«Θα πρέπει να πληρώσω τον καφέ;» ρωτάω. Ο Γιώργος κοιτάει εμένα και την Μαριλένα, μετά κοιτάει τριγύρω. Είναι Σάββατο πρωί, έξω έχει τον καλύτερο καιρό, και το μαγαζί είναι πιο άδειο κι απ’ την ψυχή της νονάς μου.
«Είστε οι μοναδικοί πελάτες και πήρες καφέ που κάνει πέντε ευρώ. Προφανώς θα πληρώσεις τον καφέ».
Γαμώτο. Πάντα ήλπιζα ότι το να έχεις φίλο σερβιτόρο είχε προνόμια.
Ο Γιώργος βρήκε πριν λίγες μέρες δουλειά σε μια καφετέρια. Είχε σερβίρει μέχρι στιγμής έξι ανθρώπους.
«Πώς σκατά το κρατάνε ανοιχτό με τόσο λίγους πελάτες;» ρωτάει η Μαριλένα. Έχει νεύρα σήμερα. Κανείς μας δεν τολμά να ρωτήσει, γιατί λογικά θα πρέπει να υποστούμε άλλη μια ιστορία για τις νέες μαλακίες που έκανε ο γκόμενός της, και είναι υπερβολικά ωραία μέρα. Δεν νομίζω πως θα την γλυτώσουμε, βέβαια.
«Ο ιδιοκτήτης έχει πολλά λεφτά. Εγώ αυτή τη στιγμή πληρώνομαι» λέει ο Γιώργος, πίνοντας μια γουλιά απ’ τον δικό του καφέ. «Είμαι πολύ ανώμαλος που μου την σπάει; Νιώθω παπάρας που πληρώνομαι χωρίς να κάνω κάτι».
«Είσαι τόσο ηθικός φοιτητής» του λέω. Το κινητό της Μαριλένας χτυπάει.
«Ναι. Ναι. Με τα παιδιά. Τι ποια παιδιά, ρε Γιάννη, τον Γιώργο και τον Ορφέα! Μπράβο! Κι εγώ τι θες να κάνω; Ίσως δεν έχω όρεξη σαββατιάτικα να κάνω πρωινή γιόγκα και ίσως δεν θέλω να δω τα μούτρα σου! Το κλείνει. «Άι στο διάολο πια».
Κοιτιόμαστε με τον Γιώργο. Προσπαθώ να του πω τηλεπαθητικά ότι θα ρωτήσω μόνο αν μου κεράσει τον καφέ. Δεν με καταλαβαίνει.
«Δεν χωρίσατε στο πάρτι μου;» ρωτάω εν τέλει.
«Δεν νομίζω πως ξέρουν ακριβώς τι σημαίνει αυτή η λέξη» σφυρίζει ο Γιώργος.
«Μαλάκες, είναι ανυπόφορος! Αλλά μετά τα βρίσκουμε. Και μετά γίνεται ξανά ανυπόφορος. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν μικρός και τον καταστρέψανε».
«Δεν είσαι υποχρεωμένη να τον φτιάξεις» της λέω.
«Και θα κάνει τα ίδια και χειρότερα σε κάποια κακόμοιρη. Τουλάχιστον εγώ τον έχω μάθει πια. Είναι σαν παιδάκι, θα σου σπάσει τα νεύρα μέχρι να γίνει το δικό του».
«Ο τύπος είναι άρρωστος. Την ζηλεύει γιατί έχει φίλους. Ζηλεύει ακόμα κι εμένα» γελάει ο Γιώργος. Όχι το χα-χα γέλιο, το θα-χέσω-στον-τάφο-σου γέλιο.
«Τι λέει για μένα;» ρωτάω. Αναρωτιέμαι αν με αντιπαθεί όσο τον αντιπαθώ κι εγώ.
«Σε σιχαίνεται» απαντάει ο Γιώργος. Η Μαριλένα γουρλώνει τα μάτια και τον χτυπάει στο μπράτσο.
«Οκέι. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, αλλά οκέι…»
Η Μαριλένα παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Δεν θες να αναλύσουμε τα κόμπλεξ του, Ορφεάκο».
«Όχι, θέλω σοβαρά να μάθω. Ίσως έχει κάποιον σοβαρό λόγο, ίσως είναι εποικοδομητική κριτική για τον χαρακτήρα μου». Ποτέ δεν ξέρεις.
Και οι δυο τους με κοιτάνε λες και είμαι ηλίθιος.
«Πιστεύει ότι είσαι ψεύτικος».
Αυτό δεν το περίμενα.
Ο Γιώργος βιάζεται να τα μπαλώσει. «Βέβαια πιστεύει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ψεύτικοι».
«Γιατί στο π##τσο μπορεί να πιστεύει ότι είμαι ψεύτικος;» Ο τύπος είναι vegan, για όνομα του θεού! Η Μαριλένα στραβώνει τα μούτρα της.
«Νομίζει ότι προσπαθείς υπερβολικά να είσαι ενδιαφέρων» μου λέει. Αυτές οι προσβολές είναι επίπονες. «Αλλά το ξέρεις πως δεν είναι έτσι!» Ο Γιώργος συμφωνεί και κουνάει το κεφάλι του με υπερβολικά πολύ ζήλο. Τι συμβαίνει εδώ πέρα;
«Πιστεύετε ότι προσπαθώ υπερβολικά;»
Μούγκα και οι δύο.
