Δεν υπάρχουν μόνον εκείνοι από τους καλλιτέχνες που η μοίρα τούς απονέμει όσα τους χρωστούσε εν ζωή, μετά το τέλος. Υπάρχουν και εκείνοι που άφησαν τον καμβά τους ημιτελή. Όπως ο φίλος μας ο Egon Schiele …
«Τον γνωρίζατε;», ρωτούσες. «Ποιο, εκείνο το ψιλόλιγνο κοκαλιάρικο μελαχρινό σγουρομάλικο με τα μαυρισμένα από το μελάνι δάχτυλα;»
Στην άμμο, σε πέτρες, σε ξύλα, σε πανιά… Δεν τον ένοιαζε το υλικό, όπου έβρισκες σκίτσα και σκαριφήματα, ανθρωπάκια μονοκοντυλιά και προσωπάκια να χασκογελούν, ε, όλα αυτά, δικά του ήταν.
Το αγοράκι με τα χεράκια σταυρωμένα μπρος ή πίσω, για να μην διακρίνονται τα διαρκώς βρόμικα δάχτυλα, είχε «δυστυχώς», όπως του ‘πε αργότερα ο δάσκαλός του, πολύ ταλέντο.
Το ψιθύριζαν μέχρι κι οι επιβάτες των τρένων περιμένοντας στο σταθμό που διηύθυνε ο πατέρας του, βλέποντας ένα σαμιαμίθι καθισμένο στην αίθουσα αναμονής αγκαλιά με ένα τεράστιο μπλοκ, να ζωγραφίζει με το μολύβι του.
Το επαναλάμβανε αργότερα κι ο δάσκαλος και μέντοράς του, ο μοναδικός καλλιτέχνης που ξεχώριζε ο νεαρός φοιτητής μέσα στο συντηρητικό περιβάλλον της σχολής καλών τεχνών της Βιέννης, ο μέγας Κλιμτ.
Για το συντηρητισμό και την υποκρισία της βιενέζικης κοινωνίας, ο Egon Schiele μάλωνε με τους φίλους και συμμαθητές του με φωνές και χειρονομίες, και συχνά οι σερβιτόροι τον επανέφεραν στην τάξη με διακριτικές παρατηρήσεις στο «Τivoli», το καφενείο όπου πέρναγε τις ώρες εκτός του ατελιέ, με την αγαπημένη σοκολάτα και την κρέμα σαντιγί του.
Έπιανε πάντα το τραπέζι 13 (ο τυχερός του αριθμός), με μέτωπο στο δρόμο, με όλη την πόλη να περνάει από μπροστά του στη γωνία των δύο πιο πολυσύχναστων δρόμων της Βιέννης. Είχε ανάγκη να παρατηρεί τους ανθρώπους, ήθελε να τους ξεγυμνώνει, να βλέπει μέσα στην ψυχή τους, να ανακαλύπτει τις κρυφές τους σκέψεις, τα όνειρα και τους εφιάλτες τους.
Ήταν μεγάλη η αδυναμία του στο γυμνό, όχι όμως για το λόγο που φυλακίστηκε, «για την παραγωγή άσεμνων έργων που εκμαυλίζουν τη νεολαία». Ευτυχώς, η Εντιθ ήξερε!
Αυτούς προτιμούσε να ζωγραφίζει· απεχθανόταν τα τοπία και τις νεκρές φύσεις, κουραζόταν με τα πορτρέτα των βαρόνων και των κόμητων, μισούσε καθετί νατουραλιστικό και περιγραφικό. «Βρείτε μου την απόχρωση του πόνου», έλεγε αναζητώντας καινούριους συνδυασμούς χρωμάτων. Μεγάλη του αδυναμία, φυσικά, το γυμνό, όχι από την ηδονοθηρική του πλευρά, όπως άδικα κατηγορήθηκε και προσωρινά φυλακίστηκε «για την παραγωγή άσεμνων έργων που εκμαυλίζουν τη νεολαία».
Ειχε κουραστεί από τους ανθρώπους που δεν καταλάβαιναν. Ευτυχώς, η δική του Εντιθ ήξερε, ένιωθε, αγαπούσε, κι αυτό ισορροπούσε όλη την ανισορροπία αυτού του κόσμου.
Τη λάτρευε, ήταν ευτυχισμένος. Κι ακόμα πιο πολύ τώρα, που του φανέρωσε πως σε λίγο καιρό θα έφερνε στον κόσμο το παιδί του. Ενας παραπάνω λόγος για να γίνει υπερβολικά προστατευτικός εκείνο το φθινόπωρο του ’18, που την πόλη θέριζε μια γρίπη που έλεγαν πως ερχόταν απ’ την Ισπανία.
Σπάνια έβγαιναν πια έξω, σπάνια δέχονταν κόσμο. Η Εντιθ ήταν τώρα το μόνιμο, γεμάτο υπομονή μοντέλο του, μέχρι που ένα βράδυ παραπονέθηκε για κράμπες στα πόδια. Δεν έδωσαν σημασία· η ακινησία ίσως ή μπορεί κι απ’ την εγκυμοσύνη. Μα, ο επίμονος βήχας έπειτα από μερικές μέρες και ένας ασυνήθιστα υψηλός πυρετός που δεν κατέβαινε παρά τα μαντζούνια και τα γιατροσόφια του Εγκον έφεραν το γιατρό στο σπίτι, ο οποίος δεν έκανε τίποτα άλλο από το να διαπιστώσει πως η αγαπημένη Εντιθ αλλά και ο ίδιος ήταν δύο ακόμα κρούσματα της νέας μάστιγας της Ευρώπης.
Εκείνη τη νύχτα του Οκτώβρη, του πιο άγριου και παγωμένου Οκτώβρη που είχε γνωρίσει στα είκοσι οκτώ του χρόνια, η σόμπα έκαιγε και τριζοβολούσε η σιωπή, η απόλυτη σιωπή, μια σιωπή αμετακίνητη. Οι νιφάδες έκαναν έναν αχνό, μουντό θόρυβο καθώς άγγιζαν το φρέσκο χιόνι που στοιβαζόταν πάνω στον παγωμένο δρόμο, μετατρέποντάς τον σε ακόμα πιο απάτητο και έρημο. Σηκώθηκε μούσκεμα στον ιδρώτα, κοίταξε απ’ το παράθυρο του δρόμου και ένιωσε την ανάσα του όχι πια στην πόλη, μα στο υπνοδωμάτιό του. Το ‘βλεπε, το ‘ξερε: Απόψε ήταν η τελευταία νύχτα. Εστησε το καβαλέτο και συνέχισε με αγωνία το τελευταίο πορτρέτο της. «Σε αγαπώ, Εντιθ, σε αγαπώ, μωρό μου που ποτέ δεν θα δω…» Και έβαλε ένα κομμάτι χαρτί και ένα μολύβι στα χέρια της.
Ζωγράφιζε όσο η Έντιθ με μάτια καρφωμένα πάνω του έγραφε:
- «Σε αγαπώ, σε αγαπώ ατελείωτα και σχεδόν πιο απεριόριστα και …στα.
- Η Εντιθ σου»
Σις οκτώ το πρωί, έσβησε. Το πορτρέτο της είχε τελειώσει. Μπορούσε κι αυτός να φύγει… Τέσσερις μέρες μετά, την ώρα που περνούσε η νεκρώσιμη πομπή κάτω απ’ το παράθυρό του, ο Εγκον είπε τα τελευταία του λόγια και έφυγε:
«Ο πόλεμος ετελείωσε. Πρέπει να φύγω».