικού Εμπορίου, που διαχειρίζεται τις εξωτερικές συναλλαγές και το ξένο συνάλλαγμα.
Το 2001 η χώρα εμφάνισε παθητικό εμπορικό ισοζύγιο με την αξία των εισαγωγών να φτάνει το 1,874 δισ. δολάρια και των εξαγωγών τα 826 εκατομμύρια δολάρια. Κυριότεροι εμπορικοί εταίροι της χώρας είναι η Κίνα (το 2001 απορρόφησε το 26,7% των εισαγωγών και το 5,2% των εξαγωγών) και η Ιαπωνία (12,3% και 36,3%). Εξάγονται ορυκτά, διάφορα μεταλλουργικά και βιομηχανικά προϊόντα, όπλα, γεωργικά προϊόντα και ψάρια. Εισάγονται πετρέλαιο, κάρβουνο, οχήματα, βιομηχανικός εξοπλισμός, χημικά προϊόντα και διάφορα καταναλωτικά αγαθά.
Μεταφορές – Επικοινωνιακό δίκτυο
Οι σιδηρόδρομοι, οι οποίοι στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν είναι εκσυγχρονισμένοι, αποτελούν το κυριότερο μέσο μεταφοράς. Το 1996 το μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου έφτανε τα 5.000 χλμ. Οι κυριότερες σιδηροδρομικές γραμμές, λόγω της ιδιομορφίας του εδάφους, διασχίζουν κάθετα τη χώρα, ενώ η μοναδική σιδηροδρομική γραμμή με κατεύθυνση από ανατολικά προς δυτικά, συνδέει την πρωτεύουσα Πυόνγκγιανγκ με την πόλη Βόνσαν στις ανατολικές ακτές.
Επίσης υπάρχει Μετρό και λειτουργεί μόνο στην Πυόνγκγιανγκ, το οποίο είναι εξυπηρετικό και φτηνό. Οι οδικές μεταφορές, λόγω του μικρού αριθμού των οχημάτων – η πλειοψηφία των οποίων είναι στρατιωτικά -, δεν είναι τόσο σημαντικές. Το 1996 το οδικό δίκτυο κάλυπτε περίπου 31.200 χλμ., από τα οποία τα 240 ήταν αυτοκινητόδρομοι.
Οι λεωφόροι, κυρίως στις μεγάλες πόλεις, διαθέτουν από τρεις λωρίδες κυκλοφορίας και βρίσκονται σε σχετικά καλή κατάσταση. Οι μεγαλύτερες πόλεις της χώρας συνδέονται μεταξύ τους με αεροπορικές πτήσεις, οι οποίες ελέγχονται από την πολεμική αεροπορία. Από το διεθνές αεροδρόμιο “Σούναν”, το οποίο βρίσκεται 16 χλμ. βόρεια της Πυόνγκγιανγκ, εκτελούνται πτήσεις προς το εξωτερικό, κυρίως προς τη Μόσχα, το Πεκίνο, το Τόκιο και το Χονγκ Κονγκ.
Οι θαλάσσιες μεταφορές εξυπηρετούνται από τα σημαντικότερα εμπορικά λιμάνια της χώρας, που είναι τα Ναμπό (επίνειο της Πυόνγκγιανγκ) και Χάτζου στις δυτικές ακτές και τα Τσόνγκτζιν, Νάτζιν και Βόνσαν στις ανατολικές ακτές, απέναντι από την Ιαπωνία. Σημαντικό ρόλο στις εμπορικές μεταφορές στο εσωτερικό της χώρας παίζουν και οι ποτάμιες συγκοινωνίες μέσω των ποταμών Γιαλού και Τάντονγκ.
Οι τηλεπικοινωνίες, ο Τύπος και το σύνολο των μέσων μαζικής ενημέρωσης της χώρας ελέγχονται από την κυβέρνηση και δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένες. Οι μεγαλύτερες σε κυκλοφορία εφημερίδες είναι η “Νοντόνγκ σινμούν” και η “Νοντόνγκτζα σινμούν”, οι οποίες ελέγχονται από την κυβέρνηση και τα εργατικά συνδικάτα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 αναλογούσαν ένα τηλέφωνο ανά 11 κατοίκους, ένα ραδιόφωνο ανά 9 κατοίκους και μία τηλεόραση ανά 21 κατοίκους.
Οι κάτοικοι
Δημογραφικά στοιχεία
Η χώρα παρουσιάζει υψηλά ποσοστά γεννήσεων και πληθυσμιακής αύξησης. Συγκεκριμένα, το έτος 2002 τα ετήσια ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας έφταναν το 1,8% και 0,7% αντίστοιχα, με τη βρεφική θνησιμότητα να φτάνει στο 2,3% και την ετήσια φυσική αύξηση του πληθυσμού στο 1,1%. Το 2002 ο πληθυσμός της χώρας εμφάνιζε την ακόλουθη ηλικιακή σύνθεση: το 67,4% αποτελούσαν άτομα ηλικίας 15 έως 64 ετών, το ποσοστό των παιδιών μέχρι 14 ετών ήταν 25,4%, ενώ το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ήταν σχετικά μικρό και έφτανε το 7,2%.
Την ίδια χρονιά ο μέσος όρος ζωής έφτανε τα 71,3 χρόνια, με τις γυναίκες να ζουν πολύ περισσότερο από τους άνδρες (74,44 χρόνια οι γυναίκες – 68,31 οι άνδρες). Το 1995 το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (61,3%) κατοικούσε στις πόλεις, ενώ ο αγροτικός πληθυσμός αποτελούσε το 38,7%. Περισσότερο πυκνοκατοικημένες είναι οι παράκτιες περιοχές, σε αντίθεση με την ενδοχώρα που είναι αραιοκατοικημένη.
Σύνθεση πληθυσμού
Ο πληθυσμός της χώρας εμφανίζει ομοιομορφία ως προς τα φυλετικά χαρακτηριστικά του, που τον διακρίνουν καθαρά από τους Ιάπωνες, και στην πλειονότητά του (99,8%) αποτελείται από Κορεάτες. Η προσπάθεια που καταβάλλει το κράτος για την προβολή του εθνικού πολιτισμού και την τόνωση του εθνικού φρονήματος, σε συνδυασμό με τη μακραίωνη ιστορία της χώρας, έχουν συντελέσει στην ομοιογένεια των φυσικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών των κατοίκων και στη δημιουργία της αντίληψης ότι αυτοί ανήκουν σε μια φυλή.
Το υπόλοιπο 0,2% του πληθυσμού αποτελείται από άλλες εθνικότητες, σημαντικότερη από τις οποίες είναι οι Κινέζοι. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η προσπάθεια που καταβάλλει το κράτος για τον επαναπατρισμό των Κορεατών που ζουν στην Ιαπωνία, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του σε εργατικό δυναμικό και εξειδικευμένους τεχνίτες.
Θρησκεία
Επίσημα η Βόρεια Κορέα είναι αθεϊστικό κράτος και το κομουνιστικό καθεστώς συνταγματικά έχει καθιερώσει την ανεξιθρησκία, την οποία όμως δεν εφαρμόζει, ισχυριζόμενο την ενότητα της χώρας. Υπάρχουν αρκετές θρησκευτικές ομάδες, μεγαλύτερες από τις οποίες είναι οι οπαδοί του κομφουκιανισμού, του βουδισμού, του σαμανισμού και της μονοθεϊστικής θρησκείας Τσοντόγκιο (Κοινωνία της Ουράνιας Οδού), η οποία ιδρύθηκε από το δάσκαλο του κομφουκιανισμού Τσόε Τσε-ου το 1860 και συνδυάζει στοιχεία του βουδισμού, του κομφουκιανισμού και του χριστιανισμού.
Γλώσσα
Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η κορεατική, η οποία ομιλείται από όλους τους κατοίκους. Η κορεατική συνδέεται με την ιαπωνική, ενώ έχει δεχτεί και κινεζικές επιδράσεις. Χαρακτηριστικό της μορφολογίας της κορεατικής γλώσσας είναι ότι από το ρήμα απουσιάζει κάθε προσδιορισμός αριθμού ή προσώπου, καθώς και το ότι στο γραπτό λόγο αποδίδονται μόνο τα φωνήεντα. Από τις ξένες γλώσσες πολύ διαδομένες είναι η κινεζική και η ρωσική, οι οποίες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στο εμπόριο και τις διεθνείς συναλλαγές.
