Το «Ένα Τρελό Θηριοτροφείο» του Τζον Λάντις κλείνει αυτόν το μήνα ακριβώς 41 χρόνια από τότε που εξέθεσε την κυνική, προκλητική, ασεβή και προπάντων αστεία εικόνα που είχε η παρέα του περιοδικού National Lampoon για το τι σήμαινε να είσαι φοιτητής στις ΗΠΑ, την ταραγμένη δεκαετία του 60. Το κείμενο που ακολουθεί αποπειράται να κάνει τον απολογισμό μιας από τις πιο σαρωτικες κωμωδίες των τελευταίων χρόνων και διαβάζεται ευκολότερα από γυμνούς ανθρώπους που φωναζουν «ΤΟ-GΑ, ΤΟ-GΑ» τυλιγμένοι σε λευκά σεντόνια.
Φοιτητικές κραιπάλες
Το φθινόπωρο του 1978 περίπου 10.000 σεντόνια κρεβατιών και αντίστοιχος πληθυσμός ανθρώπων συγκεντρώθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, με σκοπό να πραγματοποιηθεί το μεγαλύτερο «τόγκα» πάρτι όλων των εποχών. Για να συμμετάσχει κάποιος σε ένα πάρτι «τόγκα», το μόνο που χρειάζεται είναι να γυμνωθεί και να τυλιχθεί σε ένα λευκό σεντόνι, με τρόπο ώστε το τελευταίο να μοιάζει με χλαμύδα και να προσδίδει έναν αρχαιοπρεπή αέρα στο όλο δρώμενο.
Κατά τα άλλα, στη διάρκεια της βραδιάς συμβαίνει ό,τι συμβαίνει και στα υπόλοιπα φοιτητικά πάρτι – το αλκοόλ ρέει, η μουσική ακούγεται δυνατά, το φλερτ θεωρείται δεδομένο ενώ το ίδιο ισχύει και για το σεξ, τη βωμολοχία και τα ναρκωτικά. Θα ήταν αδύνατο οι φοιτητές του Ουσκόνσιν να έχουν σκαρφιστεί το κατόρθωμα για το οποίο έμειναν τελικά στην ιστορία (υπερβολή, αλλά πώς αλλιώς να εξηγήσει κάποιος το γεγονός πως μνημονεύονται σε αυτές τις αράδες;), χωρίς να έχει προβληθεί στις αίθουσες, νωρίτερα την ίδια χρονιά, το «Αnimal Ηouse» (ή «Τρελό Θηριοτροφείο»- σύμφωνα με τα ελληνικά του βαφτίσια). Μια ταινία που υπήρξε πολλά περισσότερα από απλή έμπνευση για ένα οργιώδες πάρτι όπως το παραπάνω.
Παρ όλο που προβλήθηκε το 1978, το «Τρελό Θηριοτροφείο» εξιστορεί τη ζωή σε ένα αμερικάνικο κολέγιο το 1962 όπου, όταν μιλούν για «ελληνική ζωή», δεν εννοούν τον Σωκράτη ή τον Αριστοτέλη αλλά τις αδελφότητες που χρησιμοποιούν γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου για την ονομασία τους. Στο ξεκίνημα ήδη του φιλμ, ο Λάρι και ο Κεντ ξεκινούν το πρώτο έτος των σπουδών τους και αναζητούν να ενταχθούν στις τάξεις κάποιας αδελφότητας.
Αφού βολιδοσκοπούν κάμποσες, ανάμεσα στις οποίες και την σνομπ Ωμέγα, βρίσκονται να ορκίζονται στο σχετικό πάρτι της Δέλτα. Εκεί θα συμμετέχουν σε άγρια «τόγκα» πάρτι, ταξίδια με σαράβαλα αυτοκίνητα, φαγητοπόλεμους, αλκοολούχες βραδιές, «δολοφονίες» αλόγων και καλοστημένες φάρσες. Αηδιασμένος από την άσωτη ζωή των Δέλτα ωστόσο, ο σκληροτράχηλος διευθυντής του κολεγίου ενορχηστρώνει την αποπομπή τους από το κολέγιο. Μόνο που οι γοητευτικοί (;) αλήτες της Δέλτα δεν προτίθενται να παραδώσουν εύκολα τα όπλα.
