Αμβέρσα, το βόρειο λιμάνι της Φλαμανδίας με σήμα κατατεθέν τα αδαμαντοπωλεία της. Τα διαμάντια σε αυτή τη ναυτική πόλη του ευρωπαϊκού Βορρά είναι καθημερινότητα με το εμπόριό τους στεγασμένο σε μικρομάγαζα στη σκιά του μεγαλοπρεπούς σιδηροδρομικού σταθμού της, στην εβραϊκή γειτονιά της, που μοιάζουν με τα δικά μας μικρομάγαζα που πουλάνε σουβενίρ μικρογραφίες της Ακρόπολης.
Η Αμβέρσα, σύμφωνα με το ΤΙΜΕ, είναι μία από τις «κρυφές» πρωτεύουσες της Ευρώπης, μία από τις μεγάλες πόλεις που ορίστηκαν σε δευτεραγωνίστριες των εθνικά ορισμένων κρατών της ευρωπαϊκής ηπείρου, αν και στο παρελθόν υπήρξαν πρωτοπόρες στον πνευματικό και οικονομικό τομέα και συνεχίζουν να είναι με έναν τρόπο δικό τους.
Οι κρυφές αυτές πρωτεύουσες αντλούν τη δύναμή τους από της οικονομία και τη γνώση, δεν έχουν την αίγλη της πρωτεύουσας (που συνήθως σημαίνει διοικητικό υδροκεφαλισμό) και συχνά δεν δίνουν δεκάρα για την αίγλη αυτή π.χ. η Λιόν στη Γαλλία, το Μόναχο στη Γερμανία, το Μιλάνο στην Ιταλία κ.ά. Κάθε υποτιθέμενο μεγάλο ευρωπαϊκό κράτος έχει περισσότερες από μία «πρωτεύουσες» πόλεις, φορείς του ένδοξου περιφερειακού ευρωπαϊκού παρελθόντος και ομολογώ πως μια τέτοια μου μοιάζει και η Θεσσαλονίκη, αλλά μην το πείτε πουθενά!
Επανέρχομαι στο φλαμανδικό λιμάνι με τους αρχιτεκτονικούς θησαυρούς, τα ζωντανά και δραστήρια πανεπιστήμια και τα παράξενα παραμύθια. Προορισμός μου το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της πόλης όπου αναζητώ τον κατάλογο μιας ενδιαφέρουσας έκθεσης ζωγραφικής για την «εικονοποίηση του κακού στην Ευρώπη». Στην είσοδο του μουσείου το βλέμμα μου κερδίζει για ώρες το πιο freaky περιστρεφόμενο καρουσέλ που έχω αντικρίσει και μοιάζει με παραίσθηση.
Τα μικρά παιδιά με πλατιά χαμόγελα και υπερβολική ενέργεια στριμωχνόντουσαν για να ανεβούν για μια κυκλική βόλτα όχι σε συμπαθητικά αλογάκια που ανεβοκατεβαίνουν, αλλά σε παράξενα παραμυθένια ξωτικά, πλάσματα της φαντασίας και των παραμυθιών του Ιουλίου Βερν. Αναπαραστάσεις που δεν έχουν κανένα ίχνος εξωραϊσμού: ιπτάμενα άλογα, κλειστοφοβικά σκουριασμένα υποβρύχια, μυστήρια τρένα, ιππόκαμποι με τρομακτικό βλέμμα, ιπτάμενα ασχημούλικα ψάρια σαν αερόστατα και ογκώδη ερπετά με απειλητικές γλώσσες.
Καθώς επιστρέφω στο κέντρο της πόλης στη σκιά του καθεδρικού ναού της, ενός από τα πιο κεντρικά οδηγά σημεία αυτής της πόλης, πίνω τον καφέ μου σε ένα μπαράκι που είναι στολισμένο με καθολικά αγαλματίδια χριστιανικής λατρείας, αγγελούδια, Παναγίες, Χριστούς καθώς και τοιχογραφίες από «ιερές» αναπαραστάσεις, εικόνες της παλιάς και καινής διαθήκης. Ανάμεσα σε αυτά τα άλλοτε λατρευτικά αντικείμενα διάφοροι ντόπιοι και τουρίστες Βορειοευρωπαίοι πίνουν άνετα τον καφέ και τη νόστιμη μπίρα τους. Επειδή οι ναοί δεν επιδοτούνται από το κράτος κλείνουν όταν το ποίμνιό τους δεν τους συντηρεί. Τα υπάρχοντά τους, κινητά και ακίνητα, βγαίνουν σε πλειστηριασμό χωρίς κανένα περιορισμό στη μετέπειτα χρήση τους. Ετσι υπάρχουν ναοί που έγινα κλαμπ και εστιατόρια.
Στα περισσότερα από τα αγαλματίδια, τα οποία αποτελούν το ντεκόρ αυτού του καφέ που στεγάζεται σε ένα αναγεννησιακό κτίριο, έχει γίνει εικαστική παρέμβαση στη φυσιογνωμία των προσώπων που αναπαριστούν, με την προσθήκη όχι τόσο εξειδικευμένων φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών όπως π.χ. μεγάλες μύτες, piercing κ.ά. Προσπαθώ να μεταφέρω αυτή την εικόνα στην ελληνική πραγματικότητα και βρίσκω μπροστά μου ξεμαλλιασμένους παραχριστιανικούς κύκλους να πολιορκούν το εν λόγω καφέ και συνέρχομαι τρομαγμένος!
Επανέρχεται στο μικρό μου κεφάλι εκείνο το ερώτημα ενός φίλου που προκειμένου να με πείσει ότι υπάρχουν πολλά στοιχεία θεοκρατικότητας στη δημόσια και ιδιωτική ζωή (της κατά τα άλλα ευρωπαϊκής μας χώρας) υπογράμμιζε με έμφαση πως δεν υπάρχει δημόσια ή κοινωνική εκδήλωση στην Ελλάδα που να μην ξεκινά με έναν αγιασμό, από το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και τις επιδείξεις μόδας ώς και την αγορά ενός νέου αυτοκινήτου! Πριν αναχωρήσω, έχοντας στις αποσκευές μου πολλές εικόνες, ήχους και γεύσεις και ακόμη περισσότερα ερωτηματικά, κάνω μια στάση στην υπερυψωμένη παράκτια γέφυρα με το τεράστιο ρολόι και τα πλοία που κινούνται νωχελικά.
Ακούω στο βάθος του ορίζοντα το μελωδικό τραγούδι μίας από τις πλανόδιες ξεχασμένες καλλιτέχνιδες που έχουν την έδρα τους στους πλακόστρωτους δρόμους αυτής της πλούσιας μεγαλούπολης. Σαν τη βελόνα, που κολλάει χρόνια στο βινίλιο, τραγουδά ακόμη «…the answer my friend is blowing in the wind…».