Bartholomew Roberts: Ο Ουαλός πειρατής που άφησε ιστορία
Οι χρυσές μέρες της πειρατείας ήταν περίεργες και συνάμα ενδιαφέρουσες για ένα περίεργο λόγο. Σήμερα θα ρίξουμε μία ματιά στους Πειρατές που έζησαν το 17ο και 18ο αιώνα στη λεγόμενη Χρυσή εποχή της πειρατείας.
Αν και ο συγκεκριμένος όρος είναι σχετικά αυθαίρετος, αλλά οι χρυσές ημέρες της πειρατείας – έτσι μπακαλίστικα – διήρκεσαν από το 1650 μέχρι το 1726 και χωρίζονται ιστορικά σε 3 περιόδους κορύφωσης:
Η πρώτη ήταν κατά τη περίοδο 1650-1680, με Γάλλους και Άγγλους πειρατές να επιτίθενται στις ισπανικές αποικίες και τα εμπορικά πλοία στην περιοχή της Καραϊβικής και του Ανατολικού Ειρηνικού Ωκεανού.
Η δεύτερη περίοδος διαρκεί όλη τη δεκαετία του 1690 και περιλαμβάνει κυρίως τραμπούκισμα της East India Company και των μουσουλμανικών εμπορικών στον Ινδικό Ωκεανό και την Κόκκινη Θάλασσα.
Τέλος, η τρίτη περίοδος ξεκινάει από το 1716, λήγει το 1726 και έχει ως βασικό event τη μαζική στροφή των αγγλοαμερικάνων κουρσάρων που έμειναν χωρίς δουλειά μετά τον πόλεμο της ισπανικής διαδοχής, στην Καραϊβική, τη Δυτική ακτή της Αφρικής, τις Ανατολικές ακτογραμμές της Αμερικής και τον Ινδικό Ωκεανό για πλιάτσικο και ομορφιές.
Ο μπάρμπας που θα μας απασχολήσει σήμερα είναι φρούτο αυτής της τρίτης περιόδου, ήταν Ουαλός και υπήρξε ένας από τους πιο πετυχημένους πειρατές όλης της Χρυσής Εποχής. Το όνομα αυτού, Bartholomew Roberts, έχει μείνει στην ιστορία και ως “Black Bart” – μάλλον λόγω του μελαψού του δέρματος.
Οπότε χωρίς να χάνουμε χρόνο, ξεκινάμε αμέσως με την βιογραφία του Bartholomew Roberts (ελληνικά: Βαρθολομαίος Ρόμπερτς). Όμως πριν ξεκινήσω, να διευκρινίσω πως όταν γεννήθηκε ονομάστηκε John Roberts (Τζον Ρόμπερτς) και μετέπειτα άλλαξε το όνομα του με το οποίο έγινε γνωστός στα πέρατα του κόσμου.
Συμπαθής αλητάμπουρας, πέρα από τα ρεσάλτα που τον έκαναν πρώτη μούρη των θαλασσών, είναι γνωστός και για την επιβολή αρκετά δίκαιων και δημοκρατικών κανόνων που θέσπισε στο πλήρωμα του, τους οποίους θα δούμε παρακάτω. Προς στιγμήν ας το πάρουμε από την αρχή με τα βιογραφικά μας τερτίπια.
Γεννημένος το 1682, το πραγματικό του όνομα ήταν John Roberts. Το “Bartholomew” πρέπει να προέκυψε κάπου μετέπειτα, όταν ήδη είχε ασπαστεί τον πειρατικό τρόπο ζωής. Λέγεται πως για πρώτη φορά μπάρκαρε σε εμπορικό καράβι όταν ήταν 13 ετών.
Όπως και πολλοί άνδρες εκείνο τον καιρό, έτσι και αυτός, αρχικά δεν έγινε πειρατής επειδή έτσι γούσταρε αλλά επειδή τον έμπασαν κάποιοι άλλοι στο παιχνίδι. Για την ακρίβεια, το 1719 ήταν ο τρίτος στο καράβι Princess, όταν τους έκαναν ρεσάλτο οι πειρατές του καπετάνιου Howell Davis και πήραν μερικούς άνδρες, συμπεριλαμβανομένου και του Roberts, για να δουλέψουν εξαναγκαστικά ως μέλη του πληρώματος.