Προκαλώντας τριγμούς στο κινηματογραφικό οικοδόμημα
Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας, ο αξιαγάπητος αγροίκος Μπλούτο- τον οποίο υποδύεται ο Τζον Μπελούσι- καταβροχθίζει τόνους φαγητού στο εστιατόριο της σχολής για να εκτοξεύσει συνεπακόλουθα ό,τι περίσσεψε στους συμφοιτητές του. Σε μια άλλη σκηνή καταστρέφει μανιασμένος την κιθάρα ενός ευαίσθητου τροβαδούρου, η παρουσία του οποίου μοιάζει με παραφωνία στη γωνιά κάποιου ξέφρενου rock n roll πάρτι. Ακολουθώντας την ίδια γραμμή αταξίας, άλλα μέλη της αδελφότητας θανατώνουν κατά λάθος ένα άλογο μέσα στο γραφείο του διευθυντή.
Προκαλούν αναστάτωση όταν μπαίνουν να διασκεδάσουν σε ένα κλαμπ όπου συχνάζουν αποκλειστικά μαύροι πελάτες. Και στο εκρηκτικό αποκορύφωμα του φιλμ, σύσσωμος ο θίασος της εστίας Δέλτα καταστρέφει ολοσχερώς την πατροπαράδοτη και απίστευτα βαρετή παρέλαση των αποφοίτων, που γίνεται στην καρδιά της πόλης.
Στην εποχή που κανείς δεν θεωρούσε πια ακραίο στη διάρκεια μιας κωμωδίας κάποιος να κρεμαστεί από ένα ρολόι, όπως έπραξε τη δεκαετία του 20 ο Χάρολντ Λόιντ, ο σκηνοθέτης Τζον Λάντις έβαζε τον χαρακτήρα του γκομενιάρη Οτερ να αποπλανήσει την αρκετά μεγαλύτερη σε ηλικία σύζυγο του διευθυντή του κολεγίου. Οταν το να βλέπεις τον Αλητάκο να πηδάει από κάποια στέγη δεν σόκαρε πια κανέναν, ο χοντρούλης και γκαφατζής Φλάουντερ προκαλούσε αναστάτωση στους πολιτικά ορθούς και ζωόφιλους θεατές, όταν πυροβολούσε επί οθόνης ένα άλογο.
«Οι κύριες επιρροές μου είναι από τον βωβό κινηματογράφο του 20 και του 30 -οι ταινίες του Μπάστερ Κίτον και του Χάρολντ Λόιντ» είχε δηλώσει ο Λάντις, λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία της ταινίας του. «Με το Τρελό Θηριοτροφείο πιστεύω πως δημιουργήσαμε μια κλασική slapstick κωμωδία για τα χρόνια του κολεγίου, αλλά περισσότερο σύγχρονη».
Κοντολογίς, το «Τρελό Θηριοτροφείο» επαναπροσδιόρισε την υπερβολή, την έννοια «χοντράδα», το κακό γούστο. Και ταυτόχρονα τα απενοχοποίησε. Εγκαινίασε μια νέα εποχή κυνισμού, όπου τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και το σεξ στο σινεμά χρησιμεύουν για να προκαλέσουν γέλιο και όχι σοκ. Λειτούργησε ως μια αναρχική, αναγκαία και, σε κάθε περίπτωση, πειστική απάντηση στον σκόπιμο (και γενικά εξαίσιο) συναισθηματισμό των επίσης σκανταλιάρικων τέκνων του «Αmerican Graffiti» και κάθε νεανικής κωμωδίας που διάλεγε να ρίξει νοσταλγικές και λιγότερο πονηρές ματιές στο παρελθόν των χρόνων της αμερικανικής αθωότητας.
Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε μια κινηματογραφική φόρμα την οποία πολλοί θα αντέγραφαν, όμως λίγοι θα ισοφάριζαν σε ποιότητα. Ισως, ακούγοντάς το αυτό σκέφτεστε κάτι σαν την «Εκδίκηση Των Νερντς», το «Ρorkys» ή τη «Μεγάλη Των Μπάτσων Σχολή» με τις ατελείωτες συνέχειες ή ακόμα και την «Τρελή Απίθανη Πτήση» που μοιράζεται με το «Θηριοτροφείο» τον ίδιο επιθετικό προσδιορισμό. Ταινίες, δηλαδή, που δεν συγκαταλέγονται δα και στις καλύτερες όλων των εποχών. Πράγματι, το αμερικανικό έθνος, η βιομηχανία του κινηματογράφου και οι θεατές παγκοσμίως δεν κάνουν λάθος όταν χρεώνουν στο δημιούργημα του Λάντις την μεγαλύτερη επίδραση στη μετέπειτα μοντέρνα νεανική κωμωδία. Διότι εκεί ξεκίνησαν όλα.
Η μεγάλη μήτρα της «εθνικής σάτιρας»
Οι άνθρωποι που ξεκίνησαν να πραγματώσουν ένα τόσο παράτολμο εγχείρημα όπως το «Τρελό Θηριοτροφείο», με τις σκηνές της ηθικής κτηνωδίας να εναλλάσσονται εκστατικά, δεν ήταν τυχαίοι. Ηταν οι δημιουργοί του National Lampoon, του σατιρικού περιοδικού που σχημάτισε και καθόρισε την κωμική ευαισθησία της γενιάς του. Το πιο εμβληματικό του εξώφυλλο είναι εκείνο του τεύχους που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1973, στα μέσα της έξαρσης του ζωοφιλικού ακτιβισμού στις ΗΠΑ και απεικόνιζε ένα πιστόλι να σημαδεύει έναν σκύλο στον κρόταφο, ενώ δίπλα ο κεντρικός τίτλος διασαφήνιζε: «Αν δεν αγοράσετε το περιοδικό, θα σκοτώσουμε αυτό το σκυλί».
Το National Lampoon ξεκίνησε το 1971 από ανήσυχους αποφοίτους του Χάρβαρντ και κατάφερε να μπολιάσει ιδανικά τη λαμπρή παράδοση των αμερικανικών περιοδικών της δεκαετίας του 60 με μια κοφτερή, σπαρταριστή ματιά στη μέση αμερικάνικη ζωή. Από τα σπλάχνα του περιοδικού αναδείχτηκαν οι συγγραφείς της μακροχρόνιας κωμικής εκπομπής «Saturday Night Live» και αργότερα των «Simpsons». Το 1977, παρ όλα αυτά, η κυκλοφορία του αντιμετώπιζε προβλήματα κι έτσι οι υπεύθυνοι σκέφτηκαν πως ίσως ήταν σκόπιμο να γυρίσουν μια ταινία, ώστε να κερδίσουν δημοσιότητα και να κατακτήσουν με αυτό τον τρόπο πάλι το ενδιαφέρον των αναγνωστών.
Η ιδέα για την ταινία προέκυψε όταν ο συντάκτης του περιοδικού, Χάρολντ Ράμις (και μετέπειτα σκηνοθέτης του «Ανάλυσέ Το» και της «Μέρας Της Μαρμότας»), διασταύρωσε ένα πρόχειρο σενάριο που είχε γράψει βασισμένο στις ιστορίες από το κολέγιο που είχε να διηγηθεί ο -επίσης συντάκτης του National Lampoon- Κρις Μίλερ. Η αρχική εκδοχή πραγματευόταν τις ακραίες διηγήσεις που αφορούσαν μαθητές γυμνασίου.