Πολιτειακή και κοινωνική οργάνωση
Πολίτευμα – συνταγματικοί θεσμοί
Η επίσημη ονομασία του κράτους είναι Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας (κορεατικά: Τσόσον Μιντζουτζούι Ίνμιν Κονγκχουαγκούκ). Σύμφωνα με το Σύνταγμα, το οποίο θεσπίστηκε το 1948, αναθεωρήθηκε εξολοκλήρου στις 27 Δεκεμβρίου 1972 και πρόσφατα – τον Απρίλιο του 1992 – η χώρα έχει μονοκομματικό πολίτευμα λαϊκής δημοκρατίας. Πραγματική πηγή εξουσίας είναι το Κόμμα Εργασίας της Κορέας.
Παρόλο που υπάρχουν αρκετά πολιτικά κόμματα, αυτά λειτουργούν με σκοπό τη στήριξη του Κόμματος Εργασίας της Κορέας και οι εκλογές αποτελούν περισσότερο μέσο λαϊκής συγκατάθεσης στην πολιτική και το πρόγραμμα του κόμματος και λιγότερο μέσο ελευθερίας έκφρασης του λαού. Αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος ηγείται της Κεντρικής Λαϊκής Επιτροπής, που αποτελείται από 16 μέλη. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον πρωθυπουργό και το 45μελές υπουργικό συμβούλιο.
Τόσο το υπουργικό συμβούλιο, όσο και το Ανώτατο Δικαστήριο και η Κεντρική Λαϊκή Επιτροπή είναι υπόλογα στην 687μελή Ανώτερη Λαϊκή Συνέλευση, η οποία ασκεί τη νομοθετική εξουσία και τα μέλη της εκλέγονται κάθε 4 χρόνια με γενικές εκλογές. Δικαίωμα ψήφου έχουν όλοι οι πολίτες της χώρας που έχουν συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας τους.
Η δικαστική εξουσία ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο, οι δικαστές του οποίου εκλέγονται κάθε τρία χρόνια από την Κεντρική Λαϊκή Επιτροπή και από τα επαρχιακά και λαϊκά δικαστήρια. Τα μέλη των τελευταίων εκλέγονται από τις τοπικές λαϊκές συνελεύσεις. Το κυβερνών κόμμα ελέγχει και τη δικαστική εξουσία, καθώς πολλοί από τους δικαστές είναι μέλη του. Η χώρα είναι μέλος του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών.
Υγεία – πρόνοια
Το κράτος παρέχει στους κατοίκους δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και κοινωνική ασφάλιση. Υπάρχει κρατική πρόνοια για τους ανέργους και τους ανίκανους προς εργασία, ενώ ειδικά επιδόματα χορηγούνται σε περιπτώσεις εργατικού ατυχήματος και εγκυμοσύνης. Επίσης δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της εργατικής κατοικίας.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, ύστερα από την κατάρρευση της πρώην ΕΣΣΔ και πολλών κομουνιστικών καθεστώτων σε όλο τον κόσμο, η διεθνής βοήθεια προς τη Βόρεια Κορέα έχει διακοπεί και η χώρα αντιμετωπίζει πολλά εσωτερικά προβλήματα που έχουν αντίκτυπο και στον τομέα της υγείας. Παρατηρείται σημαντική έλλειψη γιατρών και φαρμάκων.
Εκπαίδευση
Το ποσοστό των εγγραμμάτων είναι αρκετά υψηλό και φτάνει το 99%. Η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν και είναι υποχρεωτική για την ηλικία των 6-17 ετών. Διακρίνεται σε προσχολική, η οποία διαρκεί ένα χρόνο, βασική, η οποία διαρκεί 4 χρόνια, και δευτεροβάθμια, που διαρκεί έξι. Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος, κυρίως στον τομέα της τεχνολογικής εκπαίδευσης, η οποία αποβλέπει στη στελέχωση των βιομηχανιών της χώρας με ειδικευμένο προσωπικό. Στη χώρα λειτουργεί Ακαδημία Επιστημών, η οποία ιδρύθηκε το 1952, ενώ από τα 216 ανώτερα και ανώτατα ιδρύματα της χώρας εξέχουσα θέση έχει το πανεπιστήμιο Κιμ Ιλ-Σουνγκ, το οποίο ιδρύθηκε το 1946 και εδρεύει στην πρωτεύουσα Πυόνγκγιανγκ.
Ένοπλες δυνάμεις
Η Βόρεια Κορέα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 δόθηκε μεγάλο βάρος στη συγκρότηση ισχυρών ενόπλων δυνάμεων και τεράστια οικονομικά ποσά δαπανήθηκαν για την απόκτηση σύγχρονων οπλικών συστημάτων.
Σήμερα από πολλές δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ, διατυπώνονται υπόνοιες ότι η Βόρεια Κορέα διαθέτει πυρηνικά όπλα, η ενδεχόμενη χρησιμοποίηση των οποίων αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τις γειτονικές της χώρες και κυρίως για τη Νότια Κορέα, με την οποία βρίσκεται σε συνεχή αντιπαράθεση.
Το 2001 οι δαπάνες για την άμυνα απορρόφησαν το 31,3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας. Η στράτευση είναι υποχρεωτική για άνδρες και γυναίκες. Ξεκινά από την ηλικία των 16 ετών και διαρκεί από 3 έως 8 χρόνια. Ο συνολικός αριθμός στρατευμένων φτάνει περίπου τα 1.055.000 άτομα, οι περισσότεροι από τους οποίους υπηρετούσαν στο στρατό ξηράς και οι υπόλοιποι στην πολεμική αεροπορία και το πολεμικό ναυτικό.
Ο αριθμός των εφέδρων υπολογίζεται σε 4.700.000 άτομα. Το σύνολο σχεδόν του στρατιωτικού εξοπλισμού της χώρας είναι ρωσικής κατασκευής. Η Βόρεια Κορέα είναι ένα έντονα στρατοκρατούμενο κράτος. Τόσο οι αστυνομικές δυνάμεις όσο και οι διάφορες μυστικές υπηρεσίες δρουν κάτω από τον έλεγχο του υπουργείου Εθνικής Ασφάλειας και ελέγχουν τις κινήσεις των πολιτών, ακόμη και σε επίπεδο οικογενειακής ζωής.
Διοικητική διαίρεση
Η χώρα διαιρείται σε 13 διοικητικές περιοχές, τρεις από τις οποίες αποτελούν ισάριθμες περιφέρειες πόλεων και μία αποτελεί ειδική περιοχή. Κάθε περιφέρεια υποδιαιρείται σε επαρχίες, οι οποίες συνολικά ανέρχονται σε 152.
Πρωτεύουσα – Πόλεις
Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της χώρας είναι η Πιόνγκγιανγκ (2.639.000 κατ.). Είναι χτισμένη στο κεντροδυτικό μέρος της χώρας, στις όχθες του ποταμού Τάντονγκ, σε μικρή απόσταση από τις ακτές της Κίτρινης θάλασσας.
Αποτελεί το σπουδαιότερο εμπορικό, διοικητικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο της χώρας. Η πόλη ανοικοδομήθηκε αρκετές φορές, ύστερα από τις καταστροφές που υπέστη στο παρελθόν κατά τη διάρκεια διαδοχικών πολέμων. Σήμερα έχει όψη σύγχρονης μεγαλούπολης, με όμορφα πάρκα, φαρδείς δρόμους και ψηλά κτίρια, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και το ξενοδοχείο Ryngong (έχει ύψος περίπου 325 μ.).
Στην πόλη έχουν την έδρα τους αρκετά σημαντικά πνευματικά ιδρύματα της χώρας, όπως το πανεπιστήμιο Κιμ Ιλ Σουνγκ, η πολυτεχνική σχολή Κιμ Τσικ, το Ιατρικό Ινστιτούτο, η Ακαδημία Επιστημών, η Κεντρική Βιβλιοθήκη, το Εθνικό Θέατρο των Τεχνών και η Εθνική Ορχήστρα. Αξίζει να επισκεφθεί κανείς τα αρχαία τείχη της πόλης, τους βουδιστικούς ναούς, το Κορεατικό Επαναστατικό Μουσείο και το Κορεατικό Μουσείο Καλών Τεχνών. Η Πιόνγκγιανγκ αποτελεί τον αρχαιότερο οικισμό της Κορεατικής χερσονήσου και λέγεται ότι ιδρύθηκε το 1.122 π.Χ.
