Μπορείτε να φανταστείτε δύο λευκούς σέρφερς να μάχονται με τα κύματα σε μια παραλία της Γκάνας το 1964, μπροστά σε μια ομάδα έκπληκτων ντόπιων οι οποίοι δεν είχαν ιδέα τι είναι αυτό που βλέπουν; Μάλλον δεν το φανταζόταν ούτε ο ίδιος ο Μπρους Μπράουν, όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1960 σκηνοθετούσε το «the endless summer», to ντοκιμαντέρ που θα έφερνε επανάσταση στον τρόπο που το mainstream αντίκριζε μια ολόκληρη κουλτούρα.
Slippery When Wet
To «Endless Summer» δεν ήταν παρά το έκτο φιλμ του γεννημένου στο Σαν Φρανσίσκο Μπράουν, o οποίος με το ζόρι τελείωσε το λύκειο και όπως λέει για την ακαδημαϊκή του καριέρα «Η ειδικότητά μου ήταν το να μην πηγαίνω στο σχολείο». Μετά την αποφοίτησή του όμως από το Wilson High το 1955 ο Μπρους κατατάχτηκε στο στρατό και, για αλλαγή, φρόντισε να βρεθεί στην κορυφή της τάξης του ώστε να έχει στα χέρια του την επιλογή της μετάθεσής του. Διάλεξε τη Χαβάη.
Στους μήνες που μεσολάβησαν μέχρι την απόλυσή του το 1957, ο Μπράουν εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο όσα το νησί του προσέφερε και το έριξε στο σέρφινγκ. Παράλληλα ξεκίνησε να γυρνάει τις πρώτες του ταινίες 8 χιλιοστών, κινηματογραφώντας τις ορδές σέρφερς που μετακινούνταν από την Καλιφόρνια σε αναζήτηση του μεγάλου κύματος.
Εκεί, στις απέραντες παραλίες του Οάχου, ένας θρύλος θα γεννιόταν, αφού επιστρέφοντας στην Καλιφόρνια ο Μπράουν θα συγκέντρωνε το υλικό που είχε κινηματογραφήσει, φτιάχνοντας μια ταινία και κανονίζοντας τη δημόσια προβολή της – έναντι μικρής χρέωσης – σε ένα κατάστημά για εξαρτήματα σερφ ενός τύπου ονόματι Ντέιλ Βέλζι. Ο Βέλζι ικανοποιημένος από το εισόδημα που του έφερνε η ταινία, μίσθωσε τον νεαρό δημιουργό της, του αγόρασε μια κάμερα 16 χιλιοστών και του έδωσε 5.000 δολάρια για να καλύψει τα έξοδα ενός έτους. Η αποστολή του; Να γυρίσει ένα, κανονικό αυτή τη φορά, φιλμ με στόχο το προμοτάρισμα της ομάδας σερφ του Βέλζι.
Το αποτέλεσμα ήταν το «Slippery When Wet», που με την αφήγηση του ίδιου του Μπράουν ακολουθεί το υπάρχον μοντέλο surf documentary που είχε θεσπίσει μια δεκαετία νωρίτερα ο πρωτοπόρος του είδους, Μπαντ Μπράουν (απλή συνωνυμία) και καταγράφει την καθημερινότητα του τυπικού Καλιφορνέζου σέρφερ που ταξιδεύει ως τη Χαβάη για να παλέψει με τα κύματα. Αυτή ήταν μόνο η αρχή.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο νεαρός κινηματογραφιστής συνέχισε να παράγει μια ταινία το χρόνο, ακολουθώντας την ίδια επιτυχημένη φόρμουλα. Με τα λεφτά που είχε αρχίσει να βγάζει με τις όλο και πιο καλές ταινίες του σκόπευε αρχικά να σπουδάσει σε κάποια κινηματογραφική σχολή, αλλά οι καταστάσεις δεν τον άφησαν να πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία του.