Όταν όμως ο Σίμονς, παραγωγός της ταινίας, διάβασε μια πρώτη εκδοχή του σεναρίου, το μόνο που είχε να πει ήταν «Για όνομα του Θεού, βρε παιδιά,. Εδώ μιλάνε για ναρκωτικά, σεξ και φόνους στο γυμνάσιο». Για να εισπράξει από τους σεναριογράφους την αποστομωτική απάντηση «Εντάξει, τότε ας μεταφέρουμε τα πάντα στο Κολέγιο». Οι πρόχειρες σημειώσεις του Ράμις (αποφοίτου του φημισμένου Second City Theatre του Σικάγο, όπως ήταν και ο Μπελούσι) μεταποιήθηκαν σε κανονικό σενάριο και το μόνο που έμενε να βρεθεί ήταν κάποιος αρκετά θαρραλέος και λοξός, ώστε να σκηνοθετήσει τη συγκεκριμένη κινηματογραφική κτηνωδία με τον τρόπο που της έπρεπε. Ο Τζον Λάντις, δηλαδή.
Ο 27χρονος τότε Λάντις, ένας αρχετυπικά ανορθόδοξος Καναδός με εμμονή στον trash κινηματογράφο και το σινεμά του φανταστικού, αθέτησε τους περισσότερους από τους όρους της συμφωνίας του με τους παραγωγούς. Η ταινία κόστισε πολύ περισσότερα από όσα προέβλεπε ο προϋπολογισμός της και κανένας από τους πρωταγωνιστές δεν ήταν αναγνωρισμένος αστέρας, όπως προέβλεπαν τα συμβόλαια. Επειτα έπρεπε να βρεθεί ο χώρος των γυρισμάτων. «Γυρίσαμε κάθε κολέγιο στα νοτιοανατολικά των ΗΠΑ – κανείς δεν μας άφηνε να κινηματογραφήσουμε στις εγκαταστάσεις του», θυμάται ο Τζον Λάντις από εκείνη την περίοδο.
Και έτσι, όταν αποφασίστηκε η ταινία να γυριστεί σε στούντιο κοντά σε μια κωμόπολη του Ορεγκον, ο νεαρός σκηνοθέτης χώρισε τους ηθοποιούς σε Ωμέγα και Δέλτα και απαγόρευσε να συνδιαλέγονται οι μεν τους δε, για να επισπεύσει τον αναγκαίο ανταγωνισμό που προέβλεπε το σενάριο να υπάρχει ανάμεσά τους.
Τα γυρίσματα συνέχισαν εν μέσω παρεϊστικου χαβαλέ και ακατάπαυστης κραιπάλης, μέχρι που συγκεντρώθηκαν τα 175 λεπτά της αρχικής κόπιας. Επειτα από εξαντλητικό μοντάζ, 66 από τα παραπάνω λεπτά κατέληξαν στον κάλαθο των αχρήστων και η ταινία πήρε την τελική της μορφή. Η υποδοχή στις δοκιμαστικές προβολές ήταν θριαμβευτική και η συνέχεια απέβη ανάλογη. Ενώ η παραγωγή της ταινίας κόστισε μόλις 2,5 εκατομμύρια δολάρια, οι εισπράξεις της θα άγγιζαν τα 142 εκατομμύρια.
Τα αναδρομικά χρέη του αμερικανικού ονείρου
Το 1962, ο Τζον Κένεντι είχε μόλις εκλεγεί και προσπαθούσε να περιθωριοποιήσει το μιλιταριστικό κατεστημένο που είχε επιβάλει ο Αϊζενχάουερ. Οι νεαροί της εποχής διασκέδαζαν με νέγρικη μουσική, τραγουδούσαν το διαφημιστικό σλόγκαν της μπίρας Schaefer, τριγυρνούσαν διαβάζοντας beat λογοτεχνία, καλλιεργούσαν γλάστρες που καπνίζονταν και τελικά βρέθηκαν έπειτα από κάμποσα χρόνια επιτυχημένοι επαγγελματίες, ηγέτες στους τομείς τους, πολιτικοί και-προπάντων- συνετοί καταναλωτές. Αν αναρωτιέστε πότε ήταν που ο αμερικανικός πολιτισμός έγινε μη αναστρέψιμος, δεν έχετε παρά να παρακολουθήσετε τα καμώματα των αντιδραστικών μελών της αδελφότητας Δέλτα την ίδια χρονιά.
