Ο εργάτης που κρατά το τεράστιο αγγλικό κλειδί δεν το κάνει καλά, αν σκεφτούμε πρακτικά. Το εργαλείο δεν έχει πιάσει σωστά τη βίδα και η στάση του σώματός του δεν είναι η ενδεδειγμένη…
Παρ’ ολα αυτα η διάσημη φωτογραφία του Λούις Χάινς κατάφερε να συμβολίσει το 1920 μια κοινωνική τάξη και μια ολόκληρη εποχή και να εμπνεύσει αμέτρητες άλλες, όπως αυτή του Τσάρλι Τσάπλιν από την ταινία Μοντέρνοι Καιροί.
Ο Λούις Χάινς ήταν ένας πολύ σημαντικός φωτογράφος των αρχών του 20ού αιώνα, μα πάνω από όλα μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ανθρώπου. Παρότι έχασε τον πατέρα του και αναγκάστηκε να δουλέψει σε μικρή ηλικία, σπούδασε κοινωνιολογία και δίδαξε σε φημισμένα κολέγια της Νέας Υόρκης, όπου και ξεκίνησε να ασχολείται με τη φωτογραφία. Όντας από τους πρώτους επιστήμονες που συνειδητοποίησαν τη δύναμη του νέου ακόμη μέσου, συνήθιζε να επισκέπτεται με τους μαθητές του το νησί Έλις και να φωτογραφίζει τους μετανάστες στις πρώτες τους στιγμές στην Αμερική.
Το 1906 εγκαταλείπει τη δουλειά του και αφιερώνεται στους σκοπούς της Εθνικής Επιτροπής κατά της παιδικής εργασίας. Για πάνω από δέκα χρόνια γυρνά όλη την Αμερική και καταγράφει με τη μηχανή του (που ζύγιζε τότε 25 κιλά!) παιδιά που δουλεύουν, πολύ συχνά υπό απάνθρωπες συνθήκες, και τις ιστορίες τους. Είναι η περίοδος που το φαινόμενο της παιδικής εργασίας παίρνει μεγάλες διαστάσεις στη χώρα και περίπου δύο εκατομμύρια παιδιά κάτω των 15 ετών προσπαθούν να επιβιώσουν σε εργοστάσια, ορυχεία ή βιοτεχνίες. Οι λεζάντες των περίπου 5.000 φωτογραφιών του από εκείνη την περίοδο περιλαμβάνουν λεπτομερή στοιχεία για κάθε περίπτωση: ονοματεπώνυμο, ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, επάγγελμα, μισθός, ωράρια, εργασιακές συνθήκες κ.τ.λ.
Για να καταφέρει να εισέλθει στους χώρους εργασίας, μεταμφιέζεται και υποδύεται μεταξύ άλλων τον πλασιέ, τον επιθεωρητή και τον ασφαλιστή. Μιλάμε, δηλαδή, με λίγα λόγια για τις απαρχές του φωτογραφικού ντοκιμαντέρ. Και καθώς ο ίδιος ο Χάινς δεν ήταν ένας τυπικός επαγγελματίας, που απλά μισθώθηκε για να φέρει εις πέρας την αποστολή, αλλά υπήρξε 100% ταγμένος στον σκοπό, μιλάμε και για έναν κοινωνικό ακτιβιστή. Εναν από τους πρώτους που πίστεψε ότι μπορεί να κάνει τη διαφορά και να βοηθήσει να αλλάξει κάτι στον κόσμο μέσω της φωτογραφίας.
Η φωτογραφία του εργάτη στο εργοστάσιο της Πενσιλβάνιας (όταν ακόμα η πολιτεία διέθετε ισχυρή βιομηχανία και ψήφιζε Δημοκρατικούς) και το μετέπειτα πασίγνωστο αφιέρωμά του στους εργάτες που κατασκεύαζαν το Empire State Building, δουλεύοντας «ιπτάμενοι» εκατοντάδες μέτρα πάνω από το έδαφος, ήταν από τις πρώτες που έβαζαν σε πρώτο πλάνο τον εργάτη και τον μόχθο του. Σκοπός του Χάινς ήταν να αναδείξει την ευγενή φύση της χειρωνακτικής εργασίας και την αξιοπρέπειά της. Να συμβολίσει την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι αυτός που κινεί τα γρανάζια της βιομηχανίας και βρίσκεται στο επίκεντρο της τεχνολογίας, που είχε ξεκινήσει να παρεισφρέει παντού.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό είναι και το θέμα της ταινίας, από όπου και η φωτογραφία με τον Σαρλό, ο οποίος προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στους Μοντέρνους Καιρούς. Το κωμικό στοιχείο του εργάτη που υποδύθηκε ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο οποίος παρεμπιπτόντως ανέλαβε την παραγωγή, έγραψε, σκηνοθέτησε, πρωταγωνίστησε και συνέθεσε τη μουσική (όπως πάντα) δεν κρύβει τις βαθύτερες ανησυχίες του μεγάλου κινηματογραφιστή για την αποξένωση και το έλλειμμα ουμανισμού της εποχής. Ο Τσάπλιν υπήρξε ίσως ο πρώτος παγκόσμιος σταρ, ένας μοναδικός καλλιτέχνης που ξεκίνησε από το πουθενά και κατάφερε να κατακτήσει την κινηματογραφική βιομηχανία, κατοχυρώνοντας για τον εαυτό του απεριόριστη δημιουργική ελευθερία.
Η ταινία γυρίστηκε το 1936, μετά την επιστροφή του στις ΗΠΑ από το διάλειμμα που είχε κάνει και τα ταξίδια του ανά τον κόσμο επί ενάμιση χρόνο. Σε ένα από αυτά είχε συναντήσει και τον Γκάντι, με τον οποίο συζήτησε για τους κινδύνους της τεχνολογίας. Οι Μοντέρνοι Καιροί είναι η πρώτη εμφανώς πολιτική ταινία του Τσάπλιν (ακολούθησε ο Μεγάλος Δικτάτωρ, που τόλμησε να σατιρίσει τον Χίτλερ), η πρώτη στην οποία υπάρχει ένας μικρός διάλογος (παρότι οι ομιλούσες ταινίες είχαν ήδη καθιερωθεί) και η τελευταία με πρωταγωνιστή τον χαρακτήρα, σήμα κατατεθέν «Σαρλό».