Αυτό είναι το μεγαλύτερο κείμενο που έχω γράψει ποτέ στη στήλη… Δεν φταίω εγώ, όμως. Έπρεπε μέσα σε μερικές παραγράφους να χωρέσω ένα ταξίδι τεσσάρων ημερών στη Θεσσαλονίκη, ένα ολονύκτιο πάρτυ, εννιά συντάκτες και δύο γάτες… Εκ των πραγμάτων, είναι σαν να προσπαθείς να χωρέσεις έναν ελέφαντα σε μπικίνι — θα το ξεχειλώσει θες δεν θες! Πάρτε βαθιά ανάσα, λοιπόν, και πάμε:
1η μέρα
Είχα ήδη κανονίσει από καιρό να ανέβω Θεσσαλονίκη για το πάρτι του Texnologia.Net και για να γνωρίσω και τους υπόλοιπους συντάκτες από κοντά (χαρά που πήρανε όταν μάθανε ότι τους επισκέπτεται ο ξερόλας…). Κατά τις πέντε το χάραμα, Παρασκευή και 13 -και μετά από ένα ωραιότατο ξενύχτι στον υπολογιστή- πήρα τη βαλιτσούλα μου και ξεκίνησα. Έφτασα στο σταθμό Λαρίσης μία ώρα νωρίτερα και με το κλασικό άγχος που με διακατέχει πριν από κάθε ταξίδι, ρώτησα γύρω στα είκοσι άτομα αν το τρένο για τη Θεσσαλονίκη φεύγει από ‘κει — λες και υπήρχε περίπτωση να φεύγει από το Ζάππειο, δηλαδή.
Το ταξίδι με το τρένο θα το αφήσω ασχολίαστο. Όχι ότι δεν έχω κάθε καλή πρόθεση, αλλά από τη στιγμή που ξεκινήσαμε, πέρασα τις τεσσερισίμιση ώρες σε λήθαργο με τα ακουστικά στα αυτιά. Και ο ελεγκτής ακόμα έψαξε και βρήκε το εισιτήριό μου μονάχος του…
Παρά το γκαντέμικο της μέρας, το τρένο έφτασε κανονικά στη Θεσσαλονίκη, χωρίς συγκρούσεις, εκτροχιασμούς ή καμιά κωλόγρια με κότες στη διπλανή θέση. Με το που βγήκα από το σταθμό ένιωσα αμέσως σαν στο σπίτι μου. Οι ταρίφες μου την πέσανε για να με σφηνώσουν μέσα στο ταξί μαζί με άλλα τριάντα, ημιλιπόθυμα άτομα, ενώ δυο πρεζόνια με ρώτησαν αν έχω πενήντα λεπτά. Το μόνο που έλειπε για να συμπληρωθεί το Athens feeling ήταν ο μαύρος με τα αντιγραμμένα DVD της Τζούλιας.
Το ζεύγος Σάββας – Γεωργία, που θα με φιλοξενούσε επειδή είμαι πολύ τσίπης για ξενοδοχείο, κατέφτασε λίγο αργότερα να με παραλάβει. Ευτυχώς με είχαν δει παλιότερα στο Skype κι έτσι γλιτώσαμε το αμήχανο δεκάλεπτο που στέκομαι όσο εκείνοι γελάνε υστερικά με τα μούτρα μου. Όταν συνειδητοποίησα ότι οδηγούσε η Γεωργία και όχι ο Σάββας, αμέσως ξύπνησε μέσα μου ο Borat, αλλά δεν κατάφερα να αρθρώσω λέξη, καθώς ήμουν απασχολημένος με το να ψάχνω σημείο να γαντζωθώ σε κάθε απότομη στροφή και λακούβα…
Μερικές προσευχές και τάματα αργότερα, φτάσαμε στον εξωτικό Χορτιάτη. Στην πόρτα του σπιτιού με υποδέχθηκαν οι γάτες της οικογενείας, Μπάτσα και Ψαρούκλα, κρατώντας στο στόμα τυπωμένα αντίτυπα του πιο πετυχημένου άρθρου μου στο Spaz, για να τους το υπογράψω.