Ο μπαρμπα-Davis γρήγορα ανακάλυψε πως ο Roberts ήταν πολύ ικανός στην πλοήγηση και τον έκανε σύμβουλό του. Ένας ακόμη παράγοντας που πρέπει να ευνόησε την ευμενή μεταχείριση του δικού μας ήταν το ότι ο Davis ήταν επίσης Ουαλός, γεγονός που του επέτρεπε να μοιράζεται σημαντικές πληροφορίες με τον Roberts χωρίς να τις μαθαίνει το υπόλοιπο πλήρωμα.
Γρήγορα ο Roberts αποφάσισε πως η πειρατεία είχε πολλά περισσότερα να του δώσει απ’ ό,τι μια θέση στο εμπορικό ναυτικό, στην οποία θα δούλευε σα σκυλί και θα πληρωνόταν με λιγότερο από τρεις λίρες τον μήνα, χωρίς καμιά ελπίδα να ανέλθει κάποια στιγμή στη θέση του καπετάνιου.
Από την άλλη η ζωή του πειρατή είχε να του δώσει πολλά: λάφυρα, καλοπέραση, ελευθεριακό περιβάλλον, δυνατότητες ανέλιξης — οπότε “γιατί όχι;”.
Η ανέλιξη του από πλοηγό και σύμβουλο του Davis σε καπετάνιο του Royal Rover, του καραβιού που καβαλούσε ο Davis και το πλήρωμά του, ήρθε πολύ γρήγορα. Μερικές εβδομάδες μετά την προσχώρηση του Roberts στο πλήρωμα, ο Davis μαζί με κάποια παλικάρια του εκτελέστηκαν από Πορτογάλους, καθώς κατευθύνονταν προς το νησί Principe με σκοπό να ξεγελάσουν και να πιάσουν όμηρο τον κυβερνήτη του.
Έτσι, το ακέφαλο πλέον πλήρωμα του Royal Rover έπρεπε να εκλέξει αρχηγό και μετά από ψηφοφορία το καπετανιλίκι έλαχε στο Roberts — έξι εβδομάδες μόνο στο πλοίο και ήδη βρισκόταν στην κορυφή της ιεραρχίας, φακ γιέα! Φαίνεται πως οι σύντροφοί του, όπως και ο μακαρίτης ο Davis, θεώρησαν πολύ χρήσιμο το πλοηγικό του ταλέντο, αλλά και τον δυναμικό και ειλικρινή χαρακτήρα του, που ταίριαζε σε καπετάνιο.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Roberts όταν πήρε στα χέρια του την αρχηγεία του πλοίου ήταν να εκδικηθεί για τον θάνατο του Davis και των συντρόφων του.
Πλησίασαν το Principe τη νύχτα, έπιασαν στον ύπνο τους άνδρες του νησιού και τους σκότωσαν, έκαναν το πλιατσικολόι τους και φεύγοντας πέτυχαν στο διάβα τους ένα βρετανικό πλοίο, το Experiment το οποίο λεηλάτησαν με επιτυχία.
Στη συνέχεια, αφού μετά από αυτές τις δυο νίκες η αφοσίωση του πληρώματος στο νέο του καπετάνιο είχε σταθεροποιηθεί, ψηφίστηκε πως θα πάνε στη Βραζιλία.
Εννέα εβδομάδες κυκλοφορούσαν στις ακτές της Βραζιλίας χωρίς να έχουν έρθει μούρη με μούρη με κάποιο πλοίο και εκεί που είχαν απελπιστεί και ήταν έτοιμοι να φύγουν για Δυτικές Ινδίες, να σου ένας στόλος με 42 πλοία από την Πορτογαλία, ο οποίος περίμενε δύο βαρβάτα πολεμικά να τον συνοδεύσουν στη Λισαβόνα.
Ο δικός μας και τα παλικάρια του κατέλαβαν ένα από τα πλοία του στόλου και ανάγκασαν τον καπετάνιο του να τους υποδείξει το πλουσιότερο από τα 42 πλοία, πράγμα που έκανε. Από εκεί οι πειρατές μας λούτευσαν 40.000 κομμάτια χρυσού και πολλά κοσμήματα, συμπεριλαμβανομένου και ενός σταυρού με διαμάντια ο οποίος προοριζόταν για τον βασιλιά της Πορτογαλίας.