Οι άνθρωποι του National Lampoon γνώριζαν ποιες ήταν οι δύο κάστες (όχι μονάχα φοιτητών) που κονταροχτυπιόνταν για την -κοινωνική, σεξουαλική, οικονομική- επικράτηση εκείνο τον καιρό. Γνώριζαν επίσης και τον νικητή. Νικητές ήταν οι ίδιοι και, καθώς είχε φτάσει ήδη 1978 και όσα περιθώρια υπήρχαν για ανατροπές είχαν εξαντληθεί, το συμπέρασμα διαφαινόταν τελεσίδικο. Ακόμα, τα όπλα είχαν πέσει στο χώμα και ο εχθρός δεν είχε δυνάμεις να υπογραμμίσει πως ο νικητής ίσως να υπερβάλει λίγο στις περιγραφές.
Ο πόλεμος που προηγήθηκε, βλέπετε, ήταν σκληρός και για την επικράτηση αναμετρήθηκαν οι ατσαλάκωτοι εκπρόσωποι του παλιού κατεστημένου- εκείνοι που κοιμούνταν με μια φωτογραφία του στρατηγού «Αϊκ» στο προσκεφάλι- με τους εκπροσώπους της νέας ελευθεριότητας, όσους διέθεταν την όρεξη να ρουφήξουν οτιδήποτε νέο, αμφιλεγόμενο ή απαγορευμένο τους είχε στερήσει η πνιγηρή ανατροφή τους. Τα εξαγριωμένα, δηλαδή, θηρία της αδελφότητας Δέλτα, καθώς και ο καθηγητής Τζένινγκς (όπως τον υποδύθηκε ο Ντόναλντ Σάδερλαντ στην ταινία) που κάπνιζε χόρτο και θεωρούσε άχρηστο τον Τζον Μίλτον και την ποίησή του. Ρεμάλια, μα νικητές.
«Όταν κυκλοφόρησε η ταινία στις αίθουσες, πληγώθηκε ο εγωισμός μου, καθώς κανείς δεν αναγνώρισε την πολιτική της χροιά. Το φιλμ είναι εξαιρετικά επαναστατικό. Είναι μια ταινία για τα sixties με ένα χαώδες, άναρχο φινάλε» έχει δηλώσει σχετικά ο Τζον Λάντις. Πιθανότατα έχει δίκιο. Στο «Τρελό Θηριοτροφείο» υπάρχουν αναφορές στην Τζάκι Κένεντι, στην απόφαση του Χάρι Τρούμαν να ρίξει τις ατομικές βόμβες, στον Ρίτσαρντ Νίξον, στο Βιετνάμ και στο κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ωστόσο δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου να θεωρηθεί το πολιτικό σου σχόλιο έγκυρο όταν συνηθίζεις να σκηνοθετείς ταινίες με λυκάνθρωπους, όπως έκανε ο Λάντις στη μετέπειτα καριέρα του. Οπως και να έχει, το «Θηριοτροφείο» παραμένει αδιαμφισβήτητο ντοκουμέντο της Μεγάλης Αλλαγής στην ιδιοσυγκρασία της Δύσης, ιδωμένης όταν είχαν γίνει προφανείς οι συνέπειές της. Οταν ο αυστηρός, στρατόκαυλος Νίντερμαγιερ της αδελφότητας Ωμέγα γίνεται ρεζίλι στο φινάλε της ταινίας, ολόκληρη η «σχολή» του εκμηδενίζεται.
Στο «Τρελό Θηριοτροφείο» υπήρχε πάντοτε διαθέσιμο το δεύτερο επίπεδο και ήταν ακριβώς τόσο ισχυρό όσο και τα αστεία με τα ξερατά και τον φαγητοπόλεμο. Προσέφερε άφθονη τροφή για σκέψη, σε ένα περιτύλιγμα καθόλου βαρετό και προπάντων ασεβές. Ισως αυτή να ήταν η αιτία της σαρωτικής του επιτυχίας. Ισως για τον ίδιο λόγο σήμερα να έχει βρει τη θέση του κάπου στο πάνθεον της αμερικανικής κωμωδίας, δίπλα στη φιλμογραφία των Αδερφών Μαρξ και τις τηλεοπτικές εκπομπές του Ερνι Κόβακς.