Μετά από μία σύντομη ξενάγηση στο σπίτι (“Εδώ είναι το ψυγείο — τρως ό,τι θες”, “Εδώ είναι η άμμος για τις γάτες, μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις όποτε θες”) βολεύτηκα και άρχισα να ψαχουλεύω — όπως κάνω συνήθως. Το μισό σπίτι, βέβαια, το είχα ήδη δει μέσω Texnologia, αφού ο Σάββας μόνο τα σοβατεπί και τη μπανιέρα δεν είχε ανεβάσει ακόμα σε φωτογραφία.
Αφού τα είπαμε, με τάισαν και έπαιξα με τη Μπάτσα που αποφάσισε να μου αποδείξει ότι οι γάτες δεν είναι τόσο κακές, αφήνοντας το μισό της τρίχωμα στα ρούχα μου, ήρθε η ώρα να πάμε να συναντήσουμε και τα υπόλοιπα μέλη του Texnologia. Ο Σάββας και η Γεωργία είναι χαιρέκακοι, βλέπετε, και ήθελαν να υποφέρουν και οι υπόλοιποι μαζί τους.
Σε μια προσπάθεια να μου δώσουν μπόλικο υλικό για γράψιμο, αποφάσισαν να κατέβουμε στο κέντρο με λεωφορείο. Ενθουσιάστηκα, γιατί τα λεωφορεία τους είναι πιο interactive! Μπορείς να εκδόσεις εισιτήριο μέσα και μια φωνούλα αναγγέλλει την κάθε στάση — όχι σαν τα δικά μας, που για να καταλάβεις πού είσαι πρέπει να βγάλεις το κεφάλι από το παράθυρο σαν φοξ τεριέ και να διαβάζεις τις ταμπέλες. Βέβαια, έχουν και πολλές ομοιότητες. Μέχρι να φτάσεις εκεί που θες τρως τέτοια κίνηση στη μάπα που μπαίνεις τεκνό και βγαίνεις πουρό. Επίσης, οι ονομασίες που δίνουν στις στάσεις τους ξεπερνούν κάθε φαντασία — μισή ώρα μου πήρε για να σταματήσω να γελάω με τη στάση “Πυρότουβλα”!
Για να φτάσουμε στον προορισμό μας αλλάξαμε τρία λεωφορεία. Φαντάζομαι ότι κατά το 2078 που θα λειτουργήσει επιτέλους το μετρό στη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος θα ξεχυθεί χαρούμενος στους δρόμους χορεύοντας και τραγουδώντας όπως στο Fame για να γιορτάσει το γεγονός.
Το ραντεβού είχε δοθεί στην περίφημη, πια, Ανδρομέδα που τόσο καιρό άκουγα να αναφέρουν οι υπόλοιποι. Τελικά, μία τρύπα ήταν και δεν κατάλαβα προς τι η φασαρία, αλλά υποθέτω ότι μετά την όγδοη μπύρα και μέσα σε βαρέλι με φέτα να κάθεσαι δεν σε απασχολεί ιδιαίτερα. Και ήρθε, επιτέλους, η μεγάλη στιγμή να γνωρίσω από κοντά και το υπόλοιπο καστ του Texnologia…
Για τον Σάββα και τη Γεωργία δεν έχω να πω πολλά, πέρα από το ότι τελικά μου φαίνεται ότι εγώ συμπαθώ τις γάτες πιο πολύ από εκείνους. Όσο καιρό έμεινα στο σπίτι τους είδα να τραβάνε τα γατιά από τα πόδια, να τους πετάνε μαξιλάρια, να τα κυνηγάνε με τρυπάνια, να τα βάζουν να σφουγγαρίσουν το σπίτι και να τους σβήνουν τσιγάρα στις μουσούδες. Αφού, με το που μπήκα στο σπίτι, η Ψαρούκλα μου άφησε κρυφά στο χέρι ένα σημείωμα που έγραφε “ΒΟΗΘΙΑ!”. Όταν το διάβασα πέθανα στα γέλια, γιατί είχε γράψει το “βοήθεια” λάθος…
Η Κρίστιν ήταν η επόμενη που γνώρισα και αμέσως συνειδητοποίησα για ποιο λόγο στο site παρουσιάζεται μόνο ως ένα ζευγάρι τακούνια… Η κοπελιά μοιάζει με κατάθλιψη! Είναι κοντοστούπα, με το μαλλί κότσο και έχει μια μαύρη κρεατοελιά στο μάγουλο και μουστάκι στο άνω χείλος…
