Ο Guy Ritchie γεννήθηκε στο Hatfield του Hertfordshire στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1968. Η ταινία Butch Cassidy and the Sundance Kid αποτέλεσε το έναυσμα εκείνο, που ως παιδί τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που ήθελε να κάνει στη ζωή του είναι να γυρίζει ταινίες.
Στα 15 του χρόνια παράτησε το σχολείο, ενώ ποτέ δεν παρακολούθησε κάποια σχολή κινηματογράφου, ισχυριζόμενος πως οι ταινίες των αποφοίτων της εν λόγω σχολής ήταν βαρετές και πως κανένας δεν τις παρακολουθούσε. Το 1995 και σε ηλικία 27 ετών ξεκινάει την καριέρα του στο χώρο της κινηματογράφησης, αρχικά ως βοηθός και πολύ γρήγορα ως παραγωγός και σκηνοθέτης μουσικών video για συγκροτήματα και διαφημιστικών σποτ.
Την ίδια χρονιά συγγράφει και σκηνοθετεί το The Hard Case, μια ταινία διάρκειας 20 λεπτών η οποία αποτέλεσε και κομμάτι προετοιμασίας για το μελλοντικό του ντεμπούτο το 1998 με το Lock, Stock and two smoking Barrels, του οποίου υπήρξε όχι μόνο σκηνοθέτης αλλά και συγγραφέας. Η υπόθεσή της κέντρισε το ενδιαφέρον της Trudie Styler, συζύγου του Sting, καθώς και του Tom Cruise, όταν δέκα Βρετανοί παραγωγοί την είχαν ήδη απορρίψει. Η ταινία είχε προϋπολογισμό 1,6 εκατομμύρια λίρες και απέφερε τελικά κέρδη που την κατέταξαν στην Τρίτη θέση των πιο εμπορικών Βρετανικών ταινιών όλων των εποχών.
Η επόμενη ταινία του ήρθε 2 χρόνια αργότερα από την μεγάλη του επιτυχία και άκουγε στον τίτλο Snatch. Παρά που η ταινία είχε μεγαλύτερο budget και σαφέστερα πιο δημοφιλές cast όπως τους Brad Pitt, Dennis Farina, Benicio Del Toro από το LockLock, Stock and two smoking Barrels και παρά την εισπρακτική της επιτυχία, σήμερα θεωρείται ως μια απομίμηση της πρώτης. Την ίδια στιγμή, ο Ritchie γίνεται ευρέως γνωστός στο κοινό όχι μόνο από τη δουλειά του, αλλά και από τη σχέση του με την Madonna με την οποία τελικά και παντρεύτηκε το Δεκέμβριο του 2000, λίγο καιρό μετά τη γέννηση του γιου τους, Rocco.
Το 2001 και από την καρέκλα του παραγωγού αυτή τη φορά παρακολουθεί την ολοκλήρωση του Mean Machine, ταινία που δεν είχε την αναμενόμενη ανταπόκριση από τον κόσμο. Παράλληλα σκηνοθετεί μια ταινία μικρού μήκους την οποία ονόμασε Star και είχε να κάνει με τα αγαπημένα του BMW αυτοκίνητα. Στην ταινία αυτή συμμετείχε και η σύζυγός του, Madonna.
Το 2002 ξανασυνεργάζεται με την Madonna, αυτή τη φορά στο Swept away, remake της ομώνυμης ταινίας του 1974, κάνοντας στροφή προς τις ταινίες ρομαντικού περιεχομένου. Η ταινία θα πατώσει καθώς θεωρήθηκε από κοινό και κριτικούς ως μια κακή σάτιρα ερωτικών δραματικών ταινιών. Στην γενέτειρά του κυκλοφόρησε απευθείας σε dvd. 3 χρόνια αργότερα ξαναπιάνει την κάμερα και ακολουθεί το Revolver το οποίο πίστευε ότι θα καταφέρει να του ξαναδώσει την χαμένη επιτυχία. Έκανε μεγάλο λάθος όμως καθώς μια ταινία δεν μπορεί να στηρίξει την εισπρακτική και εμπορική της επιτυχία μόνο πάνω σε καλές ατάκες, πρέπει να υπάρχει και σενάριο με άποψη και σκηνοθεσία με υποδομή.
Σήμερα έχει να τον προβληματίζει τόσο η προσωπική, όσο και η επαγγελματική του ζωή. Βρίσκεται σε διάσταση με την Madonna και το διαζύγιο αποτελεί θέμα χρόνου, ενώ αγωνιά για την πορεία της νέας του ταινίας RocknRolla, της οποίας είναι συγγραφέας, σκηνοθέτης και παραγωγός και η οποία ευελπιστεί να τον ξαναφέρει στο προσκήνιο.
Guy Ritchie συνέντευξη
Το Λονδίνο του υποκόσμου («Δύο καπνισμένες κάνες», «Rocknrolla»), του ψυχροπολεμικού 1960 («Κωδικό όνομα U.N.C.L.E.»), του βικτοριανού 19ου αιώνα («Sherlock Holmes»).
Αν και γεννημένος στο Χάρτφορντσαϊρ, ο 51χρονος κινηματογραφιστής Guy Ritchie μεγάλωσε και ανδρώθηκε στην πόλη που αποκαλεί το συναρπαστικότερο χωνευτήρι εθνικοτήτων και ήταν πάντα ο κύριος πρωταγωνιστής των ταινιών του.