Δεύτερο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας είναι το ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης Χάμχουνγκ και του επινείου της Χούνγκναμ (1.035.000 κάτ.). Αποτελεί σημαντικό λιμάνι στις ανατολικές ακτές της χώρας. Η πόλη Χούνγκναμ μέχρι το 1920 ήταν ένα μικρό ψαράδικο χωριό. Οι Ιάπωνες κατασκεύασαν στη γύρω περιοχή εργοστάσια, τα οποία οδήγησαν στη γρήγορη ανάπτυξη της πόλης και στη συνένωσή της με τη γειτονική Χάμχουνγκ. Σήμερα στην ευρύτερη περιοχή λειτουργούν διυλιστήρια πετρελαίου, υφαντουργίες και εργοστάσια παρασκευής χημικών προϊόντων.
Ακολουθεί η πόλη Τσόνγκτζιν (754.000 κάτ.), σημαντικό εμπορικό λιμάνι στις ακτές της Ιαπωνικής θάλασσας και το μεγαλύτερο κέντρο παραγωγής σιδήρου και χάλυβα της χώρας. Η πόλη βρισκόταν κάτω από την κατοχή των Ιαπώνων το διάστημα 1910-1945 και αναπτύχθηκε γρήγορα ως βιομηχανικό κέντρο. Γνώρισε ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ως κέντρο βαριάς βιομηχανίας.
Τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας και σημαντικό αλιευτικό κέντρο είναι η Ναμπό (700.000 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ακτές της Κίτρινης θάλασσας και γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη από το 1897 και έπειτα, ως επίνειο της πρωτεύουσας Πιόνγκγιανγκ.
Στις εκβολές του ποταμού Γιαλού, στα σύνορα σχεδόν με την Κίνα, είναι χτισμένη η πόλη Σίνουιτζου (500.000 κάτ.). Αποτελεί μεγάλο συγκοινωνιακό κέντρο ανάμεσα στη Βόρεια Κορέα και την Κίνα, με την οποία συνδέεται με γέφυρα. Βόρεια της πόλης έχει κατασκευαστεί το φράγμα Σούπουνγκ, το οποίο τροφοδοτεί τις βιομηχανίες της περιοχής με άφθονη υδροηλεκτρική ενέργεια. Λειτουργούν εργοστάσια ελαστικών, χημικών, επεξεργασίας χαρτιού και σόγιας.
Άλλες μικρότερες πόλεις της χώρας, με πληθυσμό λιγότερο από 500.000 κατοίκους είναι η Βόνσαν (350.000 κάτ.) μεγάλο λιμάνι στον κόλπο Τονγκτζοσόν των ανατολικών ακτών, η Κάεσονγκ (346.000 κάτ.), γνωστή για τα είδη από πορσελάνη που κατασκευάζονται εκεί και πρωτεύουσα της Κορέας από το 10ο έως το 14ο αιώνα, η Κιμτσάκ ή Σόνγκτζιν (281.000 κάτ.), λιμάνι στις ακτές της Ιαπωνικής θάλασσας, η Χάτζου (213.000 κάτ.), η Σάριγουον (202.000 κάτ.) η Κάνγκγκιε (130.000 κάτ.) κ.ά.
Πολιτισμός
Πολιτισμικά η χώρα συνδέεται άμεσα με τα στοιχεία που διαμόρφωσαν τον κορεατικό πολιτισμό κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του. Τα στοιχεία αυτά είναι οι διάφορες θρησκευτικές δοξασίες και οι ξένες πολιτισμικές επιδράσεις που δέχτηκε η χώρα από τους γειτονικούς της λαούς και κυρίως από την Κίνα.
Θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε την πορεία που ακολούθησε ο πολιτισμός της Βόρειας Κορέας μετά την ανακήρυξή της χώρας ως ανεξάρτητο κράτος το 1948. Το κομουνιστικό καθεστώς που επιβλήθηκε στη χώρα ξεκίνησε μια εκστρατεία προκειμένου να απομακρύνει από την κοινωνική ζωή τη φιλοσοφία του κομφουκιανισμού για τη συγκρότηση της οικογένειας. Στα πλαίσια αυτής της εκστρατείας κάηκαν πολλά παλαιά γενεαλογικά αρχεία, τα οποία κρατούσαν τα μέλη της παραδοσιακής κορεατικής οικογένειας. Επικράτησε το μοντέλο της κομουνιστικής ιδεολογίας σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής.
Οι κάτοικοι της χώρας υποχρεώθηκαν να προσαρμοστούν σε έναν αυστηρό τρόπο ζωής, που ως κύρια χαρακτηριστικά του είχε την προσήλωση στο πρότυπο της κομματικής ιδεολογίας και την εργασία. Οι ατομικές ελευθερίες περιορίστηκαν, ενώ ο έλεγχος του κράτους έφτασε στο επίπεδο της οικογενειακής ζωής. Παράλληλα η κυβέρνηση, με έναν άκρατο εθνικισμό, προσπάθησε να προβάλει και να αναπτύξει το λαϊκό πολιτισμό της χώρας, με σκοπό να καταστήσει σαφή την υπεροχή του σε όλους.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι πολιτιστικές δραστηριότητες των κατοίκων ελέγχονται από το κράτος και οδηγούνται σε οργανωμένες ομαδικές δραστηριότητες. Οι περισσότεροι λογοτέχνες, μουσικοί, χορευτές και ηθοποιοί της χώρας ανήκουν σε κρατικά ιδρύματα και επαρχιακούς οργανισμούς.
Η επιλογή των πολιτιστικών θεμάτων από μέρους τους γίνεται με γνώμονα την κομουνιστική ιδεολογία και διάχυτη είναι η προσπάθειά τους να εξάρουν την ταξική συνείδηση και να προπαγανδίσουν την ιδιαιτερότητα και υπεροχή του πολιτισμού τους.
Το κράτος στα πλαίσια της προσπάθειάς του να τονώσει το εθνικό αίσθημα του λαού επιχορηγεί τα διάφορα κρατικά ιδρύματα τέχνης, τα μουσεία και τα πνευματικά ιδρύματα, προχωρεί σε ανασκαφές αρχαιολογικών χώρων και προβάλλει με κάθε μέσο όλα τα είδη του λαϊκού πολιτισμού.
Αρχιτεκτονική
Δε διασώθηκαν αξιόλογα δείγματα της αρχιτεκτονικής Κογκουριό που ανάγεται στην περίοδο της κυριαρχίας των τριών βασιλείων (57 π.Χ.-668 μ.Χ.). Ο λόγος είναι ότι οι ναοί ήταν φτιαγμένοι από ξύλο και έχουν καταστραφεί εντελώς. Διασώθηκαν μόνο τρεις παγόδες από πέτρα, δύο στην περιοχή Παεκτσέ και μία στη Σίλα, όπου είναι εμφανής η προσπάθεια των αρχιτεκτόνων να αντιγράψουν όσο πιο πιστά μπορούν τις ξύλινες παγόδες. Την περίοδο της κυριαρχίας του ενοποιημένου κράτους Σίλα (668-935) χτίστηκαν πολλοί καινούριοι ναοί. Το 918 εγκαινιάζεται μια καινούρια περίοδος στην κορεατική τέχνη με την άνοδο της δυναστείας Κοριό (918-1392).
Στην αρχιτεκτονική επικρατεί ο ρυθμός Τσουσίμπο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την εισαγωγή υποστηριγμάτων που προεξέχουν πάνω από τα κιονόκρανα. Το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτού του ρυθμού είναι το Μουριανγκσού-τζον (Αίθουσα της αιώνιας ζωής) του Πουσόκ-Σα, που χρονολογείται το 12ο αι. Το 1300 εισάγεται ο ρυθμός Ταπ ο με κύριο χαρακτηριστικό του τα μετακιόνια υποστηρίγματα. Την περίοδο Κοριό αυξάνεται ο αριθμός των ορόφων στις παγόδες, το ύψος όμως του κάθε ορόφου μειώνεται. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας της δυναστείας Γι (1392-1910), ο αρχιτεκτονικός ρυθμός Ταπ` ο συνεχίζεται, ενώ κατασκευάζονται μεγάλα ανακτορικά και ναϊκά συγκροτήματα.
Λογοτεχνία
Η κορεατική λογοτεχνία πρωτοεμφανίζεται τον 1ο αι. π. Χ. και διακρίνεται σε δύο ομάδες έργων: α) εκείνα που γράφτηκαν στην κορεατική γλώσσα, είτε με τη βοήθεια του σημειογραφικού συστήματος γραφής της τοπικής γλώσσας με κινεζικούς χαρακτήρες (ιντού) είτε με τη βοήθεια του κορεατικού αλφαβήτου (χανγκούλ) που ανακαλύφθηκε το 1446 και β) εκείνα που γράφτηκαν στην κινεζική γλώσσα.