Μετά συνάντησα τον Τάσο — ξέρετε, εκείνον τον τύπο που στη φωτογραφία του κρύβει τη μισή του φάτσα σαν το Φάντασμα της Όπερας. Η αλήθεια είναι ότι η φάτσα του είναι μια χαρά και όταν δεν τραυλίζει, δεν χτυπάει το κούτελό του επανειλλημένα με την παλάμη και δεν στριφογυρνά γρήγορα γύρω από τον εαυτό του τσιρίζοντας, φαίνεται σχεδόν φυσιολογικός…
Ο Μαρίγκος δεν έμοιαζε καθόλου με τη φωτογραφία του, στην οποία δείχνει πιο ψηλός. Ήταν πιο στυλάτος απ’ ό,τι περίμενα — όταν έσκασε μύτη με το ροζ κολάν, τις πλατφόρμες και το μπλουζάκι Χάνα Μοντάνα με τα στρας, όλοι στο καφενείο ενθουσιάστηκαν και άρχισαν να του πετάνε πατατάκια.
Ο Μάκης ήταν όπως τον περίμενα ακριβώς. Ψηλόλιγνος, με μακρύ ξανθό μαλλί που ανέμιζε και γαλάζια μάτια. Αν κρατούσε και κάνα σφυρί θα ήταν φτυστός ο Θωρ. Με το που ήρθε στην καφετέρια πλημμύρισε αντρίλα η ατμόσφαιρα — αφού και οι γυναίκες έβγαλαν τρίχες στο στήθος από την απότομη αύξηση τεστοστερόνης…
Ο Στάθης ήταν ένας απίστευτα βαρετός πολυλογάς. Είχε ξεκινήσει να μιλάει από την ώρα που πάρκαρε το μηχανάκι του και μέχρι την ώρα που έφυγε δεν έλεγε να το βουλώσει… Για να καταφέρουμε να μιλήσουμε οι υπόλοιποι μεταξύ μας στέλναμε sms!
Λίγο αργότερα γνώρισα και τον κριτικό ταινιών του Texnologia, Αλέξανδρο Προδρόμου, έναν αρκετά συμπαθητικό τυπάκο από το Πακιστάν, που στον ελεύθερο χρόνο του πουλάει στα φανάρια αντιγραμμένα DVD από τις ταινίες που παρουσιάζει.
Κι εκεί που η βραδιά εξελισσόταν ομαλά και φυσιολογικά, ξαφνικά ένιωσα μία γλώσσα να εισβάλλει μέσα στο αυτί μου. Ναι, ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον Στέλιο, το οποίο έκανε φανερές τις προθέσεις του από την αρχή. Αφού κατάφερα να ξεπεράσω το αρχικό σοκ έφτασα στο συμπέρασμα ότι προτιμούσα τη γλώσσα του, παρά να με χαιρετήσει με ένα κιλό θερμίτη στην κουρούπα…
Η βραδιά κυλούσε φυσιολογικά μέχρι τη στιγμή που αποφάσισα να το παίξω άντρα και να δοκιμάσω ένα κομματάκι από τις περίφημες καυτερές πιπεριές του Στέλιου που έχουν κάνει πολλά ματάκια να δακρύσουν ή να πεταχτούν. Έφαγα τέτοιο τσουρούφλισμα που άρχισα να μιλάω σαν να έπαθα εγκεφαλικό — παίζει τις συγκεκριμένες πιπεριές να τις καλλιεργεί ο ίδιος ο Σατανάς στην κόλαση…
Η βραδιά έληξε μετά από πολύ γέλιο, κουβέντα και χαβαλέ, αφού πρώτα απόλαυσα ένα ωραιότατο κομμάτι πίτσα με κιμά. Κατά τις 3 το πρωί βρισκόμουν αγκαλίτσα στον καναπέ του Σάββα με το Στέλιο, όπου μοιραστήκαμε τεχνικές αποκεφαλισμού και απόκρυψης πτωμάτων…
2η μέρα
Μετά από δύο μέρες σερί ξενυχτιού το μάτι δεν ανοίγει πολύ εύκολα. Έτσι, κατά το μεσημεράκι, κατάφερα να συρθώ έξω από το πάπλωμα και να σηκωθώ. Ήταν η μέρα προετοιμασίας του πάρτυ, οπότε όλοι έτρεχαν αγχωμένοι κι εγώ τους βοηθούσα όσο μπορούσα με το να κριτικάρω κάθε κίνησή τους.
