ΑρχικήΤι είναιEgil Skallagrimsson: Ο οξύθυμος Βίκινγκ που έγραφε λυρική ποίηση

Egil Skallagrimsson: Ο οξύθυμος Βίκινγκ που έγραφε λυρική ποίηση

Οι χρονομηχανές είναι υπέροχες, πρώτον γιατί σε αφήνουν να κάνεις εκδρομούλες πέρα δώθε στο ρου της ιστορίας και να πίνεις καφέ, αψέντι και μπύρα με διάφορα ενδιαφέροντα ατομάκια και δεύτερον, γιατί έχουν καταπιαστεί οι Coil με αυτές, και οι Coil είναι αδιαμφισβήτητα καταπληκτικοί με αποτέλεσμα να δίνουν μία επιπλέον διάσταση με ότι καταπιάνονται.

“Τι φάση με τις χρονομηχανές;” θα ρωτήσεις.

Ε, να μωρέ σήμερα έλεγα να σε βάλω στην δική μου χρονομηχανή και να σε γυρίσω πολύύύ πιο πίσω απ’ όσο συνηθίζω.

Στο 910 μ.Χ. Να σε πληροφορήσω εξ αρχής, ότι θα έχουμε μερικές αναταράξεις και ίσως αναγκαστούμε να αμφιταλαντευτούμε λίγο, μεταξύ ιστορικής αλήθειας και θρύλου. Ελπίζω να μην αρχίσεις να ξερνάς στην πορεία, γιατί θα χάσεις πολλά ωραία. Έλα κόπιασε, κάτσε στην θεσούλα σου, δέσε την ζώνη σου και πάμε.

Χρονολογικά, όπως σου είπα, βρισκόμαστε στο 910, γεωγραφικά πέσαμε στην όμορφη και παγωμένη Ισλανδία. Θα σε συμβούλευα λοιπόν να βάλεις το αρκουδοτόμαρό σου για να βγούμε παγανιά και να stalk-αρουμε την ζωή του Egil Skallagrimsson.

Να σε πληροφορήσω πως ο κύριος Egil είναι, εν μέρει, από εκείνους τους βάρβαρους vikings στους οποίους σε έχουν συνηθίσει οι διάφορες κινηματογραφικές και λογοτεχνικές πηγές της pop κουλτούρας. Σκληροτράχηλος, αλκοολικός, και πάντοτε έτοιμος να ανοίξει κεφάλια με την παραμικρή αφορμή — δεν είχαν ιδέα για το πως να διαχειρίζονται τα anger issues τους τότε.

Αυτό που τον διαφοροποιεί όμως από τους υπόλοιπους “γαμάω και δέρνω” συμπατριώτες του είναι ότι πίσω από το θεόρατο του ανάστημα και τη δύσμορφη φάτσα του, έκρυβε μια αρκετά εκλεπτυσμένη ψυχή και όταν δεν πετσόκοβε τους άντρες του Eirik Bloodaxe έγραφε ποίηση. Λυρική μάλιστα. Ωραίος τύπος, αντιφατικός, chaotic neutral και αντί-ήρωας.

Τέρμα με τις συστάσεις, έλα να φάμε ψητό δράκο και να κάνουμε χάζι στην ζωή του Egil.

Γεννήθηκε το 910 λοιπόν, ο πατέρας του ήταν ο Skallagrim, εξ ου και το επίθετο του λοιπόν (Skallagrim’s son, τι δεν κατάλαβες;). Ο μπαμπάς Skallagrim ήταν τσιφλικάς και άρχοντας στην Νορβηγία, αλλά σε κάποια φάση ανέβηκε προς Ισλανδία μεριά γιατί δεν τα είχε καλά με τον βασιλιά Harald τον Ξανθούλη (Harald Fairhair). Εκεί το γύρισε σε έμπορος, και αμόλησε τέσσερα κουτσούβελα, τον Thorolf, την Saeunn, την Τhorunn και τέλος τον Egil.

