Θα κάναμε μεγάλο σφάλμα αν θεωρούσαμε πως η γερμανική κατοχή ήταν αυτή που στάθηκε εμπόδιο στην ανάπτυξη ή έστω στη συνέχιση ύπαρξης του ελληνικού κινηματογράφου. Οι κάμερες που λίγα χρόνια πριν έγραφαν την «Γκολφω», «τον αγαπητικό της Βοσκοπούλας» και «τριγυρνούσαν» στα βουνά δίνοντας το δικό τους στοιχείο στον τομέα του κινηματογράφου, είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους πολύ πριν πατήσουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Η γερμανική εισβολή όμως, ήταν αυτή που συνέβαλε στην αναστολή μιας ενδεχόμενης αναγέννησης του κινηματογράφου μας.
Και ενώ οι ελληνικές κινηματογραφικές δράσεις ήταν ανύπαρκτες, η αισθητική σιωπή ξεπεράστηκε με την παρουσία των θεατρικών παραστάσεων στα ελεύθερα βουνά, με τραγούδια και έντυπα που μεταφέρονταν χέρι με χέρι, στόμα με στόμα κι όλα αυτά με θέματα που προσέγγιζαν έναν αντιστασιακό πνεύμα. Εξαιρέσεις στην κινηματογραφική σιωπή, οι στιγμιαίες παρουσίες των Φίνου, Μεγαλίδη και Περγαντή, με κάποια κατοχικά ντοκουμέντα.
Η πρώτη ελληνική κατοχική ταινία που παρουσιάστηκε ήταν από τη Φίνος Φιλμ, το 1943. Τίτλος: «η φωνή της καρδιάς» και ο Φίνος κατορθώνει να θέσει τα θεμέλια για τη μελλοντική του εξέλιξη και ανέλιξη στον κινηματογραφικό «στίβο». Μελοδραματική θεματογραφία με ήρωα έναν αποφυλακισμένο πατέρα, φύλακα άγγελο για την κόρη του. Πρωταγωνιστές ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Δημήτρης Χορν, ο Λειβαδίτης, ο Κωνστανταρας, η Τσαγανέα, η Πάνου, ο Ζερβός, η Ιατρίδου.
Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ελληνικός κινηματογράφος πριν τον πόλεμο κάνουν ξανά την εμφάνισή τους στις ελάχιστες ταινίες που γυρίζονται από ελληνικά χέρια και όχι εγγλέζικα που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Ολύμπια Φιλμ και η ταινία του Ηλία Περγαντή, «Η Θύελλα πέρασε», πάλι με ένα αποφυλακισμένο αυτή τη φορά σύζυγο και αμαξά, ο οποίος σκοτώνει τον εραστή της γυναίκας του. Σεναριακά κενά και εκκρεμότητες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και στηρίζονται για επίλυση στη βοήθεια της τύχης ή αλλιώς της μοίρας.
«Το δρομάκι του παραδείσου» της Μεγα Φιλμ των Δριμαρόπουλου και Μεγαλοοικονόμου με ιταλική συμμετοχή στη σκηνοθεσία (ναι, οι Ιταλοί δεν είναι πια «εχθροί» μας) τελειώνει με την αυτοκτονία, ύστερα από ερωτική παρεξήγηση και το δράμα συνεχίζεται χωρίς τέλος, αποτέλεσμα ίσως των ίδιων των συνθηκών ζωής.
Βέβαια, ανάμεσα στα δράματα, υπήρχε και μία ταινία με “happy end”. «Η Μάγια η Τσιγγάνα» σε σκηνοθεσία του Γ. Χριστοδούλου, παραγωγή της Κριστι Φιλμ. Η υπόθεση αφορά την ερωτική περιπέτεια μιας τσιγγάνας που κατορθώνει να μπει στον κόσμο της καλής κοινωνίας μέσω του αγαπημένου της.
Λίγο πριν το τέλος της κατοχής και ενώ η πορεία του Φίνου έχει σταματήσει ξανά με τη σύλληψή του από τους Γερμανούς, η Νόβακ και Ορίων ΑΕ παρουσιάζει τα «Χειροκροτηματα» του Γιώργου Τζαβέλλα. Πρωταγωνιστής ο Αττίκ και μαζί του ο Δημήτρης Χορν σε μία ταινία που στηρίζεται στην απλότητα και την αληθοφάνεια τη ιστορίας. Μιας ιστορίας που δεν απέχει πολύ από την πραγματική ζωή και ιδίως το τέλος του μεγάλου καλλιτέχνη της εποχής, Αττίκ. Η ταινία παρουσιάστηκε τον Μάη του 1944, λίγο πριν η γερμανική κατοχή τερματιστεί.
Οι ντόπιες κάμερες δεν έχουν πολλά να επιδείξουν εκείνη την εποχή και οι ταινίες που προαναφέραμε αποτελούν ίσως μαζί με την ολοκλήρωση της «Βίλας με τα νούφαρα» του Φίνου, τα μοναδικά αποτυπωμένα σε σελιλόιντ ελληνικά δείγματα κινηματογράφου.
Η δύσκολη αυτή περίοδος τερματίστηκε τον Οκτώβρη του 44, έχοντας αφήσει πίσω της μια Ελλάδα έρμαιο στα ξένα συμφέροντα, ενώ η λογοκρισία κάνει τη δυναμική της εμφάνιση στο κινηματογραφικό πλέον παιχνίδι!