«Έχουν υπάρξει φορές που αναρωτήθηκα γιατί αφήνεις τα πράγματα να σου πηγαίνουν τόσο άσχημα» λέει ο Γιώργος, η Μαριλένα κοιτάει το πάτωμα κι εγώ θέλω να πεθάνω απ’ την ντροπή μου. Αν το πιστεύουν αυτό οι φίλοι μου, τι σκατά θα πιστεύουν οι υπόλοιποι; «Το θέμα, όμως, είναι», συνεχίζει ο Γιώργος, «πως όταν κάποιος σε γνωρίσει, καταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται. Το κεφάλι σου λειτουργεί διαφορετικά. Οι περισσότεροι προσπαθούν να είναι ευτυχισμένοι, κι όταν δεν το πετυχαίνουν, απογοητεύονται. Ενώ εσύ αποφάσισες πως όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο, και μαθαίνεις συνεχώς κάτι καινούριο!»
Δεν είμαι σίγουρος πώς να το επεξεργαστώ αυτό. Νομίζω πως μόλις άκουσα τον πιο θετικό τρόπο για να πεις σε κάποιον πως είναι φρικιό.
«Σόρι που άργησα!» ακούγεται ο Αρτ, που μόλις μπήκε.
«Πιστεύεις ότι προσπαθώ υπερβολικά;» τον ρωτάω, ακόμα δεν κάθισε. Αυτός γελάει.
«Συνεχώς. Όλη την ώρα», λέει, και οκέι, αν το λέει ακόμα και ο Αρτ, πρέπει να έχει δίκιο. «Προσπαθείς για ποιο πράγμα, όμως;»
«Ο γκόμενος της Μαριλένας δεν με χωνεύει γιατί πιστεύει ότι προσπαθώ υπερβολικά να είμαι ενδιαφέρων».
«Ο γκόμενος της Μαριλένας είναι μαλάκας. No offence, Μαριλένα».
Η Μαριλένα απλά σηκώνει τους ώμους. Δεν της λέμε και κάτι που δεν ξέρει.
«Βασικά ισχύει το ακριβώς αντίθετο», συνεχίζει ο Αρτ, «δεν έχω ξαναδεί άτομο να προσπαθεί τόσο πολύ να είναι συνηθισμένος. Το σκεφτόμουν αυτές τις μέρες, για την ακρίβεια. Θυμάσαι όταν μαλώσαμε;»
«Δεν καταλαβαίνω γιατί ανασύρεις κακές αναμνήσεις ενώ ήδη κρίνομαι αυτή τη στιγμή, αλλά συνέχισε».
«Ήταν η πρώτη φορά που σε έβλεπα να μην ενδιαφέρεσαι καθόλου για το πώς θα σε δουν οι άλλοι. Δεν περνούσες καλά, ήθελες να γίνεις αγενής, και το έκανες. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ήμουν λιγάκι περήφανος για σένα».
«Απλά πρέπει να σταματήσεις να πιστεύεις ότι δεν είσαι καλός άνθρωπος» συμπληρώνει η Μαριλένα. «Τα σκατά σου δεν βρωμάνε χειρότερα από των άλλων».
«Αν μπορούμε να γυρίσουμε την συζήτηση σ’ εμένα για λίγο» λέει ο Γιώργος, αλλά τον διακόπτει ο Αρτ.
«Μπορείς να μου φέρεις έναν καφέ πρώτα;»
«Βαριέμαι να σηκωθώ και θα πρέπει να τον πληρώσεις».
«Δεν χρειάζομαι καφέ».
«Ωραία. Που λέτε, αγόρια και κορίτσι, ο φίλος σας δεν είναι παρθένος πια!» Χειροκροτάμε.
«Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω ότι έκανες σεξ με τον ξάδερφό μου. Αν υπήρχε ένα άτομο που θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά ότι είναι στρέιτ, αυτός θα ήταν ο Αντρέας».
«Τότε θα είχες εγκαύματα τρίτου βαθμού κι εγώ θα εξακολουθούσα να είμαι παρθένος. Ενώ τώρα, επειδή ρίσκαρα, κάτι υπέροχο συνέβη!»
«Πόσο υπέροχο;» ρωτάει η Μαριλένα.
«Καλά, δεν ξέρω, δεν έχω και μέτρο σύγκρισης».
«Οπότε τώρα τι; Είστε μαζί;» ρωτάω. Η ιδέα με τρομάζει, γιατί αν είναι μαζί, θα πρέπει να κάνουμε παρέα όλοι με τον ξάδερφό μου.
«Φυσικά και όχι! Ορφέα, χωρίς παρεξήγηση, αλλά ο ξάδερφός σου ίσως είναι ο χειρότερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Να σκέφτεσαι αυτό κάθε φορά που αμφιβάλλεις για την καλοσύνη σου!»
«Και τι κάνετε; Ήταν απλά ξεπέτα;»
«Όχι, βρισκόμαστε τακτικά. Εγώ εκμεταλλεύομαι την πολύ μπερδεμένη του σεξουαλικότητα, κι αυτός με έχει βάλει στο κινητό του σαν ‘Γιώργος ΠΑΟΚ’ και κάθε φορά μου λέει ότι αν μιλήσω σε κανέναν, θα μου σπάσει τα μούτρα».
«Αυτό είναι απαίσιο!» φωνάζει η Μαριλένα.
«Βασικά είναι αστείο, γιατί πέντε λεπτά πριν το πει, συνήθως είναι με τα μούτρα στο μαξιλάρι, παρακαλώντας με να του— εντάξει, ίσως δεν θέλετε να μπω σε λεπτομέρειες», λέει και χαμηλώνει το βλέμμα. Φαίνεται πως προσπαθεί να κρατηθεί. Δεν κρατιέται. «Ορφέα, ο ξάδερφός σου κλαίει όταν τελειώνει».
Και τώρα κλαίμε όλοι από τα γέλια.