Πριν ξεκινήσω με αυτό το άρθρο, θέλω να ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδίας μου τον Σάββα, που μου ξέθαψε αυτόν τον άψογο τυπάκο για τον οποίο θα μιλήσουμε σήμερα — θα πάρω εκείνη την αύξηση που λέγαμε, ε αφεντικό;
Ο παλίκαρος λοιπόν που θα μας απασχολήσει είναι όλα τα λεφτά. Ετοιμάσου για μια βιογραφία με βαρβάτα συστατικά: σεξομανία, παράνοια, καυτηριασμούς, ακρωτηριασμούς φόνους, ψυχιατρικές κλινικές και λεξικά.
Λεξικά; Τι στην ευχή μου λές τώρα; Σ’ίγουρα θα λες από μέσα σου ψιθυριστά.
Ναι ξέρω, το φιλοθεάμον κοινό μας μάλλον βρίσκει τα λεξικά ξενέρωτα, πιστεύοντας ότι γράφονται από σπασίκλες και απευθύνονται κυρίως σε ομοίους τους, ενώ αυτό έχει κάθε δικαίωμα στην ανωρθωγραφοία, αρκεί να “βγαίνει άκρη“. Ο γραμματικός ναζής μέσα μου θα ήθελε πολύ να χτυπήσει με το Oxford English Dictonary το φιλοθεάμον κοινό “όπου το πονεί και όπου το δέρνει“, αλλά δεν θα το κάνει γιατί θα χάσει τους αναγνώστες του.
Αντί για έκρηξη βίας λοιπόν, θα προσπαθήσω να σου σφηνώσω στο μυαλό έναν βλακώδη συλλογισμό που υποθέτω πως θα σου αρέσει:
“Υπάρχουν γαμάτοι τύποι που συνεισφέρουν στο γράψιμο των λεξικών. Για να είναι οι ίδιοι γαμάτοι, κάνουν και σαφώς καταπληκτική δουλειά. Άρα τα λεξικά είναι γαμάτα”. Repeat after me.
Αν πάλι είσαι από εκείνα τα άτομα που το δουλεύουν λίγο παραπάνω και δεν πείθονται από αβάσιμους συλλογισμούς της πλάκας, μην ανησυχείς, διαβάζοντας την παρακάτω βιογραφία θα πεισθείς, θες δε θες.
Πριν περάσουμε στο κυρίως πιάτο όμως, οφείλω σου πω κάποια βασικά πραγματάκια για τον σημερινό μπάρμπα.
Το όνομα του ήταν William Chester Minor (ελληνικά: Ουίλιαμ Τσέστερ Μινόρ). Χειρούργος στο επάγγελμα, αρκετά πειραγμένος στα μυαλά του και αξιομνημόνευτα κωλοπαιδάκος, αλλά δεν έμεινε εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών του στην ιστορία.
Μόνο με αυτά θα ήταν ένας ακόμη πειραγμένος της σειράς. Τι τον έβγαλε λοιπόν από το status του κοινού πειραγμένου; Αν δεν έπιασες το hint στη προηγούμενη παράγραφο, θα αναγκαστείς να διαβάσεις το υπόλοιπο άρθρο για να μάθεις – τι κρίμα.
Ο William Chester Minor γεννήθηκε τον Ιούνη του 1834 στη Sri Lanka από γονείς ιεραπόστολους. Όταν ήταν μόλις τριών ετών έμεινε ορφανός από μητέρα, μιας και αυτή τσίμπησε μια ωραιότατη φυματίωση που την έστειλε στο τάφο μια ώρα αρχύτερα.
Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε σύντομα, εξαπλώνοντας περαιτέρω το ζαβό του γονίδιο. Με το που καβάλησε τα 13 του ο μικρός William και άρχισαν οι ορμόνες του να κάνουν πάρτι τρελό, ξεκίνησε να βλέπει και να αντιμετωπίζει τα ντόπια κοριτσάκια με “άλλο μάτι“.