Χρόνια αργότερα θα παραδεχόταν πως ο ερασιτεχνισμός του τον άφησε να κάνει πράγματα πιο αντισυμβατικά και θαρραλέα: «Αν είχα σπουδάσει, θα πίστευα πως θα ήταν αδύνατο να φέρω σε πέρας όλα αυτά που έκανα μέσα σε 5 μόλις χρόνια». Ερασιτέχνης ή όχι, ο Μπράουν ήταν σίγουρα παραγωγικότατος. «Surf Crazy», «Βarefoot Αdventure», «Surfing Hollow Days» και «Waterlogged» (το τελευταίο ήταν στην ουσία ένα best of των τεσσάρων πρώτων του φιλμ και ταυτόχρονα η μεγαλύτερή του ως τότε επιτυχία) ήταν τα αποτελέσματα μιας φρενήρους δημιουργικής διαδικασίας που τον ήθελε να γυρίζει το υλικό του το φθινόπωρο και τον χειμώνα κάθε έτους, να μοντάρει κατά την άνοιξη, και να το προβάλλει στις -κατά κανόνα γεμάτες- αίθουσες σχολών σερφ μέσα στο καλοκαίρι.
Surf Crazy
Μαζί με το, μέχρι τότε όχι και τόσο διαδεδομένο άθλημα το οποίο κατέγραφε με τον φακό του, οι ταινίες του Μπράουν άρχισαν να συναντούν παρόμοια άνοδο στη δημοτικότητά τους, χωρίς να είναι σαφές (όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις) αν ήταν εκείνος που έφερνε το σερφ στο προσκήνιο ή αν η σταδιακή μαζικοποίηση του σπορ έφερνε στο προσκήνιο τον – όπως θα αποδεικνυόταν μέσα στα επόμενα χρόνια – σημαντικότερο χρονολόγο του.
Σε κάθε περίπτωση ο Μπράουν συνέχισε, για μισή δεκαετία, να πιάνει με την 16άρα κάμερά του το σφυγμό μιας κοινότητας ολοένα και πολυπληθέστερης. Ως αποτέλεσμα, οι ταινίες για το σερφ άρχισαν να γίνονται όλο και περισσότερες και η προσφορά να ξεπερνά τη ζήτηση.
Ο Μπράουν αναζήτησε μια μικρή ανατροπή που θα έκανε τη διαφορά. Πώς θα ήταν αν, για μια φορά, μπορούσε να ακολουθήσει δυο σέρφερς για περισσότερους από λίγους μόνο μήνες; Αν κυνηγούσε, μαζί με αυτούς, το τέλειο κύμα για έναν ολόκληρο χρόνο; Αν εκμεταλλευόταν το γεγονός ότι ο χειμώνας στο ένα ημισφαίριο του πλανήτη σημαίνει καλοκαίρι για το άλλο; Πώς θα ήταν αν μπορούσε με την κάμερά του να ζωντανέψει στην οθόνη τον απόλυτο παράδεισο του κάθε σέρφερ, ένα ατελείωτο καλοκαίρι; Εκμεταλλευόμενος το χρονικό άνοιγμα που του έδωσε ο best of χαρακτήρας του «Waterlogged» (το φιλμ αποτελείτο από ήδη υπάρχον υλικό), ο Μπράουν μάζεψε 50.000 δολάρια και ξεκίνησε να γυρίσει το magnum opus του, το «Εndless Summer», ένα φιλμ σύλληψης τόσο απλής, όσο και μεγαλειώδους την ίδια στιγμή.
Με ένα μόνο γενικό και αυθαίρετο σχέδιο του περιεχομένου της ταινίας (που πολλές φορές κατέληξε να παρεκκλίνει από αυτό που ο σκηνοθέτης είχε κατά νου), ο Μπράουν πήρε τους σέρφερς Μάικ Χίνσον και Ρόμπερτ Ογκαστ και μαζί γύρισαν τον πλανήτη ακολουθώντας το καλοκαίρι κατά πόδας. Από τη Γκάνα μέχρι τη Νότιο Αφρική, κι από τη Νέα Ζηλανδία πίσω στη Χαβάη και την Καλιφόρνια, περνώντας μέσα από ζούγκλες και σερφάροντες σε αμμοκορφές της ερήμου, κυκλώνοντας καρχαρίες και κυνηγώντας ζέβρες. Αυτή η τρελή παρέα κυνήγησε το όνειρό της, μεταδίδοντάς το τελικά σε ανθρώπους που δεν είχαν ιδέα ότι ήταν και δικό τους.
