ΑρχικήΨυχαγωγίαΈνα παραμύθι με ονειροπόλους Γάλλους

Ένα παραμύθι με ονειροπόλους Γάλλους

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν, στο δάσος της Aix-an-provence, τρία γουρουνάκια. Ο Λυσιέν, ο Ζεράρ και ο Ζαν-ζακ.

O Λυσιέν ήταν τεμπέλης, και άραζε μπροστά στο τζάκι όλη την ημέρα τρώγοντας Coq au vin. Μάταια η μητέρα τους προσπαθούσε να τον πείσει να κάνει καμιά δουλειά. Ο Ζεράρ ήταν πιο εργατικός, βοηθούσε πότε πότε τη μητέρα με τις πιο βαριές δουλειές του σπιτιού. Όσο για τον Ζαν-ζακ, ω, ο Ζαν-ζακ ήταν το καμάρι της οικογένειας. Υπεύθυνος, δουλευταράς, ποτέ δεν άφηνε την κουρασμένη μητέρα τους να μαζεύει ξύλα το χειμώνα, η να σφουγγαρίζει το πάτωμα της μικρής καλύβας που έμεναν.

Μια μέρα, η μητέρα τους έκρινε ότι μεγάλωσαν αρκετά. Τα μάζεψε, τους έδεσε από ένα μπογαλάκι με τα ρούχα τους, και τους είπε: “Παιδιά μου, είστε πια μεγάλοι για να ζείτε μαζί μου. Θα πρέπει να πάτε να βρείτε την τύχη σας, enfants de cul, μπουρζουάδια του κερατά“. Έτσι, τα τρία γουρουνάκια, κίνησαν να βρούνε την τύχη τους. Εκεί που πήγαιναν, συνάντησαν ένα χωρικό που πουλούσε άχυρο. “Γιατί να παιδεύομαι;“, σκέφτηκε ο Λυσιέν. “Θα αγοράσω το άχυρο και θα χτίσω ένα σπιτάκι να μένω“. Αποχαιρέτησε τα αδέρφια του, και έχτισε ένα μικρό αχυρένιο σπιτάκι, όχι πολύ μακριά από το περίπτερο της γειτονιάς, για να μη χρειάζεται να παίρνει το αυτοκίνητο κάθε φορά που τελείωναν τα τσιγάρα.

Τα άλλα δυο γουρουνάκια, συνέχισαν το δρόμο τους, μέχρι που συνάντησαν έναν ξυλοκόπο που πούλαγε ξύλα. Ο Ζεράρ κοίταξε τα ξύλα και του φάνηκαν καλά. Γερό ξύλο, βερικοκιάς. Αποφάσισε να αγοράσει τα ξύλα, και να φτιάξει…

  • Δε θα έρθεις για ύπνο; Είναι τρεις η ώρα.

Σταμάτησα να πληκτρολογώ, και κοίταξα την Κατρίν. Το λεπτοκαμωμένο κορμί της διαγράφονταν μέσα στην λεπτή chemise de nuit που της είχα χαρίσει για τα γενέθλιά της.

  • Γράφω. Θα έρθω σε λιγάκι, απάντησα.
  • Τι γράφεις; με ρώτησε, τρίβοντας τα μάτια της.
  • Ένα παραμύθι με Γάλλους.

Με κοίταξε νυσταγμένα.

  • Παραμύθι με Γάλλους; Υπάρχουν παραμύθια με Γάλλους;
  • Είναι για ένα διαγωνισμό του Le Réfrigérateur.

Της πήρε λίγη ώρα να καταλάβει. Την αγαπούσα, αλλά δεν ήταν η πιο έξυπνη γυναίκα στον κόσμο.

  • Εννοείς το Texnologia. Πάλι μ´αυτούς τους βλάκες ασχολείσαι; Από πότε έχει το Texnologia διαγωνισμό για παραμύθια με Γάλλους;

Ήταν σκέτη fatigue η Κατρίν, ώρες ώρες. Έσκυψε και κοίταξε το moniteur διαβάζοντας την τελευταία παράγραφο που είχα γράψει.

  • Αυτό είναι τα τρία γουρουνάκια. Και νομίζω ότι είναι αγγλικό παραμύθι, όχι γαλλικό.
  • Les trois petits cochons, τη διόρθωσα. Κατρίν, πόσες φορές πρέπει να σου πω ότι Les Anglais…
  • Όχι πάλι μ´αυτές τις βλακείες!, με διέκοψε η Κατρίν. Πότε θα σταματήσεις να παιδιαρίζεις επιτέλους και θα βρεις μια δουλειά της προκοπής; Θα μας κόψουν το νερό σε λίγο!
  • Mon amour, Κατρίν, αυτή μπορεί να είναι η ευκαιρία της ζωής μου! Μπορεί να γίνει γνωστό, να είναι μια καλή αρχή, για να με δεχτούν επιτέλους στη Σορβόννη.
  • Δε θα σε δεχτούν ΠΟΤΕ στη Σορβόννη. Εδώ δεν πέρασες στη Γαλλική Φιλολογία του ΑΠΘ. Με βάση το ΤΡΙΑ, γαμώτο!

