Το μέλλον και οι υποθέσεις που γίνονται για αυτό είναι ένα θέμα με αστείρευτο ενδιαφέρον, μιας και πραγματεύεται όλα όσα “μπορούν να συμβούν“, τα πιθανά paths τα οποία μπορεί να πάρει μια οποιαδήποτε κατάσταση — είτε αυτή έχει να κάνει με την ανθρωπότητα, τις επιστήμες, την τέχνη και τα ρέστα, είτε με πιο τετριμμένες καταστάσεις, όπως οι γκομενοδουλειές που προσπαθείς να ψήσεις.
Επίσης, το μέλλον εμπεριέχει μέσα του το άγνωστο, το οποίο “άγνωστο” στις περισσότερες περιπτώσεις προκαλεί αν όχι φόβο στους ανθρώπους, τουλάχιστον μία αίσθηση ανασφάλειας. Όμως ο οποιοσδήποτε που έχει μια σχετικά ακονισμένη αντίληψη, μπορεί βάσει του παρόντος να κρίνει και να προϊδεαστεί για μελλοντικές καταστάσεις (έτσι σε ξεγελάνε και όσοι “μπορούνε να προβλέψουν τα μελλούμενα“, μάτια μου).
Βέβαια το ότι μπορούμε να πιάσουμε κάποιες μελλοντικές εκβάσεις γεγονότων με γνώμονα το παρόν, δεν είναι πάντοτε καθησυχαστικό. On the contrary, όταν οι υπάρχουσες καταστάσεις σου χτυπάνε καμπανάκια και σου φωνάζουν πως στη πορεία θα σε λούσουν με ένδοξα σκατά, το μόνο σίγουρο είναι πως μπορούν να σου προκαλέσουν μεγάλο άγχος. Ιδίως αν δεν μπορείς να έχεις ούτε καν τον έλεγχο του παρόντος.
Περίπου με ένα τέτοιο σκεπτικό, ξεπηδάν από τα κεφάλια διαφόρων μπαρμπάδων καταστάσεις δυστοπικές που συνήθως πραγματεύονται μερικές, όχι και τόσο ευχάριστες, εκβάσεις της ανθρώπινης ιστορίας, χρησιμοποιώντας βέβαια πολύ έντονα το στοιχείο της υπερβολής. Παρά όμως τις (με τη πρώτη ματιά) απόλυτες καταστάσεις τις οποίες χτίζουν, στοιχεία των δυστοπιών τους μπορούν να βρεθούν (ή βρίσκονται) στη πραγματικότητά μας μέχρι κάποιο βαθμό.
Μιλώντας για δυστοπίες δύο ονόματα μπορούν να σου έρθουν πολύ εύκολα στο μυαλό: George Orwell και Aldous Huxley (Τζωρτζ Όργουελ και Άλντους Χάξλεϋ).
Αμφότεροι πραγματεύτηκαν στα βιβλία τους μελλοντικές ολοκληρωτικές κοινωνίες, στις οποίες η ελεύθερη βούληση εξαλείφεται, η ατομικότητα εκμηδενίζεται για χάρη της επιβληθείσας τάξης, οι πάντες γαλουχούνται με μια πλήρως διαστρεβλωμένη οπτική της πραγματικότητας και οι ελπίδες διαφυγής, από την εν λόγω κατάσταση, είναι μάλλον ελάχιστες έως… ανύπαρκτες.
Οι δυστοπίες που έχουν δημιουργήσει και οι δύο είναι πολύ καλά δομημένες και τρομακτικά πειστικές παρά την υπερβολή που τις διέπει. Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός πως πραγματεύονται το ίδιο θέμα από αντίθετες σκοπιές. Από την μία ο Orwell στο “1984” παρουσιάζει έναν μελλοντικό κόσμο που έχει σαν κύρια γνωρίσματα του τη καταπίεση, το φόβο, την στέρηση και το μίσος, ενώ από την άλλη o Huxley στο “Brave New World” σερβίρει μια μελλοντική ανθρωπότητα βουτηγμένη στον στείρο ηδονισμό, ελεγχόμενη από τις ορμές της, που χρησιμοποιεί σα πρόφαση την “αγάπη” αλλά έχει χάσει κάθε νόημα και απλά υπάρχει για να καταναλώνει, να καταναλώνεται και να υπηρετεί.
Εμείς αυτό που θα κάνουμε στο παρόν άρθρο, πέρα από το να ρίξουμε μια συγκριτική ματιά σε αυτά τα δύο βιβλία (πράγμα που έχει γίνει ξαναγίνει άλλωστε) είναι να δούμε τις ζωές των συγγραφέων τους.
Πάρε τα χάπια σου. Αυτό το άρθρο θα είναι διπλό – και όταν λέμε διπλό το εννοούμε. Δύο φουλαρισμένες βιογραφίες σε ένα μόνο άρθρο. Θα είναι οδυνηρό αλλά ξέρω ότι θα σου αρέσει. Orwell και Huxley μαζί στο ίδιο μαγαζί.
Αβάντι μαέστρο!
George Orwell
Το πραγματικό του όνομα είναι Eric Arthur Blair. Γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου του 1903 στο Motihari της Ινδίας. Ο πατέρας του ήταν υπεύθυνος στο Opium Department των κρατικών υπηρεσιών. Όταν ο Eric πάτησε το ένα έτος, έφυγε μαζί με την μητέρα και τις δύο αδερφές του προς Αγγλία μεριά, ενώ ο πατέρας τους εγκαταστάθηκε μαζί τους αρκετά αργότερα, το 1912. Αν και η οικογένεια Blair καταγόταν από τα υψηλά κοινωνικά στρώματα, κράτησε μόνο το όνομα και όχι τη χάρη, δηλαδή την περιουσία — πληροφοριακά, ο προπάππος Blair ήταν γαιοκτήμονας με φυτείες στη Τζαμάικα, στις οποίες δούλευαν σκλάβοι, ενώ ήταν επίσης παντρεμένος με κόρη του δούκα του Westmorland.