Το επιμύθιο
Το «Τρελό Θηριοτροφείο» σίγουρα δεν ήταν η μοναδική ταινία που επιχείρησε να περιγράψει την ήττα του συνοφρυωμένου κατεστημένου στις ΗΠΑ του 60. Το 1978 βγήκαν στις αίθουσες μερικές ακόμη σημαντικές ταινίες – ο «Ελαφοκυνηγός», το «Dawn Of The Dead» ή το «Ηalloween», θεσπέσιες σπουδές πάνω στα ήθη της Δύσης μετά το τέλος της δεκαετίας του 50. Σίγουρα υπάρχουν ακόμα περισσότεροι που προσπάθησαν να ιχνογραφήσουν το επαναστατημένο, υπερκινητικό, μα και πελαγωμένο ωστικό κύμα ανθρώπων και ιδεών που χτύπησε την Αμερική τη δεκαετία του 60. Ομως, δεν πρέπει να υπάρχει άλλο κομμάτι στην ιστορία της ανθρώπινης διάνοιας που να μπορεί να ρίξει κάποιον στο πάτωμα ασθμαίνοντας από το γέλιο, την ίδια στιγμή που παρακολουθεί γενεσιουργές αλλαγές να σαρώνουν τον δυτικό πολιτισμό.
Μακάβρια Λεπτομέρεια
Τo «Τρελό Θηριοτροφείο» έφερε σε επαφή και ανέδειξε δύο από τα πρόσωπα που θα πρωταγωνιστούσαν στο κωμικό σινεμά του 80. Ο ένας ήταν ο σκηνοθέτης του, Τζον Λάντις, ο οποίος θα διέγραφε μια εντυπωσιακή πορεία στην κωμωδία (με κορωνίδα τους «Ατσίδες Με Τα Μπλε»), μέχρι που ο χαμός τριών ανθρώπων στα γυρίσματα της κινηματογραφικής μεταφοράς της «Ζώνης Του Λυκόφωτος» το 1983 οδήγησε την καριέρα του σε παρακμή. Ο άλλος ήταν ο Τζον Μπελούσι, ο τροφαντός άρχοντας της γκριμάτσας, ο οποίος εγκαινίασε μια νέα εποχή σπαρταριστού κυνισμού για να βρεθεί, τέσσερα χρόνια αργότερα και αφού είχε προλάβει να γυρίσει με τον Λάντις τους «Ατσίδες Με Τα Μπλε» και κάμποσα επεισόδια του «Saturday Night Live», νεκρός από υπερβολική δόση ναρκωτικών.
Το πιο άγριο θηρίο
Ο ρόλος του γκαφατζή Μπλούτο σίγουρα δεν είναι εκείνος που κινεί τη δράση στο «Τρελό Θηριοτροφείο». Δεν λειτουργεί ως αφηγητής της ιστορίας ούτε η πλοκή περιστρέφεται γύρω του. Ωστόσο, η γκροτέσκ φιγούρα του Τζον Μπελούσι κατάφερε να απογειώσει τον Μπλούτο και να τον αναδείξει στο πιο άγριο θηρίο των Δέλτα, στο αδιαφιλονίκητο bottom line των συζητήσεων γύρω από την ταινία.
Από τις ακαταμάχητες μούτες του και τις ξεκαρδιστικές ασυναρτησίες που ξεστομίζει μέχρι τον σαρωτικό τρόπο με τον οποίο επεμβαίνει μονίμως σε καταστάσεις, για να τις ισοπεδώσει ή να τις δυναμιτίσει, ο Μπελούσι συνδυάζει το πληθωρικό παρουσιαστικό του και τις αρετές της σωματικής κωμωδίας με στοιχεία του οικουμενικού ανθρωπότυπου του πλακατζή μπουνταλά. Και μας δωρίζει έναν από τους πιο ντελιριακούς, όσο και εμβληματικούς κινηματογραφικούς χαρακτήρες που γνώρισε ποτέ η κωμωδία. Ας πιούμε (μπίρα) σ’ αυτόν. Ή μήπως να φάμε τίποτα, καλύτερα;