O Egil από μικρή ηλικία ήταν πολύ πιο έξυπνος σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδάκια. Για παράδειγμα, λέγεται πως το πρώτο του ποίημα το έγραψε σε ηλικία 3 ετών — ενώ εσύ στα τρία σου ούτε την λέξη “μπάλα” δεν μπορούσες να προφέρεις σωστά. Το κακό με την αφεντιά του ήταν πως είχε αρκετά anger issues. Μπορούμε να πούμε πως ο berserker μέσα του, ξυπνούσε με μεγάλη ευκολία και όταν ξαναπήγαινε για νάνι, άφηνε τον Egil ανάμεσα σε στοίβες κατακρεουργημένων πτωμάτων και με πολλά προβλήματα να τον κυνηγούν.

Το πρώτο περιστατικό μανίας του Egil παρουσιάζεται στα 7 του χρόνια, κατά το Egil Saga (για το οποίο θα σου μιλήσω αργότερα). Στα 7 του λοιπόν, ο μικρός Egil έπαιζε με τα υπόλοιπα κουτσούβελα, έξω στις παγωμένες αγροικίες της Ισλανδίας. Πάνω στο παιχνίδι έγινε κάποια παρεξήγηση, κάποιο μούλικο τον χτύπησε/ του το ‘παιξε ιστορία, και ο μικρός Egil αντί να γυρίσει σπίτι για να χωθεί κάτω από τα φουστάνια της μάνας του, γύρισε σπίτι, πήρε ένα τσεκούρι και κανόνισε το κακό bully ανοίγοντάς του το κεφάλι σαν ρόδι. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί και η μπάλα πήρε άλλα επτά άτομα. Ζόρικος πιτσιρικάς ο Egil.

Μεγαλώνοντας σαν σωστός viking θεώρησε πως θα ήταν καλό να γίνει πολεμιστής και να μπαρκάρει για Νορβηγία, οπότε φορτώθηκε, με το ζόρι, στον αδερφό του τον Thorolf οπού ήτανε παλιά τσατσά στις επιδρομές και τα ταξίδια. Έτσι ο Egil βγαίνει από την Ισλανδία και πάει να σκορπίσει ποίηση και θάνατο αλλού.

Για καιρό δεν δημιούργησε ιδιαίτερα προβλήματα παρά, το ότι ήταν οξύθυμος και διόλου διπλωμάτης. Αλλά τέτοιες περίοδοι ηρεμίας κρατάνε λίγο.

Έτσι ένα βράδυ ήταν καλεσμένος στην γιορτή ενός τύπου ονόματι Bard. ο οποίος ήταν ακόλουθος του βασιλιά Eirik Bloodaxe (που, μάντεψε, ήταν ο χαϊδεμένος γιος του Harald) και η γιορτή ήταν οργανωμένη προς τιμήν του βασιλιά. Πάνω στο γλέντι λοιπόν, από το πολύ αλκοόλ οι περισσότεροι καλεσμένοι είχανε γίνει λιάρδα, έπεφταν σαν τις μύγες κάτω, ξερνοβολούσαν και η κατάσταση θύμιζε λίγο πολύ λυκειακό πάρτι βγαλμένο από αμερικάνικο teen movie, μόνο που αντί για ξεπλυμένα άτριχα αγοράκια είχε τριχωτά ντούκια με προβιές.

Όλοι είχαν γίνει χάλια, εκτός από τον Egil, ο οποίος κατέβαζε τα κέρατα του σε μπύρα (κυριολεκτικά “τα κέρατα του” αφού σαν καλός βάρβαρος έπινε μέσα από κέρατο) και μετά άρχισε να βγάζει στιχάκια και να κοροϊδεύει τον Bard που τον σέρβιρε, καθώς διαλαλούσε ότι “διψάει ακόμα“.

Ο Bard απηυδισμένος, αφού ο Egil έκανε τρελή κατανάλωση, τον προσέβαλε και δεν έλεγε να πέσει κάτω ξερός από το πιώμα όπως οι υπόλοιποι, πήγε και ρουφιάνεψε το όλο σκηνικό στην βασίλισσα Gunnhilda, γυναίκα του Eirik, η οποία φυσικά δεν ήταν παρούσα στο δωμάτιο του πιόματος. Αυτή έδωσε στον Bard λίγο δηλητήριο, το οποίο ανακάτεψε με τη μπύρα, την έβαλε σε ένα ποτήρι και την έδωσε σε μια κοπελιά να την πάει στον Egil.

