Κατατρόπωσε τις κυβερνητικές δυνάμεις του Μπατίστα, οδήγησε τους αντάρτες στην Κούβα και στις 16 ορκίστηκε πρωθυπουργός. Απέτρεψε 30 δολοφονικές επιθέσεις και άντεξε στο εμπάργκο των ΗΠΑ. Ο κόσμος παραπονιέται συνεχώς, αλλά όλοι στην Πλατεία της Επανάστασης ζητωκραυγάζουν το όνομα του: Φιντέλ
Η Αβάνα βρίσκεται 200 χιλιόμετρα μακριά από τη Φλόριντα, στο υπογάστριο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ή μήπως στο… υποΚάστριο; Μισό αιώνα, τώρα, η Κούβα αυτό το απείθαρχο νησί, μοιάζει με το γαλατικό χωριό των ανυπότακτων Γαλατών, μέσα στη καρδιά της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μόνο, που Γκοσινί και Ουντερζό, ανακάλυψαν το χωριό του Αστερίξ, χάρη στη φαντασία τους. Η Κούβα μπαίνει στη μύτη των Αμερικανών, στην πραγματικότητα, χάρη σε ένα όνομα που τους προκαλεί ανατριχίλα: Φιντέλ Κάστρο.
Σήμερα 16 Φεβρουαρίου, συμπληρώνονται 48 χρόνια, από τότε που ο Κάστρο κατέλαβε την εξουσία στην Κούβα. Στα 80 του χρόνια, πλέον, άρρωστος εδώ και μήνες, κανείς δεν ξέρει αν οι Κουβανοί θα τον ξαναδούν ποτέ να αγορεύει για ώρες, όπως συνήθιζε, σε τέτοιες επετείους, με ιερό πάθος, επαναστατική φλόγα και ενίοτε με ακατανόητο βερμπαλισμό.
Λένε, άλλωστε, ότι ο Φιντέλ, έχει, ήδη, μεταβιβάσει την εξουσία στον αδερφό του Ραούλ και σε ορισμένους νεότερους «αστέρες» της κουβανέζικης κυβέρνησης, που καλούνται να οδηγήσουν το νησί σε μια πολύ δύσκολη, όσο και μεταβατική, εποχή.
Ένα απέραντο νάιτ-κλαμπ
Πριν από ένα αιώνα, η Κούβα, ήταν τελείως διαφορετική. Το ίδιο και η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Αμερικανοί ήταν αυτοί που από τον πόλεμο του 1898, κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Ισπανία, πήραν το νησί στα χέρια τους. Μετατρέποντας την Αβάνα, σε ένα τεράστιο νάιτ-κλαμπ, με καζίνο, αλκοόλ και πόρνες, ιδιοκτησία των περιώνυμων γκάνγκστερ της εποχής.
Το 1934, καταργήθηκε και νομοθετικά, η επικυριαρχία των ΗΠΑ στην Κούβα. Χρειαζόταν ένας «γκαουλάιντερ». Τον έλεγαν Φουλχένσιο Μπατίστα. Από το 1940 κυβέρνησε σε μια κατ’ επίφαση Δημοκρατία. Όταν, όμως, άρχισε να εντείνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια, κήρυξε στρατιωτικό Νόμο.
Στην Αβάνα, συνέχισαν να συρρέουν οι Βορειοαμερικανοί (και αρκετοί Ευρωπαίοι) τουρίστες, για να περνούν την ώρα τους, παίζοντας στα καζίνο, ή παρακολουθώντας την Ζοζεφίν Μπέικερ και τον Μορίς Σεβαλιέ σε μια από τις περίφημες επιθεωρήσεις του ξενοδοχείου «Νασιονάλ», ή στα θέατρα «Κάπρι» και «Τροπικάλ». Άλλοι σύχναζαν στο «Μερσέντες», ένα πλωτό πορνείο της μόδας, ενώ όσοι δεν είχαν χρήματα για να πάνε εκεί, σύχναζαν στα σπίτια της «κάγιε ντε λος Πέρος» (της οδού των Σκυλιών).