Μα επιτέλους, τίποτε δεν καταλάβαινε αυτή η γυναίκα;

  • Σιγά τη σπουδαία σχολή που έχασα!, της απάντησα. Θα τα καταφέρω! Θα πάμε στο Παρίσι! Την πόλη του φωτός! Την πόλη του Ουγκώ και του Βιλντέ!
  • Βιλντέ; Ποιος είναι ο Βιλντέ;
  • Δεν ξέρεις τον Οσκάρ Βιλντέ;
  • Όσκαρ Ουάιλντ, ηλίθιε! Δε σ’αντέχω άλλο! Ούτε εσένα, ούτε αυτή τη μανία σου με τους βρωμογάλλους!
  • Κατρίν, mon amour…

Δάκρυα κυλούσαν από το κατακόκκινο πρόσωπό της. Έκανα να πιάσω το χέρι της, αλλά το τράβηξε με μια απότομη κίνηση.

  • ΔΕ ΜΕ ΛΕΝΕ ΚΑΤΡΙΝ! ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΕ ΛΕΝΕ! Και δε ζούμε σε ΚΑΝΕΝΑ Παρίσι, σε μια ΣΚΑΤΟΤΡΥΠΑ στο ΠΑΓΚΡΑΤΙ ζουμε!

Με είχε αφήσει άφωνο. Αυτές οι εξάρσεις θυμού της, oh, à ces femmes…

  • ΕΣΥ, δηλαδή! Γιατί εγώ φεύγω.

Πήρε την τσάντα της επάνω από τον buffet, και φόρεσε πρόχειρα μια χοντρή γκρίζα ζακέτα.

  • Πού πας; τη ρώτησα, νιώθοντας τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου.

Γύρισε και με κοίταξε, σκουπίζοντας τα δάκρυά της με ένα mouchoir.

  • Δεν ξέρω, είπε, ρουφώντας τη μύτη της. Παντού. Πουθενά. Μακριά από εδώ. Θα σου τηλεφωνήσω για τα πράγματά μου.

Σηκώθηκα και την πλησίασα. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω της. Δεν αντιστάθηκε, αλλά την ένιωσα να σφίγγεται.

  • Σ’ αγαπώ.

Έσκυψα και τη φίλησα. Ήταν άνευρο. Με κοίταξε σιωπηλά για μερικές στιγμές.

  • Δεν αγαπάς εμένα, ψιθύρισε. Την Κατρίν αγαπάς.
  • Κατρίν, μη…
  • ΚΑΤΕΡΙΝΑ! ούρλιαξε, χτυπώντας την εξώπορτα πίσω της — με τέτοια δύναμη που κόντεψε να ρίξει την πόρτα από τους charnières.

Άκουσα τα βήματα της να απομακρύνονται βιαστικά στο διάδρομο. Και μετά, τίποτα. Πήγα στον buffet και έβαλα λίγο από το αγαπημένο μου cognac. Ήπια μια μικρή γουλιά. Ένιωθα γερασμένος. Θα επιστρέψει. Είμαι σίγουρος. Πάντα επιστρέφουν. Και να μην επέστρεφε, dans mes couilles. Θα έβρισκα την πραγματική Κατρίν. Στο Παρίσι.

Άφησα το ποτήρι με το Cognac στο τραπέζι, και ξανακάθισα μπροστά στον ordinateur.

…Ο Ζαν-ζακ όμως, προνοητικότερος και εργατικότερος από τα αδέρφια του, έχτισε το σπιτάκι του με τούβλα και τσιμέντο. Έτσι, τη νύχτα που εμφανίστηκε στο δάσος ο Λουί, ο κακός μαύρος λύκος…

Στεκόταν καθισμένη στις φτέρνες της, στην άκρη του βράχου. Με αργές, απαλές κινήσεις, έκλεισε στα χέρια της το μικρό πρασινογκρί βατράχι. Το βατράχι δεν φάνηκε να τρομάζει καθόλου. Την κοίταξε με τα βατραχίσια μάτια του, και έβγαλε το πιο βατραχίσιο κόασμα του κόσμου, την ώρα που το σήκωνε αργά από τη γη πλησιάζοντας τα χέρια της στο πρόσωπό της, κλείνοντας τα μάτια της.

Όταν τα ξανάνοιξε, βρισκόταν στην αγκαλιά του. Ήταν όμορφος. Κοίταξε το χαμόγελό του, το πρόσωπο που έκρυβε μια παιδική αθωότητα, πίσω από τα φωτεινά, γαλάζια μάτια.

  • Τι σπούδασες; τον ρώτησε.

Το χαμόγελο χάθηκε και την θέση του πήρε ένα σαστισμένο, απορημένο βλέμμα.

  • Τι…

Ακούμπησε απαλά το δάχτυλό της στα χείλη του.

  • Μη ρωτάς. Πες μου.
  • Ιταλική φιλολογία, είπε ο πρίγκηπας.

Η θλίψη έδιωξε την ελπίδα στο βλέμμα της. Σήκωσε το χέρι της και του χάιδεψε το μάγουλο.

  • Je suis désolé, ψιθύρισε, με ένα λυπημένο χαμόγελο. Κάποτε με έλεγαν Κατρίν. Κοίταξε τα μάτια του για μια τελευταία φορά. Τώρα, δεν ξέρω.

Γύρισε, και χάθηκε βηματίζοντας αργά στο μονοπάτι που οδηγούσε βαθιά μέσα στο πυκνό, σκοτεινό δάσος.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166