Ωπ! Πάει το σιγά – σιγά το καλοκαίρι! Τι χαρά! Καιρός να χωθείς μέσα στα άχρηστα βιβλία της σχολής σου ή να επιστρέψεις στην απελπιστική δουλειά σου ή έστω στο απελπιστικό σου κωλοβάρεμα. Επίσης καιρός ήταν να ανοίξουμε το ψυγείο και να χωθούμε μέσα — τόσο καιρό εκτός σαπίσαμε.
Καινούρια σεζόν λοιπόν έτσι; Αυτό σημαίνει πως η στήλη με τις βιογραφίες και τα αφιερώματα κλείνει σχεδόν ένα χρόνο. Αυτό δεν μπορεί να είναι καλό για εσάς, αλλά εγώ το διασκεδάζω. Περιττό να αναφέρω πως για το καλωσόρισμα σου έψησα κάτι πολύ πολύ ενδιαφέρον!
Σήμερα θα ασχοληθούμε εκτενώς με τον Boyd Rice (ελληνικά: Μπόιντ Ράις). Όχι, δεν είναι κάποια εξωτική ποικιλία ρυζιού, τουναντίον πρόκειται για έναν εξαιρετικό καλλιτέχνη. Έχει χώσει το μουσούδι του σε ότι καλλιτεχνιλίκι τον έπαιρνε, έκανε παρέα με τον LaVey, έχει προκαλέσει κύματα υστερίας με τις γλυκές του καφρίλες κατά καιρούς και επί του γενικότερου, είναι ένας από τους πιο αξιαγάπητους προβοκάτορες του 20ου αιώνα. Συνεχίζει να φρικάρει τον κόσμο ακόμα και στις μέρες μας βέβαια, μιας και σε όποιον αιώνα και αν βρισκόμαστε, μερικά πράγματα συνεχίζουν να φρικάρουν τους ανθρώπους.
Από που να αρχίσεις και που να τελειώσεις με την παρτάρα του. Από την μουσική που γράφει; Από το performance του; Από τα υπόλοιπά του καλλιτεχνικά τιτιβίσματα; Ή μήπως να μιλήσεις για το πηγαίο prankster-ιλίκι του; Παρεμπιπτόντως, για να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα από την αρχή, ο ίδιος θα σου πει πως είναι φασίστας. Εσύ θα φρικάρεις. Μη φρικάρεις μάτια μου, δεν θα σε κυνηγήσει με ρόπαλο επειδή είσαι λιγουλάκι μελαψός. Ελιτιστής λόγω μισανθρωπιάς είναι. Απλά δηλώνει φασίστας γιατί κολλάει πολύ ωραία με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά του. Και επειδή είναι controversial — “Τώρα αυτό καλό είναι;” θα αναρωτηθείς. Αναλόγως πως το δεις. Αν το δεις ερισιανά, όπως το βλέπει το μικρό Ανό, τυπάκια σαν τον Rice έχουν απίστευτο γέλιο και σε ωθούν να αναφωνείς κατά διαστήματα “ρε, τι παλικάρι“.
Όμως μη στα πολυλογώ, πάμε να τον πιάσουμε με την σειρά τον κύριο, για να βγάλουμε μια άκρη.
Ο Boyd Blake Rice γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1956 στο Lemon Grove της Καλιφόρνιας. Ο πατέρας του, Beverly Rice, αποφάσισε να βγάλει τον γιόκα του “Boyd” γιατί όταν ο ίδιος ήταν πιτσιρίκι είχε αντιμετωπίσει απελπιστικά πολύ τραμπουκισμό εξαιτίας του κοριτσίστικου του ονόματος. Έτσι ο γιόκας του ήθελε να έχει ένα όνομα που θα βρωμάει βαρβατίλα από μακρυά. Και τι καλύτερο από ένα όνομα που περιέχει μέσα την λέξη “boy”; Τίγκα ‘σερνικό, μας κάνει!
Από μικρό ο δικός μας, για κάποιο λόγο, αισθανόταν πολύ ξεχωριστός. Μα όλοι ξεχωριστοί δεν νιώθουν όταν είναι παιδάκια; Ε, ο δικός μας το είχε πάει κάπως παραπέρα από νωρίς, θεωρώντας πως δε θα ζήσει την ζωή του όπως οι περισσότεροι άνθρωποι τριγύρω του — ξέρεις τώρα, γάμος, οικογένεια μια καλή δουλειά και τα ρέστα. Για την ακρίβεια πίστευε πως όταν μεγαλώσει θα γίνει κάτι σε serial killer. Μην ακούσω καμιά κακία τώρα, όλοι έχουν δικαίωμα να ονειρεύονται!