Έπειτα από αυτή την ανέλπιστη επιτυχία, το Rover έπλευσε προς το Νησί του Διαβόλου για να ξοδέψουν οι πειρατές μας τα λάφυρά τους και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς τον ποταμό Surinam. Στην πορεία βρήκαν ένα πλοιάριο, το οποίο καβάτζωσαν και μετά από αυτό βρέθηκε στο δρόμο τους ένα ιστιοφόρο, το οποίο ο Roberts πήγε να καταλάβει, καβάλα στο προαναφερθέν πλοιάριο μαζί με 40 από τους άνδρες του.
Την εποπτεία του Rover την άφησε στον Walter Kennedy, ο οποίος ήταν πιστό pet του Davis όσο αυτός ζούσε και είχε φιλοδοξίες πως κάποια στιγμή θα βρεθεί στη θέση του καπετάνιου. Μετά ήρθε ο κατηραμένος ο Ουαλός και του χάλασε το όνειρο.
Αυτή όμως η κίνηση του Roberts δεν ήταν και πολύ έξυπνη μιας και ο Kennedy εκμεταλλεύτηκε τις 8 ημέρες απουσίας του δικού μας, καταχράστηκε τη θέση του πηγαίνοντας ενάντια στις -συνήθως δημοκρατικές- διαδικασίες με τις οποίες λειτουργούσαν οι πειρατές, αυτοανακηρύχθηκε καπετάνιος του πλοίου και στη συνέχεια έγινε μπουχός, με αποτέλεσμα όταν ο Roberts γύρισε στο σημείο που είχαν κανονίσει να τον περιμένει το Rover να μη βρει τίποτα.
Φαίνεται πάντως το χειρίστηκε ψύχραιμα το θέμα. Συμφώνησε με τους 40 άνδρες του να χρησιμοποιήσουν το πλοιάριο για τις εξορμήσεις τους, το οποίο μετονόμασαν σε “Fortune“, και ψήφισαν νέα άρθρα για τους κανόνες συμπεριφοράς του πληρώματος.
Όπως σου ανέφερα στην εισαγωγή, οι κανόνες τους οποίους θέσπισε ήταν ιδιαιτέρως δίκαιοι και δημοκρατικοί, ακόμη και για κανόνες πειρατικού πληρώματος — που σε γενικές γραμμές λειτουργούσαν δημοκρατικά και συμμετοχικά. Φυσικά, δεν ήταν όλοι οι κανόνες αυτοί γεμάτοι δικαιοσύνη και μικρά πόνυ, με πειρατές έχεις να κάνεις, αλλά στο σύνολο τους δείχνουν να είναι πολύ λειτουργικοί.
Ας τους ρίξουμε μια ματιά:
- O καθένας έχει ίση ψήφο στα θέματα της στιγμής καθώς και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τις φρέσκες προμήθειες και το αλκοόλ όποτε και σε ό,τι ποσότητες θέλει, εκτός από περιόδους έλλειψης όπου μάλλον θα ψηφίζονται τρόποι εξοικονόμησής τους.
- Ο καθένας θα καλείται με τη σειρά του να λάβει μερίδιο από τα λάφυρα και μαζί με αυτά θα λαμβάνει και μια αλλαξιά από ρούχα. Αν κάποιος εξαπατήσει το πλήρωμα για να κερδίσει έστω και ένα δολάριο σε μέταλλο, κοσμήματα ή χρήμα θα εγκαταλείπεται στην ερημιά, ενώ αν πάει να κλέψει κάποιον σύντροφό του θα βρεθεί με τα αυτιά και τη μύτη κομμένα σε κάποια στεριά όπου οι δυσκολίες θα τον βρουν μόνες τους.
- Κανένας δε πρέπει να παίζει με λεφτά, είτε στα χαρτιά, είτε στα ζάρια.
- Τα φώτα και τα κεριά στο καράβι θα σβήνουν από τις 8 το βράδυ. Όποιος επιθυμεί να πιει μετά από αυτή την ώρα μπορεί να κάτσει στο κατάστρωμα, χωρίς φώτα.
- Ο καθένας πρέπει να έχει το όπλο, τo γιαταγάνι του και τις πιστόλες του πάντα καθαρά και έτοιμα για χρήση.