Ο Egil όμως, παρόλο που είχε πιει “όλο το Βόσπορο” κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Πήρε λοιπόν τον φίλο του τον Aulvir από το χέρι (που ήταν επίσης λιάρδα και ο Egil από ένα σημείο και μετά, κατέβαζε και το δική του μπύρα) για να φύγουν. Ο Bard τους σταμάτησε, για να δώσει “ένα αποχαιρετιστήριο ποτό” στον Egil μήπως και σώσει την κατάσταση.

Ο Egil το ήπιε, πέταξε κάτω το κέρατο και είπε:

Ale is borne to me, for ale
Aulvir now maketh pale.
From ox-horn I let pour
‘Twixt my lips the shower.
But blind they fate to see
Blows thou bring’st on thee:
Full soon from Odin’s thane
Feel’st thou deadly rain.

Και όταν τελείωσε, έβγαλε το σπαθί του και σκότωσε τον Bard.

Μετά το φονικό χάθηκε μέσα στην νύχτα, αφήνοντας τον Aulvir να ξερνάει δίπλα στο πτώμα του Bard. Ύστερα από κάποια ώρα, έσκασε μύτη τον τόπο του εγκλήματος ο Bloodaxe. Φυσικά κατάλαβε πως την δουλειά την έκανε “ο τεράστιος τύπος που έπινε όλο το βράδυ” και έστειλε τους άντρες του να τον βρουν και να τον σκοτώσουν, και φυσικά να μην αφήσουν βάρκα ή πλοίο να φύγει από το λιμάνι μέχρι να βρεθεί και να εκτελεστεί ο ένοχος.

Ο Egil όλο το βράδυ έψαχνε για κάποια βάρκα ώστε να την πουλέψει, αλλά φευ!

Ξημερώνοντας, είδε στον ορίζοντα ένα άλλο νησί, το οποίο δεν φαινόταν να πέφτει και πολύ μακριά. Οπότε έκανε έναν μπόγο με ότι μεταλίκι και αντικείμενο κουβαλούσε πάνω του, τον έδεσε στην πλάτη του και τσούκου-τσούκου άρχισε να κολυμπάει προς το νησί. Τώρα βέβαια δεν κόβουμε και τον κώλο μας πως έγινε έτσι ακριβώς, γιατί το “Egil Saga” (που αποτελεί κύρια πηγή για την ζωή του Egil και για το άρθρο) δεν είναι ιστορικό κείμενο, οπότε στάνταρ υπάρχουν υπερβολές. Μπορεί όντως να ήταν σκληροτράχηλος και να κολύμπησε, μπορεί να βρήκε καμιά βαρκούλα και να πήγε έτσι, όπως και να ‘χει, προς στιγμήν ήταν ασφαλής από τους άντρες του Bloodaxe.

Το νησάκι λεγόταν Sheppey και ήταν γεμάτο φρύγανα, ζωάκια όπως πρόβατα και βόδια και ήταν υπόλογο στο νησί Atla, στο οποίο είχε γίνει το φονικό του Bard. Φυσικά οι άντρες του Eirik αφού θέρισαν το Atla και δεν βρήκαν ίχνος του ψηλού, αποφάσισαν να πάρουν σβάρνα τα τριγύρω νησιά και -μα την Τύχη του Egil,τη χορεύτρια- ο πρώτος τους προορισμός ήταν το Sheppey. Βέβαια ο Egil τους πήρε πρώτος χαμπάρι, κρύφτηκε, την κατάλληλη στιγμή έσφαξε τρεις από αυτούς, πήρε την βάρκα τους και έφυγε.

