Εφαρμόζοντας μια αποτυχημένη συνταγή σύμφωνα με την οποία η μείωση του ελλείμματος θα γίνει με την αύξηση της φορολογίας, η χώρα μας έγινε… πρωταθλήτρια στην υψηλή φορολόγηση και της μέσω αυτής δραματικής συρρίκνωσης του εισοδήματος των πολιτών.
Οι Έλληνες, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), έχασαν μέσα σε ένα χρόνο το 1/4 του εισοδήματός τους επισημαίνοντας ότι η χώρα μας είναι μία από τις χώρες με την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση, ειδικά του εισοδήματος από την εργασία.
Ειδικότερα η φορολογική επιβάρυνση επί του συνολικού εργατικού κόστους, στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές, διαμορφώνεται σε ποσοστό 37,8% καταγράφοντας αύξηση την τελευταία δεκαετία σε σχέση πάντα με το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, περίπου 4,1%.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι κυβερνήσεις των αναπτυγμένων χωρών σε μια προσπάθεια μείωσης των ελλειμμάτων των προϋπολογισμών τους, την προηγούμενη χρονιά αύξησαν τους φόρους επί των εισοδημάτων, αντιστρέφοντας με τον τρόπο αυτό την πτωτική τάση του εργατικού κόστους η οποία είχε καταγραφεί τα τελευταία δέκα έτη.
Για να κατανοήσετε πλήρως το μέγεθος της κατάστασης, τα πραγματικά εισοδήματα, προ φόρων, μέσα στο 2018 υποχώρησαν σε 18 χώρες-μέλη του οργανισμού όπου στην πρώτη στη λίστα αυτή χώρα μας τα εισοδήματα υποχώρησαν κατά 25,3%, στη δεύτερη που είναι η Ν. Κορέα τα εισοδήματα υποχώρησαν κατά 6,3% και στην Αγγλία κατά 4,3%.
Βλέπουμε λοιπόν ότι, εφαρμόζοντας μια αποτυχημένη συνταγή σύμφωνα με την οποία η μείωση του ελλείμματος θα γίνει με την αύξηση της φορολογίας, η χώρα μας έγινε πρωταθλήτρια στην υψηλή φορολόγηση και της μέσω αυτής δραματικής συρρίκνωσης του εισοδήματος των πολιτών. Η έκθεση λοιπόν δείχνει ότι οι Έλληνες πολίτες υποβάλλονται σε μεγάλες θυσίες οφειλόμενες κατά κύριο λόγο στην υψηλή φορολόγηση.
Το θέμα είναι ότι, παρ’ όλες τις θυσίες στις οποίες υποβάλλονται οι πολίτες είτε από τη μείωση των αποδοχών τους είτε από την αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, τα φορολογικά έσοδα δεν έχουν αυξηθεί στον αναμενόμενο βαθμό αλλά αντίθετα καταγράφουν πτωτική τάση. Η μείωση της ζήτησης, δηλαδή η μείωση των συναλλαγών που είναι αποτέλεσμα της ύφεσης, οδηγεί σε μικρότερη φορολογητέα ύλη άρα η πτωτική τάση των φορολογικών εσόδων έπρεπε να είναι αναμενόμενη.
Η προσπάθεια αύξησης των εσόδων δεν μπορεί να γίνεται με την αύξηση συντελεστών φορολογίας ή με την επιβολή νέων φορολογικών επιβαρύνσεων βαπτιζομένων ως ειδικών ή/και έκτακτων εισφορών και τελών, διότι το αποτέλεσμα αυτών των πρακτικών εντείνει την ύφεση και δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Η αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων οδηγεί σε μείωση του εισοδήματος των πολιτών που οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης και σε μαζικοποίηση των φαινομένων παραβατικής συμπεριφοράς (φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή) άρα σε μείωση εσόδων που οδηγεί με τη σειρά της σε νέες αυξήσεις των φορολογικών επιβαρύνσεων που οδηγούν με τη σειρά τους σε περαιτέρω μείωση των εσόδων, άρα μεγαλύτερη ύφεση.
Για να αυξηθούν τα έσοδα πρέπει να δοθεί η απαραίτητη ώθηση στην επένδυση και την κατανάλωση και αυτό μπορεί να γίνει με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Τα χαμηλά επίπεδα στα οποία κινείται η αγορά, πρωτοφανή για τα μέχρι πριν από δύο χρόνια δεδομένα της χώρας μας, και η αυξημένη φοροδιαφυγή συρρίκνωσαν τα έσοδα παρ’ όλες τις αυξήσεις στους συντελεστές.
Ίσως ένας συνδυασμός πρακτικών όπως μείωση φορολογικών συντελεστών, ειδικά στο ΦΠΑ, διαφανούς διαχείρισης των φορολογικών εσόδων επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου θα βοηθήσει κατά κύριο λόγο στην καλλιέργεια της φορολογικής συνείδησης διότι θα αυξηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος, εμπιστοσύνη που σήμερα είναι βαθύτατα κλονισμένη. Οι πρακτικές αυτές μπορούν να οδηγήσουν στο ζητούμενο, δηλαδή στην επανεκκίνηση της αγοράς, στη μείωση της φοροδιαφυγής και κατά συνέπεια στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Σε αντίθετη περίπτωση, αν συνεχιστεί η υιοθέτηση νέων φοροεισπρακτικών μέτρων είτε με την επιβολή νέων φόρων είτε με την αύξηση υφιστάμενων η ελληνική οικονομία θα καταρρεύσει. Είναι δεδομένο ότι όσο αυξάνει η φορολογία ενισχύεται το κλίμα καχυποψίας, κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος με συνέπεια αφενός μεν την αύξηση της φοροδιαφυγής και αφετέρου δε την περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας.