Ο Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς (γερμανικά: Gottfried Wilhelm Leibniz) ήταν γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός, πρόδρομος του γερμανικού ιδεαλισμού που ξεκίνησε αργότερα στις αρχές του 19ου αιώνα.
Γεννήθηκε το 1646 στη Λειψία και πέθανε το 1716. Σπούδασε φιλοσοφία και νομική στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Άλντορφ, αλλά η επιστημονική του δραστηριότητα χαρακτηρίζεται από ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων.
Υπήρξε παράλληλα γλωσσολόγος, θεολόγος, φυσικός, ιστορικός και διπλωμάτης. Από 15 χρονών γνώρισε την αρχαία φιλοσοφία και ασχολήθηκε με τα φιλοσοφικά και επιστημονικά ρεύματα της εποχής του. Γνώρισε από κοντά τον πνευματικό κόσμο της Γαλλίας, όπου επικρατούσε ο καρτεσιανισμός, όταν πήγε εκεί με ειδική διπλωματική αποστολή. Γνώρισε τον Κρίστιαν Χόιχενς, ο οποίος τον ώθησε σε φυσικομαθηματικές έρευνες.
Επίσης γνωρίστηκε με το Σπινόζα, όπου άκουσε τη θεωρία του. Εισηγήθηκε την ίδρυση της Ακαδημίας του Βερολίνου, και το 1700 έγινε ισόβιος πρόεδρός της.
Η φιλοσοφία του Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς έκανε την εμφάνιση της την εποχή της διαμελισμένης φεουδαρχικής Γερμανίας. Η αδυναμία της νεογέννητης γερμανικής αστικής τάξης ήταν η αιτία του συμβιβαστικού χαρακτήρα της ιδεολογίας της, ο οποίος φαίνεται και στα έργα του Λ.
Έτσι ο Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς προσπαθεί π.χ. να συμφιλιώσει τη θρησκεία με την επιστήμη και επίσης να ερμηνεύσει την αθλιότητα των ανθρώπων με την επίκληση της θείας βούλησης, καταλήγοντας τελικά στη θρησκευτική θεωρία για την παντοδυναμία του Θεού.
Κατά τον Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς το σύμπαν αποτελείται από ανεξάρτητες πνευματικές υποστάσεις, που τις αποκαλεί μονάδες και που είναι οι “ψυχές”, τα συστατικά στοιχεία κάθε πράγματος. Οι μονάδες αυτές είναι ενεργητικές και τον τομέα δραστηριότητάς τους αποτελούν οι παραστάσεις. Μια εκδήλωση αυτών των ανεξάρτητων πνευματικών οντοτήτων αποτελεί η ύλη. Ο Θεός, η υπέρτατη μονάδα, έπλασε το άπειρο πλήθος των μονάδων, που η ιεράρχησή τους δημιουργεί μια προκαθορισμένη αρμονία. Γι` αυτό ο κόσμος που έπλασε ο Θεός είναι ο καλύτερος μεταξύ όλων των δυνατών κόσμων.
Ο άνθρωπος αποτελείται από ανώτερης μορφής μονάδες, που είναι ικανές να παριστάνουν και να κατανοούν την πραγματικότητα. Ο ανόργανος υλικός κόσμος είναι ένα σύνολο από κατώτερες μονάδες.
Στη φιλοσοφία λοιπόν του Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς όλη η φύση αποτελείται από ενεργητικές μονάδες, δεν υπάρχει στη φύση καμία μη ζώσα, μη ενεργητική ουσία. Είναι φανερό ότι σ` αυτή τη θεωρία συνυπάρχουν και αλληλοσυγκρούονται ο ιδεαλισμός και η μεταφυσική, η υπερφυσική καταγωγή των μονάδων και η διαλεκτική αντίληψη της εσωτερικής κίνησης της ύλης και της συνάφειας όλων των μορφών της ζωής (που εκδηλώνονται μέσω των μονάδων).
Ο Λ. ανέπτυξε επίσης τις μηχανιστικές αρχές της συνεχούς εξέλιξης και υποστήριζε ότι οι νόμοι της κίνησης στη φύση είναι υποταγμένοι στην τελεολογία.
Στον τομέα της θεωρίας της γνώσης ο Λ. προσπαθούσε να διαμορφώσει τον ορθολογισμό και τον εμπειρισμό, με βάση όμως τον ορθολογισμό. Στην αρχή της αισθησιοκρατίας, διατυπωμένη από το Λοκ: “δεν υπάρχει τίποτε στη νόηση, που να μην προϋπήρξε στις αισθήσεις” προσθέτει: “εκτός από την ίδια τη νόηση”.
Ο Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς υπήρξε και μεγάλος μαθηματικός. Το όνομά του είναι αναπόσπαστα συνδεμένο με τη δημιουργία του “απειροστικού λογισμού” και ο όρος ακόμα οφείλεται σ” αυτόν. Για τον Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς ο διαφορικός και ολοκληρωτικός λογισμός αποτελεί ισχυρότατο μέσο για τη γνώση του κόσμου, ένα μέσο που επιτρέπει στις φυσικές επιστήμες να αναπαραστήσουν την αντικειμενική πραγματικότητα όχι μόνο στατικά, αλλά και δυναμικά, στην πορεία της, στην κίνησή της.
Περισσότερο από τις σπουδαίες τεχνικές εφαρμογές του διαφορικού λογισμού ο Λ. κατέχει εξέχουσα θέση και για την απλότητα των ιδεών και των συμβολισμών του. Και σήμερα ακόμα έχουν υιοθετηθεί οι συμβολισμοί του Λ.: για τα διαφορικά, dx, dy για τις παραγώγους, ως διαφορικό πηλίκο dydx για το ολοκλήρωμα, σαν άθροισμα απειροστών ορθογωνίων με ύψος y και βάση dx, Sydx.
Επίσης ο Λ. διατύπωσε έναν από τους νόμους της “τυπικής” λογικής, το νόμο της “επαρκούς” λογικής.
Από τα έργα του σημαντικά είναι: “Νέα μέθοδος προσδιορισμού των μεγίστων και ελαχίστων” (1684), “Νέο σύστημα για τη φύση και την κοινότητα των ουσιών” (1965), “Νέα πραγματεία για την ανθρώπινη νόηση” (1700), “Θεοδικία” (1710) και “Μοναδολογία” (1714). Επίσης άφησε και πλούσια και σημαντική αλληλογραφία.