ΑρχικήΤι είναιΚύπρος: Οι Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου. Πληροφορίες

Κύπρος: Οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Πληροφορίες

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (ή αλλιώς Συνθήκες) σημάδεψαν όσο λίγα γεγονότα την ιστορία της Κύπρου. Ως κατάληξη ενός μεγάλου αγώνα με αίτημα την ένωση με την Ελλάδα οι συνθήκες αυτές σηματοδοτούν την αφετηρία της νέας ιστορικής πορείας του νησιού, από το καθεστώς της αποικίας σ’ αυτό του ανεξάρτητου κράτους και αντικατοπτρίζουν ένα περίπλοκο πλέγμα ευσεβών πόθων, συμφερόντων, ισορροπιών και έντονου παρασκηνίου.

Ένας από τους ελάχιστους μάρτυρες αυτού του παρασκηνίου ήταν ο αείμνηστος πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού. Λίγο πριν πεθάνει μας κατέθεσε την προφορική του μαρτυρία για τα γεγονό- τα, την οποία δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Χάρη σ’ αυτήν βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά άγνωστα στοιχεία.

Κατά τη δεκαετία του 1940 οι ελπίδες των Ελληνοκυπρίων φαίνονταν περισσότερο πραγματοποιήσιμες από ποτέ (1). Η συμπαράταξη Ελλάδας και Βρετανίας έναντι του Αξονα δημιούργησε εύλογες ελπίδες τόσο στους Κυπρίους όσο και στην επίσημη ελλαδική ηγεσία ότι η ένωση ήταν πλέον ορατή.

Εντούτοις, παρά τις έντονες προσπάθειες των ελληνικών κυβερνήσεων στο διάστημα 1940-1945 και της εκπεφρασμένης επιθυμίας των Κυπρίων, η πολυπόθητη ένωση με την Ελλάδα δεν επετεύχθη εξαιτίας της άρνησης της Βρετανίας.

Κατά την περίοδο που ακολούθησε φαίνεται ότι και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου (ΑΚΕΛ), το οποίο είχε ιδρυθεί το 1926, ήταν θετικό απέναντι στο αίτημα για ένωση, όπως αποδείχθηκε το 1946, όταν απέρριψε το σχέδιο του υφυπουργού αποικιών Α. Creech-Jones, το οποίο δεν προέβλεπε ένωση. Στη συνέχεια, όμως, το ΑΚΕΛ φάνηκε να διαφοροποιείται από την Εθναρχία (κυπριακή Δεξιά) όταν δέχθηκε να συμμετάσχει -σε αντίθεση με εκείνη- στη Συμβουλευτική Συνέλευση που θα εκπονούσε νέο σύνταγμα για την εσωτερική διακυβέρνηση της Κύπρου.

Εντούτοις, εξαιτίας περιστασιακών συγκυριών, το ΑΚΕΛ συναντούσε συνεχώς αδιέξοδα, έχοντας να αντιμετωπίσει τόσο την Εθναρχία που το κατηγορούσε για προδοσία, όσο και την πολεμική των Βρετανών. Ετσι, συμπαρατάχθηκε με το αίτημα της ένωσης, η οποία αποτελούσε πάγιο αίτημα της κυπριακής Δεξιάς.

Ακολούθησε το δημοψήφισμα του Ιανουαρίου του 1950 κατά το οποίο ποσοστό 97,7% των Ελληνοκυπρίων τάχθηκε υπέρ της ένωσης. Τον ίδιο χρόνο, μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β’, κατέλαβε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο Μακάριος Γ’. Οι πιέσεις προς τη Βρετανία να δεχθεί την αρχή της αυτοδιάθεσης εντάθηκαν μετά την προσφυγή της κυβέρνησης Παπάγου στον ΟΗΕ. Το θέμα τέθηκε στη Γενική Συνέλευση του διεθνούς οργανισμού τον Δεκέμβριο του 1954 και κατέληξε σε διπλωματική ήττα για την Ελλάδα, αφού αποφασίσθηκε να μη συζητηθεί προσωρινά. Η υπόθεση είχε οδηγηθεί σε αποτελμάτωση.

Την 1η Απριλίου 1955 οι πράξεις διαδέχθηκαν τα λόγια. Η Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) με αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα άρχισε ένοπλη δράση κατά των Βρετανών. Στόχος δεν ήταν, βέβαια, η εκδίωξη των βρετανικών στρατευμάτων από το νησί, αλλά η διακήρυξη της αταλάντευτης βούλησης για ελευθερία και η συνακόλουθη δημιουργία προϋποθέσεων για πολιτική επίλυση του προβλήματος. Η τριμερής διάσκεψη του Λονδίνου (Ελλάδας-Βρετανίας-Τουρκίας) για εξεύρεση λύσης απέτυχε μετά τα επεισόδια που προκλήθηκαν από τον κατευθυνόμενο τουρκικό όχλο εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.