Ο παππούς Blair πάλι, ήταν κληρικός. Ο δικός μας μετέπειτα περιέγραφε αστειευόμενος την κοινωνική θέση της φαμίλιας του ως “lower-upper-middle class“.
Στα 5 του πήγε σε ένα αγγλικανικό σχολείο στο Henley του Λονδίνου, το οποίο το έτρεχαν Ουρσουλίνες καλόγριες που είχαν έρθει από τη Γαλλία, επειδή η θρησκευτική αγωγή είχε απαγορευτεί στη χώρα τους το 1903. Ο μικρός Eric ήταν ένας πολύ καλός μαθητής -υποθέτουμε ολίγον τι φύτουλας-, αλλά η φαμίλια του, παρόλο που το ήθελε πολύ, εξαιτίας της οικονομικής της κατάστασης δεν μπορούσε να τον στείλει να μαθητεύσει σε ιδιωτικό σχολείο. Όταν όμως δεν έχεις λεφτά, φροντίζεις να έχεις δόντια. Βλέπεις η “βυσματική” δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό αγαθό, άσχετα αν έχουμε καταφέρει να αποκτήσουμε όνομα στη πιάτσα ως hardcore βυσματίες και δοντάκιδες.
Το δόντι που θα άνοιγε το δρόμο του μικρού Eric στη πολυπόθητη ιδιωτική εκπαίδευση ήταν ο αδερφός της μάνας του Charles Limouzin, επαγγελματίας παίκτης γκολφ και φίλος με τον διευθυντή του St. Cyprian School, από τον οποίο ζήτησε να βοηθήσει τον Eric να μπει στο σχολείο του. Ο διευθυντής λοιπόν ήρθε σε συνεννόηση με τους γονείς του μικρού και κατέβασε στο μισό τη τιμή των διδάκτρων.
Το 1911 μπήκε εσώκλειστος στο St. Cyprian και έμεινε εκεί για μια 5ετία, γυρνώντας πίσω στο πατρικό του μόνο κατά την περίοδο των διακοπών. Ο ίδιος τότε δεν γνώριζε ότι την έβγαζε τσίπικα σε σχέση με τους υπόλοιπους μαθητές του σχολείου,αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε πως προερχόταν από φτωχότερη οικογένεια.
Αυτό όμως τον έβαζε στο τριπάκι να προσπαθεί σκληρά, με αποτέλεσμα τελειώνοντας από το St. Cyprian να έχει καβατζώσει δύο υποτροφίες: η μία από το Wellington College και η άλλη από το Eton College. Ο Eric ήθελε από την αρχή να πάει στο Eton, αλλά η υποτροφία του δεν του εξασφάλιζε ακόμα μέρος διαμονής, οπότε έμεινε στο St.Cyprian περιμένοντας να αδειάσει κάποιο κατάλυμα εκεί. Επειδή όμως δεν του έκανε την χάρη αναγκάστηκε να πάει στο Wellington, όπου παρακολούθησε το εαρινό εξάμηνο του 1917. Τον Μάιο του ίδιου έτους έγινε διαθέσιμο ένα κατάλυμα στο Eton και φυσικά ο δικός μας έφυγε σκαστός για εκεί, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Στο Eton έμεινε μέχρι το 1921. Η αλήθεια είναι πως οι βαθμοί του από εκεί μαρτυρούσαν πως δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στις σπουδές του, παρόλα αυτά είχε αρχίσει να γίνεται συγγραφικά δραστήριος γράφοντας για διάφορες περιοδικές εκδόσεις του κολεγίου. Όμως, λόγω των χαμηλών του βαθμών, αδυνατούσε να πάρει και δεύτερη υποτροφία για να συνεχίσει αλλού τις σπουδές του.
Επειδή έδειχνε μεγάλη αγάπη για την Ανατολή, οι δικοί του θεώρησαν πως θα ήταν μια καλή ιδέα να τον στείλουν να γίνει μπάτσος στην Ινδία. Πιο συγκεκριμένα έδωσε εξετάσεις για να μπει στην Indian Police Service. Βγήκε έβδομος σε σειρά κατάταξης και στάλθηκε στη Burma. Εκεί παρέμεινε από το 1922 μέχρι το 1927, παίρνοντας μεταθέσεις σε διάφορες περιοχές της πόλης. Αυτή η εμπειρία του έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την αποστροφή που ανέπτυξε προς τον ιμπεριαλισμό και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο ίδιος μάλιστα, σε μεταγενέστερά του γραπτά, αναφέρει πως αισθανόταν ενοχές που υπηρέτησε τους Άγγλους αποικιοκράτες.
Όταν γύρισε στο Λονδίνο, με την συμβουλή ενός καθηγητή του από το Eton, αποφάσισε πως έπρεπε να γίνει συγγραφέας. Μιμούμενος τον Jack London, άρχισε να κυκλοφορεί στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου και να γράφει για αυτές και τους ανθρώπους της. Το υλικό τον εμπειριών του χρησιμοποιήθηκε στο “The Spike“, το πρώτο του δοκίμιο που δημοσιεύθηκε στον αγγλικό τύπο και μετέπειτα στο “Down and Out in Paris and London“.
Την άνοιξη του 1928 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου ήταν ο παράδεισος των low lifers , μποέμικων συγγραφέων. Έμενε στο Rue du Pot de Fer, έγραφε πολιτικά και λογοτεχνικά άρθρα για το Monde, ενώ περιστασιακά συνεργαζόταν και με διάφορες άλλες εκδόσεις, γαλλικές και αγγλικές. Να σημειώσουμε βέβαια πως καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του ως αρθρογράφος έπαιξε η θεία του, Nellie Limouzin, η οποία τον έφερε σε επαφή με τους κατάλληλους κύκλους (αλλιώς ο δικός μας μάλλον θα περιφερόταν άσκοπα στις όχθες του Σηκουάνα, ενσαρκώνοντας τον ρόλο του άστεγου, λεχρίτη, low life διανοούμενου). Εκείνο το καιρό ξεκίνησε και την προσπάθεια συγγραφής βιβλίων. Πέρα όμως από την πρωταρχική έκδοση του “Burmese Days” κανένα άλλο γραπτό εκείνης της περιόδου δεν έχει σωθεί.
