Σκηνή Πρώτη: Πορτοκαλί χαρωπό τρενάκι, με ευρύχωρες μαλακές θέσεις και sci-fi τραπεζάκια. Ο Στέλιος και ο Θάμνος χοροπηδούν φρενιασμένα από το ένα ασήμαντο -μα τόσο κοσμοϊστορικό στα μάτια τους- θέμα στο άλλο. Μέσα σε χαζά γελάκια, συνωμοσίες για το πως θα αδειάσουν το τρένο από το linoleum και τι καΐλες θα σκαλίσουν πάνω σε αυτό, απορίες τύπου “τι πάει στραβά με τη πάρτη μας” και σκιτσάκια με αλλήθωρα σκελετούδια, έπεσε στο sci-fi τραπεζάκι και το εξής θεμελιώδες ερώτημα: “Τι άρθρο να γράψω για την επόμενη εβδομάδα;“
Τότε ο Θάμνος ενθουσιάστηκε και άρχισε να αλαλάζει: “Γράψε για τον αγαπημένο μου ζωγράφο! Εκείνον με τους παρανοϊκούς παρδαλούς πίνακες και τα ζουζουνιάρικα κτίρια! Που δεν θυμάμαι το όνομα του“.– ναι, και οι Θάμνοι έχουν αγαπημένους ζωγράφους άσχετα αν δεν θυμούνται πως τους λένε. Μόνο που χωρίς όνομα άκρη δε βγαίνει, οπότε το Ανό χάιδεψε τρυφερά τον Θάμνο, του είπε “δε πειράζει ψυχούλα μου” και συνέχισε να γλυκοκοιτάζει το linoleum στο δάπεδο του τρένου.
Σκηνή Δεύτερη: Ο Θάμνος και ο Στέλιος κάθονται στο τραπέζι της κουζίνας κατασπαράζοντας μαμίσιο σνίτσελ. Ο Θάμνος ξεμένει στο τραπέζι για άγνωστο λόγο, ενώ ο Στελάκος πηγαίνει στο σαλόνι όπου το γλυκύτατο Χόμπιτ που κάθεται στον καναπέ του λέει: “έλα σε λίγο, θα έχει αφιέρωμα στη τιβί για τον Hundertwasser“. Αμέσως μετά από αυτή τη δήλωση ακούστηκε η εκστασιασμένη φωνή του Θάμνου από την κουζίνα: “Αυτός είναι ο αγαπημένος μου ζωγράφος!“
Έτσι λοιπόν, αφού βρήκαμε το όνομα και κάναμε χάζι και στο αφιέρωμα, αποφασίσαμε πως αυτή την εβδομάδα στον αγκαθωτό καναπέ του Notorious Lives θα στρογγυλοκαθήσει ο Friedrich Hundertwasser (ελληνικά: Φρίντενσραϊχ Χουντερτβάσερ).
Όπως αναφέραμε ήδη, ήταν ζωγράφος που παράλληλα είχε παθιασμένα χαριεντίσματα με την αρχιτεκτονική. Ωραίος τρελάκιας, παρδαλός, γυμνιστής, αντι-τοταλιταριστής του κερατά και διάφορα άλλα τέτοια — είναι ότι πρέπει για την στήλη μας.
Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Θάμνο, ας δώσουμε εύσημα στο Χόμπιτ και ας πάμε να δούμε τον μπάρμπα Friedrich:
Γεννήθηκε στη Βιέννη στις 15 Δεκεμβρίου του 1928 και το πραγματικό του όνομα ήταν Friedrich Stowasser. Ένα χρόνο μετά τη γέννησή του έμεινε ορφανός από πατέρα, μιας και αυτός σκοτώθηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Βεβαίως δεν ήταν ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο πιτσιρίκι που έχασε γονιό σε εκείνο τον κακό χαμό. Όπως και να ‘χει, από τότε που έπαψε να είναι ένα άμπαλο πιτσιρδέλι που χέζει στα βρακιά του και κρέμεται από το βυζί της μάνας του, ανακάλυψε πως αγαπάει την ζωγραφική. Έπρεπε όμως να πατήσει τα 15 για να πιάσει τα κραγιόνια του και να αρχίσει να προσπαθεί να σχεδιάσει ότι έβλεπε τριγύρω του.
