Η Eileen Gray (ελληνικά: Αϊλίν Γκρέι) πέθανε στο Παρίσι το 1976 σε ηλικία 98 ετών. Στη διάρκεια της μακράς ζωής της κατάφερε να γίνει ένα από τα σημαντικότερα ονόματα στον χώρο του βιομηχανικού σχεδιασμού. Πέρασε όμως στην αφάνεια για αρκετά χρόνια, αλλά επέστρεψε στο προσκήνιο, χάρη στην διαχρονικότητα του έργου της, μερικά χρόνια πριν τον θάνατό της.
Η Gray γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1878 και πέρασε τα παιδικά της χρόνια ανάμεσα στο σπίτι της ευκατάστατης αριστοκρατικής οικογένειάς της στην Ιρλανδία και το Νότιο Κενσινγκτον στο Λονδίνο. Ο ζωγράφος πατέρας της James McLaren Smith που ενθάρρυνε τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις της άφησε την οικογένειά του το 1888 για να ασχοληθεί με την τέχνη, και το 1995 η μητέρα της (19η Βαρόνη Gray) έδωσε το δικό της επίθετο στα παιδιά της.
To 1898 ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής στην σχολή καλλών τεχνών Slade και το 1900, μετά τον θάνατο του πατέρα της επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Παρίσι και την Exposition Universelle, όπου μεταξύ άλλων εκτίθονταν έργα του διάσημου αρχιτέκτονα και εκφραστή της Art Nouveau Charles Rennie Mackintosh. Το ταξίδι αυτό είχε καταλυτική επίδραση στην ζωή της, αφού λίγο αργότερα μετακόμισε στη πόλη και συνέχισε τις σπουδές της στην Académie Julian και την Académie Colarossi.
Το 1905 η κακή υγεία της μητέρας της, την ανάγκασε να επιστρέψει στο Λονδίνο όπου άρχισε να μαθαίνει την τεχνική λάκας κοντά στον D. Charles, ιδιοκτήτη ενός καταστήματος στο Soho.
Την επόμενη χρονιά, η Gray επέστρεψε στο Παρίσι και χάρη στις επαφές του Charles εκει, γνώρισε τον Seizo Sugawara, που προερχόμενος από μια περιοχή της ιαπωνίας με παράδοση στην τεχνοτροπία της λάκας είχε μετακομίσει στο Παρίσι για να επισκευάσει τα αντικείμενα από λάκα που εκτίθονταν στην Παγκόσμια Έκθεση. Η Eileen Gray δούλεψε κοντά του για χρόνια, εκθέτοντας την δουλειά της για πρώτη φορά μόλις το 1913 στο Salon des Artistes Decorateurs. Ωστόσο ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, την ανάγκασε το 1914 να γυρίσει μαζί με τον Sugawara στο Λονδίνο.
Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψαν στο Παρίσι, όπου η Gray ανέλαβε για πρώτη φορά να διαρρυθμίσει το εσωτερικό ενός διαμερίσματος στην Rue de Lota. Το διαμέρισμα ανήκε στην Madame Mathieu Lévy, μια νέα γυναίκα και επιτυχημένη επιχειρηματία της εποχής.
Ο σχεδιασμός και οι εργασίες διήρκεσαν 4 χρόνια, από το 1917 μέχρι το 1921, κατά τα οποία η Eileen Gray σχεδίασε τα περισσότερα έπιπλα, τα χαλιά, αλλά και τα φωτιστικά του χώρου, ο οποίος χαρακτηριζόταν από λιτές γραμμές και μοντέρνες φόρμες που αναδείκνυαν τα έργα τέχνης της ιδιοκτήτριας και εξέφραζαν το σύγχρονο, προοδευτικό πνεύμα της.
Ένα από τα γνωστότερα αντικείμενα που σχεδίασε για το διαμέρισμα αυτό, είναι η πολυθρόνα Bibendum (από το όνομα της μασκότ της εταιρείας ελαστικών Michelin), που αποτελείται από δυο ημικυκλικούς σωλήνες επενδεδυμένους με κυλινδρικά μαξιλάρια ντυμένα με δέρμα και μεταλλικό σκελετό.
Τόσο η πολυθρόνα όσο και ο συνολικός σχεδιασμός δέχτηκαν διθυραμβικές κριτικές, χαρακτηρίστηκαν ως “ο θρίαμβος του μοντέρνου τρόπου ζωης” και για πρώτη φορά η Eileen Gray είχε την οικονομική ανεξαρτησία αλλά και την αυτοπεποίθηση να ανοίξει την δική της επιχείρηση. Το όνομα αυτής ήταν “Jean Desert“ και παρουσίαζε αντικείμενα και έργα τέχνης σχεδιασμένα από την ίδια και άλλους καλλιτέχνες του κύκλου της.
Σύντομα με προτροπή του φίλου της Ρουμάνου αρχιτέκτονα Jean Badovici έστρεψε το ενδιαφέρον της στην αρχιτεκτονική.
Μαζί σχεδίασαν το σπίτι “E-1027“ στο Roquebrune-Cap-Martin, στην Νότιο Γαλλία. Το κτίριο που προοριζόταν για την ίδια και τον Badovici, πήρε το όνομά του από τα αρχικά τους και ακολουθεί τις καθαρές γραμμές του μοντερνισμού με μεγάλα ανοίγματα, τα οποία εντείνουν την αίσθηση συνέχειας μεταξύ του εσωτερικού και του υπαίθριου χώρου και της θάλλασσας.
Για μια ακόμη φορά τους εσωτερικούς χώρους επιμελήθηκε η Gray που σχεδίασε τα κινητά έπιπλα, τα χαλιά, αλλά και τον φωτισμό και τις επενδύσεις των χώρων.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’20, η θέση της Eileen Gray ανάμεσα στους εκφραστές του μοντερνισμού είχε πια εδραιωθεί και ήταν ενεργό μέλος της “Union des Artistes Modernes” μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘30.
Μετά τον χωρισμό της από τον Badovici ανέλαβε να σχεδιάσει ένα σπίτι για την ίδια, το “Tempe à Pailla“ κοντά στο Menton που εκφράζει την φιλοσοφία της για το σπίτι και τον χώρο εργασίας της: το σπίτι ως μια μηχανή για να ζει και να εργάζεται κανείς.
Η ευελιξία των χώρων εξασφαλιζόταν με πολυχρηστικά έπιπλα. Το κτίριο αναπτύσσεται σε πολλαπλά επίπεδα -όπως σε ένα πλοίο-, κάποια από τα οποία έχουν ιδιωτικό, άλλα αποθηκευτικό και άλλα κοινόχρηστο χαρακτήρα. Μεγάλα ανοίγματα και βεράντες εκμεταλλεύονται τον ήλιο και τη θέα προς τη θάλασσα στους κοινόχρηστους χώρους του σπιτιού, ενώ τα υπνοδωμάτια και οι πιο ιδιωτικοί χώροι στρέφονται προς την πλευρά του βουνού. Χρησιμοποιώντας την ίδια παλέτα υλικών στο εσωτερικό και τον υπαίθριο χώρο, καταργεί τα όριά τους και τους ενοποιεί.
Το 1937 εξέθεσε σχέδιά της στο περίπτερο Esprit Nouveau του Le Corbusier στην Έκθεση του Παρισιού.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο αναγκάστηκε να αφήσει, όπως όλοι οι ξένοι υπήκοοι, τις ακτές της Γαλλίας και να μεταφερθεί στην ενδοχώρα, ενώ λόγω των καταστροφών που υπέστησαν οι κατοικίες της μετά το τέλος του Πολέμου, επέστρεψε στο Παρίσι.
Συνέχισε να εργάζεται παρόλες τις δυσκολίες της μεταπολεμικής εποχής — λίγα από τα projects της όμως υλοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα να περάσει σταδιακά στην αφάνεια.
Αν και ο κατάλογος για τα 25 χρόνια της Union des Artistes Modernes το 1955 περιελάμβανε σχέδια του “E-1027″ και του “Tempe à Pailla”, δεν της αποδίδονταν τα εύσημα για τον σχεδιασμό του κτιρίου E-1027, παρά μόνο για την επίπλωση — μετά τον θάνατο του Badovici το 1956 ουτε καν για αυτά, ενώ για ένα διάστημα αποδίδονταν στον Le Corbusier που δεν είχε καμία ανάμειξη στον σχεδιασμό τους — κάποιοι υποστηρίζουν πως ο ίδιος ο Le Corbusier (στενός φίλος του Badovici), ευθυνόταν για αυτή την απομάκρυνση του ονόματός της από το E-1027.
Το τελευταίο έργο της ήταν η μετατροπή ενός μονόχωρου κτίσματος σε μια φάρμα, σε σπίτι για την ίδια. Το “Lou Peru“, όπως είναι γνωστό, είναι μικρότερης κλίμακας και πολυπλοκότητας σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές της. Η κακή όρασή της την ανάγκασε να προσλάβει έναν τοπικό αρχιτέκτονα για να δουλέψει τα σχέδια. Ολοκληρώθηκε το 1961, όταν ήταν 83 ετών.
Για χρόνια αποτραβηγμένη και ξεχασμένη, η Eileen Gray έμελλε να κάνει εν ζωή την επάνοδό της στην επικαιρότητα, όταν το 1972 ένα από τα πρώτα έργα της σε λάκα, ένα παραβάν με τίτλο “Le Destin“, αγοράστηκε σε δημοπρασία από τον Yves Saint-Laurent προς 36.000 δολάρια — ποσό που η ίδια θεώρησε υπερβολικό.
Ανάμεσα σε αυτούς που έδωσαν προσοχή και στήριξαν τη νέα είσοδό της στο προσκήνιο, ήταν η Andre Putman. Το ίδιο διάστημα η Βρετανική Royal Society Of Arts και το RIBA, προς μεγάλη της έκπληξη της αποδίδουν τιμές και φιλοξενούν αναδρομικές εκθέσεις του έργου της.
Η Eileen Gray διαχρονικά σύγχρονη είχε βρει πια την θέση που της άξιζε ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα του design.