Το Φεβρουάριο του 1929 αρρώστησε σοβαρά και μεταφέρθηκε στο δημόσιο νοσοκομείο Chochin. Βασισμένος πάνω στις καφρίλες που έζησε εκεί μέσα έγραψε το 1946 ένα δοκίμιο με τίτλο “How the Poor Die“. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, η γκαντεμιά του συνεχίστηκε. Του ψείρισαν όλες τις οικονομίες που φύλαγε στο σπίτι του, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να ψάχνει για μικροδουλειές ώστε να βγάλει τα προς το ζην. Βέβαια -όσο και να μαζοχιζόταν σε αυτές τις δουλειές-, κατά βάθος την έβρισκε μιας και οι εμπειρίες του από εκεί του έδιναν υλικό για τα γραπτά του. Προς τα τέλη του 1929 έστειλε ένα αντίγραφο του “The Spike” σε Άγγλους εκδότες και αυτοί δέχτηκαν να το δημοσιεύσουν. Τον ίδιο καιρό γύρισε πίσω στην Αγγλία και εγκαταστάθηκε στο πατρικό του.
Εκεί έμεινε για μια 5ετία — στο κάτω κάτω η οικογένειά του υπήρξε κάτι παραπάνω από υποστηρικτική. Ο ίδιος βέβαια δεν ήταν καμιά βδέλλα. “He was working his ass off” που λένε και οι συμπατριώτες του, γράφοντας άρθρα για το “New Adelphi” και εκτελώντας χρέη παιδαγωγού σε διάφορα πιτσιρίκια. Υπήρχε όμως ένα θεματάκι: παρά τον τίμιο και κλεισμένο σε στεγανά βίο που φαινόταν να έχει, κάτω από τις μύτες του καλογυαλισμένου περίγυρού του, συνέχισε να αποτάσσεται το “καθώς πρέπει” και να κυκλοφορεί μεταμφιεσμένος σε άστεγος στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου, ζώντας εν ουσία διπλή ζωή. Οι εμπειρίες που αποκόμιζε στις κακόφημες συνοικίες συνέχισαν να αποτελούν έμπνευση για τη συγγραφή ιστοριών και δοκιμίων.
Το 1932 έπιασε μια ακόμα σοβαρή και καθώς πρέπει δουλειά ως δάσκαλος στο Hawthorns High School, ένα μικρό ιδιωτικό λύκειο για αγόρια. Η διπλή του ζωή και τα δημοσιεύματά του πάνω σε αυτήν δεν σταμάτησαν όμως. Το να περιγράφεις όμως την αποτυχημένη σου προσπάθεια να μπεις στη στενή για “να δεις πως είναι ρε αδερφέ“, μπορεί να θεωρείς πως εσένα δεν σε εκθέτει και δεν σε κάνει ρόμπα, αλλά η φαμίλια σου δεν έχει την ίδια άποψη. Έτσι για χάρη της τιμής της οικογένειας του, ο Eric έπρεπε να αρχίσει να γράφει με ψευδώνυμο. Υιοθέτησε το George Orwell, εμπνευσμένο από τον ομώνυμο άγιο, ο οποίος θεωρείται ο προστάτης της Βρετανίας και από τον ποταμό Orwell του Suffolk.
Τον επόμενο χρόνο τον προσέλαβαν ξανά ως δάσκαλο σε ένα μεγαλύτερο σχολείο, το Frays College στο Uxbridge. Σαν καλός escapist όμως, έπρεπε να βρίσκει τρόπους διαφυγής από την μουντή του καθημερινότητα. Για κακή του τύχη, στο Uxbridge δεν βρισκόταν καμία κωλοσυνοικία της προκοπής εύκαιρη, αλλά είχε πολλή φύση τριγύρω του. Οπότε αγόρασε μία μηχανή και έκανε βόλτες στα πέριξ, αλλά ταν αρκετά απρόσεκτος, ώστε να βγαίνει για εξερευνήσεις ακόμα και όταν ο καιρός είχε τις κακές του. Δεν άργησε λοιπόν να αρπάξει μια γερή πνευμονία που τον οριζοντίωσε και τον έστειλε στο νοσοκομείο. Κατά την διάρκεια της αρρώστιας του, ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε πως η ζωή του κινδύνευε. Τον Ιανουάριο του 1934 βγήκε από το νοσοκομείο και επέστρεψε στο πατρικό του.
Αφού συνήλθε εξ ολοκλήρου μετακόμισε στο Hampstead, όπου ψευτοδούλευε ως βοηθός σε ένα βιβλιοπωλείο με μεταχειρισμένα βιβλία. Οι ιδιοκτήτες του βιβλιοπωλείου, το ζεύγος Westrope, ήταν φίλοι της θείας του Nellie, με αποτέλεσμα να ευνοούν και να κανακεύουν τον δικό μας. Σίγουρα αυτή η περίοδος της ζωής του ήταν από τις πιο ήρεμες, προγραμματισμένες και δημιουργικές. Το πρωί έγραφε, το απόγευμα δούλευε στο βιβλιοπωλείο και το βράδυ κοινωνικοποιούταν. Βλέπεις, γενικά ο Orwell ήταν ιδιαιτέρως εσωστρεφές άτομο, που δύσκολα έκανε φιλίες και αποκτούσε στενές επαφές. Σε εκείνη τη φάση όμως φαίνεται πως αποφάσισε να βγει από το καβούκι του και δεν τον χάλασε ιδιαίτερα, αφού πέρα των άλλων βρήκε επιτέλους ένα love interest της προκοπής, την Eileen O’Shaughnessy. Ένα χρόνο αργότερα παντρεύτηκαν.