Πέραν αυτού, εκείνη την περίοδο μαζί με την μάνα του, προσπαθούσαν να αποφύγουν τους ναζίδες που με χαρά θα τους έκαναν σαπούνια μιας και η καταγωγή τους ήταν εβραϊκή. Τη γλύτωσαν φθηνά, μόνο και μόνο γιατί ο πατέρας του Friedrich ήταν καθολικός, οπότε και αυτοί το έπαιζαν χριστιανοί ώστε να αποφύγουν τον στιγματισμό και ο,τι επακόλουθο μπορούσε να έχει αυτός. Μάλιστα, επειδή οι ναζίδες δεν το είχαν πάρει γραμμή πως ο μπόμπιρας Friedrich ήταν εβραιόπουλο, τον έμπασαν στη Χιτλερική Νεολαία. Oh the irony!
Τρία χρόνια αφότου τελείωσε και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Friedrich ξεμπέρδεψε με το σχολείο και σαν καλός wannabe καλλιτέχνας γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης. Εκεί όμως έμεινε μόνο για ένα τρίμηνο. Ποιος ξέρει τι είδαν τα ματάκια του(“ΞΕΡΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ!” φωνάζει ο Θάμνος) και αποφάσισε να πάρει τους δρόμους για να βρει τη τέχνα του και όχι να παραμείνει στη κωλοσχολή. Έκανε λοιπόν ένα εκτενές tour στην Ιταλία και κατέληξε στο Παρίσι, μαζί με τον ζωγράφο René Brô.
Στο Παρίσι, έμενε με τον René και τη φαμίλια Dumage. Επιχείρησε να πάει στο Ecole des Beaux Arts, αλλά δεν άντεξε εκεί παραπάνω για μια ημέρα — “Μα τι διάολο παίζει εκεί στις σχολές καλών τεχνών και οι φοιτητές σηκώνονται και φεύγουν;” Δε θέλεις να ξέρεις αναγνώστη, δε θέλεις να ξέρεις.
Μπορεί λοιπόν να μην τελείωσε καμιά σχολή, αλλά δούλευε σαν παλάβρας και είχε ήδη αναπτύξει το δικό του στυλ. Και μπορεί συχνά η πολλή δουλειά να τρώει τον αφέντη, αλλά στην περίπτωση του δικαιώθηκε σχετικά νωρίς. Το 1952 έδειξε τα έργα του στην έκθεση του Art Club της Βιέννης και άρχισε να κερδίζει σιγά-σιγά καλλιτεχνική αναγνώριση. Εκείνη την περίοδο υιοθέτησε και το καλλιτεχνικό του προσωνύμι, το Hundertwasser.
Τα επόμενα χρόνια συνέχισε να εκθέτει σε Βιέννη και Παρίσι και το 1958 βρέθηκε στο Γιβραλτάρ, όπου παντρεύτηκε τη Herta Leitner.
Μη φαντάζεσαι βέβαια πως νοικοκυρεύτηκε ή κάτι τέτοιο. Συνέχισε τα ταξίδια και τα πάρε-δώσε με εκθέσεις και διαγωνισμούς. Το 1960 μάλιστα πήγε στην Ιαπωνία όπου εξέθεσε έργα του και βραβεύτηκε με το Mainichi Reward για αυτά. Εκεί γνώρισε και τη Yuko Ikewada, την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο — αφού χώρισε τη Herta πρώτα, βρε κουτό.
Βέβαια μάλλον δεν την πάλευε και πολύ με τις μονογαμικές σχέσεις — και ίσως, γενικά με τις “δεσμεύσεις”, αν κρίνουμε τις αντιδράσεις του μπροστά στην ακαδημαϊκή μόρφωση.