Ο Σπύρος Κυπριανού θεώρησε πως «ήταν μέγα σφάλμα το ότι ο Στεφανόπουλος πήγε να μετάσχει της Τριμερούς. Και μάλιστα διέπραξε κι ακόμα μεγαλύτερο σφάλμα ο Στεφανόπουλος όταν άρχισαν οι ταραχές, οι σφαγές των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη οι διωγμοί, δε σηκώθηκε να φύγει. Εμεινε εκεί, στη διάσκεψη, με την ελπίδα κάτι να υπάρξει το θετικό, αλλά ήταν εντελώς αδύνατο πλέον, εφόσον ήταν γνωστότατο ότι η Βρετανία έφερε την Τουρκία στο προσκήνιο για να παρεμποδίσει λύση Ενώσεως ή ανεξαρτησίας. Ηταν η περίοδος που η Βρετανία ήθελε την Κύπρο ως βάση, όχι βάση στην Κύπρο, ήταν η περίοδος που κράτησε μέχρι τη Ζυρίχη σχεδόν, που ήθελε την Κύπρο ως βάση».

Οι διεθνείς επαφές του Κυπριανού

Τα πράγματα οδηγούντo σε όλο και μεγαλύτερη έξαρση της βίας, αφού οι Βρετανοί δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν αυστηρά κατασταλτικά μέσα κατά των Κυπρίων και τελικά να εξορίσουν από το νησί και τον ίδιο τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο (μαζί με τον μητροπολίτη Κυρηνείας) στις Σεϋχέλλες. Μέσα σε αυτό το κλίμα ανδρώθηκε ο Σπύρος Κυπριανού. Ήδη από το 1950 υπήρξε στενός συνεργάτης του Μακαρίου. Αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:

«Οι βασικές μου σπουδές ήταν νομικά και κράτησαν τρία χρόνια, από το ’51 ως το ’54. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ήμουν αναμεμειγμένος, σε επαφή με τον Αρχιεπίσκοπο. Είχα ιδρύσει την Εθνική Φοιτητική Ενωση Κυπρίων Αγγλίας. Εγώ υπήρξα ο πρώτος πρόεδρος. Ο λόγος που την ιδρύσαμε τότε, μαζί με μια ομάδα άλλων συμφοιτητών, ήταν για να δραστηριοποιηθούμε για τη διαφώτιση για το κυπριακό πρόβλημα στους χώρους των Πανεπιστημίων, στη Βουλή των Κοινοτήτων. Είχαμε καταφέρει να γνωρίσουμε αρκετούς από τους βουλευτές, ιδίως του Εργατικού Κόμματος, να δημιουργήσουμε ένα κλίμα καλό, θετικό για την κυπριακή υπόθεση. Μεγάλη ιστορία, δεν μπορεί κανείς να τα περιγράψει όλα, απλώς τα πιο βασικά».

Και συνεχίζει λέγοντας:

Τελείωσα το ’54 αλλά έμεινα στο Λονδίνο ως αντιπρόσωπος της Εθναρχίας πλέον. Η σκέψις ήταν κατά πόσο πρέπει να επιστρέψω στην Κύπρο για να αναλάβω κάποιο τομέα της πολιτικής πλευράς του αγώνα ή να μείνω στο Λονδίνο ως αντιπρόσωπος της Εθναρχίας. Ο Μακάριος τελικά αποφάσισε να μείνω στο Λονδίνο. Μάλιστα, χαρακτηριστικά, όταν ήρθα εδώ για να έχω κάποια ενημέρωση, κατά τη διάρκεια των συνομιλιών με τον Χάρτινγκ, όταν πλέον δεν ήταν απολύτως βέβαιος για το πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα, μου λέει: «Καλύτερα φύγε να μείνει και κανείς έξω να διαμαρτύρεται, διότι δεν ξέρω πώς θα εξελιχθούν εδώ τα πράγματα». Βεβαίως δεν ήμουν ο μόνος που ήμουν έξω, ήταν κι ο Ζήνων ο Ρωσσίδης, όχι πολλοί πάντως. Ετσι έμεινα στο Λονδίνο μέχρι το ’56. Εξορία Μακαρίου, εκτελέσεις Καραολή- Δημητρίου. Τελεσίγραφο να φύγω από την Αγγλία από μέρους των Βρετανικών Αρχών».