Η αναλογία δολαρίου και πέσος ήταν, σχεδόν, ένα προς ένα, άρα δεν χρειαζόταν καν να αλλάξεις χρήματα όταν έφτανες στη Κούβα. Το ρούμι στοίχιζε ενάμισι δολάρια, κανείς δεν το στερούταν, ενώ στα καπνοπωλεία και τα μπαρ παιζόταν μανιωδώς, η «μπολίτα», το εθνικό λαχείο της Κούβας. Στους δρόμους οι περισσότεροι δοκίμαζαν από τα αυτοκινητάκια των πλανόδιων πωλητών, αυγά μάτια, η τηγανητά μπριζολάκια, κι ακόμη «οστιόνες» (μικρά στρείδια που τρώγονται μέσα στον πάτο του ποτηριού) και «πέρος καλιέντες» (χοντ-ντογκ).
Η ταινία, που το 1959, έσπαζε τα Ταμεία ήταν οι «Εραστές» του Λουί Μαλ. Οι … εραστές της λογοτεχνίας, προτιμούσαν το «Φλορίτιδα» ένα ρεστοράν στο Κεντρικό Πάρκο της Αβάνας, όπου πίνοντας «ντακουίρις» (άσπρο ρούμι με τριμμένο πάγο) ήλπιζαν να συναντήσουν τον Έρνεστ Χεμινγουέι.
Ειδυλλιακή εικόνα μιας παρακμιακής όσο και γοητευτικής πρωτεύουσας, που είχε βιτρίνα της τα φώτα των καζίνο, τις μαρκίζες των θεάτρων και τους λογοτέχνες που ζητούσαν την έμπνευση τους στο ρούμι. Οι σεβρολέτ αλώνιζαν τους κεντρικούς δρόμους, η μόδα στους άνδρες ήταν η περίφημη «γκουγιαμπέρα» ένα μακρύ λινό σακάκι με χαμηλές τσέπες που φοριόταν ελαφρά κολλαρισμένο. Οι γυναίκες φορούσαν γαλλικά αρώματα (Γκερλέν) και η καλή κοινωνία σύχναζε στις ιπποδρομίες και στις κούρσες με σκύλους.
Από κάτω, όμως, ένα ηφαίστειο σιγόβραζε. Η αλήθεια ήταν, τελείως, διαφορετική από την βιτρίνα. Ο Μπατίστα μοιραζόταν τα έσοδα με το αφεντικό της Μαφίας, Μέγιερ Λάσκι, ενώ μετά την φοιτητική εξέγερση, είχε εξαπολυθεί μια πρωτοφανής τρομοκρατία από την Αστυνομία και τους χαφιέδες της.
Όταν ο Φιντέλ Κάστρο, συνάντησε τον Τσε Γκεβάρα
Το 1955, στις 9 Ιουλίου, στο μικρό διαμέρισμα της όμορφης Κουβανέζας, Μαρίας Αντόνια Σάντσεζ Γκονσάλες, στο Μεξικό, ο Φιντέλ Κάστρο, συναντιέται στις 10 το βράδυ, με τον νεαρό γιατρό, από την Αργεντινή, Ερνέστο Γκεβάρα.
Ο 29χρονος «δικηγόρος του λαού» όπως τον έλεγαν, έχοντας υπερασπιστεί χωρίς χρήματα, δεκάδες συμπατριώτες του, κυνηγημένους από το καθεστώς του Μπατίστα, έχει ήδη επιχειρήσει (πριν από δυο χρόνια, στις 26 Ιουλίου του 1953) την πρώτη ένοπλη εξέγερση, επιτιθέμενος μαζί με τον αδερφό του Ραούλ και μια ομάδα 120 ανταρτών στο στρατόπεδο Μονκάδα. Μια επιχείρηση-καμικάζι που πνίγηκε στο αίμα και έστειλε τους δυο Κάστρο, πρώτα στην φυλακή, κι ύστερα στην εξορία στο Μεξικό. Σε ανάμνηση αυτής της επιχείρησης, το κίνημα Μ26-7, που ευαγγελίζεται την απελευθέρωση της Κούβας.