Μετά από πολλή ταλαιπωρία γύρισε σπίτι και τον επόμενο χειμώνα τον περάσε μαζί με τον αδερφό του τον Thorolf στου άρχοντα Thorir, ο οποίος προσπάθησε να καθαρίσει το όνομα του Egil και να πείσει τον βασιλιά να πάψει να τον κυνηγάει. Ο Bloodaxe εν τέλει δέχτηκε, άσχετα αν κρατούσε μανιάτικο στον Egil και σε όλο του το σόι. Και όλο αυτό με το αζημίωτο, αφού ο Thorir αναγκάστηκε να πληρώσει ένα παχυλό “πρόστιμο” για να του γίνει η χάρη.

Την άνοιξη οι αδερφοί Skallagrimsson μπάρκαραν, μαζί με αρκετούς ακόμα πλιατσικολόγους vikings και αφού μάζεψαν αρκετά λάφυρα την έπεσαν κατά Δανία μεριά για όλο το καλοκαίρι. Μετά πάλι επιδρομές και μετά κατέληξαν στην Ολλανδία στον κόμη Arnfid όπου ο Egil είχε κάτι ρομαντικά σουξουμουξου με την κόρη του. Στην συνέχεια πήγαν στα νησιά Brenn και μετά κατέληξαν πάλι φιλοξενούμενοι του Thorir.

Κάπου εκεί η Gunnhilda, η σκύλα γυναίκα του Bloodaxe, έστειλε τα αδέρφια της Skreyja και Alf να σφάξουν τον Egil και τον Thorolf, γιατί πολύ απλά της έμπαιναν στο μάτι — και ίσως ο Bloodaxe δεν την πήδαγε τόσο καλά, γι’ αυτό ήθελε να ξεδώσει αλλού. Από ότι καταλάβατε όμως, δεν ήταν να τα βάζεις με τους γιους του Skallagrim και τα αδέρφια της βασίλισσας κατέληξαν λίπασμα για πατάτες. Φυσικά, μετά από αυτό έπρεπε να τρέξουν σαν τον άνεμο μακριά από την Νορβηγία και να μην ξαναπατήσουν το πόδι τους εκεί, για κανέναν λόγο.

Κάπου εκεί λοιπόν κατέληξαν στις υπηρεσίες του Athelstan, βασιλιά των Άγγλων, οποίος πολεμούσε ενάντια στον βασιλιά Olaf της Σκοτίας — ναι, η έχθρα μεταξύ δαύτων καλά κρατούσε από τότε. Τα πήγαιναν καλά ενάντια στους αλκοολικούς τσιφούτιδες με τις καρό φουστίτσες, και ο Athelstan αποφάσισε να δώσει στον Thorolf την αρχηγεία μιας μικρής ομάδας ανδρών. Δυστυχώς, σε μια σύρραξη της ομάδας του Thorolf με μια ομάδα Σκωτσέζων στρατιωτών του Olaf, ο Thorolf χτυπήθηκε θανάσιμα και οι στρατιώτες του άρχισαν να υποχωρούν, καθώς οι Σκωτσέζοι τους γιούχαραν και πανηγύριζαν την νίκη τους.

Βλέποντας ο Egil τους στρατιώτες του αδερφού του να γυρίζουν στο στρατόπεδο χεσμένοι κατάλαβε τι είχε συμβεί. Γυρίζει το μάτι του λοιπόν, παίρνει τους άντρες του και πάει να κόψει σκοτσέζικα κωλιά. Περιττό να πούμε ότι δεν έδειξε έλεος. Ξεπάστεψε το γκρουπάκι που είχε κατατροπώσει την ομάδα του αδερφού του και μετά κατευθύνθηκε προς το μέρος που είχε το εκλεκτό του τάγμα ο Olaf. Eκεί τους έκανε να υποχωρήσουν με την ουρά στα σκέλια και ύστερα από αυτό ο Athelstan μπήκε στο παιχνίδι, έγινε σφαγή, ο Σκωτσέζος βασιλιάς έπεσε, και ο πόλεμος κερδήθηκε.