Το 1936 έγραψε το “Road to Wigan Pier” όπου πραγματευόταν τα αποτελέσματα μιας κοινωνιολογικής έρευνας που έκανε πάνω στις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης του Lancashire και του Yorkshire. To συγκεκριμένο βιβλίο ήταν αρκετά “τζιζ” ώστε να τον βάλει στο στόχαστρο η Special Branch και να τον έχει υπό παρακολούθηση για 12 χρόνια. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου πήγε σαν εθελοντής στον Ισπανικό Εμφύλιο, με το μέρος του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος στην εξέγερση ενάντια στο καθεστώς του Franco. Εκεί έμεινε για περίπου μισό χρόνο, πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη και πολεμώντας στο πλευρό των Ισπανών επαναστατών.
Αν μέχρι τώρα σου φάνηκε να ταλαιπωρείται από διάφορες μικρομαλακίες, σου έχω ένα πολύ καλό για πάρτη του: 20 Μαϊου του 1937 στο πεδίο της μάχης, τον πήρε μια σφαίρα από sniper στο λαιμό. Ο ΠΟΝΟΣ. Και έτσι όπως ήταν πνιγμένος στα αίματα ,τον μετέφεραν άρον-άρον σε ένα νοσοκομείο στη Lleida. Τον καυτηρίασαν, του έκαναν ηλεκτροθεραπεία και σε μια βδομάδα μπορούσε να σηκωθεί, να περπατήσει και να μιλήσει, με αρκετή δυσκολία βέβαια.
Στα καπάκια και πριν προλάβει να συνέλθει εντελώς, τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, έφυγε σκαστός από την Ισπανία μαζί με την Eileen γιατί τους κυνηγούσαν οι κομμουνιστές, που μόλις είχαν αλλάξει τα φώτα στα μέλη του P.O.U.M. (Partido Obrero de Unificación Marxista-Workers’ Party of Marxist Unification) — yap, yap εκεί στον Ισπανικό Εμφύλιο μπερδεύτηκαν πολύ άσχημα πολλά μπούτια. Γιατί τους κυνηγούσαν; Επειδή τους θεωρούσαν πράκτορες του POUM και τροτσκιστές.
Στα μέσα Ιουλίου κατάφεραν να γυρίσουν στην Αγγλία, ενώ τον Οκτώβριο του επόμενου χρόνου ο Orwell δικάστηκε στη Βαρκελώνη, εν απουσία του φυσικά, μαζί με τους αρχηγούς του POUM.
Όπως και να ‘χει, ο Orwell μετά από όλα αυτά αποφάσισε να τσιλάρει. Εγκαταστάθηκε στο Wallington, πήρε κατσίκες, ένα κόκορα που τον φώναζε Henry Ford και ένα κουτάβι που το φώναζε Marx – δεν είμαι σίγουρη αν είχε issues ή πολλή καλή αίσθηση του χιούμορ. Πιθανολογώ πως είχε και από τα δύο.
Δυστυχώς για αυτόν, η υγεία του τότε άρχισε να του παίζει διάφορες στραβές. Διαγνώστηκε με φυματίωση και στάλθηκε σε σανατόριο. Εκεί τον επισκέπτονταν οι συγγραφείς φίλοι του και μάλιστα ο L. H. Myers χρηματοδότησε, εν αγνοία του Orwell, ένα ταξίδι στο Μαρόκο για τον δικό μας με σκοπό να αποφύγει τον αγγλικό χειμώνα.
O Οργουέλης μας λοιπόν κατέβηκε προς τον Νότο να στανιάρει λίγο. Γυρνώντας από τις διακοπές του, να σου ο Δεύτερος Παγκόσμιος, στον οποίο δεν πήραν τον Orwell φαντάρο λόγω του χτικιού του. Εκείνη τη περίοδο η Eileen δούλευε στο Cencorship Department του Λονδίνου. Τι σχέση έχει αυτό θα αναρωτιέσαι. Τα όσα όμορφα έμαθε ο Orwell μέσω της Eileen για το τι παίζει με τη λογοκρισία και τη προπαγάνδα, υπήρξαν ιδέες στις οποίες βάσισε το “1984“.
Πριν όμως μιλήσουμε για το βιβλίο (εξαιτίας του οποίου επέλεξα τον Orwell για τη θεματική εβδομάδα “μέλλον”) ας δούμε επί τροχάδην τι έπαιξε μέχρι να το γράψει:
Το 1941, ενώ είχε κριθεί ακατάλληλος για να πολεμήσει, τον πήραν στο BBC σαν υπεύθυνο των πολιτιστικών προγραμμάτων που προβάλλονταν στην Ινδία και πιο συγκεκριμένα για την αντι-προπαγάνδα στη προπαγάνδα των Γερμανών. Δύο χρόνια αργότερα παραιτήθηκε και έπιασε να γράψει τη “Φάρμα των Ζώων” η οποία ήταν το ορεκτικό για το βιβλίο που θα ακολουθούσε.
Τον Μάιο του 1944 μαζί με την Eileen, υιοθέτησαν έναν πιτσιρίκο τον οποίο ονόμασαν Rchard Horatio Blair (η Eileen ήταν στείρα) και τον Οκτώβρη του ίδιου έτους μετακόμισαν στο Ishington. O Orwell έφαγε πετριά εκείνη τη περίοδο να γίνει πολεμικός ανταποκριτής για το περιοδικό “Observer” (μετά το λαιμό που αλλού θέλεις να φας σφαίρα αγάπη μου;). Τα κατάφερε λοιπόν και άρχισε να τρέχει σε Παρίσια και Κολονίες για αυτό ακριβώς το σκοπό.
Την περίοδο που έλειπε όμως, η Eileen αναγκάστηκε να μπει στο νοσοκομείο για υστερεκτομή και -μάντεψε μάντεψε!- τους έμεινε στα χέρια από overdose αναισθητικού. Ο Orwell δεν ήξερε τίποτα για αυτό, μιας και η Eilleen θεώρησε πως δεν ήταν κάτι σημαντικό για να τον αναστατώσει, αλλά όταν το έμαθε γύρισε άρον άρον, για να ξαναρχίζει τα ταξίδια στην Ευρώπη μετά — ο μικρός απέκτησε κουβερνάντα για να τον προσέχει.
