Τις νύχτες τα παιδιά έβγαζαν τα κόκκινα ρούχα και κολυμπούσαν ξαλαφρωμένα με το λύκο στο ποτάμι. Την άλλη μέρα κανείς δε θυμόταν να είχε φαγωθεί, ούτε κανείς αναρωτιόταν για το νωπό του μαξιλάρι.
Ο Λύκος όμως…
Τις ίδιες υγρές νύχτες, άγριες μανάδες μάθαιναν στα δικά τους παιδιά να μυρίζουν χνάρια στο σκοτάδι και να διακρίνουν από μακριά τις παγίδες έξω από το μονοπάτι. Την άλλη μέρα οι λύκοι τα θυμόντουσαν όλα.
Τα σχολεία, μετά την θεατρική επιτυχία της Κοκκινοσκουφίτσας, γέμισαν αιμόφυρτες κάπες με ασορτί κουκούλες που με απίστευτη ευκολία στρίμωξαν όλη την αθώα “πανοφορική” πολυχρωμία, σε αποπνικτικά πατάρια.
Με τον καιρό η επιβολή έγινε μόδα, η μόδα μανία και η μανία εξελίχθηκε κανονικά σε ενδυματολογικό θεσμό των προτύπων Λυκείων της περιφέρειας. Καθώς έπεφτε το πρώτο φαιοπράσινο φύλλο, κάθε ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα έμοιαζε με το “Κόκκινο Αμπέλι” του Βαν Γκονγκ. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν οι γκριζωπές φιγούρες των τρυγητών που έκαναν τη δουλεία τους με το κεφάλι χαμηλά.
Τα χαριτωμένα βλαστάρια, προφυλαγμένα στις ζεστές φορεσιές τους, ακολουθούσαν το μονοπάτι και δεν επιχειρούσαν ποτέ να περάσουν το ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα. Οι κυνηγοί προάχθηκαν σε δασοφύλακες, οριοθέτησαν το δάσος, κατέγραψαν τις διαδρομές και με μεγάλη ευθύνη ανέλαβαν να καθοδηγούν τα παραγεμισμένα καλαθάκια με πίτες, γλυκά και λουλουδάκια, ώστε να φτάνουν αναλλοίωτα και στην ώρα τους.
Ο τελικός προορισμός εξακολουθούσε να είναι πάντα το σπίτι της γιαγιάς. Tο τελευταίο αυθαίρετο στο δάσος, υπερτιμημένο από τα φώτα της δημοσιότητας, δέσποζε πάντα στο ίδιο σημείο. Φυσικά, είχε ανακηρυχτεί διατηρητέο.
Η πολυχρονεμένη και αξιομακάριστη γριούλα είχε βρει επιτέλους την υγειά της και ποτέ δε ξεχνούσε το σωτήρα της, που τώρα πια ήταν ο θρύλος του δασαρχείου. Του είχε μεγάλη αδυναμία και σε καμία περίπτωση δεν τον άφηνε παραπονεμένο! Εξάλλου αυτό ήταν συμφωνημένο απ’ την Αρχή. Έτσι, με τόση φροντίδα και προφυλάξεις, το παραμύθι πάντα είχε αίσιο Τέλος.
Ύστερα, ξυπνούσαν οι λύκοι. Το δάσος γέμιζε αμφιβολία. Σκιές, κραυγές, πληγωμένα δέρματα και λύπη, μακρόσυρτη λύπη. Μέχρι να γεμίσει πάλι το φεγγάρι και ακατανόητα αισιόδοξο να λούσει τρυφερά τα κεφάλια μας. Το μαγικό αυτό σχήμα άνοιγε διάχυτα την αγκαλιά του και έκλεινε όλα τα αγρίμια μέσα του. Εκεί, σώμα με σώμα, δίπλα ο ένας στον άλλο, γλύφαμε πληγές, λέγαμε καντάδες και γεννούσαμε οικογένειες. Η πίστη φώλιαζε στις πρωτόγονες καρδιές μας και τότε μόνο βλέπαμε καθαρά το «εμείς», τον «άνθρωπο» και το σημείο που θέλαμε να πάμε.
