Η ταινία γυρίστηκε το 1965, μία χρονιά αργότερα από την Χαρτοπαίχτρα. Και τα δύο κείμενα του Ψαθά προσέφεραν στην Ρένα Βλαχοπούλου τους καλύτερους ρόλους της κινηματογραφικής της καριέρας και την ευκαιρία να ξεδιπλώσει σχεδόν όλες τις πλευρές του κωμικού της ταλέντου μέσα από αυτούς. Η ταινία αποτελεί μία από τις τελευταίες που δομούνται πάνω σε συγκροτημένο κείμενο και βασίζονται λιγότερο – έως καθόλου- στη λάμψη των πρωταγωνιστών της.
Ωστόσο η δεκαετία του 1960 χαρακτηρίστηκε από ταινίες που έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Επαναπαυόταν στην λάμψη των αστεριών τους και έδιναν πολύ λίγη σημασία στο σενάριο, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις πραγματευόταν την ερωτική ιστορία μίας λαμπερής κορασίδος (βλέπε Αλίκη) και ενός ακαταμάχητου ζεν – πρεμιέ (βλέπε Δημήτρης) η οποία αφού συναντούσε διάφορες κλισέ αντιξοότητες που προβλεπόταν από ένα μάλλον αδύναμο σενάριο κατέληγε σε ένα very very happy end!
Οι θεατές, όμως, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έχουν “τσιμπήσει” από το εκκολαπτόμενο σταρ σύστεμ και έχουν αρχίσει να συρρέουν στις κινηματογραφικές αίθουσες κυρίως για να θαυμάσουν τα αγαπημένα τους αστέρια στην οθόνη και όχι για να δούνε μία πραγματικά καλή ταινία. Ποιος λοιπόν να ενοχληθεί από τις αμέτρητες σεναριακές ευκολίες και εκπτώσεις; Άλλωστε το περιτύλιγμα, ιδιαιτέρως στην Finos Films ήταν κάτι παραπάνω από προσεγμένο.
Το Φωνάζει ο κλέφτης, λοιπόν, παραπέμπει κυρίως στις κωμωδίες του 50, των οποίων το βασικότερο δομικό στοιχείο ήταν το κείμενο. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι αναφερόμαστε στις κωμωδίες της Φίνος Φιλμς. Έξυπνες ατάκες, ρέων λόγος, περιθώρια αυτοσχεδιασμού ήταν τα χαρακτηριστικά των κειμένων που έγραφαν για τον κινηματογράφο ή για το θέατρο ο Ψαθάς ή οι Σακελλάριος – Γιαννακόπουλος για να μην επεκταθώ και σε άλλους συγγραφείς.
Η ιστορία αφορά τον στρατηγό Σόλωνα Καραλέοντα και την τετραπέρατη σύζυγό του Λία η οποία καλύπτει τον απατεώνα αδελφό της που καταχράται χρήμα του Οργανισμού του οποίου ηγείται ο άντρας της. Ο Τιμολέων ένας φτωχός και τίμιος βιοπαλαιστής βρίσκει από σύμπτωση το πορτοφόλι που έχει χάσει ο στρατηγός Καραλέων και σπεύδει αμέσως να το επιστρέψει – η επίσκεψη στο σπίτι του στρατηγού όπου και συναντά την κυρία του, Λία, μας προσφέρει ένα από τα πιο απολαυστικά τετ-α-τετ του Ηλιόπουλου με την Βλαχοπούλου -.Ο στρατηγός συγκινημένος από την τιμιότητα του Τιμολέοντος τον προσλαμβάνει στον Οργανισμό και αυτός σταδιακά αποκαλύπτει τις «λοβιτούρες» του αδελφού της συζύγου του στρατηγού. Μόνο που κανείς δεν τον πιστεύει…
Η ταινία διαθέτει έναν μεταβατικό χαρακτήρα και μοιάζει να μας οδηγεί από τις αλάνες, τους δρόμους και τα φτωχόσπιτα των κωμικών ταινιών της δεκαετίας του 50 στα αστικά σαλόνια των ταινιών της δεκαετίας του 1960. Στην δεκαετία του 1950, μία δεκαετία που είναι ακόμη πληγωμένη από έναν παγκόσμιο και έναν εμφύλιο πόλεμο και που μαστίζεται από φτώχεια, οι πρωταγωνιστές των ταινιών είναι τα φτωχαδάκια και οι βιοπαλαιστές ενώ το θέμα κωμικών και δραματικών ταινιών παραμένει ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση.