Δώσαμε ραντεβού στα πανεπιστήμια, ώστε να προετοιμάσουμε το χώρο για το μεγάλο event. Το κόνσεπτ του πάρτι ήταν τρελή έμπνευση. Από τα δέντρα κρεμάσαμε καρτέλες με πεθαμένους διάσημους, ενώ σε ένα μακρύ κομμάτι τούλι που δέσαμε σε δυο κολόνες ο κόσμος σημείωνε χαρτάκια όπου δήλωνε για τι πέθαινε. Έπεσε τόσο θανατικό που μόνο ένας παπάς έλειπε να ψάλλει επιμνημόσυνη δέηση… Μετά από όλο αυτό το στήσιμο αναρωτήθηκα πώς και δεν έσκασαν μόνο emo στο πάρτυ, να κάθονται και να χαρακώνονται εκστασιαμένοι κάτω από τα δέντρα…
Μετά ήρθανε τα ποτά και στήσαμε τους πάγκους, στήσαμε και τα ηχητικά, τα φώτα, τον προτζέκτορα που πρόβαλλε όλη την ώρα κουλά βιντεάκια και περιμέναμε να πλακώσει ο κόσμος. Στο ενδιάμεσο φέραμε και τον ξηρό πάγο — παραγγελιά του Στέλιου για να φτιάξει εφετζίδικα ποτά με απόκοσμους καπνούς. Τόσοι πεθαμένοι κρέμονταν από τα δέντρα, έπρεπε να είχαμε και την ανάλογη ατμόσφαιρα νεκροταφείου. Μας έδειξε, λοιπόν, πώς φτιάχνεται το καπνο-κοκτέιλ. Εννοείται ότι στα πρώτα δέκα δευτερόλεπτα είχα κιόλας ξεχάσει τα πάντα κι απλώς μετά έχωνα άλλον να το φτιάξει, γιατί έπαιζε εγώ να κατάφερνα να βγάλω διαλυτικό νίτρου αντί για tequila sunrise…
Ο κόσμος άρχισε να συρρέει λίγο μετά τις 23.00, πάνω που το είχαμε πάρει απόφαση ότι θα πιούμε τα ποτά μόνοι μας… Τη μουσική είχαν αναλάβει εκ περιτροπής συντάκτες του Texnologia — ευτυχώς που κανείς τους δεν είναι φαν του Τερλέγκα και δεν χρειάστηκε να τραβήξω την πρίζα του ενισχυτή… Η μουσική που έπαιζαν, πάντως, ήταν φευγάτη. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι μερικοί έπεφταν σε τρανς και άρχιζαν να στριφογυρίζουν χορεύοντας μέχρι που έφταναν στο Λευκό Πύργο κι έπαιρναν ταξί για να ξαναγυρίσουν…
Εγώ, όταν δεν τριγυρνούσα τραβώντας άπειρες, κουλές φωτογραφίες, την έβγαλα πίσω από τον πάγκο παριστάνοντας τον μπάρμαν — τύφλα να ‘χει ο μπασμένος ο Τομ Κρουζ στο Cocktail! Βασικά, ήμουν ο πιο ασφαλής μια και όλοι ήξεραν ότι δεν πίνω και δεν υπήρχε περίπτωση να με βρούνε κάτω από τον πάγκο, αγκαλιά με ένα άδειο μπουκάλι ρούμι. Οι καλύτερες στιγμές μου ήταν όταν έπρεπε να χώσω τα χέρια βαθιά μέσα στα βαρέλια με τον πάγο για να ξετρυπώσω τις μπύρες κι όταν τα έβγαζα έμοιαζαν με φιλέτα μπακαλιάρου Καλλιμάνης…
Τα κοκτέιλ με τον ξηρό πάγο έκαναν μεγάλη θραύση. Όλοι κυκλοφορούσαν στο πάρτι με ποτήρια που άχνιζαν, σαν Σύναξη Μαγισσών στο Σάλεμ ήμασταν. Καλά που δεν βρέθηκε και κανένας ηλίθιος να καταπιεί τον πάγο πριν λιώσει και να μετατραπεί στον Mister Freeze στιγμιαία… Κανείς δεν είναι τόσο ηλίθιος, θα μου πείτε, αλλά εγώ θα σας απαντήσω ότι μετά την όγδοη μπύρα ακόμα και ο Αϊνστάιν θα συναγωνιζόταν την Πετρούλα σε IQ!