Ο Egil, αφού κόπασε ο πανικός, βρήκε το πτώμα του αδερφού του και το έθαψε με τις δέουσες τιμές. Και μετά από την κηδεία αναγκάστηκε να πάει στο γλέντι του βασιλιά Athelstan, όπου βεβαίως, βεβαίως πανηγύριζε την νίκη του. Ο βασιλιάς τον έβαλε να καθίσει στο ίδιο ύψος με αυτόν, απέναντι του. O Egil δεν μιλούσε και δεν έπινε, μέχρι που ο βασιλιάς του έδωσε ένα δακτυλίδι του. Τότε αποφάσισε να σταματήσει το στραβομουτσούνιασμα και να κάνει μια πρόποση για τον βασιλιά και την νίκη του. Στο τέλος ο βασιλιάς του έδωσε πεσκέσι δύο σεντούκια γεμάτα ασήμι και όταν ο Egil με το καλό αποφάσισε να γυρίσει στα μέρη του, ο βασιλιάς τον παρακάλεσε να ξανάρθει. Δεν αφήνεις τέτοιον πολεμιστή να σου φύγει έτσι.

Γυρνάει λοιπόν στην Ισλανδία, προσφέρεται να γίνει προστάτης της Asgerdr, της χήρας του αδερφού του, εκείνη του αρνείται ευγενικά και ο Egil ξεμένει στα πάτρια εδάφη του, όλο το φθινόπωρο, πίνοντας ελάχιστα και όντας μουρτζούφλης το 90% του χρόνου του. Τελικά τον ψαρεύει ο Arinbjorn, ο οποίος ήταν συγγενής και προστάτης της Asgerdr, και συνειδητοποιεί πως ο Egil είχε καψουρευτεί την χήρα του αδερφού του γι’ αυτό είχε τα χάλια του και το ‘χε ρίξει στην ερωτική ποίηση. Η αντίδραση του σε όλο αυτό ήταν: “Μην κολλάς αδερφέ, μίλα της, και αν θέλεις βοήθεια από εμένα θα την έχεις“. Οπότε ο Egil κάνει ερωτική εξομολόγηση στην Asgerdr και αυτή του λέει πως για να τον παντρευτεί πρέπει πρώτα να πάρει την άδεια του πατέρα της. Όλα πήγαν κατ’ ευχήν με το προξενιό και τελικά έγιναν οι γάμοι του Egil και της Asgerdr.

Φυσικά λόγω καταγωγής και συνήθειας, δεν μπορούσε ακόμα και παντρεμένος να κάτσει στα αυγά του, οπότε την άνοιξη μπαρκάρει με ένα εμπορικό πλοίο. Χωρίς πολλά παρατράγουδα γυρνάει πάλι πίσω και στην επόμενή του εξόρμηση αποφασίζει να πάρει και την Asgerdr μαζί του. Το θέμα ήταν τώρα θυμήθηκε να διεκδικήσει την περιουσία που μπορεί να άφησε ο πατέρας του πάνω στη Νορβηγία. Καλά κρασιά! Και φυσικά για να την πάρει, έπρεπε πρώτα να περάσει από τον Bloodaxe και την σκύλα γυναίκα του. Έβαλε τον Arinbjorn ως εκπρόσωπο του μήπως και καταφέρει τίποτα, αλλά τζίφος. Με την “υπέροχη” σχέση που είχε ο Egil με το βασιλικό ζεύγος, δεν υπήρχε περίπτωση να του γίνει η χάρη. Κάθε άλλο η Gunnhilda θέλησε να δώσει την περιουσία του Egil στον κουνιάδο του, Bergonund ο οποίος τα είχε πλακάκια με την βασίλισσα.

O Egil βέβαια, απ’ όσο έχετε καταλάβει ως τώρα, δεν τα σήκωνε κάτι τέτοια. Αρχικά πήγε στα λημέρια του Bergonund και του έσκισε τα ράμματα, μετά φεύγοντας από εκεί με τη βάρκα του “έπεσε” πάνω στο καράβι που κουβαλούσε τον πρίγκιπα Rognvaldr, γιο του Eirik, και μετά έπεσε πάνω σε αυτό κυριολεκτικά, ανέβηκε πάνω και σκότωσε όλο το πλήρωμα μαζί με τον χαϊδεμένο γιο του βασιλιά — μίσος αέναο αυτά τα σόγια! Μετέπειτα κατευθύνθηκε προς στο αρχοντικό του μακαρίτη του Bergonund, το σήκωσε όλο, έριξε μια κατάρα στον βασιλιά και στην βασίλισσα που του έβγαλαν το λάδι ως τώρα και γύρισε στην πατρίδα του ματσωμένος.

