Άρθρο της Μαρίας Παπαδοπούλου.
Είναι Κυριακή μεσημέρι και στο δρόμο για τους γονείς μου περπατώ με βήματα αργά αλλά… διόλου σταθερά. Η αλήθεια είναι ότι ασυνείδητα προσπαθώ να καθυστερήσω όσο γίνεται την τετ α τετ συνάντηση με τους γεννήτορές μου, καθώς και μόνο στη σκέψη του τι με περιμένει… παραπαίω. Είπαμε όμως, όσο μεγαλώνω γερνάνε κι αυτοί (δυστυχώς, αυτά τα δύο πράγματα πάνε μαζί!) και πρέπει να τους φροντίζω περισσότερο.
Κάτι τέτοιες σκέψεις με οδήγησαν στην «αυτοκτονική» απόφαση να τρώω μαζί τους κάθε Κυριακή, τους το ανακοίνωσα κιόλας μετά βαΐων και κλάδων τρομάρα μου, και τώρα περπάτα Μαρία και μην παραπονιέσαι! Η μήτηρ σου ζήτησε (με αυστηρότατο κι αδιαπραγμάτευτο ύφος) να είσαι στη μία παρά δέκα στο σπίτι, ώστε στη μία ακριβώς να ‘χετε κάτσει στο τραπέζι, η ώρα έχει πάει μία και πέντε (ποιος την ακούει…) και εσύ ακόμα κλωτσάς χαλίκια δύο μέτρα απ’ την είσοδο του πατρικού, μην μπορώντας να αποφασίσεις αν θα μπεις μέσα ή όχι. Εμπρός… ξεκούνα!
«Βρε καλώς την κι ας άργησε… (πρώτη μπηχτή). Kάτσε να φάμε που σου έχω φτιάξει και το φαγητό που σου αρέσει».
«Μα για να σε δω καλύτερα… Έχεις αδυνατήσει παιδάκι μου ή μου φαίνεται; Τι έχεις καμάρι μου, δεν τρέφεσαι σωστά; Δεν σου ‘χω πει να μου λες να σου φτιάχνω υγιεινά φαγητά και να πάψεις επιτέλους να τρως αυτές τις αηδίες; Ορίστε, χλωμή είναι, κοίτα την κι εσύ Γιάννη, σαν άρρωστο δεν μοιάζει το παιδί (παιδί ετών 32…); Δεν αρχίσαμε καθόλου καλά!
Μόλις έχω τελειώσει να μασουλάω αμήχανα το μαρούλι απ’ την σαλάτα κι είμαι έτοιμη να «επιτεθώ» στο κυρίως πιάτο (Α όλα κι όλα, γι’ αυτό και μόνο το σημείο της ιστορίας τη λατρεύω τη μαμάκα μου, έχει φτιάξει σούπερ μουσακά και μοσχομυρίζει όλο το σπίτι!). Ένα, δύο, τρία, τα δυσάρεστα σχόλια της μάνας μου πέφτουν βροχή, βρίσκεται σε πλήρες γονεϊκό παραλήρημα που σιγοντάρει με περίσσια προθυμία κι ο πατέρας μου βεβαίως-βεβαίως. Κλείστε μου τ’ αυτιά να μην τους ξαναματακούσω!
«Πώς πάει η δουλειά, καλά; Ως πότε παιδάκι μου θα δουλεύεις ως γραμματέας, γι’ αυτό σε σπουδάζαμε τόσα χρόνια με τον πατέρα σου για να γράφεις επιστολές;» (1-0)
«Μου ‘λεγε τις προάλλες η θεία σου η Καλλιόπη ότι η Μαιρούλα της Κατίνας παντρεύεται και πολύ χάρηκα… ‘Αντε παιδάκι μου μόνο εσύ έμεινες, δεν το βλέπεις; Περνάνε τα χρόνια, πότε θα σοβαρευτείς;» (2-0)
«Ωραία μπλούζα φοράς, από πού την πήρες; Ωραίο χρώμα έχει, αλλά δεν είναι λίγο τολμηρή; Συγνώμη κιόλας βρε παιδάκι μου που σου λέω έτσι ανοιχτά τη γνώμη μου (παρακαλώ…), αλλά έτσι που ντύνεσαι πως θα βρεις άντρα. Μήπως να φόραγες κάτι πιο σεμνό να σε πάρουν στα σοβαρά;… ‘Αουτς! Αυτό πόνεσε (4-0…… two points !)
«Ωραίος ο μουσακάς παιδάκι μου, σου αρέσει; Πότε επιτέλους θα ‘ρθεις ένα πρωί να σου δείξω μερικές συνταγές; (5-0)
«Δεν έρχεσαι όμως συχνά να μας δεις και το ‘χουμε παράπονο με τον πατέρα σου πως είμαστε ο τελευταίος τροχός της αμάξης στη ζωή σου (της ποιας;;;). Τι θα ‘λεγες να έρχεσαι που και που να μένεις μαζί μας όλο το Σαββατοκύριακο; (τι έκανε λέει;;;;) (7-0)
«Τις προάλλες κουβέντιαζε ο πατέρας σου με τον κυρ-Τάσο στο καφενείο, και του έλεγε για τον γιο του που ‘χει τελειώσει μαθηματικός στο εξωτερικό και τώρα μια χαρά τακτοποιήθηκε στο δημόσιο. Είναι και σοβαρό παιδί… Του είπε λοιπόν ο μπαμπάς να περάσει απ’ το σπίτι την Παρασκευή να γνωριστείτε. Τι λες να φορέσεις γλυκιά μου; (Τίιιιιιιιιιιι; Είμαι δυστυχώς εδώ, εφιάλτη ζω και ξυπνήστε με τώρα!!!) (10-0)
Έχοντας συγκεντρώσει ένα μηδενικό στην βαθμολογία μου στο ντέρμπι «μαμά εναντίον Μαρία», και νιώθοντας πια κι η ίδια πιο χάλια κι από μηδενικό, σηκώνομαι κακήν κακώς απ’ το τραπέζι και προφασίζομαι πολλή δουλειά που με περιμένει στο γραφείο (κυριακάτικα;) για να την κάνω τρέχοντας απ’ το πατρικό. Τώρα θυμήθηκα γιατί από τότε που έφυγα από το σπίτι τους βλέπω μόνο μια φορά το μήνα…… Α και μαμά, που είσαι… την επόμενη εβδομάδα δεν θα έρθω. Ναι, ναι, δυστυχώς, έχω κάτι πολύ σοβαρό να κάνω. Άλλη φορά…