Η μεταπολεμική Ελλάδα προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές της μέσα από γέλια και από κλάμματα και ο κινηματογράφος, μία κατεξοχήν λαϊκή τέχνη, αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά εκφραστικά της μέσα. Η οικονομική ανάκαμψη της δεκαετίας του 60 μας οδηγεί από τα υπόγεια στα κομψά διακοσμημένα ρετιρέ. Στο Φωνάζει ο κλέφτης βρισκόμαστε σε ένα τέτοιο αστικό σαλόνι με πρωταγωνιστές ένα εύπορο ζευγάρι από την μία και έναν ικανό μεν, φτωχό δε λογιστή που αδυνατεί να στεριώσει σε μία δουλειά εξ αιτίας της τιμιότητός του.
Μέσα από τους ξεκαρδιστικούς σχεδόν ευφυείς διαλόγους θίγεται ένα πλήθος ζητημάτων της καθημερινότητας και ασκείται μία ανάλαφρη κριτική στον χαρακτήρα του Έλληνα που αγαπάει τις λοβιτούρες, το εύκολο χρήμα, που λέει με ευκολία ψέματα, που συκοφαντεί όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς ή και όταν μπορεί, που βλέπει παντού εχθρούς αλλά και που διακρίνεται συχνά για το φιλότιμό του. Κοντά στα παραπάνω, ευδιάκριτη και η φοβία του Έλληνα για τους «κόκκινους» προδότες που απειλούν την ευημερία της πατρίδος. «Αυτή είναι κομμουνίστρια. Την βλέπω και μου ανεβαίνει η πίεση!» Μία ατάκα που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για παρεξηγήσεις.
Οι Παπαγιαννόπουλος και Ηλιόπουλος ερμηνεύουν τους ρόλους τους ο καθένας με την χαρακτηριστική του μανιέρα η οποία ωστόσο δεν ενοχλεί καθώς κάθε φορά κατορθώνει να μας πιάνει εξαπίνης. Ο Ηλιόπουλος, δε, που αρέσκεται να χρησιμοποιεί το σώμα του ως μέσο έκφρασης είναι απολαυστικός. Ωστόσο την παράσταση κλέβει η Ρένα Βλαχοπούλου , αυτή η καταπληκτική κομεντιέν η οποία δυστυχώς έμελλε να τυποποιηθεί αργότερα σε ρόλους μεγαλοκοπέλας που αναζητά απελπισμένα την γαμήλια αποκατάσταση. Σ’ αυτην την ταινία, ο ρόλος της είναι ιδιαιτέρως σύνθετος, η ίδια δεσπόζει σε κάθε κύρια κωμική σκηνή και στέκεται ισάξια απέναντι σε δύο πολύ πιο έμπειρους κωμικούς ηθοποιούς, χαρίζοντάς μας από μία κορυφαία σκηνή με τον καθένα τους (σκηνή με το Παπαγιαννόπουλο και το νυχτικό και με τον Ηλιόπουλο και το πορτοφόλι).
Κοντά στην αυθεντική κωμική φλέβα που διέθετε η Βλαχοπούλου δεν μπορώ να μην σχολιάσω την ομορφιά και την κομψότητα της. Το, όλο δαντέλα, φόρεμα που φοράει όταν «ψέλνει» τον σύζυγό της προκειμένου να πετύχει τον σκοπό της, ανήκει σαφώς στην δική μου λίστα «των πιο σοφιστικέ φορεμάτων στην ιστορία του κινηματογράφου» – βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το μαύρο Givenchy της Audrey αλλά πολύ πιο πάνω από πολλά άλλα.
Η σκηνοθεσία του Δαλιανίδη δεν είναι ιδιαιτέρως απαιτητική, άλλωστε πρόκειται για μία κωμωδία δωματίου. Σοφά επικεντρώνεται στους τρεις πρωταγωνιστές του, ιδιαίτερα στην Βλαχοπούλου και στον Ηλιόπουλο που έχουν μία ικανότητα να κινούνται στον χώρο και να χειρονομούν χαριτωμένα χωρίς να το παρακάνουν, και σοφά επίσης μας χαρίζει μερικά εύγλωττα γκρο πλαν του Παπαγιαννόπουλου και του Νικήτα Πλατή, χαρακτηριστικού δευτερορολίστα που εδω πλάθει ίσως τον πιο συμπαθή χαρακτήρα της καριέρας του.
Η ταινία βλέπεται ευχάριστα κάθε φορά. Οι ατάκες είναι αξεπέραστες και αν και χιλιοειπωμένες λόγω των ατελείωτων επαναλήψεων της ταινίας από την τηλεόραση, δεν παύουν να είναι καλοδεχούμενες σε κάθε θέαση και να προκαλούν αβίαστα το γέλιο. Ίσως, όμως, εκείνο που μας ξαναγυρνά σ’ αυτές τις ταινίες να είναι η ταύτιση με τους χαρακτήρες της και η διαπίστωση ότι αυτή η « εποχή των πισινών» δεν έχει τέλος σ` αυτήν την χώρα.
- Βαθμολογία: 8/10