Μετά από αυτά έζησε και άλλες περιπέτειες και σφαγές, και όταν με το καλό ο Bloodaxe πήρε πόδι από τον θρόνο της Νορβηγίας τον διαδέχτηκε ο Hacon, οπού ήταν ο θετός γιος του Athelstan, ο Egil πήρε επιτέλους την περιουσία που δικαιούταν.

Από ένα σημείο και μετά όμως η σωματική του ρώμη άρχισε να τον προδίδει και αναγκάστηκε να μαζευτεί από τις θάλασσες και τις περιπέτειες και να αφιερωθεί στην οικογένειά του.

Και από εκεί που ήταν ο φόβος και ο τρόμος της Σκανδιναβίας, έγινε ένας ήρεμος γέροντας, που έγραφε ποίηση -αυτό το έκανε βέβαια και πριν ηρεμήσει- βοηθούσε και θεράπευε όποιον το είχε ανάγκη και τελικά απεβίωσε το 990 σε ηλικία 80 ετών.

Όμως μέχρι τώρα σου μίλησα κυρίως μόνο για τις καφρίλες αυτού του τύπου, ο οποίος όμως είχε και μια ευαίσθητη ποιητική πλευρά.

Η λυρική ποίηση του Egil λοιπόν, θεωρείται από τα πιο όμορφα κομμάτια λυρικής ποίησης της Σκανδιναβίας. Ξέρεις, εκεί επάνω είχαν παράδοση σε κάτι τέτοια.

Όπως σου είχα προαναφέρει το πρώτο του ποίημα λέγεται πως το έγραψε στα τρία του χρόνια. Γενικά, να ξέρεις πως η ποίησή του Egil περιστρέφεται γύρω από περιστατικά της ζωής του, και εκείνο το πρώτο του ποίημα του είχε να κάνει με ένα σκηνικό όπου ο παππούς του τον είχε καλέσει σε ένα γλέντι και ο πατέρας του δεν τον άφηνε να πάει γιατί: “Είσαι ένα ατίθασο πλάσμα, αν σε αφήσω να πας εκεί και πιεις κιόλας, θα με κάνεις ρεζίλι!” ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων (παρεμπιπτόντως, οι μικροί vikings κατέβαζαν εξίσου πολύ αλκοόλ με τους ενήλικες). Οπότε ο τρίχρονος Egil σαν ανυπάκουο και ατίθασο πνεύμα, βρίσκει ένα άλογο-πόνυ υποθέτω-πάει στο γλέντι και όχι μόνο δεν γίνεται ρεζίλι, αλλά ευχαριστεί τους πάντες με την παρουσία του και την επόμενη μέρα γράφει το εξής ποίημα πάνω στο περιστατικό:

Here I am at the hearth
Of my host, Yngvar
The Generous, who grants
Gold to heroic men;
Free-handed fosterer,
You’ll find no three-year
Babe among bards
More brilliant than me

Καθόλου άσχημα για τρίχρονο. Το ‘χε βέβαια από τότε καβαλημένο το καλάμι, αλλά ο καθένας στην θέση του πιστεύω πως δεν θα το έπαιζε πράος και ταπεινός.