Μια 5ετία λοιπόν μετά, πήρε και η Γιαπωνέζα δρόμο. Άσε που στα καπάκια ένας μπάρμπας, ονόματι Ferry Radax, είπε να γυρίσει ντοκιμαντέρ με την πάρτη του Hundertwasser με τίτλο “Hundertwasser: Life in Spirals“. Καθένας της ψωλής του τον χαβά…
Τέλος πάντων, μετά το διαζύγιο και το ντοκιμαντέρ, πήρε και πάλι τους δρόμους και άρχισε να κάνει ομιλίες περί γυμνού, στις οποίες έσκαγε και ο ίδιος γυμνός. Περιττό να σου πω πως στις σχέσεις που είχε με τα μοντέλα του βάδιζε στα χνάρια του Schiele — ξέρεις τώρα, ξεγυμνωνόταν και αυτός μαζί τους, τα κουτούπωνε και άλλα τέτοια όμορφα. Απλά δεν πήδαγε δωδεκάχρονα.
Μέσα στα 70′s ξεκίνησε να κάνει χαρακτικά και, φυσικά, συνέχισε να γυροφέρνει σε όλη την υφήλιο. Συν τοις άλλοις άρχισε να φτιάχνει σχέδια για σημαίες, γραμματόσημα, κέρματα και αφίσες. Η φήμη του συνέχισε να τα πηγαίνει κομπλέ. Στην Ουάσιγκτον μάλιστα κάθε 18 Νοέμβρη, από τα 80′s και μετά, έχει καθιερωθεί η Hundertwasser Day. Εκείνη την περίοδο επίσης, τον Friedrich τον είχε πιάσει και το οικολογικό του και έκανε ομιλίες επί του θέματος από εδώ και από εκεί.
Μεταξύ 1983 και 1985, χτίστηκε στη Βιέννη -μετά από πολλή μανούρα και τρέξιμο για τον δικό μας- το Hundertwasserhaus. Τι είναι δαύτο; Μία πολυκατοικία παλαβιασμένη και παρδαλή Hundertwasser, την οποία ο δικός μας έφτιαξε αφιλοκερδώς για να μην λάχει και χτιστεί “οτιδήποτε άσχημο” σε εκείνο το σημείο. Περιττό να σου πω πως όταν πρωτοάνοιξε για το κοινό το κτήριο έγινε πατιρντί τρελό. 70,000 κόσμος και 1,000 Koru Flags του δικού μας. Α, οι σημαίες “Koru” ήταν το καμάρι του Friedrich, τις οποίες τις είχε κάνει για την Νέα Ζηλανδία χρησιμοποιώντας σχέδιο εμπνευσμένο από τους Maori.
Μεγάλη αγάπη η Νέα Ζηλανδία για τον θείο. Μόνο που κατάφερε να πάει εκεί προς τα τελευταία του. Όλο το μεσοδιάστημα, πριν γίνει πολίτης της Νέας Ζηλανδίας ξεχέστηκε με το να σπέρνει κτήριά του ανά τον κόσμο, να ζωγραφίζει και να κάνει όσο πατιρντί περισσότερο ήταν δυνατόν.
Το 1999 πήρε την γαμημένη την Νεοζηλανδική υπηκοότητα, αλλά δεν πρόλαβε να την χαρεί. 19 Φεβρουαρίου του 2000 τον βρήκε ο Χάρος πάνω στο Queen Elizabeth II καθώς γυρόφερνε στους ωκεανούς. Too bad for him I guess.
Αυτά για τον μπάρμπα. Η δουλειά του μας έμεινε βέβαια, όμορφη, παρδαλή και συνεχώς εκτεθειμένη, ιδίως τα κτήρια του που δεν πάνε πουθενά.
Ήμουν σύντομη και δεν σε κούρασα θαρρώ, σε τάισα και χρωματάκια, πρέπει να είσαι χαρούμενο.
Θα σε αφήσω τώρα πάω να ονειρευτώ linolea…