Μετά τον θάνατο της Eileen το έριξε στη δουλειά: έγραψε γύρω στα 130 άρθρα σε ποίκιλλα ζητήματα, ήταν ιδιαίτερα πολιτικά ενεργός και από ένα σημείο και μετά άρχισε να κάνει προτάσεις γάμου σε διάφορες δεσποσύνες. Δυστυχώς για αυτόν, έτρωγε πόρτες από παντού. Άσε που η φυματίωσή του χειροτέρεψε και άρχισε να φτύνει αίμα. Αυτός όμως δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Μετακόμισε στο νησί Jura και άρχισε να δουλεύει πάνω στο “1984″. Μετά από αρκετά πηγαινέλα μεταξύ Jura, Λονδίνου,εξετάσεων (που έδειξαν πως είχε τα χάλια του και έπρεπε να μπει σε σανατόριο) και ξανά πηγαινέλα μεταξύ Λονδίνου και Jura, κατάφερε επιτέλους να τελειώσει το αναθεματισμένο το “1984″.
Το “1984″ είναι από εκείνα τα βιβλία που σε χτυπάνε στο στομάχι, μια, δυο,τρεις, δέκα φορές. Ο τρόπος γραφής τους είναι τρομακτικά συγκροτημένος και το θέμα τους ιδιαίτερα δυνατό για όλους όσους σκάνε για το κοινωνικό γίγνεσθαι και όχι μόνο για την μικρή τους πάρτη. Το “1984″ σου περιγράφει μια δυστοπία γκρίζα, καταθλιπτική και βρώμικη, με ανθρώπινες σχέσεις που έχουν απαλλοτριωθεί, με τον φόβο και την καταπίεση συνεχώς να κάνουν την παρουσία τους αισθητή και την παράνοια να θεριεύει.
Είναι η ιστορία του Winston Smith, ενός μέλους του Κόμματος (The Party) που βρίσκεται κάτω από την αρχηγία του Μεγάλου Αδερφού. Ο Winston όμως δυσκολεύεται να χωνέψει το Κόμμα και την κατάσταση που επικρατεί. Τον συνεχή έλεγχο, την στέρηση της ελεύθερης επιλογής, την υστερία, την παραποίηση του παρελθόντος. Ψάχνει να βρει το πραγματικό παρελθόν και τον τρόπο να αποτάξει την εξουσία του Μεγάλου Αδερφού και του Κόμματος από πάνω του. Μέσα στη πορεία αυτή ερωτεύεται, παρανομεί, κάνει όνειρα για τη ζωή του και τον κόσμο — παρόλο που γνωρίζει πως δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Παίζει σε ένα παιχνίδι που ξέρει πως θα βγει χαμένος, αλλά αυτό είναι το τίμημα της ελεύθερης επιλογής, το οποίο είναι προετοιμασμένος να πληρώσει από την αρχή.
Φυσικά είναι ένα βιβλίο που έκανε αίσθηση, έγινε κλασσικό, είναι (και μάλλον θα παραμείνει) διαχρονικό. Μιλάει ουσιαστικά για όσα είναι διατεθειμένοι να κάνουν οι άρχοντες στους υπηκόους τους προκειμένου να κρατήσουν την εξουσία στα χέρια τους.
Σίγουρα η εκδοχή του Orwell είναι ακραία αλλά τόσο αληθοφανής μιας και βασίζεται στην πραγματικότητα, την οποία αποδίδει με έναν τρόπο οδυνηρό και δεν κωλώνει να σου πετάξει την ματαιότητα πολλών πραγμάτων στα μούτρα. Παρακάτω θα δούμε το “1984″ συγκριτικά με το “Brave New World” αλλά τώρα ας συνεχίσουμε με τον βίο του Orwell.
To “1984″ εκδόθηκε το 1949 και όπως είπαμε “έκανε αίσθηση“. Την ίδια χρονιά, η υγεία του Orwell είχε φτάσει σε πολύ άσχημο σημείο. Παρόλα αυτά, αυτός σχεδίαζε να παντρευτεί με τη Sonia Brownel. Ο γάμος τους έγινε στις 13 Οκτωβρίου του 1949 μέσα στο θάλαμο του νοσοκομείου. Τρεις μήνες μετά, ο Orwell πήγε από σπάσιμο αρτηρίας στους πνεύμονες. Ήταν 21 Ιανουαρίου του 1950.
Παρά τον σχετικά πρόωρο θάνατο του (ήταν 46 χρονών) η κληρονομιά που άφησε πίσω του είναι ιδιαίτερα αξιόλογη. Όσο ζούσε άλλωστε ήταν ήδη καταξιωμένος αρθρογράφος και το “1984″ ήταν το βιβλίο που έκανε το όνομά του να περάσει στην αθανασία.
Όμως τώρα που τον σκοτώσαμε τον Orwell, ας τον αφήσουμε λίγο στην άκρη μαζί με το βιβλίο του και ας περάσουμε στον ψυχεδελιασμένο Huxley, τα ντρόγκια του και την faux ουτοπία του.
Aldous Huxley
Λίγο προγενέστερος του Orwell, γεννημένος στις 26 Ιουλίου του 1894 στο Godalming, ήταν ο τρίτος γιος του συγγραφέα Leonard Huxley — αν δεν το έχεις στα υπόψιν σου, μάθε πως η οικογένεια Huxley έβγαζε μεγάλα μυαλά, ψυχάκηδες και αυτόχειρες.
Ο μικρός Aldous πήγε στο σχολείο Hillside, στο οποίο είχε για δασκάλα την μάνα του. Αυτό όμως δεν κράτησε και πολύ, μιας και η μητέρα του αρρώστησε σοβαρά και πέθανε το 1908, όταν αυτός ήταν 14 χρονών. Τρία χρόνια αργότερα ο Aldous έπαθε μια ωραιότατη κερατίτιδα που τον άφησε σχεδόν τυφλό για περίπου 3 χρόνια. Βέβαια, εξαιτίας της τύφλωσής του γλίτωσε το στρατιωτιλίκι, αλλά τι να το κάνεις;
Όταν επιτέλους συνήλθε πήγε τρέχοντας να σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στο Balliol College. Μόνο που ο πατέρας του δεν του πλήρωνε τα δίδακτρα και έτσι αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά για να σπουδάσει, διδάσκοντας γαλλικά στο Eton. Είχε μάλιστα για μαθητούδι του τον μικρούλη Eric Blair. Η περίοδος που το έπαιζε δάσκαλος δεν ήταν και από τις αγαπημένες του όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος μεταγενέστερα. Ήταν ένα κάτιτις ακατάλληλος για δάσκαλος, διόλου μεταδοτικός και σχεδόν ανίκανος να επιβάλλει την τάξη. Εντυπωσίαζε όμως τα μαθητούδια του με το πλούσιο και ιδιαίτερο λεξιλόγιο του.