Τα ποιήματα στο μεγαλύτερο μέρος τους συνοδεύονται από μουσική και τραγουδιούνται. Τα παλαιότερα είναι τραγούδια της φύσης ή της υπαίθρου (χιάνγκα) που γράφονταν από τον 6ο έως το 10ο αι. Ακολούθησε ένα νέο ποιητικό είδος το οποίο επικράτησε την περίοδο της δυναστείας Σίλα και είναι γνωστό με την ονομασία σάνγκα. Πρόκειται για ποιήματα 10 έως 50 στίχων και κάθε στίχος αποτελούνταν από τρεις ομάδες συλλαβών και κάθε ομάδα από τρεις συλλαβές.
Τα πιο γνωστά ποιήματα αυτού του είδους είναι τα: Σονγκιόνγκ πγιολγκόκ (Το τραγούδι του Πιόνγκγιανγκ), Τσονγκσάν πγιολγκόκ (Τραγούδι των πράσινων βουνών) και Κασιρί (θα πας εκεί). Μια παραλλαγή αυτών των ποιημάτων αποτελούν τα ποιήματα κιόνγκι, φιλοσοφικού περιεχομένου. Την περίοδο της δυναστείας Γι, που αποτελεί και την τελευταία περίοδο κατά την οποία γράφτηκαν ποιήματα στην αρχαία κορεατική γλώσσα, κυριαρχεί ο τύπος σίγιο, που αποτελείται από τρεις στίχους, από τους οποίους οι δύο πρώτοι αναπτύσσουν το θέμα και ο τρίτος δίνει το συμπέρασμα.
Οι γνωστότεροι λογοτέχνες που καλλιέργησαν αυτό το είδος είναι ο ναύαρχος Λι Σουνσίν και η ποιήτρια Χβανγκ Σιν-ι. Ένα άλλο είδος που καλλιεργήθηκε αποτελούνταν από ποιήματα των οποίων κάθε στίχος περιείχε δύο ομάδες και κάθε ομάδα τέσσερις συλλαβές. Το είδος αυτό ονομαζόταν κάσα και αρχικά αντλούσε τα θέματα του από τη φύση, αργότερα όμως, ύστερα από τις επιδρομές των Ιαπώνων (τέλη 16ου αι.) και των Μαντσού (αρχές 17ου αι.), τα θέματά του έγιναν περισσότερο ρεαλιστικά και πατριωτικά. Από το είδος κάσα προήλθε το μελόδραμα τσανγκόκ.
Το πρώτο μυθιστόρημα της αρχαίας κορεατικής λογοτεχνίας είναι το “Παϊγκούν σοσόλ” (Το μυθιστόρημα του λευκού σύννεφου) του Γι Κγιου-μπο (1168-1241) και είναι γραμμένο στα κινεζικά. Μόλις το 1750 γράφτηκε το πρώτο μυθιστόρημα στα κορεατικά. Πρόκειται για το “Χονγκ Κιλτόνγκ τσον” (Ιστορία του Χονγκ Κιλτόνγκ) του Χο Κγιουν, που έχει ως θέμα του τις διακρίσεις σε βάρος των νόθων παιδιών. Στα αγαπημένα θέματα των Κορεατών λογοτεχνών συγκαταλέγονται ο έρωτας, οι συγκρούσεις ανάμεσα στην πεθερά και τη νύφη και οι διάφορες μηχανοραφίες της Αυλής.
Πάντα στο τέλος το καλό θριαμβεύει και το κακό νικιέται. Συχνά απουσιάζει η χρονολογία συγγραφής και το όνομα του συγγραφέα, λόγω του ότι εκείνη την εποχή η συγγραφή μυθιστορήματος στη λαϊκή γλώσσα θεωρούνταν κάτι το ταπεινωτικό. Αξιόλογα έργα της κορεατικής πεζογραφίας είναι τα “Κου ουν μονγκ” (Το όνειρο των εννιά σύννεφων) και το “Σασί ναμγιόνγκ” του Κιμ Μαντσούνγκ (1637-1692).
Το μεγαλύτερο όμως αριστούργημα της κορεατικής πεζογραφίας θεωρείται το “Τσουνχιάνγκ τσον” (Η ιστορία του Τσουνχιάνγκ), το οποίο αφηγείται τον έρωτα ανάμεσα σε ένα νεαρό αριστοκράτη και μια γκέισα που κατορθώνει να νικήσει τους κοινωνικούς φραγμούς και τη διαφθορά στις δημόσιες υπηρεσίες. Η σύγχρονη κορεατική λογοτεχνία είναι γραμμένη στην καθομιλουμένη κορεατική γλώσσα.
Η εποχή του “νέου μυθιστορήματος” εγκαινιάζεται το 1906 με την έκδοση του μυθιστορήματος “Χγιολ-ουί νου” (Αιμάτινα δάκρυα) του Γι Ινζίκ. Αντίστοιχα την έναρξη της εποχής της “νέας ποίησης” σηματοδοτεί η έκδοση του ποιήματος “Χάε-εγκεσό σονιόν-εγκέ” (Από τη θάλασσα στον νεαρό) του Τσοέ Ναμσόν. Μέχρι τη διχοτόμηση της χώρας το 1948 η κορεατική λογοτεχνία διανύει μια περίοδο κατά την οποία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε μεγάλα ρεύματα: α) του ρεαλισμού με κυριότερους εκπροσώπους τους Κιμ Τονγκίν, Χγιον Τσιγκόν, Γι Κβανγκσού και Να Τοχγιάνγκ και αυτό της “φυγής” στην ύπαιθρο, με κυριότερους εκπροσώπους τους Γι Χγιοσόκ και Κιμ Σοβόλ.
Μετά το 1948 η λογοτεχνία της Βόρειας Κορέας, κατευθυνόμενη από το κομουνιστικό καθεστώς, εμπνεύστηκε από τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη χώρα και κατά το μεγαλύτερο μέρος άντλησε τα θέματά της από τους πατριωτικούς αγώνες των Κορεατών εναντίον των Ιαπώνων στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Το 1953 ιδρύθηκε η Ένωση Συγγραφέων, η οποία συγκέντρωσε στους κόλπους της τους σημαντικότερους λογοτέχνες της χώρας. Σημαντική επίσης ανάπτυξη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και έπειτα γνώρισε το μυθιστόρημα και το ιστορικό αφήγημα. Αρνητικό στοιχείο στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας αποτελεί ο έλεγχος που υφίσταται τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο από το κομουνιστικό καθεστώς.
Καλές τέχνες
Η κορεατική τέχνη στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της δέχτηκε πολλές επιδράσεις από την τέχνη της Κίνας και της Ιαπωνίας, ανέπτυξε όμως ένα δικό της χαρακτήρα, ο οποίος διακρίνεται για την απλότητα και τον αυθορμητισμό του. Ο νατουραλισμός και η αρμονία με τη φύση κυριάρχησαν στην κορεατική τέχνη από πολύ νωρίς και οδήγησαν στην αποφυγή κάθε ακρότητας τόσο ως προς την οικονομία του σχήματος όσο και ως προς τη χρήση των διακοσμητικών μοτίβων. Σε ολόκληρη την Κορεατική χερσόνησο έχουν βρεθεί προϊστορικοί αρχαιολογικοί οικισμοί που ανάγονται στην Παλαιολιθική και Νεολιθική εποχή. Δυστυχώς όμως έχουν διασωθεί ελάχιστα αντικείμενα από την τέχνη αυτής της περιόδου.
Ζωγραφική
Τα πρώτα αξιόλογα δείγματα ζωγραφικής προέρχονται από τους τάφους του Κογκουριό και του Παεκτσέ και χρονολογούνται τον 5ο-6ο αι. Πρόκειται για τοιχογραφίες σε χρώματα βαθυκίτρινο, καφεκόκκινο, μαύρο, ιώδες και πράσινο που παρουσιάζουν διακοσμητικά θέματα (κληματίδες, άνθη, σύννεφα), συμβολικά ζώα, χορούς και προσωπογραφίες του νεκρού άρχοντα και της συζύγου του. Αργότερα οι γραμμές γίνονται πιο τολμηρές και ζωντανές, ενώ οι προσωπογραφίες δεν απεικονίζουν το νεκρό άρχοντα να κάθεται με επισημότητα σαν θεός, αλλά σε συνδυασμό με κάποιο σημαντικό γεγονός της ζωής του.