Από τους Βρετανούς, αλλά και από την Ελλάδα εκπονήθηκαν ποικίλα σχέδια με στόχο την εξεύρεση λύσης η οποία ικανοποιούσε όλες τις πλευρές. Η Τουρκία όμως, με τη σταθερή και στιβαρή υποστήριξη του Ηνωμένου Βασιλείου, γινόταν σταδιακά όλο και πιο αδιάλλακτη στη θέση της για διχοτόμηση.

Η Βρετανία προσπαθούσε να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της στην ανατολική Μεσόγειο, περιοχή με ζωτικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Η παρακμιακή πορεία της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας δεν την εμπόδιζε να διεκδικεί την κατοχύρωση αυτών των συμφερόντων. Από την άλλη πλευρά η Τουρκία έβρισκε γόνιμο έδαφος για να προωθήσει την επεκτατική της πολιτική, ενώ η Ελλάδα προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ της επιδίωξής της για προσάρτηση της Κύπρου και των βρετανοτουρκικών συμφερόντων. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι Κύπριοι διεξήγαν τον αγώνα τους με στόχο την ελευθερία, την αυτοδιάθεση και τελικά την ένωση.

Το παρασκήνιο οργίαζε απ’ όλες τις πλευρές. Η κυπριακή πλευρά συνέχιζε τις διπλωματικές δραστηριότητες με τις λίγες δυνάμεις τις οποίες διέθετε. Πρωταγωνιστής σ’ αυτήν τη δραστηριότητα ήταν ο Σπύρος Κυπριανού, ο οποίος αφηγείται: «Πήγα στην Ελλάδα, έμεινα λίγο εκεί, ήδη ο Μακάριος ήταν στην εξορία και ο Κιτίου τον αναπληρούσε υπό κατ’ οίκον περιορισμό. Εμεινα λίγο στη Αθήνα και συνεργαζόμουν με την Πανελλήνια Επιτροπή Αυτοδιαθέσεως Κύπρου η οποία ανέπτυσσε μεγάλη δραστηριότητα. Κατόπιν πήρα οδηγίες από τον Χωρεπίσκοπο Σαλαμίνος Γεννάδιο, μετέπειτα μητροπολίτη Πάφου, ο οποίος διηύθηνε την Εθναρχία διότι ο Μακάριος ήταν στην εξορία.

Ο Κυπριανός ήταν μαζί με τον Μακάριο στην εξορία, Πάφου δεν υπήρχε ουσιαστικά, ο μητροπολίτης Λεμεσού Ανθιμος ήταν υπό κατ’ οίκον περιορισμό. Πήρα οδηγίες να πάω στην Αμερική, στα παρασκήνια των Ηνωμένων Εθνών, να έχω εκεί επαφές. Πήγαμε στην Αμερική. Ηταν η πρώτη αποστολή του είδους της. Είχα κάποιες εμπειρίες από τις δραστηριότητές μου στο Λονδίνο και με τη βοήθεια της ελληνικής αντιπροσωπείας κάναμε διάφορες επαφές, για να ενημερώσουμε για το Κυπριακό.

Ήταν η μεγάλη Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Ηταν οι δύο μεγάλες κρίσεις του Σουέζ και της Ουγγαρίας. Ετσι μείναμε εκεί όλη την περίοδο. Συνεργάστηκα πολύ με την ομογένεια, με τις οργανώσεις της ομογένειας. Μας βοήθησαν πάρα πολύ. Μέχρι γραφείο είχαν ενοικιάσει το οποίο χρησιμοποιούσαμε. Ηταν πολλοί τότε οι οποίοι μας βοήθησαν. Κουβεντιάζοντας μια μέρα εκεί -κι αυτό είναι σημαντικό, το αναφέρω- με τους ομογενείς αλλά και με την ελληνική αντιπροσωπεία, διερωτήθηκα: «άραγε θα έπρεπε να περιορίσουμε τις επαφές μας στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών; Δηλαδή επαφές με τις διάφορες αντιπροσωπείες, διαφώτιση, ενημέρωση, ή να επιχειρήσω και κάποια επαφή με κάποιο στέλεχος της αμερικανικής κυβέρνησης;» Δεν ήταν εύκολο πράγμα…

Με τη βοήθεια και της ελληνικής κυβέρνησης και της ομογένειας τελικά διευθετήθηκε μια συνάντηση με τον βοηθό υφυπουργό τότε Εξωτερικών, τον Λόυντ Χέντερσον. Ο Λόυντ Χέντερσον ήταν ένας άνθρωπος που ετύγχανε πολλού σεβασμού και εκτίμησης. Καθήσαμε, με άφησε να τον ενημερώσω, να του πω διάφορα πράγματα. Γιατί η Αμερική θα πρέπει να βοηθήσει, γιατί θα πρέπει να αναμειχθεί για να δοθεί σωστή λύση στο κυπριακό πρόβλημα. Με άκουε με πάρα πολλή προσοχή.