Γύρω στα 20 του άρχισε να καταπιάνεται σοβαρά με τη συγγραφή. Το πρώτο του βιβλίο που δημοσιεύτηκε ήταν το “Chrome Yellow” το 1921. O τρόπος γραφής του, ο κυνισμός του και οι πρωτοποριακές ιδέες του δεν πέρασαν απαρατήρητες. Από τα 20s ακόμα ήταν ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της εποχής του. Εκείνη την περίοδο έπιασε κολλητιλίκια και με τον D.H. Lawrence, μαζί με τον οποίο ταξίδεψε στη Γαλλία και την Ιταλία.
Μόνο που το 1930 ο Lawrence πέθανε από φυματίωση (ήταν πολύ popular εκείνο το καιρό η κυρά φυματίωση, στους κύκλους των συγγραφέων και όχι μόνο!) αφήνοντας τον Huxley μοναχούλη. Ο δικός μας, πέρα του ότι επιμελήθηκε την προς έκδοση αλληλογραφία του Lawrence, υπερασπίστηκε την υστεροφημία του από όσους τον κακολογούσαν. Επίσης μετακόμισε στο Toulon της Γαλλίας όπου και επικεντρώθηκε στη συγγραφή του “Brave New World”. Μπορείς να διαβάσεις το άρθρο του Μάκη για το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά αν βαριέσαι τόσο πολύ να πας στο διπλανό tab, επίτρεψε μου να σου πω εγώ 2-3 λογάκια για αυτό το βιβλίο:
Γράφτηκε για το 1931 και πραγματεύεται έναν φαινομενικά ουτοπικό κόσμο, που όλοι οι άνθρωποι ζούνε σε ένα καθαρό προστατευόμενο περιβάλλον. Το μόνο τους μέλημα είναι να περνάνε καλά, το σεξ είναι ελεύθερο και για τους πάντες (“όλοι ανήκουν σε όλους“), οι γυναίκες δεν χρειάζεται να περνάνε το ζόρι του τοκετού μιας και τα παιδιά γεννιούνται με τεχνητή γονιμοποίηση και κύηση μέσα σε εργαστήρια, η εγκληματικότητα είναι ανύπαρκτη και όλα φαντάζουν ιδανικά. Φαντάζουν.
Γιατί για να επιτευχθεί όλο αυτό το σκηνικό οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να απογυμνωθούν από την ελεύθερη τους βούληση και την ιδιότητα της επιλογής. Η Κοινωνία αποφασίζει για αυτούς πριν καν συλληφθούν. Σε ποια τάξη θα ανήκουν, ποια θα είναι τα γενετικά τους χαρακτηριστικά, για ποιο κοινωνικό ρόλο είναι προορισμένοι. Είναι ουσιαστικά μια Κοινωνία που παράγει (ναι παράγει) σκλάβους για την ίδια την Κοινωνία. Όταν γεννηθούν οι σκλάβοι της τους προετοιμάζει για τον ρόλο που θα αναλάβουν, μαθαίνοντας τους α λα Pavlov τι να αγαπούν και τι να αποστρέφονται και φυτεύοντας τους στο μυαλό διάφορα τσιτάτα βάσει των οποίων πρέπει να συμπεριφέρονται για να είναι κοινωνικά αποδεκτοί, χρησιμοποιώντας υπνοπαιδεία. Ω! Η χαρά του conditioning!
Πέραν αυτών, ενθαρρύνουν την χρήση ενός ναρκωτικού (του soma,) το οποίο διώχνει τις “κακές” σκέψεις. Έτσι έχουμε μια κοινωνία πειθήνιων υποχείριων που χαπακώνονται και βομβαρδίζονται με στείρο ηδονισμό για να μην αντιλαμβάνονται τη κατάντια τους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται ο Bernard Marx, ένας τύπος που ανήκει στην ανώτερη κοινωνική κάστα, τους Alpha, αλλά για κάποιο λόγο γεννήθηκε πολύ πιο μικροκαμωμένος από όσο ένας Alpha πρέπει να είναι. Η σωματική του διάπλαση τον έκανε αποδιοπομπαίο τράγο και τον έβαλε στο τριπάκι να σκέφτεται, να αναρωτιέται και να αμφισβητεί, πράγμα που τον αποξένωνε περισσότερο από τον περίγυρο του μιας και η σκέψη πάνω σε οτιδήποτε μη τετριμμένο θεωρούταν αντικοινωνική.
Όλο αυτό το σκηνικό για τον Bernard αλλάζει με το που επιστρέφει από ένα ταξίδι στον καταυλισμό των Αγρίων στο Νέο Μεξικό, ένα μέρος αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, όπου οι άνθρωποι ζούνε με έναν πρωτόγονο τρόπο σε μια κοινωνία που θυμίζει πολύ αυτή των ινδιάνων. Μαζί του από αυτό το ταξίδι φέρνει τον John, έναν νεαρό που γεννήθηκε από “πολιτισμένους” γονείς μέσα στον “απολίτιστο” κόσμο.
Το τι παίζει από εκεί και μετά μπορείς να το διαβάσεις. Έχε στο νου σου πάντως πως είναι ένα βιβλίο εξίσου οδυνηρό με του Orwell — είπαμε όμως θα τα δούμε συγκριτικά παρακάτω.
Ας συνεχίσουμε με τον Huxley: μέσα στη δεκαετία του ’30 ασχολήθηκε πολύ με ειρηνιστικά ζητήματα και ήταν μπλεγμένος με την Peace Pledge Union.
