Έχω την εντύπωση, πραγματικά, ότι γεννήθηκα σινεφίλ και ότι το σινεμά κυλά στις φλέβες μου. Την ίδια εντύπωση έχω και για τη λογοτεχνία -δεν θυμάμαι να μη διαβάζω τα πάντα, αλλά η μεγάλη αγάπη ήταν και παραμένει η λογοτεχνία. Για χάρη της έμαθα να διαβάζω γρήγορα, και τώρα, με τα πολυεστιακά γυαλιά, ταλαιπωρούμαι.
Αλλά πώς άρχισε αυτή η σχέση, και γιατί ειδικά η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος, και σε δεύτερη μοίρα οι άλλες τέχνες; Χρόνια ολόκληρα σηκώνεται η τρίχα της κεφαλής πολλών φίλων όταν ακούν ότι διαβάζω την πρώτη και την τελευταία σελίδα ενός βιβλίου πριν αρχίσω μια περιπέτεια μαζί του.
Το ίδιο και όταν φανερώνω πως θα ήθελα να βλέπω έξι ταινίες ταυτόχρονα σε έναν μεγάλο τοίχο. Κάτι ανάλογο κάνω στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου -πέντε έως έξι ταινίες σε μία μέρα. Περιμένω, λοιπόν, τον μεγάλο κατάλογο, που πάντα αργεί, και διαβάζω τα σενάρια στην περίληψη. Επιλέγω ξανά και ξανά, έως ότου γίνει ρεαλιστικός ο αριθμός των ταινιών. Δεν μου αρέσουν οι ταινίες που θέλουν σώνει και καλά να με καθοδηγήσουν, αντίθετα, προτιμώ όσες με αφήνουν σε εκκρεμότητα και με τον εαυτό μου και με τον κόσμο. Φανατικά, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια παρακολουθώ ταινίες υψηλής τεχνολογίας και νέους σκηνοθέτες από τη Βόρεια Αμερική και τη Νοτιοανατολική Ασία (Νότια Κορέα, Ταϊβάν κ.α.) μέχρι εξαντλήσεως.
Πώς έγιναν όλα αυτά και πια μυστήρια φέρνουν από το πουθενά του εαυτού μας αυτό το μοναχικό χαμόγελο;
Ο θείος μου Γ.Κ. είχε μια βιβλιοθήκη με γυάλινα πορτόφυλλα, πάντα κλειδωμένη. Μέσα της ο θησαυρός: Τα «Εκατό Αθάνατα Έργα», με πράσινο δέρμα και χρυσά γράμματα. Μου επέτρεπε να παίρνω ένα βιβλίο τη φορά, με τη σειρά που ήταν τοποθετημένα και από πάνω προς τα κάτω, αφού πρώτα επέστρεφα το προηγούμενο, το οποίο, μετά από εξονυχιστικό έλεγχο, έμπαινε στη θέση του και η βιβλιοθήκη ξανακλείδωνε. Όταν τα τελείωσα όλα, αρχίσαμε πάλι από την αρχή. Από πάνω προς τα κάτω. Πολλά από τα βιβλία τα έχω ξεχάσει, δεν ξέχασα όμως ποτέ την αγωνία μην τρέξει κανένα δάκρυ πάνω στο βιβλίο. Το έπαθα με τις «Μεγάλες Προσδοκίες», του Ντίκενς, όπου φαίνεται ότι τα δάκρυα ήταν ασυμμάζευτα.
Ενώ εξελίσσονταν η σχέση μου με τη λογοτεχνία, στις δεκαετίες ’50-’60, ολόκληρη η Αγίου Δημητρίου, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, πήγαινε δύο φορές την εβδομάδα σινεμά και έβλεπε τέσσερα έργα. Ολόκληρο το Χόλιγουντ. Πρώτα, ένα γουέστερν ή ένα πολεμικό και, έπειτα, ένα δράμα ή ένα μιούζικαλ. Παρέες με γυναικόπαιδα, σάντουιτς από το σπίτι, σπόρια ή πορτοκαλάδα από την καντίνα. Χειμώνα και καλοκαίρι. Προστέθηκαν και οι μεγάλες ταινίες του ιταλικού σινεμά, γαλλικές αστυνομικές, και πότε πότε, κατά γενική απαίτηση, κανένα ινδικό με πολύ κλάμα.
Η «Αίγλη», στην οποία είμαστε απόλυτα πιστοί, δεν έπαιζε ελληνικές ταινίες. Μπορεί αυτή να είναι η αιτία που δυσκολεύομαι ακόμα με τον ελληνικό κινηματογράφο, ψάχνοντας πάντα το σενάριο που έμαθα να εκτιμώ και στις χειρότερες ταινίες του αμερικανικού σινεμά.
Εκτός από το φεστιβάλ, με το οποίο συνδέομαι με άρρηκτους δεσμούς, ονειρεύομαι ένα «δημοτικό σινεμά» (ίσως παραχώρηση κτιρίου του δήμου, κατά προτίμηση κοντά στα πανεπιστήμια) και μερικούς νέους ανθρώπους που θα πάρουν ένα μικρό (;) επιχειρηματικό ρίσκο και θα δουλέψουν πολύ (και) για ένα καλό μεροκάματο. Κυριακές με πρωινό και δύο ταινίες, απογεύματα με μουσική και δύο ταινίες, μέρες με σπουδαίες ταινίες της διαφήμισης και πίτσες. Ταινίες όλων των ειδών από παντού, αφήνοντας το «καλές» ή «κακές» στην κρίση τού ούτως ή άλλως μοναχικού θεατή. Πραγματικό σινεμά εφ’ όλης της ύλης, σε μια πόλη που επίσης κυλά στις φλέβες μας.