Με το φιλμ να κάνει πάταγο στους σέρφερ κύκλους, ο Μπράουν αποφάσισε να πάρει ένα μεγάλο ρίσκο και να προσπαθήσει να βρει διανομέα. Εκλεισε ένα σινεμά στην καρδιά του Κάνσας και προς μεγάλη του χαρά είδε την ταινία του να είναι sold out για τις επόμενες δύο βδομάδες, σπάζοντας το τοπικό ρεκόρ που κατείχε το «Ωραία Μου Κυρία».
Οι διανομείς στους οποίους απευθύνθηκε ο Μπράουν, που εξαρχής πίστευαν ότι το φιλμ αποκλείεται να ενδιαφέρει τον οποιονδήποτε ζει «πέντε μίλια μακριά από τον ωκεανό», παρέμεναν σκεπτικοί και τότε ο ντοκιμαντερίστας έπαιξε τα ρέστα του: πήγε την ταινία στο Μανχάταν και την έδειξε σε Νεοϋορκέζους κριτικούς, οι οποίοι και την αγκάλιασαν ως κάτι ολότελα διαφορετικό από αυτό που είχαν συνηθίσει να βλέπουν.
Μετά από έναν επιτυχημένο χρόνο αποκλειστικά στο σινεμά Kuyps Bay, το «Εndless Summer», που γυρίστηκε για ψίχουλα και θα κατέληγε να φέρει πίσω περισσότερα από 20 εκατομμύρια δολάρια, βρήκε το 1966 πρώτα εθνική και ύστερα διεθνή διανομή για να καταλήξει τελικά στην ανά τις δεκαετίες Βιβλο των σέρφερς και στην επιλογή του, το 2002, ως «διατηρητέο μνημείο» από το Εθνικό Αρχείο Ταινιών των ΗΠΑ ως «πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά εξέχον».
Surfs Up
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Η στερεοτυπική εικόνα του μαστούρη και χαζεμένου σέρφερ που δεν ξέρει να αρθρώσει δυο λέξεις και σκοτώνει ώρες και μέρες περιμένοντας ένα κύμα να έρθει σε αυτόν, ανατράπηκε εμφατικά από ένα ντοκιμαντέρ διαποτισμένο με στυλ και χιούμορ, στο οποίο οι δυο πρωταγωνιστές οργώνουν τον πλανήτη γνωρίζοντας διαφορετικές κουλτούρες, διαδίδοντας τη δική τους, και αναζητώντας οι ίδιοι πεισματικά το κύμα ακόμα κι όταν δεν έρχεται. Το φιλμ ανέπτυξε μια δική του φιλοσοφία, όπου το σέρφινγκ ενσωματωνόταν στο ταξίδι (surf and travel culture) και το κάθε ένα ξεχωριστά γίνεται σκοπός και μαζί γίνονται το Ονειρο, ντύνοντας την περιπέτεια με ένα υπέροχα χαλαρό και απόλυτα θερινό σάουντρακ από τους Sandals .
Μετά το «Εndless Summer», ο Μπράουν έχοντας ενδεχομένως πει όσα θα μπορούσε ποτέ για το σερφ, αφιερώθηκε στο άλλο του πάθος, τις μηχανές. Χάρη και σε αυτή την κοινή τους αφοσίωση, έγινε φίλος με τον Στιβ ΜακΚουίν μαζί με τον οποίο συν-παρήγαγε το ντοκιμαντέρ «Οn Any Sunday», το οποίο του απέφερε και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ το 1970. Τη δεκαετία του 80 την πέρασε με την οικογένειά του σε ένα απομονωμένο ράντσο, βόρεια της Σάντα Μπάρμπαρα, μέχρι που η προοπτική της επιστροφής στον αγαπημένο του υδάτινο κόσμο τον έπεισε να επιστρέψει στο Χόλιγουντ.