To 1937 μετακόμισε στο Hollywood μαζί με την σύζυγο του τη Maria, τον γιόκα τους και τον Gerald Heard. Αυτή η μετακόμιση έγινε γιατί ο γιατρός του του σφύριξε πως το κλίμα της California θα ευνοήσει τα προβλήματα οράσεως του — ναι, δαύτα τον ταλαιπωρούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Ο Heard τον έμπασε στη “Vendata”, ένα ινδουιστικό society, βασισμένο στις διδασκαλίες του τάγματος του Ramakrishna. Εκεί το έκαψε λίγο με διαλογισμούς, χορτοφαγίες και όλα αυτά τα εξωτικά που παίζουν σε τέτοιους κύκλους. Συν τοις άλλοις άρχισε να παρατάει τη συγγραφή επιστημονικής φαντασίας και το γύρισε σε κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά δοκίμια, εκφράζοντας βέβαια κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά και στην φύση του πνευματισμού.
Παράλληλα, εκεί στο Hollywood άρχισε να συνεισφέρει στη συγγραφή διαφόρων σεναρίων, αλλά η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση και οι περίεργες ιδέες του έβγαιναν στα σενάρια με τρόπο που δεν ευχαριστούσε τους παραγωγούς, οι οποίοι ήθελαν γρήγορες, νταβαντούρικες και πιασάρικες πλοκές.
Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο (και αυτός, όπως και ο Orwell) δεν πήρε μέρος σε ένοπλες συρράξεις, όχι τόσο επειδή ήταν κάπως στράβακας, αλλά από ιδεολογία, πράγμα που μετά τον πόλεμο δεν του επέτρεψε να πάρει αμερικάνικη υπηκοότητα. Εκείνο τον καιρό ξεκίνησε να αναπτύσσει και στενές σχέσεις με τα ψυχοτρόπα. Ήδη το 1930, κατά τη διάρκεια ενός δείπνου στο Βερολίνο, ο Aleister Crowley τον “διέφθειρε” ταΐζοντάς τον peyote – γι’ αυτό δεν κάνει να δειπνείς με τέτοιους τυπάδες. Δύο δεκαετίες αργότερα ο Aldous πήρε upgrade, και έμαθε μέσω του Dr. Humphry Osmond τι εστί μεσκαλίνη και τέλος, το 1955, κούμπωσε το πρώτο του LSD.
E, από εκεί και μετά την είδε ψυχοναύτης, άρχισε να γράφει για τις εμπειρίες που είχε με τα ψυχοτρόπα (λέγε με “Doors of Perception“) και να προσπαθεί να ταΐσει και άλλο κόσμο με αυτά που κατέβαζε (λέγε με “Ray Brandbury“).
Το 1959 βραβεύτηκε από την Αμερικάνικη Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων για το “Brave New World”.
Κάπου μέσα στην επόμενη τετραετία, η υγεία του άρχισε να μην την παλεύει και πολύ. Εν τέλει βρέθηκε κρεβατωμένος για πολύ καιρό και στις 22 Νοεμβρίου του 1963 πέθανε, λίγες ώρες αφού δολοφονήθηκε ο Kennedy. Λέγεται πως η τελευταία του επιθυμία ήταν να τον πρεζώσουν με 100 μικρογραμμάρια LSD και την εξέφρασε γραπτώς, μιας και στη κατάσταση που βρισκόταν δεν ήταν ικανός ούτε να μιλήσει. Φυσικά το γεγονός του θανάτου του πέρασε στο ντούκου από τα media εξαιτίας του πανικού με τον Kennedy.
Και αφού σε μπούκωσα με τις βιογραφίες των κυρίων πάμε να δούμε σε παραλληλισμό της ομοιότητας των βιβλίων τους.
Συγκριση ομοιοτήτων στα βιβλία τους
Προφανώς, αμφότερα πραγματεύονται δύο άκρα: μια κοινωνία ανθρώπων που την υποδουλώνει το μίσος και η καταπίεση και μία που την υποδουλώνει η αγάπη και η ηδονή. Και ενώ αυτά τα βασικά γνωρίσματα των δύο κοινωνιών δείχνουν να βρίσκονται σε αντίθετες πλευρές, οι ίδιες οι κοινωνίες έχουν περισσότερα κοινά απ’ όσα θα μπορούσαμε να δούμε με μια επιπόλαια ματιά.
Έχουμε να κάνουμε με δύο ξεκάθαρα ταξικές κοινωνίες, των οποίων οι κάστες ποτέ δεν αναμιγνύονται γενετικά και η μεταπήδηση από το ένα κοινωνικό στρώμα στο άλλο είναι ουσιαστικά αδύνατη. Και στις δύο περιπτώσεις ο πυρήνας της οικογένειας (που πάντα ανά την ιστορία ένωνε τους ανθρώπους) έχει διασπαστεί: στη μία με τα παιδιά να στρέφονται εναντίον των γονιών τους και στην άλλη με την ολοκληρωτική κατάλυση του θεσμού και την γαλούχηση μιας κοινωνίας που τον αποστρέφεται όπως ο διάολος το λιβάνι.
Η μόνη οικογένεια για τους ανθρώπους αυτών των δυστοπιών είναι “Το Κόμμα” και “Η Κοινωνία“, τα οποία δεσμεύονται να υπηρετούν, χωρίς να έχουν την επιλογή να πράξουν διαφορετικά. Όποιος πράττει αντίθετα με το “κοινό συμφέρον” στη μία περίπτωση “εξατμίζεται“, παύει να υφίσταται, εκτελείται εν ολίγοις αφού βασανιστεί. Στην άλλη, απλά υφίσταται για αρχή τη κοινωνική κατακραυγή και άμα το παρατραβήξει τρώει reconditioning σε ειδικά διαμορφωμένο ίδρυμα — χμμ, φυλακή το λένε αυτό θαρρώ.