Στο τέλος κατανοούσε αυτά τα οποία του έλεγα και είπε ότι θα τα σκεφτεί και θα τα συζητήσει με τους συνεργάτες του και με τους ανωτέρους του. Τον ευχαρίστησα και όταν σηκώθηκα να φύγω για μια στιγμή μού λέει: «Νεαρέ περιμένεις για λίγα λεπτά;», λέω, «Ευχαρίστως». «Κάθησε», κάθησα. «Θα σου υποβάλω μία ερώτηση μόνο. Είναι ένα πράγμα που μας απασχολεί όλους…». Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη σκηνή.

Ήταν η εποχή του Μοσαντέκ στην Περσία, διάφορες αναταραχές, διάφορα προβλήματα -ας τα πούμε- διεθνώς για την Αμερική. Μου λέει: «Να σε ρωτήσω το εξής. Εμείς ως Αμερική προσπαθούμε να βοηθήσουμε όλο τον κόσμο. Και οικονομικά και από κάθε άλλη άποψη. Γιατί είναι όλοι εναντίον μας, γιατί στρέφονται όλοι εναντίον μας; Μπορείς να μου απαντήσεις σ’αυτή την ερώτηση;» Του λέω: «Εγώ θα σας απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση; Εσείς πρέπει να είστε σε θέση να εκτιμήσετε καλύτερα τα πράγματα».

Αυτός επέμεινε. Του λέω: «Να σας πω -με όλο το θάρρος- μήπως, ενώ βοηθάτε τον κόσμο όλο, θέλετε να ελέγχετε τον κόσμο όλο;». Μείναμε στην Αμερική όλους τους μήνες της παρατεταμένης Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Εκανα πολλές ομιλίες, συγκεντρώσεις σε Πανεπιστήμια, σε… όπου είχα την ευκαιρία. Επιστρέψαμε στην Αθήνα αεροπορικώς πλέον. Θυμάμαι στο αεροπλάνο ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ μαζί μου και η συνοδεία του. Φτάσαμε στην Αθήνα 3 Μαρτίου. Γιατί θυμάμαι την ημερομηνία; Θυμάμαι την ημερομηνία γιατί μόλις κατεβήκαμε από το αεροπλάνο η πρώτη είδηση, το πρώτο πράγμα που μας ελέχθη ήταν ότι σκοτώθηκε ο Αυξεντίου. Τραγικό!

Οπότε καταλαβαίνετε ότι κυριολεκτικά λύγισαν τα πόδια μας – θυμάμαι κι ο Αβέρωφ είχε συγκλονιστεί και όλοι της ελληνικής κυβέρνησης. Διότι ναι μεν ήταν ο Γρίβας ο επικεφαλής του αγώνα, αλλά ήταν λίγα τα στελέχη που είχε όπως ήταν ο Αυξεντίου και εθεωρείτο ως ένας μεγάλος αγωνιστής.

Έμεινα στην Αθήνα για λίγο, μετά μπόρεσα να επιστρέψω στο Λονδίνο, επέστρεψα στο Λονδίνο και συνέχισα εκεί ως αντιπρόσωπος της Εθναρχίας, πηγαινοερχόμενος πλέον Αθήνα-Λονδίνο από την ημέρα που ο Μακάριος απελευθερώθηκε και πήγε στην Αθήνα. Είχα πολλές επαφές με παράγοντες της βρετανικής πολιτικής ζωής τους οποίους συνόδευα στην Αθήνα για να έχουν την επαφή με το Μακάριο. Επρεπε να έχει επαφές ο Μακάριος για να καλλιεργηθεί το έδαφος για μια σωστή αντιπολίτευση στην Αγγλία».

Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου

Εν τω μεταξύ το παρασκήνιο και οι επαφές οδήγησαν στην τελική λύση, τις συνθήκες Ζυρίχης- Λονδίνου. Ο Μακάριος, διαβλέποντας ότι ο στόχος της ένωσης είχε ήδη καταστεί ουτοπικός, έκανε δήλωση από την Αθήνα, όπου βρισκόταν, υπέρ της λύσης της ανεξαρτησίας και όχι της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση τη δέχθηκε με ευχαρίστηση, αφού είχε βεβαιωθεί και η ίδια ότι ο στόχος της ένωσης ήταν ανέφικτος.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, κυρίαρχος τότε της πολιτικής κατάστασης της Ελλάδας, ήταν ένας ρεαλιστής πολιτικός, αλλά παράλληλα και άνθρωπος με περιορισμένους ορίζοντες, ο οποίος ανυπομονούσε να λυθεί το κυπριακό πρόβλημα, σαν να ήθελε να απαλλαγεί απ’ αυτό το «αναμμένο κάρβουνο» που κρατούσε στα χέρια.

Ο Σπύρος Κυπριανού, αυτόπτης μάρτυρας και πάλι όσων έλαβαν χώρα τότε στην Αθήνα, αφηγείται: «Ημουν παρών όταν ο Μακάριος έκανε τη δήλωση για ανεξαρτησία διότι διαπίστωσε ότι από την ώρα που η Τουρκία είχε εμπλακεί στο Κυπριακό δεν θα μπορούσε να γίνει ένωση χωρίς ουσιαστικό αντάλλαγμα προς την Τουρκία, κι όταν λέμε ουσιαστικό αντάλλαγμα εννοούμε εδαφικό αντάλλαγμα. Κατεκρίθη τότε κι από ορισμένους αθηναϊκούς κύκλους, αλλά είμαι σε θέση να ξέρω ότι έγινε ευχαρίστως αποδεκτή η δήλωση αυτή του Μακαρίου, διότι και η ελληνική κυβέρνηση πίστευε ότι δεν ήταν εφικτή η ένωση. Οι Βρετανοί περιέπλεξαν τα πράγματα κατά τέτοιο τρόπο που δυστυχώς… έδωσαν πολλά δικαιώματα στην Τουρκία και έδωσαν το δικαίωμα στην Τουρκία να είναι ενδιαφερόμενο μέρος για τη λύση του Κυπριακού».

Στις 11 Φεβρουαρίου 1959 οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας (Καραμανλής) και της Τουρκίας (Μεντερές) κατέληξαν στη Ζυρίχη σε μια άτυπη συμφωνία η οποία καθιστούσε την Κύπρο τυπικά ανεξάρτητη, αλλά ουσιαστικά την έθετε υπό καθεστώς συγκυριαρχίας. Οι διπλωματικές ζυμώσεις που είχαν αρχίσει στη Ζυρίχη συνεχίσθηκαν στο Λονδίνο μέσα σ’ ένα κλίμα πίεσης, αγωνίας και βεβιασμένων κινήσεων.

Φαινόταν πως, αν δεν λυνόταν το πρόβλημα στο Λονδίνο, η υπόθεση θα οδηγείτο σ’ έναν μακροχρόνιο και αιματηρό αγώνα. Στις συνομιλίες έλαβαν μέρος οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας (Καραμανλής και Μεντερές αντίστοιχα) καθώς και οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών, Αβέρωφ και Ζορλού. Ο Μακάριος έφθασε στο Λονδίνο στις 16 Φεβρουαρίου, ενώ οι 26 σύμβουλοί του έφθασαν λίγο μετά από αυτόν.

Οι Βρετανοί ενεπλάκησαν στις συνομιλίες μόνο κατά την τελευταία φάση τους, όταν οι Αβέρωφ και Ζορλού μετέβησαν στο Λονδίνο για να τους παρουσιάσουν τη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Παράλληλα, τη συμφωνία αποδέχθηκε τελικά και ο Μακάριος, αφού παρά τις επιφυλάξεις του, δέχθηκε αφόρητες πιέσεις από τον Καραμανλή, ο οποίος τον εξεβίαζε ότι με τις συμφωνίες αυτές τερμάτιζε την κυπριακή πολιτική της κυβέρνησής του (2).

Στο Λονδίνο οι συνομιλίες είχαν πολυμερή χαρακτήρα, αφού σ’ αυτές εκπροσωπούντο η Βρετανία, η Ελλάδα, η Τουρκία, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι. Ο Μακάριος προέβαλλε και πάλι αντιρρήσεις. Σύμφωνα με όσα εξομολογήθηκε στον καθηγητή Γ. Τενεκίδη: «Δεν αρνιόταν την καταρχήν συγκατάθεσή του, αλλά ήταν αποφασισμένος να αγωνιστεί στο Λονδίνο στις διαπραγματεύσεις για τις απαραίτητες τροποποιήσεις, ενώ ουσιαστικά δεν υπήρξαν διαπραγματεύσεις για τη βελτίωση και την κάλυψη των αδυναμιών των Συμφωνιών» (3).