Σ’ ένα τέτοιο φοβερό σκοτάδι, ένας ανήλικος υπό εξαφάνιση, αφήνοντας μπροστά στα πόδια μας ένα ιστορικό στοιχείο εγκλήματος, οδήγησε την αγέλη πολύ βαθιά μέσα στο δάσος. Στην πολύ αρχή, τότε που ο λύκος, εξαπατημένος απτήν αθωότητα, περπάτησε δίπλα σε ένα κορίτσι και πιάστηκε σε μια άριστα σκηνοθετημένη παγίδα.
Ήταν η εποχή που ο ευφυής πια άνθρωπος διακήρυττε την συναλλαγή ως αναγκαιότητα διαβίωσης, ενώ το κυνήγι, από ιερή πράξη ζωής, μεταλλασσόταν άνανδρα σε σπορ των «μεγάλων» οικογενειών. Μια τέτοια φορά σε εκείνο τον καιρό, μια φλογερή λύκαινα θυσιάστηκε για την αγέλη, ένας κυνηγός κέρδισε με το σπαθί του μια υψηλή θέση στην ιεραρχία, μια αθώα κόρη φόρεσε πρώτη κόκκινη γούνα και το εμπόριο ψευδαισθήσεων άνθησε.
Ειλικρινά δεν ξέρω αν αυτή τη στιγμή υπάρχει έστω κι ένας απόγονος, ελεύθερος ή τουλάχιστον ζωντανός, κόκκινος ή μαύρος, από αυτή τη σπάνια οικογένεια, που για μας είναι σύμβολο πίστης και συντροφικότητας και για τους ανθρώπους της γιαγιάς σύμβολο τρομοκρατίας. Ο τελευταίος που είδα με τα μάτια μου, άφησε μπροστά στα πόδια μου μια προσευχή και όλος ο κύκλος τον αποχαιρέτησε με μια υπόσχεση. Τις νύχτες θα ξυπνάμε τα μικρά μας με την ιστορία της «Κοκκινοσκουφίτσας» για να μάθουν να προστατεύονται…
«Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που δεν το λέγανε ακόμα Κοκκινοσκουφίτσα και είχε μεγάλη αδυναμία στη γιαγιά της, γιατί ήταν γλυκομίλητη και έλεγε ωραία παραμύθια. Εκτός από τα πολύχρωμα λουλούδια του αγρού η οικογένεια του κοριτσιού δεν είχε τίποτα από “πολύ” κι αυτό στεναχωρούσε πάρα πολύ τη γιαγιά, που ήξερε ότι η εγγονή της σε λίγο θα μεγάλωνε και ο πατέρας της δεν είχε τίποτα να την προικίσει. Για καλή τους τύχη, ο βασιλιάς διοργάνωσε κυνηγητικούς αγώνες, δεξιότητας και θάρρους. Έμπιστοι κύκλοι τον είχαν πληροφορήσει ότι ο θρόνος έτριζε και έπρεπε να κάνει κάτι.
Οι αγώνες ξεκίνησαν με μεγάλη επισημότητα και ο ίδιος ο Βασιλιάς ανακοίνωσε ότι δικαίωμα συμμετοχής είχαν οι αρτιμελής άντρες τις περιοχής ανεξαιρέτως. Ο νικητής κέρδιζε τιμητική θέση στη βασιλική φρουρά και φυσικά θα έτρωγε με χρυσά κουτάλια το θήραμά του. Ο πατέρας του κοριτσιού που ακόμα δεν λεγόταν Κοκκινοσκουφίτσα, αν και δεν είχε πολλές πιθανότητες λόγω ηλικίας, μετά από προτροπή της γιαγιάς αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του. Εκατοντάδες αθώα πλάσματα πληγώθηκαν, ακρωτηριάστηκαν και θανατώθηκαν, μέχρι να βρεθεί ο πολυπόθητος για όλους μας νικητής.
Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά και ο Βασιλιάς δεν αποφάσιζε να λήξει αυτό το άγριο κυνηγητό. Κανένα πλάσμα δεν ήταν τόσο ιδιαίτερο, καμιά παγίδα τόσο ευρηματική, κανένας κυνηγός τόσο άξιος για να κερδίσει. Κανείς όμως δε δυσανασχετούσε, ήταν όλοι απορροφημένοι στο στόχο τους. Τα στοιχήματα έδιναν κι έπαιρναν, τα προβλήματα είχαν ξεχαστεί και, το σημαντικότερο, είχε δοθεί παράταση στην ελπίδα επ’ αόριστον. Οι φιλειρηνικοί υπήκοοι είχαν ακόμα την ευκαιρία να δείξουν την αξία τους στον γενναιόδωρο αφέντη. Για μια θέση στη αυλή του και δυό χρυσά κουτάλια σκότωναν αδιακρίτως. Οι ίδιοι έμπιστοι κύκλοι συμβούλευαν το βασιλιά να μην αναγγείλουν σύντομα οι σάλπιγγες τον νικητή. Χρειαζόταν χρόνος για να σταθεροποιήσουν την καρέκλα του. Εξάλλου η καθημερινότητα είχε αλλάξει εντυπωσιακά. Οι περισσότεροι υπήκοοι απέκτησαν καλή φυσική κατάσταση, η αδρεναλίνη ανέβηκε στα ύψη και κυρίως όλοι ήταν απασχολημένοι. Ακόμα και οι κόρες των χωρικών μπορούσαν να ελπίζουν… Είναι γνωστό ότι η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.
Μέχρι όμως να αφήσει εκείνη την τελευταία της πνοή, η άγρια φύση που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μείνει ζωντανή, αναγκάστηκε να πάρει τα βουνά. Οι συνθήκες είναι δύσκολες όσο ανεβαίνει κανείς ψηλά. Χρειάζεται ψυχικό σθένος, κουράγιο και κάποιος εξοπλισμός. Οι κρυψώνες λίγες, το σοκ όσων δεν ήταν σκληραγωγημένοι έφερε πανικό. Στην καρδιά του Χειμώνα κάποιοι τυχεροί πέθαναν από φυσικά αίτια, ενώ τους υπόλοιπους θέριζε το κρύο και η ασιτία.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν ξεκίνησαν οι πρώτες μαζικές βουτιές στο κενό. Κάθε μέρα βρίσκαμε δυό-τρεις στους γκρεμούς, συνήθως ήταν αποπροσανατολισμένοι ή μόνοι. Κανένας λύκος δεν άνηκε σε αυτή την κατηγορία! Όχι μόνο γιατί ξέραμε καλά τα κατατόπια και βλέπαμε πιο μακριά από άλλους, το σπουδαιότερο ήταν η αγέλη. Μέχρι και σήμερα πιστεύουμε στη δύναμή μας, είμαστε καλά οργανωμένοι και δεν αφήνουμε κανένα δικό μας ανυπεράσπιστο. Μοιραζόμαστε την τροφή και τραγουδάμε με το κεφάλι ψηλά. Δυστυχώς, ακόμα και σε μας που αντέχουμε περισσότερο την πείνα και ο φόβος δεν είναι με το μέρος μας, είχε προκληθεί εκνευρισμός. Η φύση σταδιακά παρανοούσε, ακόμα και η άγρια. Η κορυφή της αγέλης με ψυχραιμία περιφρουρούσε την περιοχή και εμψύχωνε τους αδύναμους.