Ξέρεις τώρα, με εκείνο που βρίσκεται ανάμεσα από τα πόδια. Θα μου πεις: “Εντάξει’ όλα τα 13χρονα αγοράκια βλέπουν κάπως τα κοριτσάκια όταν κάνουν kick in οι ορμόνες“. Ναι, αλλά αυτό το “κάπως” για τον πιτσιρικά μας ήταν υπέρ του δέοντος. Κοινώς ήθελε να πηδήξει τα πάντα – κράτα την στο κεφάλι σου αυτή τη πληροφορία, θα χρησιμεύσει παρακάτω.
Στα 14 του, πριν προλάβει να τον φορέσει σε όλο τον γυναικείο πληθυσμό της Sri Lanka, ο πατέρας του τον έστειλε στον θείο του στο Αμέρικα. Εκείνος επιμελήθηκε το μέλλον και τις σπουδές του μικρού μας.
Να σου σημειώσω εδώ πως η φαμίλια Minor ήταν μία από τις παλιές αριστοκρατικές οικογένειες του Connecticut, πράγμα που συνεπάγεται πως – λόγω καταγωγής – ο William επιβαλλόταν να πάρει πρωτοκλασσάτη μόρφωση. Έτσι τον έστειλαν στο Yale να γίνει δόκτορας. Αποφοίτησε από εκεί το 1864 με την ειδικότητα του χειρούργου.
Στα καπάκια, το 1864, τον έστειλαν να υπηρετήσει τον Αμερικάνικο στρατό στο γλέντι του Εμφυλίου, ως χειρουργός. Η πρώτη του εμπειρία ως στρατιωτικός χειρούργος ήταν στη περίφημη Battle of the Wilderness, η οποία του προκάλεσε ανεπανόρθωτο ψυχολογικό νταχτιρντί.
Πέραν των φρικαλεοτήτων που είδαν τα μάτια του, τον ανάγκασαν να brand-άρει έναν Ιρλανδό λιποτάκτη με το γράμμα “D” στα μούτρα, χρησιμοποιώντας πυρακτωμένο σίδερο. Το “D” εκ του “deserter” και το βίωμα ήταν επώδυνο και για τον καρμίρη τον λιποτάκτη, αλλά και για τον δόκτορα μας.
Από εκεί και μετά συνέχισε να υπηρετεί τον στρατό, ανεβαίνοντας ιεραρχικά. Παράλληλα, άρχισε να δείχνει έντονα σημάδια ψυχολογικής αστάθειας και να συχνάζει στα μπουρδέλα της Νέας Υόρκης, συμπεριφορά που δικαιολογείται γενικά σε στρατιωτικούς, αλλά αυτός το είχε παραχέσει. Που τον έβρισκες, που τον έχανες, όλο κάποια πουτάνα θα πηδούσε. Πέραν αυτού υπήρξαν και (ανεξακρίβωτες) φήμες περί αμφιφυλοφιλικών και ομοφυλοφιλικών ορέξεων του δικού μας.
Όπως και να έχει, η παρατραβηγμένη σεξουαλική του συμπεριφορά και οι διάφορες αυταπάτες που έτρεφε, του άνοιξαν το δρόμο προς το άσυλο της Washington το 1868.
Μια τριετία τον κράτησαν εσώκλειστο και μετέπειτα τον άφησαν να αλωνίζει ελεύθερος, δίνοντάς του παράλληλα μια παχυλή στρατιωτική σύνταξη. Αυτός μετακόμισε στο Λονδίνο. Το ότι τον άφησαν βέβαια αμόλα, δεν σημαίνει πως η κατάσταση στο κεφάλι του βελτιώθηκε. Κάθε άλλο, η παράνοιά του κλιμάκωνε σαν οργασμός ντιλντιασμένης πορνοστάρ. Είχε μανία καταδίωξης. Πιο συγκεκριμένα πίστευε ότι ΟΛΟΙ οι Ιρλανδοί ήθελαν το κακό του και ότι τον κυνηγούσαν.