Πολλά μέρη της ποίησης του, υπάρχουν καταγεγραμμένα στο “Egil Saga”, το οποίο είναι ένα επικό κείμενο που περιγράφει την ζωή του Egil και της οικογένειάς του και το πρώτο του αντίγραφο χρονολογείται τον 12ο αιώνα. Για την ιστορική του ακρίβεια δεν μπορούμε να είμαστε εντελώς σίγουροι -σαν επικό κείμενο έχει κάποιες υπερβολές- αλλά στην απόδοση ορισμένων ιστορικών γεγονότων πέφτει μέσα. Αν θέλετε να το διαβάσετε και να μάθετε περισσότερες λεπτομέρειες για την ζωή του Egil, τους προγόνους του και το όλο πατιρντί που έπαιζε εκείνον τον καιρό, μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Τέλος ο Egil καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του ασχολούνταν με τους ρούνους και την μαγεία τους, η οποία λέγεται πως τον είχε σώσει πολλές φορές από διάφορες κακοτοπιές και με την οποία ενίοτε βοηθούσε και τον κόσμο τριγύρω του.

Ένα τέτοιο περιστατικό αναφέρεται στο Egil Saga και λέει για μια κοπέλα που είχε πέσει βαριά άρρωστη και οι γονείς της ζήτησαν από τον Egil να δει τι έχει. Εκείνος την εξέτασε και μετά έψαξε κάτω από το κρεβάτι της, οπού βρήκε ένα κόκαλο πάνω στο οποίο ήταν σκαλισμένοι ρούνοι που υποτίθεται πως έφερναν την αγάπη. Το κακό ήταν πως, κατά τον Egil, αυτός που τους χάραξε ήταν άσχετος και οι ρούνοι αυτοί δεν έφερναν αγάπη, αλλά αρρώστια, οπότε πέταξε το κόκαλο στην φωτιά, χάραξε τους δικούς του ρούνους για υγεία και μετέπειτα έγραψε ένα ποίημα πάνω σε αυτό, το οποίο έχουν μελοποιήσει οι Faun στο τραγούδι τους “Egil Saga“. Στο αφήνω και αν θέλεις μπορείς να το ακούσεις:

Και τώρα μπορούμε να ξαναμπούμε μέσα στην χρονομηχανή μου και να γυρίσουμε στο άχαρο παρόν, με τη κρίση, την κακογουστιά, την απαράδεκτη πεζότητα και όλα αυτά τα απελπιστικά, που μας κάνουν να θέλουμε να πάρουμε το τσεκούρι μας και ωσάν τον Egil να αρχίσουμε να ανοίγουμε κεφάλια…

Μην φεύγεις, δεν τελειώσαμε σου έχω λίγες ακόμη σπαρταριστές πληροφορίες για τον Egil Skallagrimsson.

Σου είχα αναφέρει στην εισαγωγή ότι ο Egil εκτός από ντούκι ήταν και αρκετά άσχημος.

Λέγεται λοιπόν ότι έπασχε από Σύνδρομο του Paget, εξού και η ασχήμια, το κακοφορμισμένο κρανίο, οι εξάψεις θυμού και στην μετέπειτα ζωή του η κακή όραση, τα προβλήματα ισορροπίας και οι πόνοι στα κόκαλα.

Το πιθανότερο σενάριο είναι πως το εν λόγω σύνδρομο καλά κρατούσε στην οικογένεια του Egil, αφού στο Egil Saga αναφέρεται πως ο πατέρας και ο παππούς του είχαν παρόμοια θέματα — Genetics. Fucking genetics!

Πάντως οφείλεις να τον παραδεχτείς, πως παρά την ασθένειά του την πάλεψε αξιοπρεπέστατα. Αν είχε εσύ σύνδρομο του Paget θα κλαψομουνιαζόσουν συνέχεια. Όχι πως και ο Egil από ένα σημείο και μετά δεν άρχισε να παραπονιέται, που έπεφτε σαν πέτρα στο έδαφος ή που πονούσε και κρύωναν τα πόδια του- έχει γράψει και ποίημα για τις παγωμένες του πατούσες μάλιστα- αλλά την γκρίνια την άρχισε στα γερατιά του, εσύ υποθέτω θα την ξεκινούσες πολύ νωρίτερα.

Επίσης, αν και δεν σε κόβω ψημένο, μπορείς να βρεις ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τον Egil και το Σύνδρομο του Paget εδώ.

Αυτά από εμένα, πάω να πιω το τσίπουρο υδρόμελι μου και τα λέμε από βδομάδα.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166