Ο Μακάριος αντιλαμβανόταν ότι οι συνθήκες ήταν προβληματικές από πολλές απόψεις και μη λειτουργικές. Ο διχαστικός τους χαρακτήρας οδηγούσε εν σπέρματι σε διχοτόμηση και όξυνση των διαφορών μεταξύ των δύο σύνοικων στοιχείων. Οι διαφορετικές λειτουργίες των δύο κοινοτήτων, με βάση τις συνθήκες, τις απομάκρυναν τη μια από την άλλη και παράλληλα ακύρωναν κάθε πολιτικό συγχρωτισμό, ο οποίος θα ενέτασσε τους Τουρκοκυπρίους σ’ ένα πλαίσιο συναντίληψης με τους Ελληνοκυπρίους.

Οι Τουρκοκύπριοι έπρεπε πάση θυσία να μην αναδειχθούν σε συστατικό εύρυθμης λειτουργίας του πολιτεύματος, αλλά να παραμείνουν όργανα της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής. Ο Μακάριος είχε αντιληφθεί με βεβαιότητα όλα τα προβλήματα τα οποία θα προκαλούσε η εφαρμογή των διατάξεων των συνθηκών. Δεν πρέπει να διατηρεί κανείς αμφιβολίες ότι, αν το θέμα ανήκε στη δική του διακριτική ευχέρεια, δεν θα υπέγραφε ποτέ τις συνθήκες. Η πίεση, όμως, που του ασκήθηκε από διάφορες πλευρές ήταν τρομακτική και τελικά δέχθηκε να τις υπογράψει.

Ποιος, όμως, ήταν ο ρόλος των Τουρκοκυπρίων σ’ όλα αυτά; «Οι σχέσεις ανάμεσα στους Ελληνες και στους Τούρκους του νησιού ήταν κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας 1950-1960 γενικά καλές. Αυτό ίσχυε προπαντός για την εκτύλιξη της καθημερινής ζωής σε ατομικό επίπεδο», γράφει ο Π. Τζερμιάς (4). Πολύ νωρίς αποδείχθηκε, όμως, ότι για τους Τουρκοκυπρίους η διακήρυξη της ανεξαρτησίας το 1960 αποτελούσε ένα μεταβατικό στάδιο μέχρι να αποδειχθεί πως η συνύπαρξη με τους Ελληνοκυπρίους ήταν αδύνατη και να προσπαθήσουν να επιβάλουν τη διχοτόμηση.

Σε αυτή την υστεροβουλία τους βρήκαν πολύτιμο βοηθό τον ελληνοκυπριακό εθνικισμό, ο οποίος επίσης πάσχιζε να ακυρώσει την ανεξαρτησία. Ωστόσο, δεν ήταν όλα τα μέλη της τουρκοκυπριακής κοινότητας εντολοδόχοι της Αγκυρας. Υπήρχαν ορισμένοι Τουρκοκύπριοι στους οποίους είχε υπερισχύσει η συνείδηση ότι ζούσαν στο ίδιο νησί με τους Ελληνοκυπρίους με τους οποίους είχαν καθημερινή προσωπική επαφή.

Η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας υπερίσχυε έναντι της συνείδησης η οποία τους ήθελε Τούρκους. Αυτοί πλήρωσαν ένα ακριβό τίμημα. Πολλοί έπεσαν θύματα του τουρκοκυπριακού εθνικισμού και δολοφονήθηκαν ή υπέστησαν άλλα δεινά.

Ο εθνικισμός, όμως, είχε εκδηλωθεί ήδη πριν από το 1960, με τη δημιουργία της τουρκοκυπριακής εθνικιστικής οργάνωσης ΤΜΤ. Την Πρωτομαγιά του 1958 οι Τουρκοκύπριοι οι οποίοι συνεόρτασαν με τους Ελληνοκυπρίους υπέστησαν βίαιη επίθεση από ορδές άγριων Τούρκων, οι οποίοι «την ίδια νύχτα εισέβαλαν στον τουρκικό αθλητικό και πολιτιστικό όμιλο της Λευκωσίας, έβαλαν φωτιά και κατηγόρησαν τα μέλη του ότι είχαν πουληθεί στους Ελληνες» (5).

Ο ρόλος του Μακαρίου

Ο Μακάριος προσπαθούσε να επισπεύσει τη φυσική πορεία των τουρκόφωνων Κυπρίων (δηλαδή τον εξελληνισμό, με τη συγχώνευσή τους με τον ελληνικό πληθυσμό και τελικά την αφομοίωση), την οποία δυναμίτιζε ο τρόπος λειτουργίας του κυπριακού κράτους, σύμφωνα με τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου.