Μεγαλώνοντας λοιπόν, άρχισε να παίρνει τον “κακό τον δρόμο” και να ασχολείται με πραγματάκια τα οποία οι γονείς μας συνήθως δεν μας ενθαρύνουν να τα αγγίζουμε. Όχι, δεν έπεσε στα ντρόγκια από νωρίς, έπεσε στον αποκρυφισμό και επί του γενικότερου στην σκοτεινή κουλτούρα.
Όλη αυτή η απασχόλησή του ξεκίνησε το 1969, μια σημαδιακή για αυτόν χρονιά: η χρονιά που εκδόθηκε και έπεσε στα χέρια του μικρού Boyd η Βίβλος του LaVey, που ο Tiny Tim άρχισε να γίνεται φίρμα, που το “Dark Shadows” γαμούσε και έδερνε στην TV, που έσκασε μύτη το περιοδικό “Man Myth and Magic“, που η φαμίλια του Charles Manson ξεκίνησε να καθαρίζει κόσμο, που, που, που… Που κατά τον Rice έγιναν πολλά και διάφορα που θεωρεί πως επηρέασαν την μετέπειτα πορεία του. Αχ, αυτά τα “πρωταρχικά ερεθίσματα” ζημιές που κάνουν — α, για να μην ξεχνιόμαστε, το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους του “Man Myth and Magic” είχε έναν πίνακα του Spare. O Spare κολλάει παντού. Πάμε παρακάτω.
Έτσι, ο μικρός Boyd πέρασε την εφηβεία του ψάχνοντας στην βιβλιοθήκη του Lemon Grove για αποκρυφιστικά γλυκίσματα, ακούγοντας μουσικά καλούδια τα οποία αρχικά του τα πάσαραν ρέμπελοι φίλοι του πατέρα του, θαυμάζοντας ατομάκια σαν την Peggy Moffitt και τον Rudy Gernreich και όντας επί του γενικότερου εναλλακτικούρας. Λύκειο πήγε στο Mount Miguel High School, ένα, αρκετά “πιάστο το αυγό και κούρεφτο” σχολείο, με παλαβούς λατίνους που μαχαιρώνονταν στο προαύλιο, γραφικές κλίκες που βλέπουμε στις αμερικάνικες ταινίες και τον Boyd το φρικιό. Και εδώ που τα λέμε ο Boyd ήταν περήφανος που ήταν “το φρικιό” και συμπεριφερόταν σαν να έχει αρχίδια μέχρι τον Θεό. Εκείνη την περίοδο το πήρε και πιο θερμά με τις προβοκατόρικες καφρίλες, τις οποίες ενέταξε -συχνά πιο φινετσάτα- στη μετέπειτα δουλειά του.
Βέβαια ένα τέτοιο ατίθασο πλάσμα, με σατανική αίσθηση του χιούμορ και κανέναν ενδοιασμό να την ασκήσει πάνω στους γύρω του για να σπάσει πλάκα, δεν μπορείς να το κρατήσεις εύκολα στο σχολείο. Το σχολείο δημιουργεί προβλήματα στο πλάσμα και το πλάσμα με τη σειρά του δημιουργεί προβλήματα στο σχολείο. Οπότε ο χωρισμός είναι η μόνη λύση. Το πλάσμα μας λοιπόν έριξε άκυρο στο σχολείο. Συνέχισε να είναι κωλόπαιδο και μετά τον χωρισμό βέβαια, κάνοντας ερισιανούς βανδαλισμούς (ας πούμε γράφοντας “Dada,dada,dada,Krsna” -ναι ανορθόγραφο- στο μεγάλο κιτς λεμόνι, σήμα κατατεθέν του Lemon Grove) και έγινε, εξαιτίας αυτών, η μασκότ του τοπικού αστυνομικού τμήματος.
Κάπου εκεί που παράτησε το σχολείο, αποφάσισε να ασχοληθεί και με την τέχνη. Ήθελε και αυτός να γίνει ένας από τους εκκεντρικούς καλλιτέχνας, με την εξεζητημένη ζωή — δηλαδή ο Dali και ο Warhol τι καλύτερο είχαν από αυτόν;
Πέρα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων όμως, με τις οποίες θα ασχοληθούμε και αργότερα, τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν για πρώτη φορά επάνω του εξαιτίας αυτού που ήξερε να κάνει πολύ καλά από μικρός: να ξαφνιάζει τον κοσμάκη ωσάν prankster από κούνιας, σαν να τον έφτυσε ο Loki στο στόμα. Τι έκανε το παλικάρι μας; Είπε να δώσει ένα δωράκι στη σύζυγο του προέδρου Gerald Ford, τη Betty Ford. Τι ήθελε να της δώσει ο γλύκας μας; Ένα όμορφο, φρέκο, γδαρμένο και έτοιμο για κατσαρόλα κατσικοκέφαλο.