Παράλληλα, είχαμε αφήσει και δυο πιατάκια με τις σατανοπιπεριές του Στέλιου στο τραπέζι, ανάμεσα στα νάτσος, ώστε όποιος τη γλιτώσει από τον ξηρό πάγο να πάθει το κακό με εκείνες. Τρελό χιτ έγιναν, ένας τύπος ανατινάχτηκε και μία άλλη έπαθε αυτόματη ανάφλεξη και τη στερεώσαμε στο γρασίδι για πυρσό…
Μεγάλο χιτ ήταν και ο «τοίχος» από τούλι, όπου οι καλεσμένοι καρφίτσωναν τα χαρτάκια με τις ατάκες τους (τα καλύτερα από αυτά θα τα δείτε σύντομα σε ένα άρθρο στο Texnologia). Κάτι δεκαεξάχρονα δε, ήταν τόσο ενθουσιασμένα με τις κουλαμάρες που έγραψαν, ώστε έβγαιναν φωτογραφίες ποζάροντας με τα χαρτάκια τους μπροστά στη μούρη, λες και πόζαραν με το νικηφόρο δελτίο του ΛΟΤΤΟ!
Ο κόσμος είχε αράξει κυρίως σε πηγαδάκια στο γρασίδι, ενώ άλλοι στέκονταν γύρω από το μπαρ, ώστε να έχουν άμεση πρόσβαση στο αλκοόλ και να μη χρειαστεί να κλείσουν τρία δευτερόλεπτα χωρίς μπύρα στο χέρι. Μερικοί είχαν κατεβάσει τόσο αλκοόλ που μπορούσαν να αποστειρώσουν πληγή με ένα φτέρνισμα.
Η βραδιά κύλησε άψογα. Κόσμος πήγαινε, κόσμος ερχόταν και μερικές θαυμάστριες μου (τι ανωμαλία υπάρχει στον κόσμο) με ανακάλυψαν και ήρθαν να με χαιρετήσουν ενθουσιασμένες, λες και χαιρετούσαν τον Σάμιουελ Μπέκετ. Οι μισές όταν με είδαν απογοητεύτηκαν, φυσικά, καθώς περίμεναν προφανώς κάτι που να μοιάζει λιγότερο σε φλώρο και περισσότερο σε Μπραντ Πιτ, αλλά αν έμοιαζα με τον Μπραντ Πιτ, σιγά μην καθόμουν να γράφω μπαρούφες εδώ κάθε Τρίτη…
Το πάρτι έληξε λίγο μετά τις 4 το πρωί, οπότε έφυγαν επιτέλους και οι τελευταίες νερόφιδες τρεκλίζοντας, μια και αν έπιναν παραπάνω θα ανατιναζόταν το συκώτι τους… Εμείς, με την τσίμπλα στο μάτι, αρχίσαμε να μαζεύουμε επιτέλους ποτά και εξοπλισμό, να κατεβάζουμε πεθαμένους από τα δέντρα και να καθαρίζουμε το γρασίδι από το σκουπιδαριό που άφησαν οι μπεκροκανάτες πίσω τους. Μέχρι τις 6 είχαμε ξεμπερδέψει με το συμμάζεμα και είχαμε ήδη αρχίσει να πέφτουμε σε κώμα… Παρ’ ολ’ αυτά, γυρνώντας οι τρεις μας στο σπίτι, βρήκαμε χρόνο να φάμε και από μία μπουγάτσα — πάλι καλά που καταφέραμε να κουνήσουμε τα σαγόνια μας για να μασήσουμε, δηλαδή, και δεν αποκοιμηθήκαμε με τη μπουγάτσα να κρέμεται από το στόμα…
3η μέρα, νομίζω