Ο χρόνος θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει υπέρ της πολιτικής του Μακαρίου και οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν να είχαν συμβιβασθεί με την πραγματικότητα -δεχόμενοι τη συνεργασία με τους Ελληνοκυπρίους στο πλαίσιο μιας αυτονομίας-, εάν είχε καταστεί εφικτή μια καλύτερη λύση που δεν θα ενείχε τα σπέρματα της αντιπαλότητας και τελικά της διχοτόμησης. Ετσι, μετά από πολλές αποτυχημένες απόπειρες συνδιαλλαγής και επίτευξης κάποιας συμφωνίας, η κατάσταση οδηγείτο μοιραία προς τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου.

Ο Σπύρος Κυπριανού, στην προφορική μαρτυρία προς εμάς τη 18η Νοεμβρίου 2001, αναφέρει: «Οταν πλέον αποφάσισε η Βρετανία ότι μπορεί να έχει βάση στην Κύπρο, τότε εδέχθη να συζητήσει διάφορα πράγματα και κατέληξε η υπόθεση στη Ζυρίχη. Η Τουρκία όμως ήταν μέσα στο παιχνίδι πολύ βαθειά… Της έδωσε ουσιαστικά η Βρετανία βέτο της Τουρκίας εις ό,τι αφορούσε την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Μετά από τα γεγονότα που έχω αναφέρει ήρθε η στιγμή των Συμφωνιών Ζυρίχης- Λονδίνου. Τις έζησα από κοντά. Ημουν στο διπλανό δωμάτιο από το δωμάτιο του Μακαρίου στο ξενοδοχείο Ντόρτσεστερ.

Ήταν ένα μεγάλο δράμα. Βεβαίως υπάρχει ο ισχυρισμός ότι όλα είχαν συμφωνηθεί στην Αθήνα με τον Μακάριο -μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του ιδίου μετά από τη συμφωνία της Ζυρίχης- κι ότι, όταν πήγαινε ο Μακάριος στο Λονδίνο, πήγαινε πλέον με δεδομένη τη συγκατάθεσή του. Μπορεί έτσι να ’ταν, αν και εγώ έχω κάποιες αμφιβολίες σε ό,τι αφορά κάποιες πτυχές του θέματος.

Όπως και να ’χουν τα πράγματα, στο Λονδίνο ο Μακάριος θέλησε να εξασφαλίσει κάποιες βελτιώσεις, κάποιες αλλαγές στις συμφωνίες. Εγιναν ολόκληρες σκηνές στο Λονδίνο με τον Καραμανλή, στα γραφεία της ελληνικής πρεσβείας. Να φωνάζει, να διαμαρτύρεται, να ζητά από το Μακάριο να υπογράψει χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη. Είναι γνωστά όλα αυτά, το μόνο που θα ήθελα εγώ να πω είναι το εξής, ότι ο Μακάριος υπέγραψε διότι δεν υπήρχε διέξοδος για οτιδήποτε άλλο. Οταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδος σου λέει: «Δεν θα μπορέσουμε ως Ελλάς να συνεχίσουμε να ενισχύουμε τον αγώνα στην Κύπρο», όταν εφαίνετο ότι άρχισαν κάποιες αδυναμίες στον αγώνα, δεν έχεις άλλη επιλογή. Εξάλλου, οι Αγγλοι ισχυρίζονταν -αλήθεια, ψέματα δεν μπορεί κανείς να το ξέρει- ότι είχαν εντοπίσει το Γρίβα στο σπίτι που εκρύβετο και ότι επρόκειτο να τον συλλάβουν. Αλλά το κυριότερο είναι το πρώτο. Όταν η Ελλάς λέει δεν θα βοηθήσουμε για τη συνέχεια του αγώνα, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν υπήρχε περιθώριο βελτιώσεως».