Η ζωγραφική στη συνέχεια δέχεται επιδράσεις από την κινεζική τέχνη, τα χρώματα γίνονται ζωηρότερα, ενώ τα θέματα είναι επηρεασμένα από την ταοϊστική θρησκευτική τέχνη. Από τις διακοσμητικές τέχνες ξεχωρίζει η μεταλλοτεχνία. Στους ασύλητους τάφους του βασιλείου Σίλα έχουν βρεθεί αναρίθμητα κοσμήματα, όπως περιδέραια, βραχιόλια και δαχτυλίδια από χρυσό, άργυρο και μπρούντζο, καθώς επίσης χρυσά ή μπρούντζινα στέμματα και διαδήματα που φορούσαν οι βασιλείς και οι ανώτεροι αξιωματούχοι.
Η κεραμική, μολονότι επηρεάστηκε από την κινεζική της δυναστείας των Χαν, ανέπτυξε μια εντελώς κορεατική τεχνοτροπία και έγινε η κυριότερη έκφραση της καλαισθησίας και της ικανότητας των Κορεατών τεχνιτών. Στην ανάπτυξη της κεραμικής και αγγειοπλαστικής βοήθησε ιδιαίτερα η ύπαρξη πλούσιων κοιτασμάτων καολίνη (συστατικού της πορσελάνης) και ενός άλλου ορυκτού που δίνει στο κεραμικό αντικείμενο υαλώδη μορφή. Οι επικρατέστεροι τύποι αγγειοπλαστικής είναι τα κύπελλα με βάση, οι πίθοι με όρθιους λαιμούς και τα ειδώλια ανθρώπων και ζώων.
Την περίοδο του κράτους Σίλα η κατασκευή αγγείων συνεχίστηκε, ενώ για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε μολυβδούχο υάλωμα σε καφεκίτρινο ή πρασινωπό χρώμα. Σημαντική ανάπτυξη την περίοδο αυτή γνώρισε επίσης η μεταλλοτεχνία.
Από την εποχή της δυναστείας Κοριό διασώζονται λιγοστά δείγματα πρωτότυπης ζωγραφικής, ανάμεσα στα οποία μία σκηνή κυνηγιού και δύο τοπιογραφίες, τα οποία ακολουθούν την τεχνοτροπία της κινεζικής ζωγραφικής που επικράτησε κατά τη δυναστεία των Σουνγκ (960-1279). Στην αγγειοπλαστική συνεχίστηκε η κατασκευή γκριζωπών λιθοκέραμων αντικειμένων, ενώ στην κεραμική αναπτύχθηκαν καινούριες τεχνικές όπως η εγχάραξη πάνω στα αγγεία διακοσμητικών μοτίβων και η επικάλυψη στη συνέχεια της χαρακιάς με λευκό καολίνη ή μαύρο χρώμα.
Ακολουθούσε το ψήσιμο και η εφυάλωση των κεραμικών αντικειμένων, που έμειναν γνωστά με την ονομασία σανγκάμ. Στα μέσα περίπου του 11ου αι. κατασκευάστηκε ένα νέο είδος πορσελάνης με υάλωμα σελατόν.
Τα είδη μεταλλοτεχνίας εξακολούθησαν να παράγονται, ο αριθμός τους όμως άρχισε να μειώνεται και η τεχνική τους να γίνεται πολύ κατώτερη. Στη ζωγραφική μέχρι τα τέλη του 16ου αι. κυριαρχούν οι αυλικοί ζωγράφοι (Αν Κιόν, Τσόι Κιονγκ, Γι Σανγκ-τσα), οι οποίοι ακολουθούν την τεχνοτροπία της βόρειας σχολής της κινεζικής ζωγραφικής. Από το 17ο αι. και έπειτα παρατηρείται μια μεταστροφή από την παραδοσιακή βόρεια Σουνγκ τεχνοτροπία προς την ακαδημαϊκή τεχνοτροπία Τα` ινγκ της νότιας κινεζικής σχολής.
Η σημαντικότερη μορφή αυτής της περιόδου είναι ο ζωγράφος Τσονγκ Σον, που ασχολείται με την απεικόνιση πραγματικών κορεατικών τοπίων, όπως του όρους Κουμγκάνγκ στην κεντροανατολική Κορέα. Όλο και περισσότεροι ζωγράφοι όπως οι Κιμ Χονγκ-ντο, Σιν Γιουν-μποκ και Κιμ Τουκ-σιν απεικονίζουν στα έργα τους εθνικές σκηνές της καθημερινής ζωής της Κορέας, ενώ από τα μέσα του 19ου αι. ζωγράφοι όπως οι Τσο Τσονγκ-Κίου, Χο Γιου, Τσανγκ Σουνγκ-ομπ και Τσο Σοκ-τσιν ασχολούνται με έργα πιο επιτηδευμένα και ακαδημαϊκά (π.χ. προσωπογραφίες Κορεατών αξιωματούχων).
Στα τέλη του 19ου αι. κάνει την εμφάνισή της στην κορεατική ζωγραφική η δυτική τεχνοτροπία με την τεχνική της φωτοσκίασης στις προσωπογραφίες. Στις αρχές της ιαπωνικής κατοχής οι Κορεάτες ζωγράφοι με σημαντικότερους τους Τσο Σοκ-τσιν και Αν Τσουνγκ-σικ είναι επηρεασμένοι από τη νότια κινεζική τεχνοτροπία.
Τη δεκαετία του 1930 η κορεατική ζωγραφική βρίσκεται κάτω από την επιρροή ισχυρών ιαπωνικών και ευρωπαϊκών επιδράσεων. Διακεκριμένοι ζωγράφοι αυτής της περιόδου είναι οι Πιόν Κβανσίκ, Κιμ Εουνχό, Γσι Ανγκμπόμ και Νο Σουχιόν, οι οποίοι μεταχειρίζονται με την ίδια ευκολία το μελάνι και την ακουαρέλα και δημιουργούν γνήσια έργα αφηρημένης τέχνης.
Η ελαιογραφία που εισάγεται από την Κίνα αρχικά περνά απαρατήρητη, στη συνέχεια όμως μέσω της ιαπωνικής κατοχής κυριαρχεί στην Κορεατική χερσόνησο και δημιουργεί μια συγκρατημένη τεχνοτροπία που έχει τις ρίζες της στον εμπρεσιονισμό.
Γλυπτική
Στο βασίλειο Κονγκουριό επικράτησε η βουδιστική γλυπτική, από την οποία διασώζονται λίγα κομμάτια πήλινων μορφών. Το παλαιότερο από αυτά είναι ένα μπρούντζινο επιχρυσωμένο άγαλμα ενός Βούδα, που χρονολογείται το 539 και παρουσιάζει έντονη την επίδραση της βόρειας κινεζικής γλυπτικής. Οι μορφές του Βούδα γίνονται πιο νατουραλιστικές στο βασίλειο Παεκτσέ, ενώ στο βασίλειο Σίλα η νατουραλιστική τέχνη του Παεκτσέ συνεχίζεται, γίνεται όμως πιο στατική και συντηρητική. Στη διάρκεια του 7ου αι. αυξάνεται η κατασκευή πέτρινων αγαλμάτων και το ενδιαφέρον που δίνεται για τον όγκο του σώματος δείχνει σαφή επίδραση της κινεζικής γλυπτικής της πρώιμης περιόδου Τα` ανγκ.
Τα άκαμπτα και ογκώδη σώματα των κορεατικών όγκων απέκτησαν στις αρχές του 8ου αι. μια πιο νατουραλιστική μορφή, από τα μέσα όμως του 8ου αι. η τεχνοτροπία και η τεχνική άρχισαν να παρακμάζουν πράγμα που οδήγησε στη σχηματοποίηση των μορφών που κυριάρχησε τους επόμενους αιώνες. Την περίοδο της δυναστείας των Κορυό η κορεατική γλυπτική γνώρισε μια βραχύβια περίοδο ακμής.
Παρόλο που η γλυπτική των εργαστηρίων εμφανίζει σημάδια παρακμής από το 12ο αι. και έπειτα αξιόλογοι γλύπτες δρουν στην ύπαιθρο. Ένας από αυτούς σκάλισε μια σειρά από ξύλινες θεατρικές μάσκες στο χωριό Χαχόι στη νοτιοανατολική Κορέα, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έναν εξωτικό ρεαλισμό και είναι φιλοτεχνημένες με βάση τα πρότυπα που εισήχθησαν την περίοδο των Τα` ανγκ από την Κίνα.
