Τα αστυνομικά μυθιστορήματα και οι ταινίες μυστηρίου και αστυνομικής πλοκής ανήκουν σε εκείνα τα είδη που όχι μόνο διαθέτουν φανατικό κοινό, αλλά προκαλούν το ενδιαφέρον του συνόλου σχεδόν θεατών και αναγνωστών σε όλο τον κόσμο. Στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου συναντούμε δείγματα της ενασχόλησης των ελλήνων σκηνοθετών με το αστυνομικό είδος, τα οποία βέβαια στην πλειονότητά τους δεν είναι ιδιαίτερα πετυχημένα αν και κανείς είναι σε θέση να διακρίνει και μερικά άξια λόγου. Βέβαια για να είμαστε δίκαιοι ο ελληνικός κινηματογράφος δεν είχε στην διάθεσή του ούτε τα μέσα που απαιτούνται για να γυριστεί ένα αστυνομικό αξιώσεων ούτε όμως και πλούσιο πρωτογενές υλικό καθώς η αστυνομική λογοτεχνία ή λογοτεχνία μυστηρίου δεν ήταν ένα είδος που ευδοκίμησε στην Ελλάδα.
Η αδυναμία δημιουργίας μίας καθαρόαιμης αστυνομικής ταινίας συνέβαλε στη γένεση ενός υβριδίου που συνδυάζει λίγη δράση, έγκλημα, πολλές αισθηματικές περιπέτειες και καμία φορά και σεξ, συχνά δε η τάση του προς τον μελοδραματισμό είναι εμφανής. Στη συγκινησιακή φόρτιση που προκαλεί στον θεατή, στηρίζεται η ταινία Πανικός, 1969 του Σταύρου Τσιώλη. Την αγωνία του θεατή δεν προκαλει το σασπένς που έτσι και αλλιώς ειναι ανύπαρκτο αλλά το θέμα της ταινίας δηλ. η απαγωγή ενός παιδιού με μία σπάνια αρρώστια.
Στην σιγουριά μίας “απαγωγής” στηρίζοναι και η Απαγωγή, 1964 του Κώστα Καραγιάννη όπως και η Κραυγή 1964 του Κώστα Ανδρίτσου, ταινίες που δεν έχουν το φόνο στο κυρίως θεματικό τους μοτίβο.
Καθαρόαιμο ελληνικό whodunit είναι το Έγκλημα στα Παρασκήνια, 1960, του Ντίνου Κατσουρίδη. Βασικό ατού της ταινίας παραμένει το σενάριο του Γιάννη Μαρή. Ο Μαρής ήταν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων και διηγημάτων στην Ελλάδα με πλούσιο συγγραφικό έργο και δημοσιεύσεις στα πιο επιτυχημένα περιοδικά ποικίλης ύλης, εκείνης της εποχής.
Τα αστυνομικά διηγήματα του που δημοσιευόταν σε συνέχειες σε περιοδικά όπως ο «Θησαυρός», είχαν αποκτήσει φανατικούς αναγνώστες . Έτσι, λοιπόν, έχοντας της σιγουριά της διασκευής του σεναρίου από τον ίδιο τον συγγραφέα και την ασφάλεια που του πρόσφερε η εξοικείωση του με όλους τους τομείς της παραγωγής– γωνίες λήψης, ταχύτητα εναλλαγής των εικόνων, η κίνηση του φακού – , ο Κατσουρίδης μας παραδίδει μια πιο ολοκληρωμένη ταινία που αμυδρώς παραπέμπει στο αμερικανικό νουάρ. Η ταινία βραβεύθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1960 τόσο στην κατηγορία της Φωτογραφίας για την άρτια δουλειά του Αριστείδη Καρύδη Φουκς, όσο και στον β’ γυναικείο ρόλο για την ερμηνεία της Ζώρζ Σαρρή. Όσο για την υπόθεσή της; Αμμιγώς αστυνομική αφού περιστρέφεται γύρω από το πτώμα μίας ηθοποιού που βρίσκεται στα καμαρίνια ενός θεάτρου! Όλοι έχουν το κίνητρο και την ευκαιρία να το πράξουν. Σας θυμίζει τίποτε?
Έγκλημα όμως δεν έχουμε μόνο σε παρασκήνια με θύμα μια ηθοποιό, αλλά έχουμε και στο Κολωνάκι. Έγκλημα στο Κολωνάκι, 1959 του Τζανή Αλιφέρη, με θύμα ένα ζωγράφο στο ατελιέ του. Οι υποψίες εδώ στρέφονται στον άντρα της ερωμένης του! Το σενάριο βασίζεται επίσης στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή. Έγκλημα έχουμε και στην Ομόνοια, καθώς και στο Καβούρι στις αντίστοιχες ομώνυμες ταινίες Έγκλημα στην Ομόνοια, 1962 και Έγκλημα στο Καβούρι, 1974, των Χρήστου Λαθουρόπουλου η πρώτη και Κώστα Καραγιάννη η δεύτερη. Το Έγκλημα στο Καβούρι βασίζεται στο πραγματικό γεγονός της δολοφονίας της αγγλίδας δημοσιογράφου Αν Τσάπμαν.