Η ελευθερία κινήσεων έχει ζωτική σημασία στο δάσος, ειδικά για τους λύκους. Ο εγκλωβισμός μας διαλύει. Παρ’ όλες τις προσπάθειες, η κατάσταση αδιαμφισβήτητα μας ξεπερνούσε. Ο αρχηγός μας όμως δεν το έβαζε κάτω, έψαχνε τη λύση πάση θυσία. Και βρέθηκε, αποκαλείται αυτοθυσία! Μετά από μια νύχτα θρηνητικού αλυχτίσματος, μια κόκκινη φλόγα, με την πρώτη ακτίνα φωτός, έσβησε. Οι σάλπιγγες ήχησαν δυνατά. ΤΕΛΟΣ!
Στη δική μου οικογένεια τα ζευγάρια μένουν ενωμένα από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή. Τα θηλυκά δεν κλωσούν αυγά, ούτε ζεσταίνουν φωλιές για μικρά θρεφτάρια. Έχουν ανεπτυγμένο ένστικτο επιβίωσης και δεν κάνουν διακρίσεις στα παιδιά τους. Βγαίνουν αδιαμαρτύρητα στο κρύο, αγωνίζονται κάθε μέρα και γνωρίζουν καλά τον τρόπο που αυτονομείται ένα μικρό αγρίμι. Έτσι ακριβώς ήταν εκείνη, η πιστή σύντροφος, που έγινε η αγαπημένη γούνα της Κοκκινοσκουφίτσας. Δυνατή, θαρραλέα και κόκκινη. Δίκαια ήταν το πρώτο θηλυκό της αγέλης, αν και δεν ήταν από τα μέρη μας. Για να μας βρει ταξίδευε χιλιόμετρα επί μέρες, ο απίστευτος άθλος της να κρατηθεί ζωντανή και η αντοχή της κυριάρχησαν από την πρώτη στιγμή. Ομολογώ ότι ξεχώριζε πολύ και λόγω χρώματος. Για μας βέβαια αυτό, έχει τη μικρότερη σημασία.
Για τον άνθρωπο όμως…
Η κόκκινη βασίλισσα γνώριζε τι προκαλούσε η θέα της. Συχνά παρακολουθούσε τα δίποδα από κοντά. Είχε ψυχολογήσει αντιδράσεις. Στα θηλυκά άρεσαν τα έντονα χρώματα, τα αρσενικά ενθουσιαζόντουσαν με τα σχήματα. Και τα δυό τα φόβιζε ο ξένος, ο διαφορετικός. Λίγα μέτρα έξω απ’ το δάσος μύρισε τον νικητή. Μέτρησε τα βήματά της μέχρι το δόκανο, έβαλε τα πιο κόκκινα που είχε και πιάστηκε τραγουδώντας».
- Περπατώ, περπατώ εις το δάσος…
- Μη συνεχίζεις, εδώ είμαι.
- Ποιος είσαι;
- Ο γιος του λύκου. Εσύ ποια είσαι;
- Είμαι το κορίτσι που ο λύκος έφαγε τον πατέρα της.
- Για πού το ‘βαλες, μόνη σου στο δάσος;
- Πάω να βρω το λύκο, να μου πει την αλήθεια.
- Πες μου την ιστορία σου, ίσως σε βοηθήσω.