- Δεν επιτρέπεται να υπάρχουν παιδιά και γυναίκες ανάμεσά μας. Οποιοσδήποτε βρεθεί να έχει αποπλανήσει γυναίκα στο πλοίο και να την έχει μαζί του μεταμφιεσμένη σε άνδρα, θα εκτελεστεί.
- Όποιος εγκαταλείπει το πλοίο ή τη θέση του σε στιγμή μάχης θα εγκαταλείπεται ή θα εκτελείται.
- Κανένας δεν επιτρέπεται να χτυπάει τους συντρόφους του πάνω στο πλοίο. Οποιαδήποτε αψιμαχία θα λύνεται με μονομαχία στη στεριά υπό την εποπτεία του οικονόμου του πλοίου.
- Δεν επιτρέπεται κάποιος να αφήσει τον πειρατικό τρόπο ζωής αν δεν έχει κερδίσει μερίδιο τουλάχιστον 1.000 κομμάτια χρυσού. Για όσους έχουν μείνει ανάπηροι ή έχουν χάσει κάποιο μέλος τους, αυτό το μερίδιο πέφτει στα 800 κομμάτια.
- Ο καπετάνιος και ο οικονόμος δικαιούνται δύο μέρη από τα λάφυρα, ο αρχι-οπλίτης και ο λοστρόμος ένα και μισό, οι αξιωματικοί ένα και ένα τέταρτο και όλοι οι υπόλοιποι από ένα ο καθένας.
- Οι μουσικοί του πλοίου δικαιούνται μια μέρα ξεκούρασης, κάθε Σάββατο. Όλοι υπόλοιποι μόνο μετά από ειδική άδεια.
Αν εξαιρέσει κανείς τις εκτελέσεις, τους ακρωτηριασμούς και το πέταμα όποιου έκανε αρχιδιές σε κάποιο ξερονήσι για να πεθάνει αργά και βασανιστικά, μπορείς να δεις πως δεν είναι άσχημοι ή παράλογοι οι κανόνες που θέσπισε ο Roberts. Κάθε άλλο, φαντάζουν εξαιρετικοί για να βάλουν σε τάξη ένα πλήρωμα από σκληροτράχηλους πειρατές.
Τέλος πάντων, το πλοιάριο του Roberts με τους 40 άνδρες του βρισκόταν κοντά στα Μπαρμπάντος μαζί με ένα ακόμη πλοιάριο με το όνομα “Sea King”. Εκεί τους την έπεσαν δύο πολεμικά πλοία όπου οι κάτοικοι των Μπαρμπάντος είχαν εξοπλίσει για σκίζουν τα ράμματα στους πειρατές.
Τα πλοία αυτά εκπλήρωσαν τον σκοπό τους. Το Sea King τράπηκε σε φυγή και το Fortune υπέστη σοβαρές απώλειες, τόσο υλικές όσο και ανθρώπινες. Ο Roberts περιμάζεψε το πλοιάριό του και όσους συντρόφους του είχαν απομείνει και πήγε στη Ντομίνικα για επισκευές και ανάκαμψη, ενώ καθ’ οδόν πέτυχε δυο πλοία από την Μαρτινίκα με ακριβώς τους ίδιους σκοπούς που είχαν και αυτά από τα Μπαρμπάντος: εξολοθρεύστε τους γαμημένους τους πειρατές!
Αφού κατάφερε να συνέλθει από όλη αυτή την αναποδιά, ορκίστηκε εκδίκηση εναντίον των κατοίκων των Μπαρμπάντος και της Μαρτινίκας.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Newfoundland. Εκεί, αφού κατάφερε να καταλάβει καμιά 30αρα πλοία, αντικατέστησε το Fortune με ένα σκαρί της προκοπής. Τέλη Ιουνίου, αφού έβαλε φωτιά σε όλα τα πλοία που είχε καταλάβει, έφυγε από τη περιοχή του Newfoundland και κατευθύνθηκε προς την Καραϊβική. Καθ’ οδόν κατέλαβε δέκα γαλλικά πλοία και πήρε ένα από αυτά στην κατοχή του, ονομάζοντάς το “Good Fortune”.