Επίσης, και στις δύο κοινωνίες η απομόνωση ακόμα και για μικρά χρονικά διαστήματα θεωρείται “αντικοινωνική“. Όλα τα πρόβατα πρέπει να παραμένουν μέσα στο κοπάδι, αλλιώς μπορεί να μάθουν να λειτουργούν και να σκέπτονται μόνα τους, πράγμα που όχι μόνο δεν εξυπηρετεί τις κοινωνίες, αλλά ενέχει τον κίνδυνο τα πρόβατα να αρχίσουν να τις αμφισβητούν και να επαναστατήσουν εναντίον τους (τζιιιζ! Τζιιζ λέμε! Κακό!). Οπότε μπορούμε να συμπεράνουμε πως και οι δύο κοινωνίες προωθούν την αποβλάκωση και την έλλειψη κριτικής ικανότητας, είτε επιβάλλοντάς την με τη βία, μέσω κακουχιών και συνεχούς προπαγάνδας, είτε χρυσώνοντας το χάπι με ηδονιστικές απολαύσεις και συνεχές conditioning.
Άλλο ένα κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η λατρεία σε κάποιον απόμακρο ηγέτη/σωτήρα, η οποία αποκτάει θρησκευτικό χαρακτήρα και ο σωτήρας αυτομάτως γίνεται ένα είδος “Θεού επί της Γης“, άσχετα που και στις δύο περιπτώσεις η δύναμη αυτών των “σωτήρων” είναι πλασματική (από τη μία ο Henry Ford είναι νεκρός και από την άλλη ο Μεγάλος Αδερφός, είναι -μάλλον- ανύπαρκτο πρόσωπο.) Λειτουργούν εν ουσία σαν βιτρίνα, σαν σημεία εστίασης λατρευτικής ισχύος, ώστε οι ελίτ και των δύο κοινωνιών να κάνουν τα κουμάντα τους.
Προωθούνται επίσης κάποια είδη εξαρτήσεων, με σκοπό να συντηρήσουν τα άτομα της κοινωνίας ναρκωμένα και μακριά από “επιβλαβείς” σκέψεις. Στην μία το κακό αλκοόλ, στην άλλη το soma. Η κουλτούρα και στις δύο περιπτώσεις είναι “mindnumbing“. Πλασάρει άψυχη μουσική, προπαγανδιστικές ταινίες ή feelies, ενώ η ανάγνωση ουσιωδών βιβλίων απαγορεύεται με τον ένα ή τον άλλον τρόπο — αν και για να λέμε την αλήθεια και στις δύο δεν σώζονται και πολλά ουσιώδη βιβλία.
Τέλος, το πιο τρομακτικό κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η αλλαγή και η πλαστογράφηση της ιστορίας. Στη μία περίπτωση παραποιώντας σε αναίσχυντο βαθμό τα ιστορικά ντοκουμέντα, κάνοντας παρέμβαση πάνω στην παρέμβαση, έτσι ώστε ακόμα και εάν κάποιος προσπαθήσει να ερευνήσει την ιστορική αλήθεια να μη έχει καμία σίγουρη απόδειξη και στην άλλη δίνοντας μια πλήρως διαστρεβλωμένη οπτική της και γαλουχώντας τους ανθρώπους έτσι ώστε να τη δεχτούν άκριτα — αφού ούτως ή άλλως αλλιώς δεν έχουν δική τους κριτική ικανότητα.
Αυτές είναι κάποιες από τις πολύ βασικές ομοιότητες δύο κόσμων που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζουν εκ διαμέτρου αντίθετοι. Εν ουσία και οι δύο συγγραφείς απέδωσαν το ίδιο εφιαλτικό σενάριο χρησιμοποιώντας διαφορετική γαρνιτούρα: ένα μέλλον όπου ο άνθρωπος έχει χάσει ολοκληρωτικά την ελευθερία σκέψης και δράσης και λειτουργεί σαν γρανάζι μιας καλογυαλισμένης μηχανής. Πέραν αυτού ,φαίνεται να μην έχει καμιά δυνατότητα διαφυγής από αυτή την υποδούλωση, καμία ελπίδα αλλαγής. Είναι ένα μέλλον που η ανθρωπότητα ζει και ξαναζεί το ίδιο ακριβώς πράγμα χωρίς καμία απολύτως εξέλιξη. Ένα ιστορικό τέλμα.
Όπως το έθεσε και ο ίδιος ο Orwell μέσα στο 1984:
If you want a picture of the future, imagine a boot stamping on a human face — for ever.
Θα μου πεις τώρα αναγνώστη, πως τέτοια σενάρια είναι παρατραβηγμένα για να εφαρμοστούν στην πραγματικότητα. Σίγουρα. Αλλά αν κοιτάξεις λίγο την ιστορία διαχρονικά και κυρίως την ιστορία των τελευταίων αιώνων, θα βρεις στοιχεία και των δύο δυστοπιών να εφαρμόζονται σε όλο και μεγαλύτερη συχνότητα.
Ακόμα δεν μας έχει καταβροχθίσει κάποιο παγκόσμιο ολοκληρωτικό καθεστώς, αλλά πες μου, δεν σου φαίνεται πως σιγά σιγά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, χάνουμε το δικαίωμα της επιλογής; Θα πεις, ιστορικά πάντα είχαμε πολλούς περιορισμούς, αλλά δεν σου φαίνεται πως η κατάσταση όσο πάει γίνεται όλο και πιο ελεγχόμενη;
Προβληματίσου πάνω σε όλα αυτά και εγώ σε αφήνω με μια θερμή παράκληση που όσο χαμένο και να είσαι, ελπίζω να την πάρεις τοις μετρητοίς: μην περιορίζεσαι σε μικρότητες και μην παύεις να κρίνεις ότι συμβαίνει γύρω σου, πέρα από τον μικρόκοσμο της καθημερινότητας σου. Αλλιώς αργά ή γρήγορα θα σε καπελώσουν παντελώς, όχι εσένα ατομικά αλλά αυτή την ρημάδα της ανθρωπότητα.
Και ας ελπίσουμε πως κάποια στιγμή θα υπάρξει ένας πραγματικός Υπέροχος Νέος Κόσμος.