Όταν ο πατέρας μου έφυγε, δεν συνειδητοποίησα αμέσως τι έγινε. Δούλευε πολύ, τον έβλεπα λίγο. Έμενε βέβαια μαζί μας, αυτό είναι σίγουρο. Το ξέρω γιατί το βράδυ που γύριζε σπίτι, άφηνε τα λερωμένα ρούχα στο καλάθι. Τα μύριζα κάθε πρωί κι ύστερα πήγαινα σχολείο. Φέτος δεν πήρα κόκκινη στολή. Αν ο πατέρας ήταν εδώ, ίσως να μπορούσα. Ξήλωσε η μάνα μου το κυριακάτικο κουστούμι του, περίσσεψε ύφασμα και για κουκούλα. Μεγάλωσα πια, πηγαίνω Λύκειο. Την πρώτη μέρα στο προαύλιο, οι συμμαθητές μου με απέφευγαν και ψιθύριζαν πίσω απτή πλάτη μου «ο πατέρας της είχε λύκο, γι’ αυτό φοράει μαύρα». Παιδιάστικες ανοησίες, εδώ εμείς δε χωράγαμε καλά καλά στο διαμέρισμα, πού τον είχαμε το λύκο; Μαύρα φορούσα γιατί τα κόκκινα τα πληρώνεις ακριβά. Ούτε που μ’ ένοιαξε, τώρα ο πατέρας με αγκάλιαζε όποτε ήθελα και δεν κρύωνα καθόλου. Στο διάλειμμα με φώναξαν στο γραφείο. Οι φήμες έλεγαν ότι η διευθύντρια είχε αλλεργία στο μαύρο. Δεν έχει αλλεργία, το απεχθάνεται. Το είδα γραμμένο καθαρά στους μπλε φακούς της.
«Δεν επιτρέπεται να προκαλείς» μου είπε αυστηρά. «Μας χάλασες τη μέρα, τι σου χρωστάνε τα παιδιά και τα φοβίζεις; Αν δεν συμμορφωθείς θα σε αποβάλλω».
«Ξέρετε, ο πατέρας μου έφυγε και δεν…» — ήθελα να της εξηγήσω, μα με διέκοψε.
«Δεν αφορούν το σχολείο τα οικογενειακά σου. Δε φταίμε εμείς που έφυγε. Ο λύκος φταίει!» — ένα κακοβαμμένο κόκκινο νύχι, μου έδειξε την έξοδο.
Έσφιξα με δύναμη τον πατέρα μου κι έκρυψα μέσα του το πρόσωπό μου. Δεν είπε τίποτα. Γύρισα αθόρυβα στο σπίτι, η μάνα μου μιλούσε στο τηλέφωνο. «Τον έφαγε τελικά ο λύκος», έτσι είπε. Τότε κατάλαβα.
Μας έλεγαν ότι αν δεν απομακρυνθούμε απ’ το μονοπάτι είμαστε ασφαλείς. Το επιβεβαίωνε το Δασαρχείο. Ψέματα! Ο πατέρας δούλευε συνέχεια, πότε πήγαινε βόλτα με το λύκο στο δάσος; Κι αν είχε λύκο, τι συνέβη και τον έφαγε τώρα; Κι αν όλοι ήξεραν για το λύκο, εγώ γιατί δεν τον συνάντησα ποτέ; Έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι, έκλαψα πολύ. Έγινε μούσκεμα το μαξιλάρι, κοιμήθηκα. Ο πατέρας με είχε αγκαλιά και πρώτη φορά μου είπε παραμύθι. Ξύπνησα από ένα ουρλιαχτό. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο, μόνο ένας δεν είχε λόγο να μου κρύψει την αλήθεια. Έπρεπε να τον βρω.
Πήρα το μονοπάτι από την αρχή, δεν μπορούσα να περάσω το συρματόπλεγμα. Περπατούσα πάνω του γρήγορα, κάπου θα τέλειωνε, όλα κάπου τελειώνουν. Ένιωθα να με παρακολουθούν, φοβήθηκα. Νόμιζα ότι ήταν δασοφύλακες και θα με γύριζαν πίσω.
- Εγώ ήμουν, αυτοί τις περισσότερες ώρες κοιμούνται…
- Μη με διακόπτεις, βιάζομαι να σου πω την ιστορία μου, για να με βοηθήσεις.
- Θα σε βοηθήσω.