Tον Οκτώβριο του 1720 κατάφερε να εξαπατήσει τον κυβερνήτη της Μαρτινίκης, πλησιάζοντας το πολεμικό του πλοίο με την πρόφαση πως το σκαρί του ήταν γαλλικό εμπορικό και πως θα του έδινε χρήσιμες πληροφορίες για το που βρίσκεται ο Roberts και το πλήρωμά του. Με το που πλησίασε επαρκώς, γάζωσε το πλοίο του κυβερνήτη με τα κανόνια του και έπειτα πέρασε στο παραδοσιακό ρεσάλτο, κατά τη διάρκεια του οποίου ο κυβερνήτης πιάστηκε όμηρος και όταν τελείωσε το νταβαντούρι κρεμάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες
Μετά από μια σειρά από άλλα τρεξίματα και περιπέτειες, τον Απρίλιο του 1721 βρέθηκε να έχει υπό τον έλεγχο του άλλα δύο πλοία, το “Ranger“ και το “Little Ranger”, την εποπτεία των οποίων είχε έδωσε στους Thomas Sutton και James Skyrme αντίστοιχα.
Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου κατέλαβε δύο μεγάλες φρεγάτες, εκ των οποίων η μία, με το όνομα “Onslow“, κουβαλούσε στρατιώτες, πολλοί από τους οποίους προσφέρθηκαν να γίνουν μέλη του πληρώματος του Roberts. Η φρεγάτα Οnslow έμεινε στην κατοχή του πειρατή μας και μετονομάστηκε σε “Royal Fortune“. Το φθινόπωρο και τους δύο πρώτους μήνες του χειμώνα την έβγαλαν στο ρελαντί.
Ὀμως από τις αρχές του Φεβρουαρίου του 1722 άρχισαν να συμβαίνουν πολλές στραβές. Το πολεμικό πλοίο Shallow έκανε κατάληψη στο Ranger παίρνοντας για ομήρους τους πειρατές που κουβαλούσε αυτό. Στις 10 του ίδιου μήνα το Shallow βρήκε το Royal Fortune αραγμένο στο Cape Lopez και το πλήρωμά του ντίρλα, μιας και γιόρταζαν την κατάληψη του πλοίου Neptune. Βλέποντας από μακριά το Shallow, νόμιζαν πως ήταν το Ranger που επέστρεφε και όταν αντιλήφθηκαν πως έκαναν λάθος ήταν αργά.
Προσπάθησαν να ξεφύγουν από αυτό αλλά δε τα κατάφεραν και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Roberts έφαγε τη μπάλα από ένα grapeshot στο λαιμό και μας άφησε χρόνους. Οι σύντροφοί του πέταξαν το κουφάρι του στη θάλασσα, όπως τους είχε ζητήσει ο ίδιος, για να μη προλάβει να πέσει στα χέρια των εχθρών τους.
Δύο ώρες μετά τον θάνατο του Roberts έληξε η ναυμαχία με το Shallow με τους πειρατές ηττημένους και εν τέλει αιχμάλωτους του πολεμικού ναυτικού, με πολλούς από αυτούς να εκτελούνται ή να πωλούνται ως σκλάβοι — το τελευταίο συνέβη κυρίως σε όσους είχαν αφρικάνικη καταγωγή.
Μετά τον θάνατο του Roberts, ο οποίος μέχρι να τον φάει η γκρεϊπόμπαλα θεωρούταν αήττητος, η πειρατεία άρχισε να παρακμάζει και μια τετραετία αργότερα η Χρυσή Εποχή της έφτασε μια και καλή στο τέλος της.
Από εκεί και έπειτα είχαμε μια μεγάλη περίοδο που, αν και υπαρκτή, η πειρατεία δεν ήταν και πολύ στα πάνω της και μόλις στα τέλη του προηγούμενου αιώνα άρχισε πάλι να συστηματοποιείται — αλλά όπως και να το κάνουμε, η πειρατεία του 20ου και του 21ου αιώνα καμία σχέση δεν έχουν με αυτή του 18ου. Πιο πολύπλοκες φάσεις, πιο βρώμικα συμφέροντα και, ας μην ξεχνάμε πως επειδή είναι κάτι το οποίο συμβαίνει στην εποχή μας δε μπορεί εύκολα να ρομαντικοποιηθεί όπως η πειρατεία των παλαιότερων χρόνων που όσο να ‘ναι φαντάζει κάπως γοητευτική μέσω των σύγχρονων απεικονίσεών της.