Την περίοδο της κυριαρχίας της δυναστείας Γι (1392-1910) η καθιέρωση του κομφουκιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη την παραδοσιακής θρησκευτικής γλυπτικής, ενώ όσα αγάλματα του Βούδα εξακολουθούν να κατασκευάζονται είναι συνήθως ξύλινα και καλλιτεχνικώς ασήμαντα.
Η κοσμική γλυπτική περιλαμβάνει πέτρινα επιτάφια αγάλματα πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, τα οποία έφταναν συχνά σε ύψος μεγαλύτερο από δύο μέτρα και από το 1600 περίπου απέδιδαν το ανθρώπινο σώμα με άκαμπτες γραμμές, υπερμεγέθη κεφάλια και έντονα χαρακτηριστικά.
Μουσική
Η κορεατική μουσική, παρόλο που δέχτηκε πολλαπλές επιδράσεις από άλλους πολιτισμούς – κυρίως από τον κινεζικό -, δημιούργησε ένα δικό της χαρακτήρα, ο οποίος αναπτύχθηκε στο χώρο της Αυλής και διατηρήθηκε έως σήμερα. Η αυλική αυτή ορχηστρική μουσική διακρίνεται σε τρία είδη: α) την κομφουκιστική τελετουργική μουσική α-ακ, β) την κινεζική μουσική, που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των δυναστειών Ταανγκ και Σανγκ Σανγκ-ακ, και γ) την αυλική μουσική Χιάνγκ-ακ. Καθένα από αυτά τα είδη συνοδεύεται από διαφορετικά μουσικά όργανα.
Το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της κορεατικής μουσικής είναι το φλάουτο taekeum, το οποίο παράγει μια μεγάλη ποικιλία ήχων. Από τα έγχορδα ξεχωρίζει το kayakeum, το οποίο αποτελείται από 12 κινητές γέφυρες, οι οποίες επιτρέπουν την αλλαγή του τονικού ύφους κάθε χορδής, το komungo, το achiang και το haekeum, ένα λαούτο με δοξάρι, μοναδικό στο είδος του. Από τα κρουστά μουσικά όργανα, το σημαντικότερο είναι το μεμβρανόφωνο changko, ενώ σημαντική κρίνεται και η παρουσία των κινεζικών μουσικών οργάνων που συνοδεύουν την κορεατική μουσική.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι τονισμένες καμπάνες (pyonchong), ο πολύαυλος saing, καθώς και τα σιδερένια αμόνια (pang-hyang). Οι γνώσεις μας για την κορεατική μουσική προέρχονται κυρίως από το Akhak Kwebon (Εγχειρίδιο της Μουσικής), το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1493. Οι πιο συνηθισμένες μορφές της κορεατικής μουσικής είναι η μουσική για έγχορδα pyngugu, τα αφηγηματικά τραγούδια kasa και kagok και η μπαλάντα Jaeka. Όσον αφορά τη φωνητική της κορεατικής μουσικής, αυτή μοιάζει περισσότερο με το ισπανικό φλαμένγκο και τα αραβικά τραγούδια παρά με τα κινεζικά και ιαπωνικά, ενώ ο συνδυασμός των πολλών ετερόφωνων μουσικών οργάνων προσδίδει στο τραγούδι ζωντάνια και χαρούμενο ρυθμό.
Χορός
Ο χορός αποτελεί την παλαιότερη και σημαντικότερη από τις κορεατικές πολιτιστικές παραδόσεις. Οι απαρχές του ανάγονται τον 7ο αι. μ.Χ., όταν στο βασίλειο του Κογκουριό υπήρχε ένα ρεπερτόριο 24 χορών. Οι μισοί από αυτούς εκτελούνταν με μάσκες, οι οποίες αποτελούσαν σημαντικό θρησκευτικό και καλλιτεχνικό στοιχείο και είχαν μαγικό-ανιμιστικό συμβολισμό.
Οι χοροί αυτοί, που είναι χαρακτηριστικοί για τις αργές κινήσεις τους, συνήθως συνοδεύονταν από ακροβατικές επιδείξεις, ταχυδακτυλουργίες και παραστάσεις με μαριονέτες. Αργότερα, κάτω από την επίδραση του βουδισμού, απέκτησαν έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και μετατράπηκαν σε μια ακριβή και στυλιζαρισμένη τέχνη που παρουσιαζόταν προς τιμή της γέννησης του Βούδα ή με αφορμή τη χειμερινή γιορτή των νεκρών και των πνευμάτων.
Την περίοδο της κυριαρχίας της δυναστείας Κοριό (935-1392) στο κορεατικό ρεπερτόριο εισάγεται η κινεζική αυλική τέχνη Τα`ανγκ και ο διάλογος, δημιουργούνται επαγγελματικές ομάδες χορευτών και τα θεάματα χάνουν την έντονη θρησκευτικότητά τους. Η απομάκρυνση του βουδισμού και η άνοδος της δυναστείας Γι εγκαινιάζει μια νέα εποχή για το κορεατικό χορο-θέατρο με την είσοδο καινούριων χορογραφικών επινοήσεων και τη μετατόπιση του χώρου τέλεσης από την Αυλή στα επαγγελματικά συγκροτήματα.
Στις αρχές του 20ού αι. οι ιαπωνικές και δυτικές επιδράσεις έχουν αλλοιώσει τον αυθεντικό χαρακτήρα της κορεατικής παράδοσης. Μια από τις αρχαίες παραδόσεις που εξαφανίζονται σιγά σιγά είναι και εκείνη των νομάδων που τριγυρνούν στις επαρχίες του νότου και τραγουδούν με τη συνοδεία τοπικών οργάνων. Ωστόσο καταβάλλονται προσπάθειες για τη διατήρηση των παραδοσιακών μορφών και την αναβίωση κάποιων άλλων που έχουν εκλείψει.
Θέατρο
Ανάλογη εξέλιξη με τη λογοτεχνία είχε και το θέατρο από το 1948 και έπειτα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 έκανε την εμφάνισή του το εθνικό ρεαλιστικό θέατρο, το οποίο προσπάθησε να εκφράσει την ενεργητική συμμετοχή του λαού στη δημιουργία του νέου κράτους. Από το 1960 και έπειτα αντλεί τα θέματά του από το απελευθερωτικό κίνημα, το οποίο έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής κυριαρχίας.
Κινηματογράφος
Αμέσως μετά την ανακήρυξη της χώρας σε χωριστό κράτος συντελέστηκε σημαντική πρόοδος στον κινηματογράφο της, η οποία σημαδεύτηκε από το γύρισμα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας το 1949 με τίτλο “Η πατρίδα μου”. Ο πόλεμος της Κορέας (1950-1953) ανέστειλε την πρόοδο που είχε σημειωθεί, μετά τον τερματισμό του όμως η πρόοδος αυτή συνεχίστηκε και οδήγησε στην παραγωγή πολλών ταινιών μεγάλου μήκους καθώς και ταινιών για παιδιά. Η ίδρυση του Ινστιτούτου Θεάτρου και Κινηματογράφου στην πρωτεύουσα Πιόνγκγιανγκ το 1959 και η σύσταση της Ένωσης Κορεατών Κινηματογραφιστών το 1961 έδωσαν νέα ώθηση στην κινηματογραφική παραγωγή της χώρας.
Ιστορία
Μέχρι τον 20ό αιώνα
Η ιστορία της Κορέας ξεκινά από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια, όταν το 2333 π.Χ. στη λεκάνη του ποταμού Τάντονγκ ιδρύθηκε το βασίλειο Σοσόν. Το 1122 π.Χ. ο Κιζά, κινεζικής καταγωγής, εγκαινίασε τη δυναστεία Τσι-Τσι, η οποία ήρθε σε στενή επαφή με τον κινεζικό πολιτισμό και κυριάρχησε στην περιοχή μέχρι το 2ο αιώνα π.Χ. Το 108 π.Χ. το βασίλειο Σοσόν υποτάχτηκε στους Κινέζους και διαιρέθηκε σε 4 διοικητικές περιοχές, τη Ζενφάν στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου, την Ξουαντού στο ανατολικό, τη Λιντούν στο νότιο και τη Λουολάνγκ, η οποία ήταν η ισχυρότερη από όλες.
Σύντομα όμως οι πιέσεις των τοπικών πληθυσμών είχαν ως αποτέλεσμα το σχηματισμό τριών χωριστών βασιλείων: του Κογκουριό κατά μήκος του ποταμού Γιαλού, του Παϊκσέ στα νοτιοδυτικά και της Σίλα στα νοτιοδυτικά.