Κάστρο και Γκεβάρα μοιράζονται το ίδιο πάθος για την λύτρωση της Λατινικής Αμερικής από τον βάρβαρο ζυγό καταπιεστικών δικτατοριών και κυβερνήσεων που εξυπηρετούν αλλότρια συμφέροντα. Ο Φιντέλ αναλύει την κατάσταση στην πατρίδα του: «Στην Κούβα υπάρχουν διακόσιες χιλιάδες μπόιος (καλύβες από λάσπη και καλάμια) και 400.000 οικογένειες, στην πόλη και την ύπαιθρο, φυτοζωούν μέσα σε ανθυγιεινές τρώγλες, με το 90% των παιδιών να βρίσκονται στο έλεος των μικροβίων. Η ανεργία καλπάζει, το πρόβλημα της κατοικίας στην Αβάνα είναι τεράστιο…»
Περνώντας η νύχτα, ο Κάστρο, αποκαλύπτει το σχέδιό του για μια απόβαση στην Κούβα, με επανδρωμένη θαλαμηγό. Ο Ενρνέστο Γκεβάρα, προσχωρεί στο Κίνημα Μ26-7, γίνεται ο «Che» και εκμυστηρεύεται στην μετέπειτά σύζυγό του Ιλδα: «Είναι μεγάλος πολιτικός ηγέτης, νέου στυλ και αποφασισμένος να φτάσει στον στόχο του».
«Η ιστορία θα με αθωώσει»
Στις 8 Αυγούστου του ίδιου έτους, ο Φιντέλ Κάστρο Ρους, όπως είναι το πλήρες όνομά του, υπογράφει το «Μανιφέστο νο 1» προς τον λαό της Κούβας, εκ μέρους του Μ26-7, επαναλαμβάνοντας τις θέσεις που είχε περιλάβει στην περίφημη απολογία του, μετά την σύλληψή του και την Δίκη του για την επίθεση στην Μονκάδα. Μια απολογία που τελείωνε με την περίφημη φράση: «Η ιστορία θα με αθωώσει». Ο γιος μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων, που σπούδασε στη Νομική, παντρεύτηκε το 1948 και χώρισε το 1954, γίνεται, πλέον, ο αρχηγός μιας ομάδας επαναστατών. Περισσότερο απελευθερωτικού χαρακτήρα, λιγότερο σοσιαλιστικού, καθώς εκείνη την εποχή, ο Κάστρο ήθελε να προσεταιριστεί τις Ηνωμένες Πολιτείες που άρχισαν να «εκνευρίζονται» από τα καμώματα (και την βουλιμία) του Μπατίστα. Τον κομμουνισμό, ο Φιντέλ θα τον ασπαζόταν αργότερα. Και για αυτό θα φρόντιζε ο Τσε…
Ο Κάστρο που του αρέσει να μαγειρεύει σπαγγέτι με θαλασσινά, εμφανίζεται ως συνεχιστής της παράδοσης του Χοσέ Μαρτί, εθνικός ποιητής και οραματιστής μιας ελεύθερης Κούβας. Στις 30 Οκτωβρίου του 1955, ο Κάστρο, μπαίνει στο ξενοδοχείο Παλμ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης (σ.σ εκεί όπου τώρα μαζεύονται οι … αντιφρονούντες του δικού του καθεστώτος), μιλώντας σε εκπροσώπους της εξόριστης αντιπολίτευσης της Κούβας. Οκτακόσια άνθρωποι βλέπουν αυτόν τον πανύψηλο (1.90) με το κυματιστό μουστάκι, δικηγόρο να βροντοφωνάζει: «Το 1956 θα είμαστε ή ελεύθεροι, ή μάρτυρες»!