Οι φουσκωτοί της κυράς του προέδρου τον έπιασαν πριν προλάβει να της το χαρίσει όμως. Tον κράτησαν για μερικές ωρίτσες και μετά τον έδωσαν στους μπάτσους να τον πάνε στο τμήμα. Φυσικά και τον αφήσαν ελεύθερο, δεν μπορούσαν να τον κατηγορήσουν για κάτι ουσιαστικό, αλλά οι εφημερίδες φρόντισαν να κάνουν το “τόσο” της χαριτωμένης του καφρίλας “τοοοοσοοο”. Άλλο που δεν ήθελε ο δικός μας φυσικά. Πρώτο θέμα σε όλη την χώρα! “Ο παλαβός, μάλλον σατανιστής, με το κατσικοκέφαλο“! Ο ίδιος πάντως στις αρχές απλά ισχυρίστηκε πως ήταν συνεχιστής των ντανταϊστών.
Σου προτείνω να ψάξεις και να κατεβάσεις το “Iconoclast“, ένα ντοκιμαντέρ που έχει να κάνει με τον θείο και απλά να αφεθείς στην δική του διήγηση πάνω σε αυτό το περιστατικό, καθώς και σε άλλες καφρίλες που έκανε τότε που ήταν μικρό και άβγαλτο.
Το 1977 γνώρισε και τον Steve Hitchcock, έναν μουσικό τρόλλη και βαρεμένο στα ίδια επίπεδα με τον Boyd. Μεγάλος ο μεταξύ τους έρωτας Ο Steve πήρε από το χεράκι τον Boyd και τον “μύησε” σε underground προβοκατορικές καταστάσεις, που κινούταν σε κοινό βεληνεκές με την καφρίλα του Boyd. Και κάπως έτσι κόλλησε με κάποιους αναβιωτές του Ντανταϊσμού και κάπως έτσι αποφάσισε να γίνει μουσικός.
Την ίδια χρονιά έβγαλε το “The Black Album“. Όχι καμιά σχέση με τους Metallica αναγνώστα. Το Μαύρο Άλμπουμ του μπαρμπα-Ρύζι θεωρήθηκε “out of this world”. Ήταν οι απροσδιόριστες επιρροές του; Ήταν το μυστηριώδες μαύρο packaging του, χωρίς καμιά αναφορά σε τίποτα; Ήταν το πως το προώθησε ο ίδιος ο Boyd;
Ότι και να ήταν ας δούμε τα γεγονότα πάνω στο θέμα: ο Boyd πήρε παραμάσχαλα 30 κόπιες και τις πήγε στην Αγγλία, όπου τις έδωσε από εδώ και από εκεί και με ένα χαρούμενο twist of fate αυτές έπεσαν στα κατάλληλα άτομα. Ένα από αυτά τα άτομα ήταν ο Daniel Miller, ιδιοκτήτης της “Mute Records” και ο οποίος μάλιστα ζήτησε από τον Boyd να ξαναπατήσουν το βινύλιο για δεύτερη φορά, πράγμα που έγινε το 1981. Από τότε η σχέση του Boyd με την Mute Records έγινε μόνιμη.
Κάπου εκεί έσκασε μύτη και η ιδέα για ένα μουσικό σχήμα. Συνεργός στο έγκλημα ήταν ο Robert Turman και το έγκλημα ονομάστηκε “NON“. Πάλι εν έτη 1977 έβγαλαν το πρώτο τους βινύλιο, με τίτλο “Mode of Infection / Knife Laddrer“.
Εν συνεχεία, το 1978, ξεγέννησαν το “Pagan Musak“. Το ενδιαφέρον με αυτό το βινύλιο ήταν πως πέρα από τη βασική του τρύπα στο κέντρο, είχε και μια δεύτερη περιφερειακά από το κέντρο, η οποία πρόσφερε στον ακροατή την ευκαιρία να την χρησιμοποιήσει και να ακούσει το υλικό του βινυλίου με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο — εδώ κολλάει να πούμε “double penetration, doubles the sensation“;
Βέβαια επειδή τα παλικάρια που πάτησαν τα βινύλια δεν υπήρχε περίπτωση να του ανοίξουν την πολυπόθητη δεύτερη τρύπα, ο ίδιος ο Boyd περιέλαβε τις κόπιες και άνοιξε τις δεύτερες τρύπες μόνος του με τρυπάνι — οραματίσου λίγο έναν ζουρλαμένο τυπά με μια στοίβα βινύλια και ένα τρυπάνι να κάθεται και να κάνει αυτή την δουλειά. Πόσο κωμικοτραγικά μπρουτάλ;
Οι μουσικές ιδέες του Rice καθώς και οι γουστόζικες πατέντες του, αποτέλεσαν ένα από τα πρώτα και καθοριστικά δείγματα του Noise και του Industrial.