Το βράδυ της 17ης Φεβρουαρίου του 1872, ο δικός μας ξύπνησε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα πιστεύοντας πως κάποιος βρίσκεται μέσα στο δωμάτιό του και στη συνέχεια άρχισε να καταδιώκει αυτόν τον φανταστικό ξένο. Βγαίνοντας έξω από το σπίτι του και κυνηγώντας την οπτασία του, έπεσε πάνω στον κακομοίρη George Merritt και του την άναψε, πιστεύοντας πως είναι ο τύπος που μπούκαρε μέσα στο δωμάτιο του. Για να σου το κάνω λίγο πιο τραγικό, ο Merritt ήταν οικογενειάρχης και πατέρας έξι κουτσούβελων.
Η δίκη του William έγινε και -για να μην στα πολυλογώ- οι δικαστές κατάλαβαν πως ο εκείνος δεν το είχε και πολύ και πως η πράξη του έγινε λόγω παράνοιας, οπότε δεν θεωρήθηκε ένοχος. Αντί λοιπόν να τον βάλουν στη στενή, τον μετέφεραν στη φρεσκοανοιγμένη ψυχιατρική κλινική του Broadmoor.
Εκεί, μιας και ήταν από την μία ευκατάστατος και από την άλλη συνεργάσιμος, τον έβαλαν στο δεύτερο μπλοκ της κλινικής στο οποίο είχε διάφορα αβαντάζια. Για παράδειγμα μπορούσε να κυκλοφορεί με τα ρούχα του, να έχει τα βιβλία του, να ζωγραφίζει, να δέχεται τα χαρτζιλίκια του από τον στρατό και τη φαμίλια του και επί του γενικότερου να την βγάζει στο ρελαντί.
Συν τοις άλλοις κάποια στιγμή του παραχώρησαν ένα δωμάτιο, το οποίο εκείνος χρησιμοποιούσε ως βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο. Όμως παρά τα υπεραρκετά προνόμια που είχε, πρέπει να βαριόταν τη ζωή του μέσα στο ίδρυμα.
Έτσι μια όμορφη πρωία, εκεί που διάβαζε την εφημερίδα που του είχαν φέρει οι νοσοκόμοι του απ’ έξω είδε “μία έκκληση σε όλους τους αγγλομαθείς” από τον Sir James Murray για να συνεισφέρουν στη συγγραφή του Oxford English Dictionary – το οποίο εκδόθηκε με το τίτλο “A New English Dictionary on Historical Principles; Founded Mainly on the Materials Collected by The Philological Society” το 1884. Βλέποντας αυτή την έκκληση ο William ένιωσε ένα κάλεσμα.
Άρχισε λοιπόν, χωρίς καμία καθυστέρηση, να ψάχνει ετυμολογίες διαφόρων αγγλικών λέξεων, στέλνοντας εβδομαδιαία στον Murray έναν μεγάλο αριθμό λημμάτων. Κατά τη πρώτη διετία της συνεργασίας τους, του έστειλε 12.000 ετυμολογίες λέξεων — not bad for a lunatic!
Φυσικά ο Murray είχε κατενθουσιαστεί με την πάρτη του και του έκανε μεγάλη εντύπωση που ενώ αυτός έμενε στην Οξφόρδη και ο William στο Broadmoor (περιοχές που απείχαν πολύ λίγο μεταξύ τους) ο Minor δεν είχε μπει ποτέ στο κόπο να τον επισκεφτεί. Όμως τον Murray τον είχε ιντριγκάρει πολύ αυτός ο μυστηριώδης εισφορέας γνώσης και ήθελε οπωσδήποτε να τον γνωρίσει. Κάποια στιγμή, τον κάλεσε στην Οξφόρδη αλλά ο William απέρριψε ευγενικά τη πρόταση του, μιας και ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να την πουλέψει από το ίδρυμα ακόμη και για μια βολτίτσα στην παραδίπλα πόλη.