Το βασίλειο της Σίλα συμμάχησε με την Κίνα και, ύστερα από πολλούς αγώνες, νίκησε το 668 τις δυνάμεις του Παϊκσέ, προσάρτησε στο έδαφός μεγάλο μέρος του βασιλείου του Κογκουριό και το 735 κατόρθωσε να δημιουργήσει το πρώτο ενιαίο κράτος στην Κορεατική χερσόνησο. Ακολούθησαν περίπου δύο αιώνες ειρήνης, στη διάρκεια των οποίων ο κορεατικός πολιτισμός γνώρισε σημαντική άνθηση με τη διείσδυση σ` αυτόν και αρκετών κινεζικών στοιχείων.
Ο κομφουκισμός αποτέλεσε τη βάση της θρησκείας του νέου κράτους, ενώ και ο βουδισμός γνώρισε σημαντική εξάπλωση. Πρωτεύουσα του κράτους ήταν το Κιονγκζού, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χερσονήσου. Το βορειανατολικό τμήμα της χώρας επεκτάθηκε βορειότερα και σχημάτισε το βασίλειο Παλχάι, το οποίο κατέρρευσε στις αρχές του 10ου αι. κάτω από την πίεση των Λιάο. Το 935 το κράτος της δυναστείας των Κοριό κατέλαβε τη Σίλα, η οποία κατέρρευσε.
Ο ιδρυτής της νέας δυναστείας των Κοριό ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Κορέας. Το κράτος των Κοριό κατόρθωσε αρχικά να απομακρύνει με επιτυχία τους βόρειους επιδρομείς, βαθμιαία όμως εξασθένησε και υποτάχτηκε στους Μογγόλους.
Για περισσότερο από έναν αιώνα η χώρα έζησε κάτω από την κυριαρχία της δυναστείας των Γιουνάν και μετά την αντικατάστασή τους από τη δυναστεία των Μινγκ (1368), ο Λισούνγκ-κέι ανέβηκε στο θρόνο της χώρας και ίδρυσε, το 1392, τη δυναστεία των Λι ή Γι, οι οποίοι βασίλεψαν ως το 1910, επέβαλαν τον κομφουκιανισμό και εν μέσω εσωτερικών αλληλοσπαραγμών και διενέξεων οδήγησαν τη χώρα σε παρακμή.
Το 1592 οι Κορεάτες χάρη στην τεχνική υπεροχή του ναυτικού τους (είναι οι πρώτοι στον κόσμο που κατασκεύασαν θωρηκτά) κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους Ιάπωνες εισβολείς, οι οποίοι αποχώρησαν τελικά το 1598. Το 1627 η χώρα έγινε υποτελής της κινεζικής δυναστείας των Μαντσού. Στα μέσα του 17ου αι. το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων άρχισε να στρέφεται προς την Κορέα, αρχικά με τη μορφή ιεραποστολών.
Η Κορέα κλείνοντας τα σύνορά της στους ξένους, εμποδίζοντας κάθε μορφή εμπορίου και διατηρώντας μια κοινωνία και οικονομία φεουδαρχικού τύπου, αναγκάστηκε να γίνει από το 17ο αι. υποτελής στην Κίνα και στην Ιαπωνία για να μη διαταράξει την ασταθή ισορροπία συμφερόντων των δύο γειτονικών δυνάμεων.
Το 1864 ο αντιβασιλιάς της Κορέας Ταϊβόν εξαπέλυσε μια σειρά διωγμών εναντίον των χριστιανών της χώρας του, γεγονός που οδήγησε στην εκστρατεία του Γάλλου ναυάρχου Ροζ εναντίον του (1867) και στην ανατροπή του (1873). Κάτω από την πίεση της Ιαπωνίας η Κορέα άνοιξε τα σύνορά της το 1876 και βρέθηκε στο στόχαστρο της επεκτατικής πολιτικής της. Η Ιαπωνία επιδιώκοντας να εξουδετερώσει την Κίνα, η οποία αποτελούσε τον κυριότερο προστάτη της Κορέας, εξαπέλυσε εναντίον της στρατιωτική επίθεση που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Σινοϊαπωνικός πόλεμος (1894-1895).
Ο πόλεμος έληξε με νίκη των Ιαπώνων και οι Κινέζοι αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από την επικυριαρχία τους στην Κορέα, η οποία περιήλθε στην ιαπωνική επιρροή. Η τσαρική Ρωσία, άμεσα θιγόμενη από τις εξελίξεις, ήρθε σε ένοπλη σύγκρουση με την Ιαπωνία (Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος 1904-1905), τελικά όμως νικήθηκε και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει (συνθήκη Πόρτσμουθ 1905), δίνοντας το δικαίωμα στην Ιαπωνία να μετατρέψει την Κορέα σε ιαπωνικό προτεκτοράτο (1905) και να την προσαρτήσει στην αυτοκρατορία της (1910). Οι Ιάπωνες κυβέρνησαν τη χώρα με βιαιότητα και ασυδοσία, εφαρμόζοντας ένα αστυνομοκρατούμενο καθεστώς, που δημιούργησε έντονο κλίμα δυσαρέσκειας εναντίον τους.
Τον Μάρτιο του 1919 εκδηλώθηκαν στην Κορέα αντιαποικιακές ταραχές με αίτημα την ανεξαρτησία, οι οποίες καταστάλθηκαν βίαια αφήνοντας πίσω τους 10.000 νεκρούς. Τη δεκαετία του 1930 οι Ιάπωνες αποσκοπώντας στην καλύτερη εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Κορέας, προχώρησαν στην εκβιομηχάνιση της χώρας, στην κατασκευή οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου και στην υποκατάσταση του εθνικού πολιτισμού της από τον ιαπωνικό. Στο μεταξύ από το 1919 αυτοεξόριστοι Κορεάτες σχημάτισαν μια “Προσωρινή Εξόριστη Κυβέρνηση” στη Σανγκάη υπό τον Σίγκμαν Ρι και προχώρησαν σε ανταρτοπόλεμο με τους Ιάπωνες κατακτητές, ο οποίος κορυφώθηκε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Η ένταση στην περιοχή και η κορεατική ανεξαρτησία απασχόλησαν τους Συμμάχους κατά τη Διάσκεψη του Καΐρου (1943) και κυρίως κατά τη Διάσκεψη της Γιάλτας (1945), όπου αποφασίστηκε η ίδρυση καθεστώτος τετραμερούς ελέγχου στη χώρα με τη συμμετοχή της ΕΣΣΔ, των ΗΠΑ, της Κίνας και της Μ. Βρετανίας, που δρομολόγησε τις εξελίξεις για το διαχωρισμό της χερσονήσου στην αμερικανική και τη σοβιετική ζώνη επιρροής και στην οριστική διάσπασή της το 1948 με το σχηματισμό δύο ανεξάρτητων κρατών, της Βόρειας και της Νότιας Κορέας.
Ο 20ός αιώνας
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου και τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας (1945) το τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου βόρεια του 38ου παράλληλου καταλήφθηκε από σοβιετικά στρατεύματα, ενώ το τμήμα νότια αυτού από αμερικανικά. Η επανένωση των δύο τμημάτων δεν κατέστη δυνατή εξαιτίας της ομόφωνης άρνησης των Κορεατών να αναθέσουν το θέμα σε επιτροπή διαιτησίας από τον ΟΗΕ, αλλά και των διαφωνιών ανάμεσα στις ΗΠΑ και την πρώην ΕΣΣΔ. Το 1946 ο Κιμ Ιλ-Σουνγκ εκλέχτηκε γενικός γραμματέας του Κόμματος Εργασίας της Κορέας και τον Φεβρουάριο του 1947 προχώρησε στη σύγκληση μιας Εθνοσυνέλευσης λαϊκών επιτροπών, από τους κόλπους της οποίας εκλέχτηκαν 237 αντιπρόσωποι, οι οποίοι σχημάτισαν τη Λαϊκή Βουλή της Βόρειας Κορέας και στις 22 Φεβρουαρίου εξέλεξαν ένα 11μελές Προεδρείο.