Βέβαια, όταν λάμβανε χώρα αυτό το πανηγύρι, ο Boyd δεν είχε ιδέα πόσο μεγάλη επιρροή θα αποτελούσε. Πάντως το όλο πράμα πήγαινε καλά. Τα charts της εναλλακτικής σκηνής στη Γερμανία σήκωσαν το Pagan Muzak στο νο1, την ίδια χρονιά οι NON έπαιξαν για πρώτη φορά live στην Αγγλία. Μετά να σου και live μαζί με τους Monitor, οι οποίοι αποτελούσαν μεγάλη επιρροή για τον Boyd, και εκείνο το περίφημο “Pet Party” σε ένα tiki-bar του Los Angeles, το οποίο μάζεψε όλες τις περίεργες “cool” και “εναλλακτικές” μούρες της πόλης και ο μορφονιός μας άρχισε να γίνεται πρώτη μούρη στους underground χώρους.
Παράλληλα, το ότι το 1978 μετακόμισε στο San Francisco του έδωσε πολλές, πολλές άκρες που δεν είχε στο Lemon Grove.
Εκεί, συνεργάστηκε με διάφορα άλλα τυπάκια από την RE/Search Publications για την συγγραφή του “Incredibly Strange Films“, ενός οδηγού που καταπιανόταν με διάφορες κουλές, ανεξάρτητες παραγωγές ταινιών.
Εξαιτίας αυτής του της ενασχόλησης είχε άλλο ένα όμορφο “twist of fate”. Το εν λόγω έντυπο έπεσε στα χέρια του Anton LaVey, ο οποίος ενθουσιάστηκε, σαν πιτσιρίκι που του δίνεις bubblewrap, με το υλικό του εντύπου και απευθύνθηκε στον εκδοτικό οίκο για να μάθει ποιος έβαλε το χέρι του σε αυτή τη λιχουδίτσα. Τα παιδιά του εκδοτικού οίκου τον πέταξαν πάνω στον Boyd.
Περιττό να σου αναφέρω πως αυτοί οι δύο κόλλησαν άμεσα. Ο Boyd ήταν φανμπόης του LaVey από μια σταλιά σκατό, ο LaVey έκανε χάζι με τον ανισόρροπο χαρακτήρα του Boyd, οπότε η σχέση τους υπήρξε σατανικά παθιασμένη. Και φυσικά ο μπαρμπα-LaVey δεν άργησε να κάνει τον Boyd ιερέα και μετέπειτα μάγιστρο στην εκκλησία του. Δεν το χάλασε καθόλου το σατανόσπερμα βέβαια. Όσο ζούσε ο μπάρμπας έκαναν καλή παρέα και ποιος ξέρει τι άλλα πονηρά πραγματάκια. Ah, humans!
Και αφού έκανε την αρχή με τον LaVey, άρχισε να έχει σουξουμούξου και με άλλο ένα καλόπαιδο που χάριζε φρίκες στη κοινή γνώμη. Guess who! The Charles Manson guy!
Ξεκίνησε αλληλογραφία μαζί του με πρόφαση ότι θέλει να αναλάβει την παραγωγή των άλμπουμ του. Και ω-τι-περίεργο κόλλησαν και με αυτόν! Ο Charles έλεγε τα παρανοϊκά του και ο Boyd σαν παιδάκι (με bubblewrap — το bubblewrap κολλάει παντού όπως και ο Spare) πήγαινε κάθε τόσο στις φυλακές και τα έλεγε με τον τρελάκια.
Μόνο που αυτός ο έρωτας έληξε άδοξα. Ο Boyd εκείνη την περίοδο, πέρα από το να κάνει τον καλλιτέχνη, δούλευε και σαν σεκιουριτάς για να βγάζει τα προς το ζην. Έτσι, ένα Σαββατοκύριακο τον είχαν καλέσει για βολές από την εταιρία (ξέρεις, για να μη σκουριάζει και να μπορεί ανά πάσα στιγμή να την ανάψει σε κάποιον). Μετά τις βολές είπε να πάει να δει τον θείο Charlie. Που το πρόβλημα με αυτό; Είχε ξεχάσει στην τσέπη του μία σφαίρα. Την βρήκαν οι μπάτσοι των φυλακών, τον στείλανε κλοτσηδόν και έβαλαν τον Manson για δύο βδομάδες στην απομόνωση. Ο Manson τα έριξε όλα στον Boyd για αυτό το χουνέρι και από τότε τα σπάσανε. Ο Boyd πρέπει να κλαίει ακόμα τα βράδια κάτω από την κουβέρτα του για αυτό.