Όπως λέει το ρητό βέβαια: “αν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ” και αφού ο τρελάκιας δεν έκανε την χάρη στον Sir, o Sir έπρεπε να πάει να δει τον τρελάκια. Οπότε έσκασε μύτη στο ίδρυμα, το οποίο αρχικά πίστευε πως ήταν η έπαυλη του ευγενούς μυστηριώδη συνεργάτη του, μέχρι που ήρθε και τον παρέλαβε ο γιατρός του William, ενημερώνοντάς τον για την όλη κατάσταση.
Μετά το αρχικό σοκ που πρέπει να έπαθε ο Murray, πήγε και γνώρισε τον Minor και (ας μην σου φανεί περίεργο) απόλαυσε τη γνωριμία τους, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του τον επισκέφτηκε πολλές φορές στο άσυλο.
Η συνεργασία τους συνέχισε για μια 20ετία, δηλαδή περίπου μέχρι το 1900. Κάποιοι λόγιοι θα σου πούνε πως η συνεισφορά του -αν και ογκώδης σε ποσότητα- κάπου έχανε ποιότητα και παίδευε αρκετά τους editors του. Όπως και να ‘χει όμως, ο τύπος το πάλεψε και παρά τις ψυχώσεις και τις διαταραχές που είχε, έβγαλε εις πέρας μία δουλεία την οποία ίσως ένας ψυχικά υγιής δεν θα πάλευε να την κάνει. Ξέρεις, ήταν από εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων των οποίων η παράνοια και η διάνοια τους κάπου μπερδεύονταν.
Η ενασχόληση με το λεξικό του προσέφερε μεγάλη ανακούφιση, αλλά η καταδιωκτική μανία και οι ψυχώσεις του δεν τον εγκατέλειψαν. Έτσι το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου 1902, τσάκωσε έναν αιμοστατικό επίδεσμο, τον έδεσε στην βάση του ανδρικού του μορίου και μετά το έκοψε. Yap, το έκοψε.
Από την άλλη μεριά σίγουρα θα ρωτήσεις γιατί καημένε μου αναγνώστη, που νόμιζες πως θα μου τη γλιτώσεις μετά τους καστράτους.
Γιατί θεωρούσε πως οι σεξουαλικές ορμές του ήταν αυτές που τον οδήγησαν στην τρέλα και του τη βάρεσε στα 68 του να αυτοευνουχιστεί — τα είπαμε εξ’ αρχής: δεν πατούσε και πολύ καλά, οπότε ένα τέτοιο συμπέρασμα και μια τέτοια πράξη δε θα έπρεπε να σου φαίνεται πολύ περίεργη.
Από εκεί και μετά δεν έχει και πολύ ενδιαφέρον το πράμα. Λόγω ηλικίας, η σωματική του υγεία άρχισε να μπάζει άσχημα, ενώ η ψυχική παρέμεινε όπως σου την περιέγραψα. Τον Απρίλη του 1910, μετά από πρόταση του αδερφού του μεταφέρθηκε στο Goverment Hospital for the Insane της Washington. Εκεί έμεινε για 9 χρόνια. Το 1919 η οικογένειά του τον έβγαλε από το ίδρυμα, μιας και πλέον ήταν πολύ γέρος για να γίνει επικίνδυνος για τον εαυτό του ή για τους άλλους και στις 26 Μαρτίου του 1920 άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο.
Ιδιαίτερη περιπτωσάρα με πολυτάραχη ζωή, δεν τους βρίσκεις εύκολα τέτοιους τύπους.
Περαιτέρω μπίρι – μπίρι για την περίπτωση του πιστεύω πως είναι περιττό. Απλά ελπίζω μετά από αυτό το άρθρο να άλλαξε έστω και λίγο η γνώμη σου πάνω στα λεξικά και να αρχίσεις να ανοίγεις κάνα τέτοιο που και που. Τι λες;