Τρεις μέρες ξενύχτι… Από ‘κει και πέρα όλα είναι μία τεράστια θολούρα. Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι ότι ξυπνήσαμε κατά τις 4 το απόγευμα, ήμασταν όλοι σαν φυτά εσωτερικού χώρου κι όποτε ανοίγαμε το στόμα μας ήταν για να χασμουρηθούμε ή να κάνουμε κάποια εντελώς σουρεαλιστική συζήτηση. Μετά κάτι κάναμε και μετά ξανακάναμε κάτι άλλο, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ τι ακριβώς ήταν αυτά, μια και ο εγκέφαλος είχε ήδη αρχίσει να ρετάρει…
4η μέρα
Τελευταία και πιο χαλαρή μέρα, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι έπρεπε να γράψω το σημερινό άρθρο και ο Σάββας με μαστίγωνε με τα καλώδια του υπολογιστή για να πληκτρολογώ πιο γρήγορα…
Το απόγευμα βρεθήκαμε όλοι μαζί σε ένα ρώσικο εστιατόριο για να συζητήσουμε για τις εντυπώσεις από το πάρτι υπό τους ήχους παρακμιακών ρώσικων τραγουδιών. Μόνο η Παπαρήγα έλειπε να βγάλει λιτανεία το λάβαρο του Συντρόφου Λένιν… Μετά το φαγητό αποχαιρετιστήκαμε, φιληθήκαμε σταυρωτά, ανακοίνωσα σε όλους πανευτυχής ότι τους έχω σκυλοθάψει μέχρι αηδίας στο άρθρο μου και έφυγα με τις κατάρες τους να με συνοδεύουν!
Στο σπίτι ρίξαμε ένα τελευταίο ξενύχτι μετά χαλαρής κουβέντας και μπόλικου γέλιου με τον Σάββα και τη Γεωργία, που κατά βάθος ήταν πανευτυχείς που θα ξεκουμπιζόταν επιτέλους ο γρουσούζης από το σπίτι τους, και έριξα το τελευταίο μου ξενύχτι για να ολοκληρώσω το κείμενο…
Μπορεί να μην κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου αυτές τις τέσσερις μέρες, αλλά όταν έχεις καλή παρέα, τι να τον κάνεις τον ύπνο; Κανονίζω ήδη από τώρα την επόμενη εξόρμησή μου στη συμπρωτεύουσα, γιατί μου χρωστάνε και ένα bowling! Παρακινδυνευμένο, βέβαια, γιατί παίζει να βρεθώ δεμένος ανάμεσα στις κορίνες…
Υστερόγραφο: Εννοείται ότι η Κρίστιν είναι θεά, ο Τάσος δεν είναι τραυλός ψυχασθενής, ο Μαρίγκος δεν ντύνεται σαν το μικρό μου πόνυ, ο Στάθης δεν είναι παρλαπίπας, ο Γιάννης δεν είναι ψηλός και ξανθός (ουπς!) και ο Αλέξανδρος δεν είναι από το Πακιστάν (αν πουλάει DVD δεν ξέρω…). Οι μόνοι για τους οποίους έγραψα την αλήθεια ήταν ο Στέλιος (περιμένω τηλεφώνημά σου, baby!) και ο Σάββας με τη Γεωργία, που όντως βασανίζουν ξεδιάντροπα τις γάτες τους — γι’ αυτό κι εγώ έβαλα κρυφά τη Μπάτσα στη βαλίτσα μου και την πήρα στην Αθήνα μαζί μου!