- Πώς;
- Μόλις δεις το ποτάμι, βγάλε τα ρούχα σου και μπες μέσα, θα κολυμπήσουμε μαζί. Μετά θα σου πω, για τον πατέρα μου…
«Ο αρχηγός ήταν περήφανος, ο λύκος απαρηγόρητος. Η αγέλη έκλαιγε, η ζωή συνέχιζε απτόητη τα γέλια. Ο πατέρας μου, πιο μαύρος από ποτέ, χανότανε από τα μάτια μας, ώρες. Η ζωή στο δάσος είχε ξαναβρεί τους ρυθμούς της. Ο βασιλιάς δεν είχε πλέον να φοβάται τίποτα, βολεύτηκε στην καινούρια του καρέκλα και αναπαυόταν ήσυχος. Αφού η μάνα μου αποδείχτηκε σκληρή και δεν τρωγότανε με τίποτα, η γιαγιά, ως πρακτικός άνθρωπος που είχαν δει πολλά τα μάτια της, πήρε τη γούνα της και έφτιαξε για την εγγονή μια κάπα κι ένα κόκκινο σκουφάκι. Το κορίτσι ένιωσε βασίλισσα όταν τα φόρεσε. Κανείς δεν είχε πιο όμορφα και πιο κόκκινα ρούχα. Από τότε όλοι τη φώναζαν Κοκκινοσκουφίτσα. Ο κυνηγός πούλησε τα χρυσά κουταλιά κι αγόρασε ένα καινούριο σπίτι για να προικίσει την κόρη του. Η εντυπωσιακή της εμφάνιση την είχε κάνει περιζήτητη. Στη γιαγιά δεν άρεσαν οι αλλαγές κι έτσι δεν ακολούθησε στο νέο σπίτι. Δεν πέρναγε όμως μέρα που η Κοκκινοσκουφίτσα να μην την επισκέπτεται, φορτωμένη λιχουδιές. Την φρόντιζε πολύ και της έκανε παρέα. Μια μέρα που η Κοκκινοσκουφίτσα χοροπηδούσε ευτυχισμένη, πηγαίνοντας στη γιαγιά, συνάντησε το λύκο. Εκείνος γνώρισε αμέσως την αγαπημένη κόκκινη γούνα και χωρίς να το καταλάβει κανείς, κατάπιε τα δάκρυά του.
- Πού πας κοριτσάκι, τόσο κόκκινα ντυμένο;
- Πάω στη γιαγιά μου που με περιμένει.
- Και δε φοβάσαι μες το δάσος, μη λερωθείς;
- Προσέχω πολύ, περπατώ στο μονοπάτι!
- Θέλεις να περπατήσουμε μαζί;
Η Κοκκινοσκουφίτσα, που δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ λύκο και μάλιστα τόσο ευγενικό, δέχτηκε με μεγάλη χαρά. O λύκος δεν την άφησε ούτε λεπτό από τα μάτια του και έχασε το δρόμο του. Όταν έφτασαν στο σπίτι, το κοριτσάκι ζήτησε από το λύκο να την περιμένει έξω. Η γιαγιά δεν ήθελε ζώα μες το σπίτι. Από εκείνη τη μέρα ο λύκος συνόδευε την Κοκκινοσκουφίτσα σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι της γιαγιάς. Μια μέρα αφού έφαγαν, γιαγιά και εγγονή εκμυστηρεύτηκαν τα νέα τους η μια στην άλλη. Η γιαγιά έκανε κατανοητό στην Κοκκινοσκουφίτσα πόσο τυχερή ήταν που ζούσε και της αποκάλυψε ότι ο κυνηγός θα ερχόταν σε λίγο, να τις προστατέψει. Λίγο πριν εξαντληθεί η υπομονή του, ο λύκος έχασε τη ζωή του, γιατί τελικά εμφανίστηκε ο κυνηγός και ζήσανε αυτοί καλά κι εγώ έμεινα ορφανός».
- Κι εγώ,είπε το κορίτσι.
- Το ξέρω… χαμήλωσε τη φωνή ο γιος του λύκου, σαν να έλεγε, το ξέρω γι’αυτό είμαι εδώ!
- Και τώρα πού ξέρω κι εγώ;
- Τώρα περπατάμε μαζί κι είμαι ακόμα ζωντανός!