Είστε κινηματογραφικός σκηνοθέτης, αν και τόσο η χρήση της μουσικής στις ταινίες σας όσο και ο προηγούμενος γάμος σας με τη Μαντόνα θα μπορούσαν να υποδηλώνουν ένα πάθος για τη μουσική. Έχει κάποια βάση αυτό;
Με το σινεμά ήθελα να ασχοληθώ από μικρό παιδί και όχι με τον ακαδημαϊκό τρόπο. Πάντως, η πρώτη μου δουλειά ήταν ως κλητήρας στην Island Records και ήταν μονά-ζυγά για μένα αν θα ακολουθήσω τη μουσική ή τον κινηματογράφο. Κατά κάποιον τρόπο, η πάλη ακόμα συνεχίζεται μέσα μου και η μουσική εξακολουθεί να με ενδιαφέρει πάρα πολύ σε συνάρτηση με την εικόνα. Προσπαθώ να παίρνω κι από τα δύο το καλύτερο. Στο «Κωδικό όνομα U.N.C.L.E.», ας πούμε, ξόδεψα πολύ χρόνο στη μουσική και προσπάθησα να πείσω τον συνθέτη μας πως η ταινία θα πρέπει να υπηρετεί τρόπον τινά τη μουσική επένδυση.
Η πρώτη φορά που πιάσατε την κάμερα στα χέρια σας ποια ήταν;
Εδώ και πάνω από 20 χρόνια, όταν μου ανέθεσαν να γυρίσω ένα μουσικό βίντεο για 250 στερλίνες. Θυμάμαι το άγχος μου. Ήταν τόσο αφόρητο που πήγα εκεί με κάποιον συν-σκηνοθέτη απλώς για να μπορώ να του φορτώνω την ευθύνη αν κάτι πήγαινε στραβά! Αλλά έκτοτε τα νεύρα μου έχουν ηρεμήσει φυσικά.
Σαφώς και η ζωή σας, με δεδομένο πόσο ατίθαση υπήρξε η μετεφηβεία σας στο Ανατολικό Λονδίνο…
Ναι, πέρασα μια πολύ ταραχώδη περίοδο κάποτε. Κάπνιζα πολύ χόρτο, έπινα συνέχεια, έμπλεκα σε καβγάδες στα καλά καθούμενα. Την πάτησα πολλές φορές. Έψαχνα απλώς για αδρεναλίνη. Αλλά αν κάποιος μου φερόταν με αγένεια τώρα, απλώς θα το δεχόμουν. Το να κουτρουβαλάς στους δρόμους στα σαράντα τόσα σου, και μάλιστα ως σύζυγος και οικογενειάρχης, μοιάζει γελοίο.
Έχει να κάνει με την ηλικία λοιπόν ή με το κοινωνικό στάτους περισσότερο;
Την ηλικία κυρίως. Βλέπω και τους παλιούς μου φίλους που δεν είναι πλέον ενεργοί ταραξίες. Όλοι εξευγενίστηκαν. Όσο γερνάς, ανταλλάσσεις την εμφάνιση και τα νιάτα σου με σοφία. Και ένα από τα πράγματα που θυσιάζονται σε αυτήν τη διαδικασία είναι η βία.
Εσείς πότε περίπου αρχίσατε να ελέγχετε τα πάθη σας;
Γύρω στα 20, χάρη στην ενασχόλησή μου με το καράτε. Το έκανα για αρκετά χρόνια, και εκείνη την εποχή ήταν η μόνη μου θρησκεία. Εκεί έμαθα πειθαρχία. Να σου φωνάζουν και να συνειδητοποιείς πως ο μόνος εχθρός σου είναι ο εαυτός σου.
Μολαταύτα, «στα γεράματα», ανοίξατε μία παμπ στο Λονδίνο, το «The Punch Bowl». Έναν χώρο «επιρρεπή», θα λέγαμε, σε παρεκτροπές…
Πράγματι. Δεν την έχουμε πια, εγώ και οι συνεταίροι μου, την έχουμε δώσει, αλλά ομολογώ πως μου βελτίωσε τη ζωή αυτή η ιστορία. Σκεφτήκαμε πολλές φορές να την «εξυγιάνουμε», αλλά δεν το κάναμε. Η έννοια της αγγλικής παμπ, που δεν τη βρήκα πουθενά αλλού στον πολιτισμένο κόσμο, είναι η φασαρία και οι τσακωμοί, να ξερνάνε διάφοροι στη γωνία και να ξεφτιλίζονται. Είναι η ποικιλία των χαρακτήρων που μαζεύονται εκεί. Πόρνες, ροκ σταρ και κανονικοί άνθρωποι που κάνουν κεφάλι μέσα στον ίδιο χώρο. Το λατρεύω αυτό.
Στο ίδιο το Λονδίνο, τι είναι εκείνο που σας αρέσει περισσότερο;
Είναι μια πόλη που εξελίσσεται εδώ και δυο χιλιετηρίδες σχεδόν, με εθνικότητες και κουλτούρες απ’ όλο τον πλανήτη. Και η τραχιά με την απαλή πλευρά της ζωής βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής, από το ένα σοκάκι στο επόμενο. Αυτό που ουσιαστικά με εμπνέει στη λονδρέζικη κουλτούρα είναι ο πλούτος των ξεχωριστών κοινωνικών στρωμάτων και νοοτροπιών που συγχωνεύονται.
Θα λέγατε πως είναι αυτή η ποικιλία των αντιθέσεων που ψάχνετε και στη δουλειά σας;
Σίγουρα. Εκείνο που επιδιώκω είναι μια συνωμοσία στοιχείων. Μια γερή πλοκή, δυνατοί χαρακτήρες, πλούσιος διάλογος, αισθητική. Πιστεύω πως το «συμπαθές» μπορεί να καταστρέψει μια ταινία. Ένα συμπαθές θέμα με συμπαθείς χαρακτήρες να φέρονται με συμπάθεια ο ένας στον άλλον είναι ανιαρό. Δεν υπάρχει σύγκρουση, και το σινεμά τρέφεται από συγκρούσεις.