Ωραία, τα είπαμε για εξέχοντα νταχτιρντί του δικού μας με τα μεγάλα κωλόπαιδα της εποχής του, τώρα πάμε να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά σε λίγο πιο ήπια αλλά δημιουργικά ταχταρίσματα:
- 1983: O Boyd κάνει ένα όργιο με τα παλικάρια από τους Current 93 και τον Peter Christopherson των Coil και βγάζουν το “Nightmare Culture“
- 1984: Παρέα με τον Fad Gadget, που τότε ήθελε να τον αποκαλούν “Frank Tovey”, κυκλοφορούν το “Easy Listening for Hard of Hearing” το υλικό του οποίου είχε ηχογραφηθεί 3 χρόνια πριν.
- 1987: Κυκλοφορεί το “Blood and Flame” υπό την αιγίδα των NON — με υλικό ηχογραφημένο το 1983
- 1990: Σουρπράιζ! Σουρπράιζ! Ο Boyd μαζεύεται για παρτούζα με τον Douglas P. των Death in June, τον Tony Wakefold των Sol Invictus και δυο τρία ακόμα neofolk παλικαράκια και βγάζουν το “Music, Martinis and Misanthropy“, το πρώτο ξεκάθαρα neofolk πόνημα του Ριζάκου.
Από εκεί και πέρα μουσικά συνέχισε να αλλαξοκωλιάζεται με είδη και καλλιτέχνες, έχοντας χτίσει μια δαιδαλώδη και πολυποίκιλη δισκογραφία, αν και κατά τη γραφούσα τα industrial/noise και τα neofolk στοιχεία του είναι τα πιο έντονα.
Συνεχίζοντας, κάπου στο 1986 του κόλλησαν την ρετσινιά του Ναζί. Όμως ο Boyd μια φορά ναζής δεν είναι και όσο να ‘ναι τον έτσουξε αυτή η ρετσινιά, κυρίως γιατί του την φόρεσαν οι συνεργάτες του από την RE/Search.
Έβαλε λοιπόν τον δικηγόρο του LaVey να τους στείλει μια επιστολή, τρίζοντας τους τα δόντια και εξηγώντας τους πως ο πελάτης του δεν είναι ναζής. Αυτοί τότε τα πήραν και με τον LaVey, που τον λάτρευαν και θελαν να γράψουν βιβλίο για την αφεντιά του, τα έσπασαν με τον Boyd και δεν έγραψαν το βιβλίο τελικά. Εξαιτίας αυτού ο Boyd άρχισε να αποκτάει πολύ κακό όνομα στο San Francisco, αλλά λίγο τον έσκιαζε, μιας και σύντομα μετακόμισε στο Denver του Colorado.
Το “Denver Era” καλά κρατεί ακόμη. Από εκεί και μετά έχτισε την underground καριέρα του, πάνω στα άψογα θεμέλια που είχε ήδη στήσει. Συνεχίζει να βγάζει μουσική, να χώνει τα μούτρα του σε παραγωγές ταινιών και ντοκιμαντέρ, να κάνει παρέα με τους χαβαλέδες του Partridge Family Temple, να γράφει στο Modern Drunkard, να περιοδεύει και να τρελαίνει όσους ακόμα φοβούνται τους ναζίδες, να τρολλάρει τον κόσμο γύρω του και επί του γενικότερου να προσδίδει το φινετσάτο του “γαμώ και δέρνω” attitude.
Αυτά τα ολίγα για τον Rice. Ελπίζω να σε ερέθισα και να σε προπαγάνδισα όμορφα Μπορείς να τσεκάρεις εδώ το site του, στο οποίο θα βρεις δισκογραφίες, φιλμογραφίες, βιβλιογραφίες και πολλά άλλα ζουμερά, ενώ επίσης θα σου πρότεινα όπως έγραψα και παραπάνω να δεις το ντοκυμαντέρ που έχει γυριστεί για την πάρτη του το “Iconoclast“, το οποίο, αν σου αρέσει ο Boyd -ή έστω αν έχεις λίγο χιούμορ- θα το βρεις απολαυστικό.