Το 1994 γύρισε μαζί με τον γιο του, Ντέινα, το σίκουελ «Τhe Endless Summer ΙΙ», όπου περνώντας από Γαλλία, Κόστα Ρίκα, Μπαλί και Αλάσκα, δύο νεότεροι σέρφερς ακολούθησαν τα χνάρια των Χίνσον και Ογκαστ βοηθώντας τον Μπράουν να καταγράψει την εξέλιξη του σερφ στις δεκαετίες που μεσολάβησαν των δύο ταινιών του. Πικραμένος από την αδιαφορία που επέδειξε γι αυτόν και τη δουλειά του η διανομέας του σίκουελ New Line, αλλά και χωρίς να μπορεί να βρει ξανά τη χαρά της ανακάλυψης σε μια εποχή λίγο-πολύ κορεσμένη, ο Μπράουν αποσύρθηκε εκ νέου, ικανοποιημένος με μια ήρεμη ζωή δίπλα στις μηχανές του, αφήνοντας τον γιο του να αναλάβει δράση γυρίζοντας το 2003 το «Step Into Liquid» που κατέγραψε την εξέλιξη του σπορ μέσα στα τελευταία 15 χρόνια.
«Το σέρφινγκ σήμερα είναι καλύτερο και τα τεχνικά μέσα πιο εξελιγμένα», δηλώνει πλέον ο Μπρους Μπράουν. Και γιατί δεν είναι ακόμα εκεί έξω για να τα αποθανατίζει, όπως έκανε τότε; «Δεν υπάρχουν πολλά μέρη για να ανακαλύψεις πια. Πήρα μια νέα κάμερα, γύρισα τρία πράγματα και αυτό ήταν. Εχασα το ενδιαφέρον μου». Οσο όμως κι αν η σανίδα που του έχει κάνει δώρο ο Ογκαστ συνεχίζει εδώ και χρόνια να κάθεται υπομονετικά στον τοίχο, οι δυο τους μαζί με τον Χίνσον θα παραμένουν άρρηκτα συνδεμένοι με τον ωκεανό και τα μεγάλα του κύματα. Το ατελείωτο καλοκαίρι, αυτό το άπιαστο όνειρο που μαζί έκαναν πραγματικότητα, θα τους ενώνει για πάντα.
Ακολουθούν παρακάτω τέσσερις ταινίες που έχω ένας επίκεντρο το σεφ
«Gidget» (1959) του Πολ Γουέντκος
Στην πρώτη εμφάνιση του γνωστού χαρακτήρα, η Φράνσις Λόρενς – Γκίτζετ (Σάντρα Ντι) αισθάνεται κομπλεξικά απέναντι στα καμπυλωτά κορίτσια της παραλίας και το ρίχνει στο σερφ για να εντυπωσιάσει τα αγόρια.
«Βig Wednesday» (1978) του Τζον Μίλιους
To σερφ ως μεταφορά για την ίδια τη ζωή, στην ιστορία νεαρών σέρφερς (αριστερή φωτό) που αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα του πολέμου στο Βιετνάμ. Προσωπικότητες του αθλήματος κάνουν cameo εμφανίσεις.
«Ρoint Βreak» (1991) της Κάθριν Μπίγκελοου
Καλτ διαμάντι με τον Κιάνου Ριβς στον ρόλο ενός πράκτορα του FBI, ο οποίος εισχωρεί μυστικά σε συμμορία σέρφερς και ταυτόχρονα ληστών τραπεζών. Οι σκηνές του σερφ κόβουν την ανάσα.
«Βlue Crush» (2002) του Τζον Στόκγουελ
Βασισμένο σε άρθρο αμερικάνικου περιοδικού, η ταινία ακολουθεί το (αμερικάνικο) όνειρο τριών φιλενάδων καθώς επιχειρούν να σερφάρουν στη θρυλική Βόρεια Ακτή της Χαβάη.