Έχουμε ήδη αναφερθεί στον διχαστικό χαρακτήρα των συμφωνιών. Ας αναφερθούμε σε ορισμένα επιμέρους σημεία για να εξετάσουμε το πλαίσιο και τη φιλοσοφία τους. Η διευθέτηση που προκρίθηκε προνοούσε για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κυπριακού κράτους με Ελληνοκύπριο πρόεδρο και Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο, ο οποίος είχε δικαίωμα αρνησικυρίας (όπως βέβαια και ο πρόεδρος) σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και εσωτερικής ασφάλειας. Η αναλογία εκπροσώπησης στα πολιτειακά όργανα (βουλή, υπουργικό συμβούλιο) ήταν 7 προς 3. Παράλληλα την εφαρμογή της συμφωνίας εγγυούντο η Βρετανία, η Τουρκία και η Ελλάδα. Οι διατάξεις αυτές έδιναν υπερβολικά μεγάλες εξουσίες σε μια μειονότητα όπως η τουρκοκυπριακή. Κατά μια έκφραση, το σύνταγμα «απέπνεε την τρομερή αμοιβαία δυσπιστία των δύο πλευρών. Περιείχε το σπέρμα του κινδύνου δυσλειτουργιών και συγκρούσεων» (6).

Το σύνταγμα του 1960 ήταν αδύνατο να εφαρμοσθεί, επειδή ο διχαστικός του χαρακτήρας το καθιστούσε περίπλοκο και άκαμπτο. Στην πραγματικότητα δημιουργήθηκαν δύο κυβερνήσεις, μια ελληνοκυπριακή και μια τουρκοκυπριακή, «που λειτουργούσαν μαζί και αλληλοεπικαλύπτονταν» (7). Οπως διαφάνηκε πολύ νωρίς, οι φιλότιμες προσπάθειες των Ελληνοκυπρίων για να ορθοποδήσει το κράτος θα ακυρώνονταν συστηματικά από τους Τουρκοκυπρίους, οι οποίοι προσπαθούσαν να δυσχεράνουν τη λειτουργία της νεοσύστατης δημοκρατίας. Παραταύτα δεν μπορούν να παραγνωρισθούν οι επισημάνσεις του Κ. Καραμανλή, ο οποίος θεωρούσε ότι οι συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου είχαν αποτρέψει τον πόλεμο, κατέστησαν την Κύπρο ελεύθερη και αποκαθιστούσαν την ελληνοτουρκική «φιλία», αν μπορούν να ονομασθούν έτσι κάποια διπλωματικά τεχνάσματα καλής γειτονίας (8).

Τον Δεκέμβριο του 1959 εκλέχθηκε αντιπρόεδρος ο Δρ. Φαζίλ Κιουτσιούκ (χωρίς ανθυποψήφιο) και πρόεδρος ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο οποίος πλειοψήφισε του ανθυποψηφίου του, Ιωάννη Κληρίδη. Ακολούθησαν ελαφρώς καθυστερημένα και οι βουλευτικές εκλογές. Η κυπριακή βουλή θα αποτελείτο από 35 Ελληνοκυπρίους και 15 Τουρκοκυπρίους βουλευτές. Η παράταξη του Μακαρίου κατέλαβε 30 έδρες και τις υπόλοιπες 5 το ΑΚΕΛ. Ας σημειωθεί πως ο αριθμός των βουλευτών δεν ήταν ανάλογος με το πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΚΕΛ, αλλά προέκυψε μετά από συμφωνία με τον Μακάριο. Τελικά, τη νύκτα της 15ης προς 16η Αυγούστου 1960 υπογράφηκε η ίδρυση της νεοσύστατης δημοκρατίας από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτή ήταν η επίσημη ληξιαρχική πράξη γέννησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, μιας γέννησης η οποία θα συνοδευόταν κατά τα επόμενα χρόνια από πολλά δάκρυα και λίγα χαμόγελα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Ν. Crawshaw, The Cyprus revolt, Λονδίνο χ.χ., σσ. 30-56. 2. Ε. Χατζηβασιλείου, Η τελευταία περίοδος της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο, 1941-1959, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ. ΙΣΤ’, Αθήνα 2000, σσ. 430-63, 461. 3. Γ. Τσαλακός-Γ. Κρανιδιώτης, Μακάριος, όπως τον είδαν, Αθήνα 1980, σελ. 199. 4. Π.Ν. Τζερμιάς, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αθήνα 2001, τ. Α’, σσ. 150-1. 5. Στ. Παντελής, Η νέα ιστορία της Κύπρου, χ.χ., σελ. 385. 6. Π.Ν. Τζερμιάς, Από τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου ως και την τουρκική εισβολή (1959- 1974), Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ. ΙΣΤ’, Αθήνα 2000, σσ. 464-83, 465. 7. Στ. Παντελής, Η νέα ιστορία της Κύπρου, χ.χ., σελ. 382. 8. Συνέντευξη στη γαλλική εφημερίδα«Le Monde» στις 29 Νοεμβρίου 1967 (βλ. Μ. Ζενεβουά, Η Ελλάς του Καραμανλή, Αθήνα 1972, σελ. 262).

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166