Απόβαση με το «Γκράνμα»
Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, το σχέδιο του Φιντέλ, γίνεται πραγματικότητα. Ένα εγγλέζικο γιοτ, με το όνομα «Γκράνμα» (χαϊδευτικό του grandmother) αγοράζεται από τον Αμερικανό Ρόμπερτ Μπ. Έρικσον. Έχει μήκος 13.25μ και φάρδος 4.97μ. Χωράει (το πολύ) 25 άτομα. Ο Κάστρο, όμως, έχει στην διάθεσή του, σχεδόν 100 αντάρτες. Καθώς ο μηχανικός Τσούτσου Ρέγιες ανακατασκευάζει το γιοτ, για να χωρέσουν, πάνω κάτω 80 αντάρτες. Θα μπουν, τελικά, 82 μαζί με όπλα, καύσιμα και νερό. Ο Κάστρο τυλιγμένος σε μια μαύρη κάπα, δίνει οδηγίες και στο τέλος στοιβάζεται μαζί με τους άντρες του. Ανάμεσά τους και 20 αντάρτες από την επίθεση στη Μονκάδα και τέσσερις μη Κουβανοί: Ο Ιταλός Τζίνο Ντόνε, ο Δομινικανκός Ραμόν Μεχίας, ο Μεξικανός Γκιγιέν και ο Αργεντίνος Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, που παίρνει τον βαθμό του υπολοχαγού.
Το «Γκράνμα» θα αποπλεύσει τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας με προορισμό την Κούβα, όπου έχει προετοιμαστεί το έδαφος για υποδοχή από τους αγρότες, υποστηρικτές του κινήματος. Πηγαίνοντας υπερβολικά αργά, πέφτοντας σε έλη και βάλτους, με τον κυβερνητικό στρατό υποψιασμένο να περιπολεί σε όλο το μήκος των ακτών και τα αεροπλάνα να πάνω από τα κεφάλια των στοιβαγμένων ανταρτών, το ταξίδι κρατάει εφτά ημέρες και έξι ώρες. Οι υποστηρικτές στην ενδοχώρα εγκαταλείπουν τις θέσεις τους. Οι αντάρτες είναι, πλέον, στο έλεος του Θεού.
«Δεν επρόκειτο για απόβαση, αλλά για ναυάγιο» σχολιάζει ο Τσε. Οκτώ άνδρες χάνονται στο πρώτο προσκλητήριο, καθώς η φάλαγγα ξεκινάει με προορισμό την οροσειρά Σιέρα Μαέστρα. Στις 5 Δεκεμβρίου δέχονται επίθεση από τον λογαγό Χουάν Μορένο Μπράβο. Το πλήρωμα του «Γκράνμα» γίνεται κομμάτια με τεράστιες απώλειες. Ο Τσε τραυματίζεται. Ο Κάστρο σώζεται και οι αντάρτες χωρίζονται σε δεκατέσσερις μικρές ομάδες. Είκοσι πιάστηκαν ζωντανοί και εκτελούνται τις επόμενες μέρες. Ο υπαρχηγός του Κάστρο, Χουάν Μανουέλ Μαρκές συλλαμβάνεται και τουφεκίζεται. Ο Χεσούς Μοντανέ, ψηλά στην ιεραρχία φυλακίζεται μαζί με 20 συντρόφους του.
Το Κίνημα Μ26-7, μοιάζει να έχει διαλυθεί, πριν καν … ξεκινήσει την επανάστασή του. Μέσα σε πυροβολισμούς από τα όπλα του στρατού του Μπατίστα, ακούγεται μια φωνή: «Έχουμε χαθεί. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω». Η απάντηση έρχεται από τον Καμίλο Σιενφουέγκος: «Αqui ne se rinde nadie, carajo»! Δηλαδή: «Από εδώ κανένας δεν γυρίζει πίσω». Ο ίδιος άνθρωπος τρία χρόνια αργότερα θα μπει στην Αβάνα, επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής των ανταρτών του Κάστρο.
Η τελική επίθεση
Μέσα από την παταγώδη αποτυχία της «απόβασης», γιγαντώνεται το κίνημα του Κάστρο. Οι φήμες αντικρουόμενες. Πρώτα γίνεται λόγος για απόβαση 200 ανταρτών με επικεφαλής τον Φιντέλ, που ξεσηκώνει τη λαϊκή αντίδραση κατά του Μπατίστα. Και μετά το χάος: «Ο Κάστρο σκοτώθηκε μαζί κι οι αντάρτες του» διαδίδει το καθεστώς. Η μητέρα του Φιντέλ αντιδρά: «Αν δεν δω ότι έχουν σκοτωθεί δεν θα το πιστέψω» λέει για τους γιους της. Σε λίγους μήνες θα τους συναντήσει πάνω στο βουνό. Η ένοπλη αντίσταση, γιγαντώνεται, οι «μπαρμπούδος» (οι γενειοφόροι) από μια χούφτα ανθρώπους, στρατολογούν, διαρκώς άντρες εξοπλίζονται (ακόμη και με αμερικάνικης προέλευσης όπλως, αφού οι Αμερικανοί είναι φανερό ότι δεν θέλουν τον Μπατίστα, υποστηρίζουν τον Κάστρο, μέχρι να … διαπιστώσουν ότι έκαναν ένα μοιραίο λάθος) και μέσα σε τρία χρόνια θα καταλάβουν την εξουσία.