Μπορεί ο ελληνικός κινηματογράφος να μην έχει καταπιαστεί με γκαγκστερικά φιλμ και αυτό ειναι απολύτως κατανοητό καθώς στην Ελλάδα εκείνη την εποχή δεν ευημερούσε το οργανωμένο έγκλημα με την γνωστή σε όλους μας αμερικανική μορφή του, έχει να επιδείξει όμως ταινίες με συμμορίες. Λίγο πριν ξημερώσει, 1963, του Οδυσσέα Κωστελέτου, στο οποίο θύματα και θύτες είναι τα μέλη μιας συμμορίας. Η αλληλοεξόντωση είναι η λύση για την σωστή μοιρασιά των κερδών από την επιχείρηση τους. Δύο συμμορίες που αλληλοεξοντώνονται και στο Νιάτα στο Πεζοδρόμιο, 1964, του Ηλία Μυλωνάκου.
Το ρεπερτόριο, η θεματογραφία αλλάζει στην ταινία του Ιάσονα Χαραλάμπους το 1961, ο οποίος κάνει την δική του προσπάθεια αναφερόμενος στο θάνατο μιας νεαρής κοντά στις γραμμές τρένου με ύποπτο θύτη έναν συνταξιδιώτη της, στο φιλμ Ενώ σφύριζε το Τραίνο. Θεματική όμως πρωτοτυπία παρουσιάζει και η ταινία Αμφιβολίες, 1964 του Γρηγόρη Γρηγορίου. Ένας άντρας στην προσπάθεια του να τρελάνει την γυναίκα του σκηνοθετεί τι άλλο; Την δολοφονία του! Πίσω από αυτό το πρωτότυπο -για ελληνική αστυνομική ταινία- σενάριο βρίσκεται για άλλη μία φορά ένα από τα βιβλία του Γιάννη Μαρή!
Από τη στιγμή που οι αστυνομικές ταινίες δεν είχαν τον αναμενόμενο αντίκτυπο στο κοινό μετατράπηκαν προοδευτικά σε ταινίες με λίγο πιο αισθησιακό περιεχόμενο. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την ταινία Ο ζεστός Μήνας Αύγουστος, 1966 του Σωκράτη Καψάσκη με τους Γιάννη Φέρτη και Μπέττυ Αρβανίτη, ερωτική – αστυνομική περιπέτεια που διηγείται την ιστορία ενός παράξενου ερωτικού τριγώνου. Για λόγους εμπορικότητας, το σεξ συνδυάσθηκε με την αστυνομική δράση στο Όργια σε τιμή ευκαιρίας, 1973 του Κώστα Καραγιάννη καθώς και στο Αθηνα η Κλοπή της οδού Σταδίου, 1968 του Νάσου Μπιμπέλα, μία ταινία που καταπιάνεται κυρίως με το θέμα των εκβιασμών.
Ο Όμηρος Ευστρατιάδης αποπειράται να σκηνοθετήσει την δική του αστυνομική ταινία όμως και αυτή τελικά εμπλουτίζεται με σκηνές ερωτικού περιεχομένου ποντάροντας στο κάλλη της Ανουσάκη. Διαμάντια στο Γυμνό σου Σώμα, 1972 και τα διαμάντια και η σπείρα έρχονται εδώ σε δεύτερη μοίρα. Άγουρη Σάρκα, 1974 του Παναγιώτη Κωνσταντίνου και Έξι Διεστραμμένες ζητούν Δολοφόνο, 1976 του ιδίου, φανερώνουν από τον ίδιο τους τον τίτλο και μόνο τι είναι αυτό που υπερισχύει στο πανί και στα μάτια των θεατών. Η αστυνομική παρουσία ατονεί μπροστά στον ερωτισμό.
Τελικά ο διασυρμός και η εκπόρνευση φαίνεται να ελκύουν περισσότερο τους θεατές από την άνευρη δραστηριότητα ενός ταλαίπωρου θύτη και από την ακόμη πιο άνευρη παρουσία της αστυνομίας που τον κυνηγάει. Το ‘αστυνομικό μελό’ όπως αναφέρει στο «σύγχρονο κινηματογράφο» ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι το μόνο που μπορούσε να δώσει λίγη αξία στο είδος αυτό των ταινιών που ποτέ δεν κατάφερε εν κατακλείδι να κάνει λαμπρή καριέρα στον Ελλαδικό χώρο…