Στον απόηχο αυτών των εξελίξεων το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου κήρυξε στις 15 Αυγούστου 1948 την ίδρυση της Δημοκρατίας της Κορέας (Νότια Κορέα) με πρόεδρο τον Σίνγκμαν Ρι. Στις 25 Αυγούστου στο βόρειο τμήμα σχηματίστηκε κυβέρνηση με πρόεδρο τον Κιμ Ιλ-Σουνγκ και στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1948 η Βόρεια Κορέα ανακηρύχθηκε Λαϊκή Δημοκρατία. Ο χωρισμός της χερσονήσου σε δύο ανεξάρτητα κράτη και οι μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, οι οποίες ενισχύθηκαν από τους Δυτικούς και Ανατολικούς συμμάχους αντίστοιχα, οδήγησαν στην ένοπλη σύγκρουση, η οποία ξέσπασε στις 25 Ιουνίου 1950 και τερματίστηκε στις 27 Ιουλίου 1953, μένοντας γνωστή στην ιστορία ως Πόλεμος της Κορέας.
Ο τερματισμός του πολέμου βρήκε τις δύο πλευρές να μετρούν χιλιάδες νεκρούς και τεράστιες υλικές καταστροφές. Η πολιτική κατάσταση στη Βόρεια Κορέα παρέμεινε αμετάβλητη έως το 1972, με τον Κιμ Ιλ-Σουνγκ να βρίσκεται συνεχώς στην πρωθυπουργία της χώρας. Αμέσως μετά τον πόλεμο η κυβέρνηση, έχοντας οικονομική και τεχνική βοήθεια από την ΕΣΣΔ και την Κίνα και εκμεταλλευόμενη τους άφθονους φυσικούς πόρους της χώρας, επιδόθηκε σε έναν αγώνα ανόρθωσης της εθνικής οικονομίας δίνοντας το προβάδισμα στην εκβιομηχάνιση και θέτοντας τις βάσεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Τον Δεκέμβριο του 1972, ύστερα από την ψήφιση του νέου Συντάγματος, το οποίο αποτέλεσε την επισημοποίηση του εκσοσιαλισμού της χώρας, ο Κιμ Ιλ-Σουνγκ παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία και ανέλαβε πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η Βόρεια Κορέα άρχισε να απομακρύνεται από την πρώην ΕΣΣΔ και να προσεγγίζει την Κίνα, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1960 προσπάθησε να κρατήσει ίσες αποστάσεις ανάμεσα στις δύο αυτές χώρες και επιζήτησε οικονομική συνεργασία με άλλες χώρες, μη σοσιαλιστικές. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 οι σχέσεις της με τη Νότια Κορέα ήταν τεταμένες, παρά την επανάληψη του διαλόγου ανάμεσα στα δύο κράτη και τη δέσμευση του Κιμ Ιλ-Σουνγκ το 1973 να μην εισβάλει στη Νότια Κορέα.
Τον Σεπτέμβριο του 1980 στα πλαίσια του προγράμματος που απέβλεπε στο στρατιωτικό εξοπλισμό της χώρας, ο Κιμ Ιλ-Σουνγκ επισκέφτηκε την Κίνα και πέτυχε τη χορήγηση στη Βόρεια Κορέα 21 πολεμικών αεροπλάνων τύπου Μινγκ. Τον Ιανουάριο του 1984 ο Λι Γιονγκ Οκ αντικαταστάθηκε στην πρωθυπουργία από τον Κανγκ Σονγκ Σαν, αντιπρόεδρο του υπουργικού συμβουλίου. Η προσπάθεια του Κιμ Ιλ-Σουνγκ να κρατήσει ίσες αποστάσεις ανάμεσα στην Κίνα και την πρώην ΕΣΣΔ συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια και στα πλαίσια αυτής εντάσσεται και η επίσκεψή του στη ΕΣΣΔ, τον Μάιο του 1985, οπότε πέτυχε την υπογραφή συμφωνίας για νέα οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς τη χώρα του. Στις εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν τον Νοέμβριο του 1986, ο Κιμ Ιλ-Σουνγκ επανεξελέγη πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Λι Γκουν Μο πρωθυπουργός.
Την ίδια χρονιά η στροφή της χώρας προς την ΕΣΣΔ συνεχίστηκε με την παροχή στη Βόρεια Κορέα σοβιετικής τεχνολογίας αεροπορικού και αντιαεροπορικού εξοπλισμού και την οικονομική βοήθεια για την ανέγερση εργοστασίου παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Οι σχέσεις με τη Νότια Κορέα εντάθηκαν το καλοκαίρι του 1988, ύστερα μάλιστα από την απόφαση της Βόρειας Κορέας να μη συμμετάσχει στην Ολυμπιάδα της Σεούλ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Βόρεια Κορέα προσπάθησε να βελτιώσει τη διεθνή της εικόνα, πραγματοποιώντας ανοίγματα σε άλλες χώρες όπως η Ιαπωνία και επιδιώκοντας τη βελτίωση των σχέσεών της με τη Νότια Κορέα.
Το 1991 η χώρα έγινε μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, την ίδια όμως χρονιά κατηγορήθηκε από τις ΗΠΑ ότι επιδιώκει να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα στο έδαφός της, προκειμένου να απειλήσει τη Νότια Κορέα και άλλες χώρες. Ύστερα από αυτές τις εξελίξεις η Βόρεια Κορέα υπέγραψε συμφωνίες με τη Νότια Κορέα για τη χρήση πυρηνικών όπλων και το 1992 συμφώνησε να επιτρέψει την είσοδο επιθεωρητών στο έδαφός της προκειμένου να ελέγξουν τις πυρηνικές της εγκαταστάσεις.
Η κρίση κορυφώθηκε τον Μάρτιο του 1993, όταν η Βόρεια Κορέα, σε απάντηση του αιτήματος του Διεθνούς Γραφείου Ατομικής Ενέργειας για τον έλεγχο των πυρηνικών της εγκαταστάσεων, ανακοίνωσε την απόσυρσή της από τη Συνθήκη μη Διάδοσης πυρηνικών όπλων και αρνήθηκε στους επιθεωρητές την είσοδο στο έδαφός της. Η άρνηση αυτή πυροδότησε κρίση στις σχέσεις της με τη Νότια Κορέα και τις ΗΠΑ. Στα πλαίσια της μεσολαβητικής προσπάθειας που ανέλαβε ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζίμυ Κάρτερ, άρχισαν διμερείς διαπραγματεύσεις στη Γενεύη ανάμεσα στη Βόρεια Κορέα και τις ΗΠΑ, οι οποίες όμως διακόπηκαν στις 8 Ιουλίου 1994, όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του προέδρου Κιμ Ιλ-Σουνγκ.
Η σημερινή πολιτική κατάσταση
Τον Κιμ Ιλ-Σουνγκ διαδέχτηκε στην ηγεσία της χώρας ο γιος του Κιμ Γιονγκ Ιλ. Στις 21 Οκτωβρίου 1994 οι συνομιλίες με τις ΗΠΑ, οι οποίες στο μεταξύ συνεχίστηκαν, κατέληξαν στην υπογραφή συμφωνίας που πρόβλεπε την εφάπαξ χορήγηση στη Βόρεια Κορέα ποσού 4 δισ. δολαρίων και 500.000 τόνων αργού πετρελαίου ετησίως από διεθνές κονσόρτσιουμ με επικεφαλής τις ΗΠΑ. Σε αντάλλαγμα η Βόρεια Κορέα συμφώνησε να “παγώσει” το πυρηνικό της πρόγραμμα και να επιτρέψει σε ξένους επιθεωρητές να ελέγξουν τις πυρηνικές της εγκαταστάσεις.
Το 1996 η Βόρεια Κορέα ανακοίνωσε ότι δεν επρόκειτο να τηρήσει για πολύ ακόμη την ανακωχή της με τη Νότια Κορέα, η οποία υπογράφτηκε το 1953 με τη λήξη του Πολέμου της Κορέας. Την ίδια χρονιά στρατιωτικές της δυνάμεις εισέβαλαν στην αποστρατικοποιημένη ζώνη, στα σύνορα με τη Νότια Κορέα. Οι ΗΠΑ και η Νότια Κορέα πρότειναν να αρχίσουν ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις και μαζί με την Ιαπωνία προσφέρθηκαν να αποστείλουν στη Βόρεια Κορέα βοήθεια σε τρόφιμα για την ανακούφιση των πλημμυροπαθών της χώρας.
Καταβλήθηκαν προσπάθειες από τα Ηνωμένα Έθνη ώστε τα τρόφιμα να διανεμηθούν σε όσους πραγματικά είχαν ανάγκη, αν και από πολλούς διατυπώθηκε η άποψη ότι το μεγαλύτερο μέρος των τροφίμων θα διανέμονταν τελικά στους περίπου 1,2 εκατ. στρατιώτες που διατηρούσε η Βόρεια Κορέα.