Το 1957 ο Κάστρο υπογράφει ένα νέο μανιφέστο που κατέληγε ως εξής: «Δεν έχουμε ανάγκη κανέναν για να πεθάνουμε με αξιοπρέπεια». Σε όσους υποστήριζαν μια «μεταβατική λύση» για την Κούβα, ο φλογερός επαναστάτης θύμιζε: «Ποτέ ο αγώνας μας δεν θα είναι πιο σκληρός από τότε που ήμασταν μονάχα δώδεκα άνθρωποι, όταν δεν είχαμε ένα οργανωμένο και σκληραγωγημένο λαό μέσα στην Σιέρα, όταν δεν είχαμε, όπως σήμερα, μια ισχυρή και πειθαρχημένη οργάνωση σε ολόκληρη τη χώρα, όταν δεν υπολογίζαμε στην υπέροχη λαϊκή στήριξη».
Οι μάχες άρχιζαν σώμα με σώμα. Βουνό με βουνό. Στις πόλεις εξεγείρονταν οι φοιτητές. Η τελική έφοδος έγινε στη Σάντα Κλάρα, όπου ο Τσε Γκεβάρα, επικεφαλής των ανταρτών του Κάστρο μπήκε νικητής την 31η Δεκεμβρίου του 1958. Τρεις μέρες αργότερα, ο Καμίλο Σιενφουέγκος έμπαινε στην Αβάνα, στις 4 το απόγευμα. Ο Μπατίστα είχε καταφύγει στον Αγιο Δομίνικο και είχαν απομείνει οι «αιμοσταγείς» Τίγρεις (οι πραιτοριανοί του καθεστώτος) να μάχονται τελευταίοι. Ο Κάστρο είχε θριαμβεύσει. Ξεπερνώντας κάθε αντίπαλο και υποψήφιο (από την αντιπολίτευση του Μπατίστα) στις 16 Φεβρουαρίου, θα αναλάβει καθήκοντα πρωθυπουργού.
Η ιστορία απεφάνθη
Τα υπόλοιπα αποτελούν σύγχρονη ιστορία. Ο Κάστρο άντεξε …δολοφονικές επιθέσεις (περίπου 30!), συνομωσίες της CIA που έφεραν τον κόσμο, ακόμη και στα πρόθυρα του Γ Παγκοσμίου Πολέμου (με την περίφημη κρίση του Κόλπου των Χοίρων το 1962) και οδήγησε την πατρίδα του μέσα από θύελλες, αντέχοντας στην απομόνωση και το εμπάργκο των ΗΠΑ.
Ο Τσε, που αργότερα έφυγε για να συνεχίσει το όνειρο της επανάστασης στην Κολομβία και στην Βολιβία όπου άφησε την τελευταία του πνοή, κι ο αδερφός του Ραούλ, τον έπεισαν να προσεταιριστεί την Σοβιετική Ένωση.
Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ο λαός της Κούβας ήταν τεράστιες. Όπως έγραψε κάποτε ο Ισπανός συγγραφέας Μανουέλ Βάσκες Μονταλμπάν «δεν βρίσκεις τίποτα στα καταστήματα αλλά όλοι τρώνε. Όλοι τρώνε, αλλά όλοι παραπονιούνται ότι δεν υπάρχουν τρόφιμα. Ο κόσμος παραπονιέται συνεχώς, αλλά όλοι πάνε στην Πλατεία της Επανάστασης για να ζητωκραυγάσουν υπέρ του Φιντέλ Κάστρο»
Η ιστορία, άλλωστε, όπως ο ίδιος έλεγε το 1952, τον έχει αθωώσει…